Τον Ιούλιο του 1955, το δεκαπενθήμερο ελληνόφωνο κυπριακό περιοδικό της δεκαετίας του ’50 “Τάϊμς οφ Σάυπρους” , με αφορμή την επέτειο της 9ης Ιουλίου 1821, δημοσίευε ένα μακροσκελές άρθρο του Γ.Σ.Λευκονικιάτη για τον εθνικό ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη, που ζούσε στη Λεμεσό από το 1878 μέχρι τον θάνατο του το 1917.
Στο άρθρο αυτό ο Λευκονικιάτης δανείζεται ένα απόσπασμα από σχετική μελέτη του λεμεσιανού ιστορικού μελετητή και λογοτέχνη-ποιητή Γιάννη Λέφκη, για να δικαιολογήσει το πώς ο μεγάλος μας ποιητής φθάνοντας στη Λεμεσό διολισθαίνει σιγά-σιγά στο ποτό καταλήγοντας στο τέλος να γίνει αλκοολικός και να καταφύγει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στο δημοτικό φτωχοκομείο και να πεθάνει μόνος και εγκαταλειμμένος.
Μέσα από τη μελέτη εκείνη αναδυόταν όμως ταυτόχρονα και μια ενδιαφέρουσα και ανάγλυφη εικόνα της γέννησης της ψυχαγωγίας και της νυχτερινής ζωής στη μικρή Λεμεσό στα πρώτα χρόνια μετά την τουρκοκρατία και την αγγλική κατοχή.
Γράφει ο Λευκονικιάτης:
«Τι ήτανε η Κύπρος στα χρόνια του Βασίλη; Ένας τόπος σχεδόν νεκρός. Ένας κόσμος που έβγαινε από το μακρύ τουνέλι της τουρκικής σκλαβιάς και τα μάτια του ήταν γιομάτ’ από σκοτάδι. Κι η Λεμεσός που σ’ αυτήν ήρθε να ζήσει ο ποιητής δεν ήτανε παρά μια μικρή πολιτεία από 5.000 κατοίκους που ζούσανε μια ήσυχη στενόχωρη ζωή που άρχιζε με το γέννημα του ήλιου και έσβυνε με το άναμα των λύχνων μέσα στα λιγοστά της σπίτια. Καμιά χαρά και καμιά διασκέδαση. Κανένα ξαλάφρωμα για τα κουρασμέν’ απ τη δουλειά νεύρα και μυαλά των ανθρώπων που σκολνούσανε από τις δουλειές τους για να το ρίξουνε στο φαΐ κι’ αμέσως ύστερα στον ύπνο.
Μ΄ αυτό αν ήτανε πρωτίτερ’ ανεχτό ήρθε στιγμή που δε μπορούσε να είναι πια. Οι νέοι, προπάντων όσοι έτυχε να βγούνε έξω ή ν’ ακούσουνε για τη ζωή που έκανε ο κόσμος σ’ άλλα μέρη, με δυσκολία ανεχόντουσαν την καταναγκαστική αυτή κλεισούρα και την έλλειψη κάθε νυχτερινής ζωής. Η ανάγκη να φθείρουνε τη ζωτικότητα τους σε κάτι, ανάγκη πρωτόγονη, ένστιχτο δυνατό και πανίσχυρο που ξεκινάει από την ιδιότητα της ζωντανής ύλης ν’ αυτοκαταστρέφεται, τους έσπρωξε να δημιουργήσουνε κάποια νυχτερινή ζωή, στην αρχή δειλά, όσο που να νικηθεί η αντίδραση των παλιών που πάντα δύσκολα δέχουνται οτιδήποτε καινούργιο, ύστερα πιο θαρετά, ώσπου η κίνηση αυτή ζητώντας κάποια στέγη για να μην είναι πλανόδια και λίγο περισσότερο φως για να μην σκοντάφτει και δεινοπαθεί στα στενοσόκακα της μικρής πολιτείας που αριά και που τα φώτιζε κανένα καπνισμένο παλιοφάναρο που αντιπροσώπευε το φωτισμό της εποχής, έγιν’ αιτία να δημιουργηθούνε τα πρώτα κέντρα νυχτερινής ζωής.
Τα κέντρ’ αυτά δεν ήτανε τίποτις άλλο παρά μικρές ταβέρνες ή μπυραρίες που ιδρυθήκανε είτε από ντόπιους είτε από ξένους που ήρθανε τον καιρό της Κατοχής
Μια τέτοια μπυραρία είχε ανοίξη στη Λεμεσό από κάποιο Μαλτέζο Φελίσε που έγινε ύστερα γνωστή ως η μπυραρία του «Φιλίτς». (Βρισκότανε στο δρόμο που το λένε σήμερα «Βικτωρίας »). Στην αρχή δούλευε μόνο με τους Εγγλέζους αξιωματικούς και στρατιώτες της Κατοχής. Σιγά-σιγά όμως άρχισε να τραβάει και τους ντόπιους νέους που ζητούσανε να γλεντήσουνε κι αυτοί όπως οι ξένοι. Έτσι σιγά-σιγά η ταβέρν’ αυτή με τη μπύρα της, με τη μουσική της, με τους Εγγλέζους στρατιώτες που όταν μεθούσαν χορεύανε, τραγουδούσανε, παίζανε μποξ η κάνανε αυτοσχέδια νούμερα, γίνηκε το πρώτο κέντρο της νυχτερινής ζωής της Λεμεσού. Αργότερ’ αρχίσανε να ανοίγουνε διάφορες τέτιες ταβέρνες, άλλες για τον «καλό κόσμο» κι άλλες για το φτωχόκοσμο που ήτανε φυσικό να θέλει κι αυτός λίγη χαρά ας είναι και ψεύτικη.
Πιο ύστερα, όσο η πελατεία των νυχτερινών κέντρων μεγάλωνε κι’ ο κόσμος άρχιζε να θέλει κάτι καλύτερο, αρχίσανε ν’ ανοίγουνε τα πρώτα «Καφωδεία» που ήτανε γνωστά πρωτύτερα στον τύπο των «Καφές-Σιαντάντ» του εξωτερικού, με μουσική, ξένες αρτίστες και μικροθιάσους που διασκεδάζανε τον αντρικό πληθυσμό της Λεμεσού- γιατί οι γυναίκες δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουνε τότες- με τραγούδια και νούμερα, μα περισσότερο με την επίδειξη φανταχτερών ευρωπαϊκών εσωρούχων και μερικών εκατοστών γυμνής γυναικείας σάρκας, επίδειξη υπερτολμηρή για την εποχή κείνη που συνόρευε πολύ με την πατριαρχική ζωή του σπιτιού και του γυναικωνίτη και μόνο ο γάμος έδινε ευκαιρία στον άντρα να δει γυμνή γυναικεία σάρκα».
Μέσα λοιπόν στο κλίμα εκείνο, με την δημιουργία των πρώτων ταβερνών , «καφωδείων» και άλλων χώρων αναψυχής (αλλά και «ακολασίας», για τα ηθικά μέτρα της εποχής), ο Λέφκης έγραφε και τα ακόλουθα για τον ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη που τα επικαλείται και ο Λευκονικάτης:
«Μέσα στους πρώτους νέους που γίνανε οι πελάτες και τα θύματα των νυχτερινών κέντρων ήτανε κι’ ο ποιητής μας. Γιατί δεν υπήρχε την εποχή εκείνη τίποτις άλλο να κάμει. Ήτανε εποχή νέκρας και σκοταδιού. Κανένα πνευματικό ενδιαφέρον. Καμιά πνευματική κίνηση. Οι νέοι μαραινόντανε μέσα στα όνειρα τους κι οι πιο μορφωμένοι απ’ αυτούς καταγινόταν με τη λύση σχολαστικών «αινιγμάτων» που δημοσίευε η «Αλήθεια». Ήτανε η μόνη πνευματική απασχόληση. Κάπου-κάπου κάποια πολιτική είδηση φτασμένη από την Ευρώπη ή την Ελλάδα με τη βραδυπορία της χελώνας, τους ζέσταινε λίγο την καρδιά, άναβε τον ενθουσιασμό για να τους ξαναρίξει στο μούδιασμα που φέρνει η έλλειψη ενός παραμικρού κοινωνικού ενδιαφέρου.
Ο ποιητής μας και να ήθελε ν’ αντιδράσει στην κατάσταση αυτή δε θα μπορούσε. Έκανε κι αυτός όπως οι άλλοι, ότι του επιβάλλανε οι γύρω κοινωνικοί όροι. Νιοφερμένος στη Λεμεσό, νέος, έξυπνος, συγγενής του δεσπότη, με τη φήμη του ποιητή, ευχάριστος στην κουβέντα, ετοιμόλογος και πρόθυμος πάντα να πει μιαν αλατισμένη ιστορία ή ένα αισχρό τραγουδάκι, ήτανε φυσικό να γίνει η παρέα των πιο ζωηρών νέων της εποχής. Έτσι γνώρισε τις ταβέρνες και τα καφενεία, στην αρχή για ένα ορεχτικό όπως ήτανε η συνήθεια, ύστερα για περισσότερα. Ώσπου κατάντησε να παίρνει σβάρνα όλα τα ποτοπουλεία. Και να πίνει…
Το πιοτό έγινε το μεγάλο του πάθος. Το πάθος που τον κυρίεψε σιγά-σιγά, που έσβυσε όλα τα όνειρα, που έκοψε όλα τα φτερά, που τον ταπείνωσε και τον εξευτέλισε για να τον καταντήσει σκουπίδι ανθρώπου.
Ο ίδιος καταλάβαινε το κατρακύλημα του αυτό και μισούσε τη ζωή που έκανε, όπως φαίνεται από μερικούς στίχους ενός τραγουδιού του που τιτλοφορούσε «ο γάμος».
… «Στην φωτιάν τα καφενεία, στάχτη τα ποτοπωλεία,
στάχτη και καπνός να γίνουν μέθη, τσόγος
και πορνεία
πού ’ναι άρπαγες της τσέπης, που’ ναι
πρόξενοι αργίας
και φονιάδες της υγείας»
και πιο κάτω:
… «εις τον διάβολον αι πόλεις
εις τον διάβολον, ας γίνουν βορά όλαι της πανώλους
στου πολιτισμού τα ύψη με το ένα να υψώνουν
και με τ’ άλλο σε κυλίουν μέσα στην διαφθοράν
με το ένα σε χαδεύουν, με το ένα σε μυρώνουν
και με τ’ άλλο σε κυλίουν εις λεκάνην βρωμεράν…»
Φωτογραφίες
1 Η Λεμεσός γύρω το 1878 σε υδατογραφία του Anon
2 H προτομή του Βασίλη Μιχαηλίδη
3 Η οδός Βικτωρίας , σήμερα οδός Ειρήνης