Ο Ιασονίδης εγεννήθη εις την Λεμεσόν το 1846, ανήκων εις μία τα πρώτα φερόντων οικογενειών της Λεμεσού. Ο πατέρας του Ιωάννης Ιασονίδης, 1802-1865 εξέχων πολίτης της Λεμεσού, ήτο εκ των μεγαλεμπόρων της εποχής, ασχολείτο με το εξαγωγικό εμπόριο ιδίως κρασιών και κουμανταρίας, με διάφορες Ευρω¬παϊκές χώρες. Ο τελευταίος μάλιστα ήτο υιός του Ονούφριου Ιασονίδη ή Γιασίνογλου καρατομηθέντος μετά των άλλων προκρίτων ως και Αρχιερέων της Κύ-πρου κατά τον αιματηρό Ιούλιο του 1821, και της Χριστίνης εξαδέλφης του Εθνομάρτυρος Κυπριανού. Ήτο αυτουνού το μαρμάρινο γλυπτό ταφικό μνημείο, ένας υπέροχος αετός με ανοικτές τες φτερούγες, που εκοσμούσε άλλοτε τον περίβολο του ναού της Αγίας Νάπας, του γνωστού ως κοιμητηρίου των προυχό¬ντων της πόλεως. Φαντασθείτε ότι αυτό το αριστούργημα βρέθηκαν χέρια Αρχιερέως -όχι του νυν μητροπολίτου Λεμεσού- που το μετέφεραν εις την κατοικία του προς καλλωπισμόν! Όσον αφορά δε το επώνυμον Γιασίνογλου, δηλοί ότι δεν είναι κυπριακής προελεύσεως, απαντάτε κυρίως εις τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, ιδίως εις την Καππαδοκίαν και Πόντο. Μητέρα του Ιασονίδη ήτο η Ελένη 1819-1900 θυγατέρα της Μαρίνας Κωνσταντίνου Γεωργαλλή Πετσοπούλη ή Γεωργιάδη, η οποία ήτο αδελφή των μεγάλων αδελφών Θησέων, Κυπριανού, Νικολάου και Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου, που διεδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο και διεξήγαν αμέτρητους αγώνες προς όλες τις κατευθύνσεις διά την ελευθερίαν της σκλαβωμένης πατρίδος των Κύπρου. Οι Θησείς ήσαν από τον πατέρα τους, παπά Σάββα τον μετέπειτα Οικονόμον, ανεψιοί του Εθνομάρτυρος Κυπριανού. Η μητέρα του Ελένη ήτο η μονα-δική αδελφή του Γεωργίου Ακάμα 1818-1890. Ο Ονούφριος είχε δύο αδελφές: Την Ολυμπιάδα 1849-1932, σύζυγον του διαπρεπούς νομικού Θεοδώρου Μ. Περιστιάνη 1836-1891 και την Χριστίνην 1844-1900 σύζυγον του Ιωάννου Π.Π. Βοντιτσιάνου 1838-1919, προξενικού πράκτορος της Ρωσίας και Γερμανίας εις την Λεμεσόν όπου έζη. Πάντως, αξίζει να ειπωθεί πως με τους συγγενείς του ποτέ δεν διετήρει καλές σχέσεις. Απλώς τους αγνοούσε, τους ενθυμόταν μόνον κατά τη διεξαγωγή των συχνών δικαστικών αγώνων που είχε μαζί τους, επί περιουσιακών ζητημάτων.
Έχοντας ο Ιασονίδης αυτό το οικογενειακό υπόβαθρο, δεν μπορούσε παρά να τύχει και της αναλόγου επιμελούς μορφώσεως, πράγμα σπάνιο διά την εποχήν εκείνην και προνόμιον των ελαχίστων. Εσπούδασεν εις Αθήνας και Παρισίους φιλολογίαν και εις το Pembroke College της Οξφόρδης νομικάς και πολιτικάς επιστήμας. Προφανώς εις μία από τις πόλεις που έζησε τα φοιτητικά του χρόνια εκαλλιέργησε το έμφυτο ταλέντο που είχε της ζωγραφικής. Γιατί αργότερα είχε αξιώσεις ζωγράφου και μάλιστα καλού. Και διατί όχι, αφού ελάμβανε μέρος εις τις Ομαδικές Εκθέσεις του τότε «Παρνασσού».
Κατά την περίοδο που ήτο φοιτητής εις την Οξφόρδη, εχρησίμευσεν ως το διάμεσο της επικοινωνίας των Κυπρίων με την Αντιπολίτευση του Φιλελευθέρου Κόμματος του Γλάδστωνος. Ενώ ο ευρισκόμενος εις Λονδίνον Κύπριος Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Μυριανθεύς 1838-1898 πρωθιερεύς της εν Λονδίνο ελληνικής εκκλησίας του Σωτήρος μετά Αγίας Σοφίας, ηρνήθη λόγω διαφορετικού σκεπτικού ως προς τον καλύτερον τρόπον διά να επιτύχει η Κύπρος σημαντικές ελευθερίες, όταν οι αδιάλλακτοι προσεπάθησαν να τον εμπλέξουν. Έτσι ο Ιασονίδης επαρέμεινε ο μοναδικός πόλος επαφής με την Αγγλική αντιπολίτευση. Κατ' αυτόν τον τρόπον εγνώρισε από κοντά τους αριστείς της Αγγλικής πολιτικής, και κοινωνίας.
Ενεργοποιήθηκε εις αυτό τον ρόλο εκ μέρους της πρώτης ομάδος της Κυπριακής Αντιπολιτεύσεως, κατά τους πρώτους χρόνους της Αγγλικής κατοχής της Κύπρου, που απαρτιζόταν από τους αδιάλλακτους εθνικιστές: Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανό Οικονομίδη 1833-1886, τον ιδρυτή και εκδότη της εφ. «Αλήθεια», Αριστοτέλη Παλαιολόγο 1852-1915 και τον Σχολάρχη Ανδρέα Θεμιστοκλέους 1843-1918, ιδιαιτέρως από τους δύο πρώτους και με επιδοκιμασία του τρίτου. Οι εθνικιστές επίστευαν πως πολλές συνταγματικές ελευθερίες διά την Κύπρο θα ημπορούσαν να επιτύχουν, εάν εδραστηριοποιούσαν σωστά την Αντιπολίτευση της Αγγλίας, εφοδιάζοντας την με διάφορα γεγονότα και αριθμούς μέσω του Ιασονίδη. Σ' αυτό του τον ρόλον υπήρξε μοναδικός. Τους επροσκαλούσε και αυτοί με την σειρά τους τού το ανταπέδιδαν σε πρόγευμα κυρίως εις το ξενοδοχείο Ράντολφ της Οξφόρδης, το και σήμερον υπάρχον. Έτσι και οι δύο πλευρές ημπορούσαν να πάρουν περισσότερες πληροφορίες, από πρώτο χέρι.
Προσωπικά πιστεύω, κατόπιν ενδελεχούς μελέτης των επιστολών, όταν ο Ιασονίδης ηναγκάσθη με την φόραν των γεγονότων που πήραν να τις δημοσιεύσει. Οι επιστολές εδημοσιεύθηκαν εις 16 συνέχειες εις την εφ. «Εφημερίς του Λαού» 29) 11.9.1909 - 6) 19.2.1910-ότι ο ίδιος ο Ιασονίδης κατά τας διαφόρους αυτάς συναντήσεις προς επίδοσιν των επιστολών καθώς και επαφών που είχε μετά των σημαινόντων Άγγλων της Αντιπολιτεύσεως επετέλεσε τεράστιον έργον και ότι ο Συνταγματικός χάρτης ή ελευθερίες που επέτυχε η Κύπρος οφειλόταν κυρίως εις τας προσπάθειας και επαφάς που είχε. Οι Άγγλοι απεδείχθη εκ των πραγμάτων ότι τον εκτιμούσαν υπέρμετρα, πράγμα όχι και τόσο εύκολο όταν γνωρίζει κανείς τον αγγλικό τρόπο του σκέπτεσθαι.
Το πόσο ο Ιασονίδης εταυτίσθη με την αγγλική νοοτροπία ιδίως της ανωτέρας τάξεως, χαρακτηριστικό είναι το εξής γεγονός: Ενοικίασε τον Πύργο των Ναϊτών εις το Κολόσσι καθώς και την γύρω περιοχή που ανήκε εις Τούρκο πασά που διέμενεν εις την Αίγυπτον, διά κυνήγι αλεπούδων. Εστάλησαν προσκλήσεις προς τους επισήμους Άγγλους εν Αγγλία για να λάβουν μέρος εις το κυνήγι. Το κυνήγι όμως δεν έγινε ποτέ, διότι οι επίσημοι συνεχώς ανέβαλλον τον ερχομό τους εις την Κύπρο, προφανώς λόγω αποστάσεως και ελλείψεως τακτικών μέσων συγκοινωνίας. Σαν πραγματικοί ευπατρίδαι απλώς μετέθεταν την ημερομηνίαν, προς ευχαρίστησιν του Ιασονίδη.
Δυστυχώς διά τον Ιασονίδη, μια άλλη ομάδα διαφορετικά σκεπτόμενων Κυπρίων που εδιεκδικούσε να προσκομίσει δάφνες, επίστευε πως διά άλλης καλυτέρας οδού έπρεπε να αναζητήσει και επιτύχει η Κύπρος σημαντικές ελευθερίες, όπως ήταν η αποστολή Πρεσβείας εις το Λονδίνο το 1889 υπό τον Αρχιεπίσκοπον Σωφρόνιον Γ' 1825-1900 και με συμμετοχή των Θεοδώρου Μ. Περιστιάνη 1836-1891 (γαμβρού επ' αδελφή του Ιασονίδη), Πασχάλη Κωνσταντινίδη 1840-1937 και Αχιλλέως Λιασίδη 1850-1924. Επίστευαν ακράδαντα πως ό,τι επέτυχε η Κύπρος, δεν ήταν από τις προσπάθειες του Ιασονίδη, αλλά από τις ιδικές τους, δηλαδή της Πρεσβείας. Αδίκησαν πραγματικά τον Ιασονίδη, φάνηκαν ομολογουμένως μικρόψυχοι, πράγμα που τον επλήγωσε αφάνταστα. Πιστεύω πως η κατο¬πινή απέχθεια που ανέπτυξε προς τους ανθρώπους έχει εδώ τις ρίζες. Ήταν τρομερά ευαίσθητος. Ίσως ήτο κάτι που δεν διείδαν οι αντίπαλοι του. Έγινε από τότε αγρίμι.
Και τώρα μια άλλη εικόνα μετά την πρώτη μοιραία σύγκρουση του Ιασονίδη μετά της μερίδος των διαφορετικά σκεπτόμενων Κυπρίων, κυρίως του Δημάρχου Λευκωσίας Αχιλλέως Λιασίδη 1850-1924 και του εκφραστικού του οργάνου, της ιδικής του εφ. «Πατρίς». Θα προσπαθήσω να σας σκιαγραφήσω την εικόνα της τριωρόφου οικίας του Ιασονίδη με τη σιδερένια καγκελόπορτα, που οδηγού¬σε προς την πέτρινη εξωτερική σκάλα. Η είσοδος ήτο από την οδό Ελένης Παλαιολογίνας. Ο κάθε όροφος εσυγκοινωνούσε με την πέτρινη εξωτερική σκάλα που ετελείωνε εις τον τρίτο όροφο. Η περιγραφή γίνεται με βάση στοιχεία που μου παρεχώρησεν προ ετών ο μ. φίλος ιστοριοδίφης -ερευνητής Αντώνης Ιντιάνος 1899-1968. Εκεί εις τον τελευταίο όροφο εγκατέστησε το στούντιο μακρυά από τους ανθρώπους. Κατά καιρούς τον επισκεπτόταν ο ποιητής Γλαύκος Αλιθέρσης 1897-1965. Ο Αλιθέρσης εχρησίμευε κατά καιρούς ως μοντέλο του Ιασονίδη. Πολλές δε φορές Ιντιάνος-Αλιθέρσης μαζί επήγαιναν διά να δουν τον Ιασονίδη.
Εις το ισόγειον της τριωρόφου οικίας του, ο Ιασονίδης εγκατέστησε τυπογραφείον και λιθογραφείον, ενώ εις τον τελευταίον όροφον εγκατέστησε ένα τεράστιον τηλεσκόπιον διά να κάνει τις κοσμογονικές του παρατηρήσεις. Μετά τον θάνατον του το τηλεσκόπιον εδωρήθη εις το Ελληνικόν Γυμνάσιον Λεμεσού. Εκτός από το τηλεσκόπιον μετέφερε εκεί την πλουσιωτάτην βιβλιοθήκην του από σπάνιες παλαιές εκδόσεις, που και αυτές επωλήθησαν μετά τον θάνατον του ως χάρτης περιτυλίγματος των αποικιακών μαγαζιών. Εγκατέστηκε επίσης τις πολύτιμες συλλογές των πορσελάνων που ιδιαιτέρως αγαπούσε, ιδικών του ζωγραφικών πινάκων, όπως και ξένων ζωγράφων. Ιδιαίτερα τον ευχαριστούσε το πορ¬τραίτο από λάδι που του εφιλοτέχνησε ο Καλύμνιος ζωγράφος και καθηγητής εις την Ελληνική Σχολή Λεμεσού Μιχαήλ Κουφός το 1898 όταν ήταν Βουλευτής.
Το πορτραίτο μετά τον θάνατον του απωλέσθη. Ευτυχώς που ο Ιασονίδης επέτρεψε εις τον Ιντιάνο να το φωτογραφίσει όταν ευρίσκετο εν ζωή.
Μετέτρεψε την κατοικία του εις το κατεξοχήν φιλολογικό σαλόνι της Λεμεσού. Συχνότατα μέσω του Τύπου προσεκάλει τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και τους απάγγελε ιδικάς του μεταφράσεις των σοννέτων του Σαίξπηρ και ποιήματα του Μπάυρον. Μιά άλλη προσφορά του εις την ιδιαιτέραν του πόλιν ήτο ότι εδίδαξε αμισθί την αγγλική εις την Ελληνική Σχολή Λεμεσού.
Το 1884 ο Ιασονίδης διορίζεται ως Έλλην μεταφραστής και διερμηνεύς του Νομοθετικού Συμβουλίου Κύπρου. Η αποδοχή όμως της θέσεως αυτής εστάθη η αιτία να ερμηνευθεί από τους παλαιούς του φίλους τους αδιάλλακτους εθνικιστές Αριστοτέλη Παλαιολόγο και Ανδρέα Θεμιστοκλέους ως αντεθνική ενέργεια, με αποτέλεσμα να χειροδικήσει εναντίον του πρώτου, όταν ο δεύτερος προσεπάθησε να υπερασπίσει τον Παλαιολόγο, ο Ιασονίδης εξήγαγεν ρεβόλβερ και επυροβόλησεν ανεπιτυχώς κατ' αυτών. Εν αναμονή της εκδικάσεως της υποθέσεως του αφέθη ελεύθερος επί εγγυήσει κατορθώσας όμως να αποδράσει εις την Ελλάδα.
Εις τας Αθήνας εγνωρίσθη με τους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους, έγινε μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός ή της Μικράς Ακαδημίας όπως εθωρείτο τότε. Από του βήματος του Παρνασσού έδιδε διαλέξεις και απήγγελλε ποιήματα του. Έλαβε μέρος και εις την Α' Καλλιτεχνικήν Έκθεσιν εις τας αίθουσας του Συλλόγου τον Απρίλιον του 1885. Εις το «Χρονικόν του Παρνασσού» δίδεται μεταξύ άλλων η εξής χαρακτηριστική περιγραφή:
«Η Έκθεσις ενεκαινιάσθη εις το κατάστημα του Συλλόγου την 21η Απριλίου 1885, περιελήφθησαν δε εν αυτή έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, ξυλογραφίας, χαλκογραφίας και σχεδιαγράμματα αρχιτεκτονικής. Από τον κατάλογον της εκθέσεως «τιμώμενον λεπτά 10» πληροφορύμεθα ότι μεταξύ των εκθετών ήσαν οι Νικόλαος Ξυδιάς, Γιαλλινάς, Ν. Βώκος, Γεώργιος Ροϊλός, Νικόλαος Γύζης, Αλεξ. Φιλαδελφέας, Β. Κοντόπουλος, Θ. Αντωνιάδης, Θ. Βελούδιος, Μαρία Αμοιραδάκη, Έφη Χατζηλαζάρου, Γ. Παπαγιάννης, Λαζ. Σώχος, Εμμ. Προσαλέντης, Ν. Σπανδωνής, Θ. Άννινος, Μαρία Σκούφου, Γ. Ρόδιος, Α. Σκόκος, Γ. Λεμπέσης, Νέστωρ Βαρβέρης, Ονούφριος Ιασονίδης και ο κατάλογος συνεχίζεται παραθέτοντας και άλλα ονόματα εκθετών».
Λόγου δε γενομένου περί της ζωγραφικής του Ιασονίδη, πιστεύω πως ζωγράφος ήταν. Εκείνο που ενοχλούσε ήταν η βραδύτης που εκινείτο αναφορικά με την εκτέλεσιν των έργων. Χαρακτηριστικός είναι και ο εξής διάλογος που έλαβε χωράν εις την οικίαν του Ιασονίδη. Η Εκκλησιαστική Επιτροπή του ιερού Ναού Αγίας Νάπας επαρήγγειλε εις τον Ιασονίδη να της ζωγραφίσει τον Εσταυρωμένον. Συνεχώς ερωτούσαν εάν το έργον ετελείωσεν. Επλησίαζαν τα εγκαίνια του Ναού και ο Εσταυρωμένος δεν ήτο έτοιμος. Απελπισμένη η Επιτροπή έστειλε τον ανεψιό του Κλέονα Περιστιάνη ίσως πείσει τον θείον του. Φυσικά ο Εσταυ¬ρωμένος δεν ήτο έτοιμος. Αγανακτισμένος τότε ο ανεψιός του ανεφώνησε. «Ο Ιησούς, θείε μου, υπέστη ολιγότερα εις τα χέρια των Εβραίων, από ό,τι έχει υποστεί εις τα χέρια σου». Ο Ιασονίδης προφανώς ενοχλημένος του απήντησε: «Φύγε, φύγε, φύγε». Ζωγραφικό του έργο, ένα μόνον δυστυχώς είδα, ένας πίνακας που απεικόνιζε δύο αγγέλους που ήτο εις την κατοχή του μ. φίλου μου δημοσιογράφου και εκδότου της εφ. «Παρατηρητής» Πάνου Φασουλιώτη 1894-1965. Διερωτώμαι τι να έγινε ο πίνακας αυτός μετά τον θάνατο του Φασουλιώτη;
Μετά από μακροχρόνιον παραμονή εις τις Αθήνες επιστρέφει τελικά ο Ιασονίδης εις την Κύπρον. Συλλαμβάνεται και δικάζεται. Το Δικαστήριον τον ευρίσκει ένοχον χωρίς να του επιβάλει ποινή, θεώρησαν ως ποινήν την μακράν του απουσίαν. Εξάλλου, η υπεράσπισις ισχυρίσθη ότι επυροβόλησε προς εκφοβισμόν και όχι με σκοπόν να βλάψει κανέναν. Προς ενίσχυσιν των λεγομένων εξήγαγε ο ίδιος ρεβόλβερ και έγραψεν επί του τοίχου της φυλακής το όνομα του! Ήτο δεξιοτέχνης εις την σκοποβολήν.
Εξελέγη Βουλευτής Λεμεσού-Πάφου 1896-1901. Κατά την διάρκειαν της βουλευτικής του θητείας υπήρξε πλήρως κατατοπισμένος επί των πάντων και ως συνήθως μαχητικός. Έκανε διάφορες εισηγήσεις, ιδίως διά την αναβάθμισιν της Παιδείας. Κατά την ίδιαν περίοδον εκατηγόρησε τον τότε πάρεδρον δικαστήν Κλεόβουλον Μιχαηλίδην ως δήθεν δωροδοκούμενον. Του κατεχώρησαν ποινικήν αγωγήν επί λιβέλλω, εν συνεχεία κατεδικάσθη εις ενός μηνός φυλάκισιν. Κατά την απαγγελίαν της καταδίκης ο Δικηγόρος του Στέμματος του απένειμε χάριν εκ μέρους του Μεγάλου Αρμοστού.
Αυτός ήτο εν ολίγοις ο ιδιόρρυθμος και απαιτητικός άνθρωπος Ιασονίδης, που πάντα ανέμενε από τους άλλους τουλάχιστον να διαθέτουν στοιχειώδεις τρόπους ευγενείας, διά να μπορεί να τους συναναστρέφεται. Διά να εμπιστευθεί κάποιον ότι ανήκε εις τα ιδικά του μέτρα ανατροφής τον εδοκίμαζε καλώντας τον εις γεύμα, αφού εφρόντιζε να σερβιριστεί ψαρόσουπα και μετά ψάρι. Ο Ιασονίδης επαρακολουθούσε και την τελευταία κίνησιν των δακτύλων του προσκεκλημένου. Τυχόν άγνοια των επιτραπέζιων κανόνων του έδιδε το δικαίωμα της αποστροφής του προσκεκλημένου εις το διηνεκές. Τον αποχαιρετούσε φιλοφρονητικά μέχρι την έξοδον, αλλά μελλοντικά πλήρης ήτο η περιφρόνησις. Κάποια φορά κάλεσε εις το σπίτι του έναν Υποπρόξενο Ευρωπαϊκής Δυνάμεως, που επιστεύετο ότι ήτο υπερφίαλος και επιφανειακός. Πάντως ό,τι και να μην επήγε καλά, αυτή ήτο η πρώτη και η τελευταία φορά που τον εκαλούσε. Ούτε του εξαναμίλησε. Αναφέρετο εις τον Λ.Π.
Τελευταίο άφησα σκοπίμως τον λόγιο Ιασονίδη, τον ποιητήν, τον μεταφραστήν. Υπήρξε στενός συνεργάτης των εφημερίδων Σάλπιγξ, Στασίνος, Εφημερίς του Λαού, καθώς επίσης των Ελλαδικών Ημερολογίων όπου εδημοσίευσε έργα του καθώς και εντύπων της Σμύρνης. Εσχολίασε μερικά βιβλία της Αινειάδος του Βιργιλίου, μετέφρασε σοννέτα του Σαίξπηρ ως και του Μπάυρον. Εξέδωσεν εις τη Λευκωσία την βραχύβιον εβδομαδιαίαν εφ. «Ελληνικός Χρόνος» το 1884, και εις την Λεμεσόν το μηνιαίον περιοδικόν Ελικών 1910-1011. Εξέδωσε τα έργα: Η Αρά της Αθηνάς και στροφαί προς μουσουργίαν (Λόρδου Βύρωνος, μετάφρασις), εν Αθήναις 1888 και η Μούσα η Νηρηΐς και η μαγεμένη Νήσος (ποιητική συλλογή), εν Λάρνακι 1893. Δείγμα της ποιήσεώς του είναι οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα η Ηχώ: «Η Ηχώ είναι νύμφη εράσμια - μία/ των Ορεάδων -άδων/με την συστολήν -στολήν/Νάρκισσος την αγαπά ματαίως-τέως/ έδιδε δι' αυτήν τον παν- ο Παν».
Ένα άλλο ποίημα του: Επίκλησις
Παλληκάρια που φλόγας σκορπάτε
Και ανδρείαν και ρώμην πολλήν,
Με πτερά ελευθερίας πετάτε,
Και τυράννων κτυπάτε φυλήν.
Αν δουλείας σκιά σας σκιάζει
Αν το βάρος βαρβάρου ζυγού,
Ο μεγάλος Θεός σας προστάζει
Να τον θραύσητε όλοι ομού!
Η Πατρίς σας φωνάζει ω νέοι,
Με οδύνης εσχάτης κραυγήν
Πως αλύσεις φορεί και πως κλαίει,
Κι υποφέρει δουλείας ποινήν.
Τόσους χρόνους εις λάκκον θαμμένη
Και αλύσεων πόνων βορά,
Σκοτεινή, πελιδνή, μαραμένη
Την δουλείαν της κλαίει πικρά.
Την δουλείαν ην βάρβαροι χείρες
Επιβάλλουν με βίαν και πυρ,
Ότε δόξης δεν λάμπουν φωστήρες,
Ότε δόξης δεν καίει κρατήρ.
Τα τελευταία του χρόνια δεν έβγαινε συχνά έξω. Με δυσκολία επεριπατούσε, σεργιανίζοντας μόνος τα δειλινά εις τα ερημικά δρομάκια του Δημοσίου Κήπου της Λεμεσού. Κάποια ζεστή ημέρα του Αυγούστου του 1916 όταν η Λεμεσός είχε σχεδόν αδειάσει, με τους περισσοτέρους κατοίκους να λείπουν εις τα γύρω χωριά προς αλλαγήν αέρος, ο Ιασονίδης δεν εφάνηκε πουθενά. Έφυγε μόνος, μετέστη εις την άλλη ζωή. Όταν μετά δύο τρεις ημέρες η μυρωδιά άρχισε να γίνεται ανυπόφορη, ζήτησαν αμέσως ανθρώπους, διά να παραβιάσουν την πόρταν. Το τι αντίκρυσαν ήταν απίστευτο. Ένα παραμορφωμένο από τυμπανισμό σώμα εκεί¬το επί της κλίνης του. Η αναγνώρισις ήτο δύσκολος, αλλά ένα ήτο βέβαιον, ότι το νεκρό σώμα ανήκε εις τον Ιασονίδη.
Το μόνον που εμπόρεσαν να κάνουν υπό τας περιστάσεις εκείνη την στιγμή ήταν να ψάξουν εις την αυλή του σπιτιού εάν υπήρχαν μεγάλα κομμάτια ξύλου, εστάθηκαν τυχεροί βρήκαν κάτι απομεινάρια μιας ξύλινης ξεχασμένης μεγάλης κάσας του πιάνου, τα εσυναρμολόγησαν κάνοντας μ' αυτά ένα πρόχειρο φέρετρο και τον έθαψαν άρον άρον. Κανείς δεν ενδιαφέρθη να μάθει ποτέ περί του τάφου του, και ουδείς γνωρίζει πού τον έθαψαν. Και όχι μόνον δεν έφτανε ο χλευασμός όταν ευρίσκετο εις την ζωή αλλά απεφάσισαν και μετά θάνατον όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του, να τον αποχαιρετήσουν πάλι χλευάζοντας τον. Αρκεί κανείς να διαβάσει την νεκρολογία, αν είναι νεκρολογία της εφ. Αλήθεια. Διερωτάται κανείς γιατί η τόση χολή και χλευασμός εναντίον ενός ανθρώπου που έφυγε και δεν υπήρχε πια εις την ζωή δια να αμυνθεί και υπερασπίσει τον ευατόν του. Τουλάχιστον η εφ. Σάλπιγξ και αυτό προς τιμή της, εσεβάστηκε τον παλιό της συνεργάτη. Την ακολούθησε η εφ. Ελευθερία της Λευκωσίας.
Ο λόγος που εδέχθηκα την τιμητική σας πρόσκλησιν, δι' αυτό και σας ευχαριστώ θερμά, διά να σας ομιλήσω απόψε διά τον Ονούφριο Ιασονίδη, είναι γιατί επίστευα πως η πόλις όφειλε να κάνει κάτι δι' αυτόν. Ανέλαβα τον ρόλον της αποκαταστάσεως της μνήμης ενός ανθρώπου που επρόσφερε, και πραγματικά επρόσφερε εις την πόλιν. Δυστυχώς, πιστεύω πως αυτό που εφοβόταν, το έπαθε, υπήρξε θύμα της σιωπής των πολλών, δι' αυτό και εξεχάστηκε. Κατόπιν ερεύνης εις το Δημαρχείο διαπίστωσα ότι η Λεμεσός έδωσε εις ένα δρόμο της το όνομα του. Είναι υπέρ των αρχών της Λεμεσού που τον ετίμησαν. Ετίμησαν μ' αυτή τους την πράξη τους εαυτούς των. Και τότε εσκέφτηκα, αφού δρόμος υπάρχει, τότε ας θεωρηθεί η αποψινή μου ταπεινή ομιλία, ως ένα ευλαβικό μνημόσυνον διά έναν ξεχωριστό αλλά δυστυχώς ξεχασμένον συμπολίτην μας.
*Του ιστορικού ερευνήτη Αριστείδη Κουδουνάρη. Δημοσιεύθηκε στον όγδοο τόμο της Επετηρίδας της Κυπριακής Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών.