Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

Η ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ-"ΠΑΝΤΟΠΟΥΛΕΙΟ"

Η Πλατεία της Δημοτικής Αγοράς το 1955


Της Πωλίνας Παπαδοπούλου ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ
Για πάρα πολλά χρόνια και πέρα από τα μέσα του 19ου αιώνα η Λεμεσός ήταν μια μικρή πλινθόκτιστη κυρίως πολίχνη. Το μόνο επιβλητικό κτίριο που είχε ήταν το Μεσαιωνικό Κάστρο της. Ο κόσμος αγόραζε τα φαγώσιμα από τα μαγαζιά, αφού δεν υπήρχε δημοτική αγορά. Χορταρικά και φρούτα πωλούνταν επίσης στους δρόμους . Το κρέας οι κάτοικοι το επρομηθεύονταν από ορισμένα μέρη της πόλης όπου σφάζονταν τα ζώα και πωλούνταν σε κομμάτια επί τόπου. Σφαγεία δεν υπήρχαν. Κατά την πρώτη επίσημη απογραφή του πληθυσμού επί Αγγλοκρατίας το 1881 οι κάτοικοι της Λεμεσού έφθαναν τις 6006.
Το 1879 στη θέση ενός μικρού φρουρίου που υπήρχε στην παραλία κτίστηκε το Διοικητήριο της πόλης που αργότερα μετατράπηκε σε τελωνείο. Την ίδια εποχή, άρχισε επίσης η κατασκευή της μεγάλης αποβάθρας. Το 1880 περατώθηκε το κέντρο Ακταίον και η Φραγκοκκλησιά. Η ανοικοδόμηση και ο εξωραισμός της πόλης συνεχίστηκε με γρηγορότερους ρυθμούς μετά το 1900. Στην θέση των μικρών σπιτιών, των στάβλων και των περβολιών άρχισαν να κτίζονται αρκετά μεγάλα και συχνά επιβλητικά σπίτια.
Το 1906 περατώθηκε και ο μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας Νάπας, ο οποίος αντικατέστησε παλαιότερο που είχε κτιστεί το 1738.
Ο πληθυσμός της Λεμεσού το 1911 ήταν πάνω από 10 χιλιάδες. Τα όρια της πόλης επεκτάθηκαν λιγότερο προς βορρά προς την οδό Γλάδστωνος και περισσότερο ανατολικά και δυτικά. Κτίστηκαν τότε μερικά τρίπατα σπίτια και περισσότερα δίπατα από πέτρα, αρχοντικά. Η πόλη απέκτησε προστατευτικά προχώματα, αφού παλαιότερα υπέφερε από καταστροφικές πλημμύρες. Απέκτησε επίσης Νοσοκομείο, Γυμναστήριο, Πτωχοκομείο, Κήπο, Σφαγείο, Δημοτική Αγορά κ.ά. Μέσα σε λίγα χρόνια η Λεμεσός έγινε μια πραγματική πόλη που οι ξένοι δεν δίσταζαν να χαρακτηρίσουν Ευρωπαϊκοί.
Η πόλη ανέπτυσσε το εμπόριο της, φημιζόταν για τα καλά κρασιά που παράγει η περιοχή της κι’ έκανε εξαγωγή αμπελουργικών προϊόντων και χαρουπιών. Το αρχέγονο λιμάνι της έπαιζε σημαντικό ρόλο σ’αυτή την ανάπτυξη αλλά και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των κατοίκων της. Αυτή την περίοδο οι Λεμεσιανοί διαμόρφωναν επίσης μια σθεναρή εθνική πολιτική και ανέπτυσσαν την πνευματική και κοινωνική τους ζωή, που υπήρξε πρωτοποριακή σε πολλούς τομείς. Μέσα σ’αυτό το κλίμα ξεπήδησε επιτακτική η ανάγκη για απόκτηση μιας μεγάλης και σύγχρονης Αγοράς. Εξάλλου μια μεγάλη κεντρική Αγορά θα μείωνε την πλανωδιοπόληση και θα εξασφάλιζε την είσπραξη κάποιων φόρων. ‘Ετσι το 1918 με σχέδιο του αρχιτέκτονα Ζαχαρία Βόνδα και επί Δημαρχίας του Σπύρου Αραούζου η Δημοτική Αγορά έγινε πραγματικότητα και στολίδι της πόλης. Ο Σπύρος Αραούζος έμπορος, ναυτιλιακός πράκτορας, άνθρωπος με πνευματικά και πολιτικά ενδιαφέροντα υπήρξε μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, του Εκτελεστικού Συμβουλίου και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου. Εκλέγηκε Δήμαρχος Λεμεσού το 1914 και παρέμεινε στο αξίωμα αυτό μέχρι το 1920. Μεταξύ τών πρώτων σκέψεων του Δημοτικού Συμβουλίου υπό την προεδρίαν του που αποτελούσαν οι: Αλέκος Ζήνων ως αντιπρόεδρος, Ευριπίδης Γιωργαλλίδης, Γαβριήλ Ιωαννίδης, Ζήνων Κλ. Λανίτης, Αντώνης Χατζηπαύλου, Κώστας Π. Λανίτης, Χαβούζ Ντερβίς και Χασάν Χαβανίκ ως μέλη, υπήρξε η ίδρυση μιας κεντρικής Δημοτικής Αγοράς "συμφώνως προς τους όρους της υγιεινής και τάξεως" ( πρακτικά συνεδριάσεως τού Δημοτικού Συμβουλίου Λεμεσού της 8ης Μαρτίου 1917).
Το Δημοτικό Συμβούλιο εξασφάλισε από την αποικιακή Κυβέρνηση δάνειο 4 χιλιάδων λιρών με 4% τόκο. Τον Ιούνιο του 1916 μεταβιβάστηκαν επ’ονόματι του Δημαρχείου τα κτήματα που εξαγοράστηκαν για τη Δημοτικήν Αγοράν έναντι του ποσού τών £ 600 και ο Δήμαρχος εξουσιοδοτείτο από το Δημοτικό Συμβούλιο ν’αναθέσει εις στον Ελλαδίτη αρχιτέκτονα Ζαχαρία Βόνδα την εκπόνηση του προσχεδίου της Δημοτικής Αγοράς. Το τελικό σχέδιο της Αγοράς περιλάμβανε 70 πρατήρια και 8 εξωτερικά μαγαζιά καθώς κι’ ένα καλό καφενείο στην πλατεία. Τα ετήσια έσοδα του Δήμου από τα ενοίκια υπολογίζονταν να φθάσουν τις £ 900. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς εγκρίθηκε όπως επί του παρόντος κατασκευασθούν μόνο τα θεμέλια, "του υπολοίπου έργου αναβαλλομένου εις ευθετώτερον χρόνον" (Συνεδρία Δημοτικού Συμβουλίου 11ης Αυγούστου 1916). Έτσι ζητήθηκαν προσφορές για τα θεμέλια και η εργασία δόθηκε προς ένα σελίνι το κυβικό μέτρο. Με αυτό τον τρόπο, τμηματικά, κτίστηκε η Αγορά, ζητώντας προσφορές και αναθέτοντας σε διάφορους εργολάβους τις εργασίες. Μετά τα θεμέλια κτίστηκαν οι τοίχοι από πέτρα πελεκητή και μαρτελιαστήν. Η εργασία ανατέθηκε σε άλλον εργολάβο αντί δέκα σελινίων το κυβικό μέτρο. Η προσφορά αυτή περιλάμβανε επίσης τις κορνίζες, τις κολόνες, τις θύρες και τα παράθυρα κι’έπρεπε να διεκπεραιωθεί σε 8 μήνες με δικαίωμα παράτασης ενός μηνός σε περίπτωση δικαιολογημένων κωλυμάτων. Το συμβόλαιο με τον εργολάβο εγκρίθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1916. Στην ίδια συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου ψηφίστηκε "μηνιαίον επιμίσθιον εκ £ 2" για το Δημοτικό Μηχανικό ο οποίος θα είχε την εποπτείαν του έργου. Ο αρχιτέκτων Βόνδας είχεν επίσης, βάσει του Συμβολαίου που υπέγραψε με το Δημοτικό Συμβούλιο, "την από καιρού εις καιρόν επίβλεψιν επί της εφαρμογής του σχεδίου".
Τέλος Σεπτεμβρίου του 1917 ενώ η τοιχοποιία πλησίαζε προς το τέλος αποφασίστηκαν μερικές τροποποιήσεις ώστε η Αγορά να τελειώσει ώς εξής: (Συνεδρίαση Δημοτικού Συμβουλίου 26 Σεπτεμβρίου 1917). 1. "Άνω της γενικής στέγης η οποία είναι αδύνατος τώρα ελλείψει σιδηρών δοκών και καλού τσιμέντου να γίνουν ηλιακοί με ξύλα και κεραμίδια δι' ών να στεγασθούν μόνο τα πρατήρια. 2. Να γίνωσιν τα πρατήρια με χωρίσματα από πέτραν και άσβεστο και έδαφος με μάρμαρα εντόπια. 3. Το διά το χοιροπωλείον σχεδιασθέν αρχικώς μέρος να προορισθεί δια 8-10 κοινά κρεοπωλεία το δε χοιροπωλείον να γίνει έξω εις τον Ηλιακόν της πρώτης εισόδου. 4. Να ζητηθούν προσφορές δια την τοιχοποιία και μαρμάρωμα καθώς και δια την ξυλείαν η δε άλλη εργασία να γίνει υπό του Δημαρχείου".
Τον Μάρτιο του 1918 ενώ πλησίαζε η αποπεράτωση τής Δημοτικής Αγοράς το Δημοτικό Συμβούλιο ζήτησε δια των εφημερίδων προσφορές για την ενοικίαση των εσωτερικών πρατηρίων και των εξωτερικών μαγαζιών. Τον Απρίλιο του 1918 το Δημοτικό Συμβούλιο καταργεί τα δύο παλιά παντοπωλεία που εξυπηρετούσαν την πόλη τα τελευταία χρόνια κι’εγκαινιάζει τη νέαν Αγορά. Το μικρό παλιό Παντοπωλείο βρισκόταν στην οδό Αγ. Ανδρέου και το άλλο μεγαλύτερο στην πλατεία της Κουναπιάς (όπου η σημερινή Β’ Δημοτική Αγορά). Τα εγκαίνια της Αγοράς έγιναν με κάθε επισημότητα την Κυριακή 14 Απριλίου 1918 και ώραν 9 π.μ. "Την ενάτην πρωινήν ώραν συνεκεντρώθη πολύ πλήθος πρό της αγοράς, εις την οποία η είσοδος ήτο κλειστή δια ταινίας. Επί κεφαλής ήτο το Δημοτικόν Συμβούλιον. Έγκαίρως κατέφθασε και ο έντ. Διοικητής, ότε ο αξ. Δήμαρχος κ. Σπ. Αραούζος δι’ ωραίου λόγου του εξιστόρησε τα τής ανεγέρσεως της αγοράς, της απαιτηθείσης δαπάνης ώς και τών εισοδημάτων τα οποία θα έχη ο Δήμος εξ’ αυτής. Είτα έλαβε τον λόγον ο κ. Διοικητής επαινέσας τήν πρόοδον τής πόλεως και μακαρίσας αυτήν διότι ηυτύχησε πάντοτε να έχη καλούς δημάρχους…" (εφ. Ελευθερία, 7/20 Απριλίου 1918). Έβγαλε το καπέλο ο Διοικητής κι’έκοψε "δι’αργυράς ψαλίδος την εμποδίζουσαν τήν είσοδον είς την αγοράν ταινίαν και το πλήθος κατεπλημμύρησεν αυτήν διά να προλάβη κάτι να αγοράση".
Και η ανταπόκριση της "Ελευθερίας" από τη Λεμεσό καταλήγει: " Τάξις και καθαριότης είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής νέας μας αγοράς, ήτις προσθέτει έν επί πλέον καλλώπισμα και έργον προόδου είς τήν πόλιν μας". Το κτίριο χαρακτηρίστηκε από τον τύπο (Εφημ. Σάλπιγξ 4/17 Απριλίου 1918) " μεγαλοπρεπέστατον και τέλειον υπό πάσαν έποψιν".
Ο Άγγλος Διοικητής της πόλης Bolton τελώντας τα εγκαίνια της Αγοράς εξέφρασε κατ’αρχάς τη χαρά του ότι απευθυνόταν προς τους Κυπρίους ώς Βρεττανούς υπηκόους οι οποίοι ετύγχαναν κάθε προστασίας εκ μέρους τών Αγγλικών Αρχών.
Η επίσημη προσάρτηση της Κύπρου είχε γίνει το 1914 και μόλις πρίν λίγους μήνες με διάταγμα του Βασιλέως της Αγγλίας ημερομηνίας 27 Νοεμβρίου 1917 ονομάζοντο οι Κύπριοι Βρεττανοί υπήκοοι. Στη συνέχεια ο Διοικητής αναφέρθηκε στην πρόοδο της πόλης της Λεμεσού η οποία φαίνεται να πρωτοστατεί σε κάθε εκδήλωση της ζωής, χαρακτήρισε δε την Αγορά ώς την καλύτερη της Κύπρου και ίσως και όλης της Ανατολής (Εφημ. Σάλπιγξ 4/17 Απριλίου 1918).
Με σχέδιο του αρχιτέκτονα Ζαχαρία Βόνδα, εκτός από την Αγορά, κτίστηκε επίσης το Μητροπολιτικό Μέγαρο στον παραλιακό δρόμο, τα πολυτελή σπίτια στην οδό Αγ. Ανδρέου κοντά στην Αγ. Νάπα του Γεωργίου Σχίζα (στη θέση του παλιού αρχοντικού του Κουσουλάτου της Ιγγλιτέρας του Φραγκούδη), του Παναγιώτη Ιακωβίδη, του Ηρακλή Μιχαηλίδη και άρχισε η ανοικοδόμηση του νέου ναού της Αγ. Τριάδος. Η κίνηση μέσα και γύρω από την Δημοτική Αγορά αυξανόταν με γοργό ρυθμό, άρχιζε το πρωί πρίν να ξημερώσει και τα καλοκαίρια τελείωνε μετά τις 7:30 το βράδυ οπότε η Αγορά έκλεινε. Συχνά οι γείτονες εξέφραζαν παράπονα για ενόχληση από τις φωνές των παραγωγών που κατέφθαναν εκεί την αυγή. Ο Μιχάλης Πιτσιλλίδης περιγράφει πολύ παραστατικά τη ζωηρότητα της περιοχής γύρω στα 1931:(Μιχ. Πιτσιλλίδης, Μνήμες της Λεμεσού, Έκδοση Δήμου Λεμεσού 1991 σελ 6)."Η κίνηση μέσα στην πόλη, πριν εξήντα χρόνια, άρχιζε στην πλατεία της Δημοτικής Αγοράς. Ο Τσιρίδης, ο Λοίζος, ο Κωσταντής, ο Ερμιάς κι’ οι άλλοι τότε μανάβηδες, ήταν εκεί πριν την αυγή, περιμένοντας τους περβολάρηδες από τα Τσιφλικούδια και το Ζακάκι, να τους φέρουν τα λαχανικά, που κουβαλούσαν με τα γαϊδούρια τους. Και πριν ακόμα ξυπνήσει ο εργαζόμενος κόσμος, λάχανα, μαρούλια, σέλινα, κραμπιά, κουνουπίδια, κρεμμύδια και κολοκυθάκια, καθώς και φρούτα της εποχής, ήταν αραδιασμένα ολόφρεσκα πάνω στους πάγκους των μανάβικων, για να πουληθούν στους πελάτες πριν πάνε στη δουλειά τους με το γέννημα του ήλιου.
Με το πρώτο ξύπνημα της πόλης, η πλατεία της δημοτικής αγοράς ήταν γεμάτη κόσμο και κίνηση. Μανάβηδες και χασάπηδες καπαλιάζονταν ποιος να τραβήξει πιο πολλούς αγοραστές κι’ οι φωνές τους σμίγουνταν με τα διαλαλήματα των κουλουράδων και των άλλων μικροπωλητών που, από τα χαράματα κι’ αυτοί κύκλωναν την αγορά έξω στην πλατεία της. Τα γκαρσόνια του καφενείου του Πελλόγιαννου πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα για να σερβίρουν την πελατεία καφέδες και ζεστά ροφήματα, δίπλα ο Χριστόδουλος Καλότυχος κοπάνιζε ολοένα μέσα στο κανάτι του ρεβύθια με το κοπάνι του να φτιάξει χούμους για να ταίσει αγουροξυπνημένους θεονήστικους, πιο πέρα οι μερακλήδες στριμώχνουνταν μέσα στο μαγειριό για ν’ απολαύσουν πρωινή ζεστή πατσιά. Τα μεγάλα μπακάλικα του Γερολαίμου και του Κοντού, που βρίσκονταν στη νότια πύλη της αγοράς, αντικρυστά το ένα, στο άλλο, ήταν οι κυριώτερες πηγές εφοδιασμού της πόλης με ντόπια και εισαγόμενα τρόφιμα. Εκεί βρίσκοταν και του πουλιού το γάλα. Λακέρδα σε βαρέλια, μπακαλιάρος παστός, χέλια, σκουμπριά σε σακούλες, ρέγγες, ανζούγιες, βούτυρο του χαλεπιού ή βερουτιανό. Άλλα δυό μπακάλικα, το ίδιο σημαντικά, βρίσκονταν στη δυτική πύλη της αγοράς. Οι τελευταίοι κάτοχοί τους που θυμούμαι, ήταν ο Ηρόδοτος στο ένα κι’ ο Αρμεύτης στο άλλο".
Το 1930 ο Δήμος Λεμεσού άρχισε να συμπληρώνει ωρισμένα κενά που παρουσίαζε το κτίριο της Αγοράς. Κατασκεύασε ουρητήρια και αποχωρητήρια, εγκατέστησε χολέτρες στο υπόστεγο. Το 1931 άρχισε να μελετάται η ανάγκη στέγασης του κτιρίου. Το Δημοτικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του Δημάρχου Χριστόδουλου Χατζηπαύλου τον Φεβρουάριο του 1931 ανέθεσε στο Δημοτικό Σύμβουλο Αντώνιο Πηλαβάκη να εκπονήση τα σχετικά σχέδια τα οποία πρίν από την εκτέλεση θα υποβάλλονταν προς έγκριση σε ειδικό Μηχανικό. Τον Δεκέμβριο του 1931 το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε σχέδια που υπέβαλε ο Δημοτικός Μηχανικός και ζήτησε μειοδοτικές προσφορές μέσω του εγχωρίου και ξένου τύπου για την ανάληψη και εκτέλεση εργολαβικώς: (α) του όλου έργου της στέγασης (β) 1. της εκ σιδήρου εργασίας 2. της εκ τσιμέντου εργασίας 3. της επιστεγάσεως (covers) κεχωρισμένως. Ταυτόχρονα το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως μελετηθούν και τα υπό του Αντώνη Πηλαβάκη εκπονηθέντα σχέδια για τη στέγαση και ζητηθούν προσφορές, για την εκτέλεση του όλου έργου επιτοπίως, τούτο δε για να γνωρίση το Συμβούλιο τι περίπου θα στοιχίσει η στέγαση βάσει τών σχεδίων του Αντ. Πηλαβάκη και επί τη βάσει τών σχεδίων του Δημοτικού Μηχανικού. Στίς 23 Δεκεμβρίου 1931 το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε το υπό του Δημοτικού Μηχανικού συνταχθέν σχέδιο ζήτησης προσφορών για την προμήθεια όλων των υλικών, εργατικών, κλπ. Για την κατασκευή, ανέγερση και εντελώς αποπεράτωση εργολαβικώς, μιας στέγης για τη Δημοτική Αγορά Λεμεσού. Μια βδομάδα αργότερα με επιστολή του Ζήνωνα Πιερίδη από τη Λάρνακα η εταιρεία "Modern Constructions Ltd" γνωστοποιεί στο Δημοτικό Συμβούλιο ότι αναλαμβάνει την εκπόνηση σχεδίων στεγάσεως της Δημοτικής Αγοράς Λεμεσού σε "μπετόν-αρμέ". Τα σχέδια αυτά υποβλήθηκαν στο Δημοτικό Συμβούλιο το οποίο και ζήτησε προσφορές βάσει των προδιαγραφών των. Αφού ανοίχθηκαν όλες οι προσφορές τον Απρίλιο του 1932 το Δημοτικό Συμβούλιο δεν κατέληξε σε καμία απ’ αυτές αλλά αποφάσισε να αποταθεί στην Κυβέρνηση και ζητούσε να έχει τη γνώμη του Διευθυντή των Δημοσίων ‘Εργων πάνω στα τρία σχέδια για τη στέγαση, ήτοι το σχέδιο του Δημοτικού Μηχανικού για σιδηρά σκεπή και τα σχέδια της εταιρείας "Modern Constructions Ltd" και Οδυσσέως Τσαγγαρίδη για σκεπές από Beton – Arme. Μετά την γνωμάτευση του Διευθυντή τών Δημοσίων ‘Εργων ο οποίος απέκλινε υπέρ της κάλυψης με σιδηρά στέγη, το Δημοτικό Συμβούλιο ζήτησε εκ νέου προσφορές βάσει των ίδιων σχεδίων και της ίδιας συγγραφής υποχρεώσεων με τις οποίες αρχικώς εζήτησε προσφορές, με μόνη τροποποίηση ότι το πάχος των σιδηρών γωνιών των ψαλιδιών της στέγης θα είναι 5/16 αντί 1/4 της ίντζας. Υποβλήθηκαν τέσσερεις προσφορές και η εργασία ανατέθηκε τον Μαίο του 1932 στον Ιωάννη Κότσαπα έναντι του ποσου £ 2260 με την υποχρέωση αποπεράτωσης του ‘Εργου σε έξη μήνες. Τον Δεκέμβριο του 1937 επί δημαρχίας του Χριστόδουλου Χατζηπαύλου αποφασίστηκε το κλείσιμο των δύο από τις πέντε θύρες της Α’ Δημοτικής Αγοράς. Για να μη γίνεται δυνατή η λαθραία εισαγωγή εμπορευμάτων στην Αγορά κλείστηκε η θύρα που συγκοινωνούσε με τα αποχωρητήρια και η αντικρύζουσα την οδόν Ανδρέου Θεμιστοκλέους εξωτερική θύρα. Ετσι δεν θα υπήρχε απώλεια δημοτικών διαπυλίων και ζυγιστικών δικαιωμάτων. Τον Σεπτέμβριο του 1938 λήφθηκε η απόφαση για περίφραξη του χώρου βορείως της Αγοράς με κιγκλίδωμα. Εικοσιέξι χρόνια μετά την ανέγερση της Αγοράς ο Δήμαρχος Λεμεσού Πλουτής Σέρβας στην Έκθεση Δράσης του Δημοτικού Συμβουλίου το Νοέμβριο του 1944 αναφέρεται σε βελτιώσεις που πρέπει να γίνουν στη Δημοτική Αγορά (ομιλία στο θέατρο "Ριάλτο", 26/11/1944). Ο Δήμαρχος λέει χαρακτηριστικά ότι η Λεμεσός μεγάλωσε, ούτε τα σπίτια την χωρούν αλλά ούτε και τα παντοπωλεία. Η πώληση του χοιρινού κρέατος και των ψαριών γίνεται κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Ο χώρος είναι ανεπαρκής. Γι’ αυτό μέσα στο 1945 πρέπει οπωσδήποτε να γίνουν σημαντικές βελτιώσεις. Οι βελτιώσεις στη Δημοτική Αγορά άρχισαν το 1947. Στις 5/3/1947 το Δημοτικό Συμβούλιο υπό το Δήμαρχο Πλουτή Σέρβα αποφάσισε να προχωρήσει στη σύναψη δανείου και να εκτελέσει ανάμεσα σε άλλα έργα και διάφορες διαρρυθμίσεις στην Α’ Δημοτική Αγορά. Προς τούτο αποφάσιζε να ετοιμασθούν το ταχύτερο σχέδια και να ζητηθούν προσφορές. Στις 9/4/1947 το Δημοτικό Συμβούλιο σχετικά με τις διαρρυθμίσεις πήρε τις ακόλουθες αποφάσεις: 1. Να κτιστούν 5 νέα μαγαζιά κοντά στην Α’ Δημοτική Αγορά έναντι του ποσού των £ 1900 2. Να μετατραπεί το υπάρχον καφενείο παρά την Α’ Δημοτική Αγορά σε καφενείο και μαγαζί £ 1200 3. Να στεγαστεί χώρος στην Α’ Δημοτική Αγορά και να μετατραπεί σε πρατήριο παραγωγών και ιχθυοπωλείο £ 2700 4. Να στεγαστεί χώρος στην Α’ Δημοτική Αγορά και να μετατραπεί σε χοιροπωλείο £1800 5. Να επιδιορθωθούν στην Α’ Δημοτική Αγορά οι αίθουσες βορείως της υπαρχούσης λαχαναγοράς και να μετατραπούν σε μια αίθουσα εστιατορίου ή αίθουσα εορτών £ 800 Περαιτέρω το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως όλα τα πιο πάνω έργα εκτελεσθούν εργολαβικώς κατόπιν σχετικών προσφορών. Οι εργασίες δόθηκαν χωριστά και σε διάφορους εργολάβους. Τον Ιούνιο του 1947 πάρθηκε η απόφαση να γίνουν προσωρινές διευθετήσεις για χρησιμοποίηση της μεγάλης αίθουσας προς βορράν της Α’ Δημοτικής Αγοράς για τους σκοπούς του δημοτικού λαικού εστιατορίου. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς αποφασίστηκε όπως η μεγάλη αυτή αίθουσα χρησιμοποιείται και για χορούς, με την προϋπόθεση ότι δεν θα παρακωλύεται η κανονική λειτουργία του εστιατορίου. Στο μεταξύ τον ίδιο μήνα ανατίθεται σε εργολάβο μαραγκό να κατασκευάσει και να τοποθετήσει πορτοπαράθυρα στην αίθουσα (τώρα Λαικόν Εστιατόριον) εργολαβικώς αντί του ποσού των λιρών £ 239. Τον Οκτώβριο του 1947 τα 12 ειδικά πρατήρια για την πώληση του χοιρινού κρέατος ήταν έτοιμα και νοικιάστηκαν. Στις 30 Δεκεμβρίου 1947 το Δημοτικό Συμβούλιο αναθέτει σε δύο εργολάβους οικοδομών την κατασκευή των 5 μαγαζιών καθώς και τις μετατροπές και επιδιορθώσεις στο υπάρχων καφενείο, στην πλατεία της Α’ Δημοτικής Αγοράς σύμφωνα με τα σχέδια και την συγγραφή των υποχρεώσεων αντί του συνολικού ποσού των £2747. Το Φεβρουάριο του 1948 άλλος εργολάβος ανέλαβε να διεκπεραιώσει μετατροπές και επιδιορθώσεις στην αίθουσα του Λαικού Εστιατορίου αντί του ποσού των £392-10-0. Η επέκταση της Αγοράς συμπληρώθηκε μέσα στο 1948 (Λογοδοσία του Δημάρχου Πλουτή Σέρβα στο θέατρο "Ριάλτο" 4/5/1949).
Πριν από το 1946 η Α’ Δημοτική Αγορά, (είχε δημιουργηθεί στο μεταξύ και η μικρότερη Β’ Δημοτική Αγορά) στη βόρια είσοδο είχε ένα χάνι για γαϊδούρια και χοίρους που κατά τα πολεμικά χρόνια το Γραφείο του Ελεγκτού των προμηθειών το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη για το σχέδιο των φθαρτών.
Δίπλα σ’αυτό ένας ακάλυπτος χώρος, όπου κάτω από ήλιο και βροχή οι παραγωγοί πωληση τα προιόντα τους. Στη νοτιοανατολική πλευρά, σ’ένα άλλο, επίσης ακάλυπτο, χώρο γινόταν η πούληση του χοιρινού κρέατος και στη νότια πλευρά, μέσα σε μια χωράφα, κάθονταν οι πολυάριθμοι πελάτες του καφενείου της Α’ Δημοτικής Αγοράς . Μετά τις προσθήκες και βελτιώσεις στη θέση του χανιού ανεγέρθηκε η ολόφωτη και όμορφη αίθουσα του Λαικού Εστιατορίου μαζί με την Καφετέρια. ‘Ενα πρώτης τάξεως χοιροπωλείο με 12 πρατήρια αντί τον ανοιχτό χώρο των παραγωγών. Μια θαυμάσια αίθουσα με πάγκους για τους παραγωγούς και συγχρονισμένα ψαροπωλεία, αντί τον ανοιχτό χώρο μέσα στον οποίο πουλιόταν το χοιρινό κρέας. Ένα συγχρονισμένο Καφενείο στη μέση άλλων 7 νέων καταστημάτων στην πλατεία της Α’ Δημοτικής Αγοράς κι’ αυτά μέσα στο περιβάλλον μιας δεντροφυτεμένης και πέρα ως πέρα τσιμεντωμένης πλατείας με νέο τσιμεντωμένο δρόμο, για πεζούς μόνο.
Έγινε δηλαδή μια πλήρης πολιτισμένη αλλαγή που ύστερα από την απαλλοτρίωση όλων των σπιτιών που βρίσκονται στη βορειοανατολική πλευρά της Αγοράς και την ανέγερση σύμφωνα με το σχέδιο αποθηκών για τους οπωρομαννάβηδες και άλλων καταστημάτων, θα μπορούμε να πούμε πως το πρόβλημα της πρώτης Δημοτικής Αγοράς θα είναι πλήρως λυμένο (Λογοδοσία του Δημάρχου Πλουτή Σέρβα στο θέατρο "Ριάλτο" 4/5/1949).

Η Πλατεία της Δημοτικής Αγοράς σήμερα

Πηγές: - Κώστα Α. Πηλαβάκη, η Λεμεσός σ’ άλλους καιρούς, Λεμεσός 1977. - Εφημ. "Σάλπιγξ", Λεμεσός 11/24 Απριλίου 1918. - Πρακτικά Συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Λεμεσού, Αρχείο Δήμου Λεμεσού. - Αριστείδη Λ. Κουδουνάρη, Βιογραφικόν Λεξικών Κυπρίων 1800-1920, Γ’ επηυξυμένη ‘Εκδοσις Λευκωσία 1995 σ. 28, 29. - Αρχείο Κτηματολογίου Λεμεσού. - Εφημ. "Ελευθερία" Λευκωσία 7/20 Απριλίου 1918. - Εφημ. "Σάλπιγξ", Λεμεσός 4/17 Απριλίου 1918. - Μιχάλη Πιτσιλλίδη, Μνήμες της Λεμεσού, Έκδοση Δήμου Λεμεσού 1991, σ. 6. - Πληροφοριακό Δελτίο Δήμου Λεμεσού, Νιόβρης και Δεκέβρης 1944, τεύχος 3ο και 4ο. - Πληροφοριακό Δελτίο Δήμου Λεμεσού, Μάης 1949 τεύχος 27.

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Η μεγάλη παράδοση και συμβολή της Λεμεσού στον πολιτισμό της Κύπρου

                                                                            Μέρος πρώτο
Δεν θάταν καθόλου υπερβολή αν έλεγε κάποιος πως η Λεμεσός καθοδηγούσε και ποδηγετούσε την τέχνη και τον πολιτισμό της σύγχρονης ιστορίας του τόπου για πάρα πολλές δεκαετίες. Για του λόγου μου το αληθές, επικαλούμαι δύο από τις πολλές έξωθεν καλές μαρτυρίες. Η πρώτη ανήκει στον μεγάλο και πανελλήνιας εμβέλειας πεζογράφο αλλά και σημαντικό ζωγράφο Νίκο Νικολαΐδη, που αν και λευκωσιάτης, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1910 αποφάσισε να επανέλθει για να εγκατασταθεί στην Κύπρο, από την κοιτίδα του τότε πανελλήνιου πολιτισμού την Αλεξάνδρεια όπου ζούσε και διέπρεπε, διάλεξε τη Λεμεσό γιατί όπως έγραφε : «Στη Λευκωσία ο κόσμος είναι αδιάφορος για κάθε πνευματική κίνηση και ο χρηματικός παράγων διαφεντεύει τα πάντα»…
Η δεύτερη μαρτυρία, του φίλου μου, καθηγητή της σύγχρονης Ιστορίας της Κύπρου στο Πανεπιστήμιο Κύπρου -λευκωσιάτη και πάλιν- Πέτρου Παπαπολυβίου. Σε μια εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη του για τη Λεμεσό λέει ανάμεσα σε άλλα πως, « …η Λεμεσός θα αποτελεί, μέχρι τουλάχιστο το 1930, το κέντρο της καλλιτεχνικής, θεατρικής και μουσικής κίνησης στην Κύπρο, διαμορφώνοντας τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά της πιο ζωντανής και ανήσυχης πόλης του νησιού». Ενώ πιο κάτω λέει: «Ένας άλλος τομέας όπου, κατά γενική ομολογία, πρωτοπορούσε η Λεμεσός, τουλάχιστον στις πρώτες πέντε δεκαετίες της βρετανικής κατοχής, ήταν ο πνευματικός τομέας. Το μεγάλο εξαγωγικό λιμάνι του νησιού υπήρξε η είσοδος και η θερμή εστία υποδοχής και αποδοχής κάθε επαναστατικής ή εθνικής κίνησης αλλά και των νεωτερισμών στην τέχνη, στα γράμματα και στην πολιτική, σε αντίθεση με τη συντηρητική και υποτονική μέχρι πλήξεως Λευκωσία. Κυρίαρχη μορφή της Λεμεσού στο τελευταία 30 χρόνια του 19ου αιώνα ήταν ο Ανδρέας Δ. Θεμιστοκλέους, γνωστός στην Κύπρο ως «Ανδρέας ο Δάσκαλος» (1843-1918). Ο Θεμιστοκλέους υπήρξε η μεγαλύτερη προσωπικότητα της εποχής του και δίκαια ονομάστηκε ο Κύπριος δάσκαλος του γένους. Παράλληλα με τον Θεμιστοκλέους, στη γυναικεία εκπαίδευση δέσποζε η μορφή της Πολυξένης Λοϊζιάδος (1855-1942), διευθύντριας του Παρθεναγωγείου Λεμεσού από το 1878 μέχρι το 1914, μιας άλλης θρυλικής προσωπικότητας της κυπριακής ιστορίας της εκπαίδευσης, που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή της στα ελληνικά γράμματα.»
Να σημειώσουμε εδώ ότι η Λοϊζιάς υπήρξε ακόμα και η πρωτοπόρος φεμινίστρια της Κύπρου που συνέβαλε όσο καμιά άλλη, στην γυναικεία χειραφέτηση και απελευθέρωση. Με πρωτοβουλία της δημιουργήθηκε το 1897 και το πρώτο γυναικείο Σωματείο στο νησί « 'Ενωσις Ελληνίδων». Ανάμεσα και σε άλλα σπουδαία έργα της ίδρυσε, το 1897, το πρώτο γυναικείο γυμναστήριο «Το Παλλάδιον» και εισήγαγε την γυναικεία άθληση στα σχολεία. Από το 1912 μέχρι το 1920 εκδίδει την πρώτη στην Κύπρο γυναικεία περιοδική έκδοση «Η Κυπριακή Κυψέλη».
Επειδή θέμα είναι σχεδόν ανεξάντλητο και ατελείωτο, θα φροντίσουμε «να περάσουν χρόνοι πολλοί μέσα σε λίγη ώρα» καθώς λέει κι ο ποιητής.
Θα δούμε στο πρώτο μέρος μερικές πτυχές του και θα συνεχίσουμε στις επόμενες εκδόσεις να το καλύψουμε κατά το δυνατό πληρέστερα.
Θα κάνουμε μάλιστα απλώς περιληπτικές , σύντομες αναφορές γεγονότων και ονομάτων ενδεικτικά και να μου συγχωρεθούν οι -μη σκόπιμες- παραλήψεις , επικεντρωνόμενοι κυρίως σε πρωτιές της Λεμεσού στον πολιτισμό κατηγοριοποιώντας θεματικά και όχι κατ ανάγκην χρονικά τις αναφορές.
                                                               ΠΡΩΤΙΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Οι πρώτες θεατρικές παραστάσεις στην Κύπρο εδώ πραγματοποιήθηκαν. Σύμφωνα με τον μελετητή της ιστορίας του θεάτρου Γιάννη Κατσούρη, «το 1860 το Ελληνικό Υποπροξενείο Λεμεσού απασχόλησαν οι καταγγελίες εναντίον του Έλληνα υπηκόου Μιχαήλ Ευθυβούλου, ο οποίος στη Λεμεσό, τη νύχτα της 12ης προς την 13η Φεβρουαρίου, δημιούργησε επεισόδιο έξω από την οικία του Αβραάμ Χαραλάμπους στην οποία τη νύχτα εκείνη παιζόταν η τραγωδία Ορέστης». Ενώ για μια παράσταση του 1870 ο Κώστας Πιλαβάκης λέει ανάμεσα σε άλλα για την παράσταση «Ο Λεωνίδας»:
«Τόσος ανταγωνισμός παρατηρήθηκε για το πρόσωπο του Λεωνίδα, ώστε, ως διηγούνται οι παλαιότεροι, σε μιαν περίπτωση δημιουργήθηκε γι' αυτό ζωηρή διαίρεση του θιάσου, η δε αντιπολίτευση με τύμπανα και ζορνέδες απ' έξω από το θέατρο εματαίωσε την παράσταση».
Η πρώτη στην Κύπρο και ίσως και πανελληνίως παράσταση αρχαίας τραγωδίας στη δημοτική γλώσσα, ο «Οιδίπους Τύραννος» σε μετάφραση Νίκου Θ. Αντωνιάδη φιλόλογου καθηγητή στο Γυμνάσιο Λεμεσού και σκηνοθεσία Αρ. Ζήνωνος πραγματοποιήθηκε τον Μάιο1917.
Το πρώτο κυπριακό θεατρικό έργο το δράμα «Η Κύπρος και οι Ναΐται» γράφτηκε από τον Γεώργιο Σιβιτανίδη το 1869, ενώ λεμεσιανή επίσης είναι και η πρώτη γυναίκα θεατρική συγγραφέας με το δραματικό ειδύλλιο της «Η Δούλη Κύπρος» το 1890 η σπουδαία όπως είπαμε Πολυξένη Λοϊζιάς.
Πρώτος κύπριος ηθοποιός θεωρείται ο Αριστείδης Ζήνων (1882-1919) που έδρασε και στην Ελλάδα όπου υπήρξε μύστης στη Ν. Σκηνή του Χρηστομάνου, ενώ πρώτη γυναίκα ηθοποιός ήταν η αρσακειάδα Μαρία Ελευθερίου Γκαφιέρο που σπούδασε και θέατρο στη Δραματική Σχολή Αθηνών με καθηγήτρια την Μαρίκα Κοτοπούλη και έπαιξε θέατρο στην Αθήνα και τη Λεμεσό. Υπήρξε πνευματική αδελφή του Κωστή Παλαμά με τον οποίον διατηρούσε αλληλογραφία για πολλά χρόνια, ενώ κάποιοι μιλούσαν και για ένα μεγάλο μεταξύ τους έρωτα.
Να αναφέρουμε εδώ και τον παγκόσμιας φήμης λεμεσιανό σκηνοθέτη του θεάτρου και του κινηματογράφου (ίσως ο γνωστότερος παγκόσμια κύπριος όλων των εποχών), Μιχάλη Κακογιάννη και τον επίσης λεμεσιανό, πανελλήνια γνωστό ηθοποιό Σωτήρη Μουστάκα.
Να σταματήσουμε εδώ για να συνεχίσουμε στις επόμενες όπως είπαμε εκδόσεις κλείνοντας με το θέατρο και αγγίζοντας και τις άλλες πτυχές του πολιτισμού.
Φωτογραφίες:
1 Νίκος Νικολαΐδης (προτομή στο Δημ. Κήπο Λεμεσού)
2 Ανδρέας Θεμιστοκλέους
3 Η Πολυξένη Λοϊζιάς ανάμεσα σε μαθήτριες της το 1901
4  ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΧΩ
5  ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ
6  Αριστείδης Ζήνων
7  Μαρία Ελευθερίου Γκαφιέρρο

Δημοσιεύεται στην "Ηχώ της Λεμεσού" που κυκλοφορεί σήμερα 18 Ιουνίου 2010








Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Λουκία Νικολαϊδου - Βασιλείου (1909-1994) Η ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Από τη Νέα Εποχή, 1993, 223-223, σσ 7

Στις αρχές του 1994 έκλεισε σε βαθιά γεράματα τα μάτια της στην Αγγλία, όπου ζούσε από το 1937, η πρώτη γυναικά ζωγράφος της Κύπρου, η Λούκια Νικολαΐδου- Βασιλείου.Γεννημένη στη Λεμεσό προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, η Λουκία Νικολαΐδου έδειξε από τα νεαρά της χρόνια μια ασυνήθιστη έφεση στην τέχνη της ζωγραφικής. Μεταξύ 1929 και 1933 φοιτά στο εργαστήρι του Λουσιέν Σιμόν στο Παρίσι, όπου αφομοιώνει τα μυστικά των νέων ευρωπαϊκών εικαστικών ρευμάτων. Με την κάθοδο της στην Κύπρο εμπλουτίζει με την τέχνη της την φτωχή, τότε, εικαστική κίνηση του νησιού. Οι εκθέσεις στις οποίες συμμετέχει προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον, που κρατά, ωστόσο, όσο και η παρουσία της ζωγράφου στον κυπριακό χώρο. Με τη φυγή της στην Αγγλία σταδιακά απομακρύνεται από τη ζωγραφική. Όμως το έργο που πρόλαβε να δημιουργήσει δεν στάθηκε ευκαταφρόνητο για τα κυπριακά εικαστικά πράγματα.
Την τελευταία δεκαετία του αιώνα μας η Κύπρος ανακάλυψε εκ νέου τη ζωγράφο Λουκία Νικολαΐδου- Βασιλείου και ο καθένας μας είχε τη χαρά να επανεκτιμήσει την προσφορά της στην κυπριακή τέχνη μέσα από την αναδρομική έκθεση έργων της που οργάνωσε η Μορφωτική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας.
Το περιοδικό μας, εκτιμώντας αυτή την προσφορά της πρωτοπόρου ζωγράφου, έκανε, στο πρώτο τεύχος του 1992, ευρύ αφιέρωμα σ' αυτήν. Από εκείνο το αφιέρωμα μπορεί ο αναγνώστης να σχηματίσει μια τεκμηριωμένη αντίληψη για το πολύ αξιόλογο έργο που η Λουκία Νικολαΐδου- Βασιλείου έχει κληροδοτήσει στην ιστορία της κυπριακής τέχνης.


Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΡΙΖΕΣ



Κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες με την ευκαιρία και των εγκαινίων του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης στην Αθήνα, η αυτοβιογραφία του μεγάλου μας συμπολίτη, με τίτλο «Μιχάλης Κακογιάννης-Σε πρώτο πλάνο», καταγραμμένη από τον δημοσιογράφο Χρήστο Σιάφκο. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου ο Μ Κακογιάννης ξετυλίγει τις παιδικές και νεανικές του αναμνήσεις από τα πρώτα κιόλας του χρόνια στη Λεμεσό, την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι που έφυγε για την Αγγλία για να δημιουργήσει την μεγάλη διεθνή καριέρα στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Ας δούμε λοιπόν μερικές από αυτές για να σχολιάσουμε στη συνέχεια κάποια πράγματα: «Κι έτσι, για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, γεννήθηκα στη Λεμεσό στις 11 Ιουνίου 1922. Ο πατέρας μου λεγόταν Παναγιώτης και η μητέρα μου Αγγελική. Ήμουν το δεύτερο παιδί τους. Πριν από εμένα γεννήθηκε η


Στέλλα, μετέπειτα Σουλιώτη, η Γιαννούλα, μετέπειτα Γουέικφιλντ, και ο Γιώργος, που τον φωνάζαμε χαϊδευτικά «Γώγο». Ζούσαμε τότε στον πάνω όροφο μιας διπλοκατοικίας. Μέναμε συνέχεια σε νοικιασμένα σπίτια, ώσπου επέστρεψα από την Αγγλία δικηγόρος με δίπλωμα και τότε χτίσαμε το μεγάλο οικογενειακό σπίτι στου οποίου τα σχέδια συνέβαλα κι εγώ. Η τάση μου για τη σκηνοθεσία είχε αρχίσει από πολύ νωρίς. Ήδη από εκείνα τα πρώιμα χρόνια. Στο σπίτι μας, από την τραπεζαρία βγαίναμε σ’ ένα ταρατσάκι. αυτό ήταν η τέλεια σκηνή και επέμενα στις παραστάσεις μου να συμβάλλουν και τα αδέλφια μου. Όχι τόσο ο μικρός αλλά σίγουρα η Στέλλα και η Γιαννούλα. Ανεβάζαμε έργα που έγραφα εγώ. Ας πούμε, η κυρία τάδε που περιμένει το παιδί της να γυρίσει, κι αυτό αργεί, και την καταλαμβάνει πανικός, και κλαίει και οδύρεται. Τέτοια πράγματα…. …Η μάνα μου αντιμετώπιζε τις θεατρικές μου απόπειρες με χαμόγελο, διασκεδάζοντας. Ο πατέρας μου ήταν λίγο ανήσυχος ως προς τις καλλιτεχνικές μου τάσεις, τις οποίες δεν ενεθάρρυνε καθόλου. Άλλωστε, δεν είχαμε και ιστορικό ηθοποιών στην οικογένεια, εκτός πια κι αν δεν το ξέραμε. Πήγαινα και


κινηματογράφο, σ’ ένα χειμερινό, το Μαξίμ. Μια από τις πρώτες ταινίες που είχα δει ήταν γαλλική, περί έρωτος. Υπήρχε ένα «amour» στον τίτλο και ήταν ομιλούσα, parlant. Ο ήχος όμως ήταν αίσχος, δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Έτσι, όταν κάποια στιγμή ένας από τους ηθοποιούς είπε «bonjour», μια λέξη επιτέλους διακριτή, σύσσωμο το κοινό απάντησε επίσης με ένα ηχηρό «bonjour». Την ίδια εποχή, γύρω στο 1930, είχα δει και το Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο.» Να πούμε κατ αρχάς πως το ενοικιαζόμενο σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε βρισκόταν στην οδό ΄Οθωνος και Αμαλίας, πίσω ακριβώς από το σημερινό Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Από το μπαλκόνι του σπιτιού αυτού ο μικρός Μιχάλης είχε τη δυνατότητα να βλέπει κρυφά τα βράδια, σινεμά από το καλοκαιρινό Θέατρο- Αίθουσα Ψυχαγωγίας «Διονύσια», που βρισκόταν ακριβώς απέναντι . Είναι δε παράξενο πως δεν αναφέρεται στο βιβλίο, αφού είναι σίγουρο ότι του σημάδεψε από πολύ νωρίς τη ζωή και την μετέπειτα τάση του για καλλιτεχνική και κινηματογραφική καριέρα και το θυμάται ακόμα πολύ χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά στις πρώτες του κινηματογραφικές αναμνήσεις , θα εννοεί βέβαια ο Μ.Κ. όχι το «Μαξίμ», ( όπως πολύ μετέπειτα μετονομάστηκε) αλλά το «Θέατρο Χατζηπαύλου» στην οδό Αγίου Ανδρέου, λίγα μέτρα από το σπίτι του, όπου έδινε παραστάσεις ο κινηματογράφος «Πανόραμα» των αδελφών Χρυσοχού οι οποίοι προμηθεύονταν όντως γαλλικές ταινίες από την εταιρείες παραγωγών Πατέ και Γκωμόν της Γαλλίας. Η πρώτη μάλιστα ομιλουσα ταινία , αρχές του 1932, ήταν το «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον», αφού το «Πανόραμα» προμηθεύτηκε μηχανήματα ομιλούντα κινηματογράφου πρώτο όχι μόνο στη Λεμεσό αλλά παγκύπρια.
Να έλθουμε τώρα στο πιο ενδιαφέρον νομίζουμε σχόλιο μας επί των λεγομένων του Μ.Κ. σχετικά με τις ανησυχίες του πατέρα του για τις καλλιτεχνικές του τάσεις που καθόλου δεν τις ενεθάρρυνε (ίσως να τις καταπίεζε κιόλας, γνωστού όντως του δεσποτικού του χαρακτήρα και που ο Μιχάλης τον αποκαλούσε «τύρρανο»).
Λέει ο Μ.Κ.: «Άλλωστε, δεν είχαμε και ιστορικό ηθοποιών στην οικογένεια, εκτός πια κι αν δεν το ξέραμε.»
Αγνοούμε αν όντως δεν το ήξερε η για κάποιο λόγο το παρασιωπά, όμως τέτοιες τάσεις είχε όντως και ο πατέρας του. Διότι ο Παναγιώτης Κακογιάννης πήρε μέρος σε δυο τουλάχιστον (ερασιτεχνικές βέβαια) θεατρικές παραστάσεις. Η πρώτη -που είναι και γνωστή- ήταν τον Φεβρουάριο του 1938 , όταν ο Μιχάλης ήταν 16 χρόνων και πριν αναχωρήσει για σπουδές στην Αγγλία, το φθινόπωρο του ίδιου έτους και επομένως θα έπρεπε να το θυμάται. Στην επιθεώρηση αυτή που ονομαζόταν σύμφωνα με τη σχετική αφίσα «Εσπερίς των Δικηγόρων», την σκηνοθεσία έκανε ο άγγλος πρόεδρος των δικαστηρίων Ντυμπρέ και πήραν μέρος όλοι οι γνωστοί την εποχή εκείνη μεγαλοδικηγόροι της πόλης ανάμεσα τους και ο Π. Κακογιάννης.
Η άλλη παράσταση έγινε το 1915, με ένα πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα μουσικής και θεάτρου, πριν βέβαια ο Μιχάλης γεννηθεί και πιθανόν όντως να μην το πληροφορήθηκε ποτέ. Δόθηκε στο Θέατρο Χατζηπαύλου υπέρ του Σώματος Προσκόπων Λεμεσού. Στο ένα από τα δύο μονόπρακτα, το «Δνις Τζάκσον» του Ι. Δεληκατρίνη έπαιζε και ο Π. Κακογιάννης το ρόλο του «Δημητράκου, Αθηναίου λιμοκοντόρου»…!
Επειδή λοιπόν τίποτα στη ζωή δεν είναι τυχαίο αλλά όλα εξηγούνται, ίσως η αντίθεση του πατέρα προς τις καλλιτεχνικές τάσεις του γιου να αποτελούσε απωθημένο κρυφής και ανικανοποίητης επιθυμίας του να κάνει ο ίδιος καλλιτεχνική καριέρα!
ΛΕΖΑΝΤΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ:

ΦΩΤΟ 1 Οι γονείς του Μιχάλη Κακογιάννη Αγγελική και Παναγιώτης
ΦΩΤΟ 2 Το σπίτι που γεννήθηκε στην Όθωνος και Αμαλίας όπως είναι σήμερα
ΦΩΤΟ 3 Μιχάλης, Γιαννούλα και Στέλλα (Σουλιώτου)
ΦΩΤΟ 4 Το Θέατρο Χατζηπαύλου στην οδό Αγίου Ανδρέου όπου η Λεμεσός , η Κύπρος και ο μικρός Μιχάλης είδαν για πρώτη φορά ομιλούντα κινηματογράφο
ΦΩΤΟ 5 Η αφίσα της «Εσπερίδας των Δικηγόρων»
ΦΩΤΟ 6 Το πρόγραμμα της γιορτής υπέρ των προσκόπων του 1915



Περιώνυμοι και αριστοκράτες αλλά … λήσταρχοι αρχαιοκάπηλοι

Της Άννας Μαραγκού
Με αφορμή το άνοιγμα των καινούργιων κυπριακών αιθουσών του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης με τα νέα εκθέματα προϊόν κλοπής από την Κύπρο του περιβόητου αμερικανού «διπλωμάτη» και αρχαιοκαπήλου Τσεσνόλα κατά τα έτη 1865-1876 τα εγκαίνια των οποίων τέλεσε ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, πολλά γράφτηκαν για πράγματα που λέχθηκαν από επίσημα χείλη ... διαφόρων βαθμίδων. Μερικά διαψεύσθηκαν ως αποτέλεσμα «παρεξήγησης». Μερικά μάλιστα πιθανόν να δημιουργούν και ευρύτερες συνέπειες και επιπτώσεις, ακόμα και στις σχέσεις μας με την Ελλάδα που διεκδικεί την επιστροφή των μαρμάρων της Ακρόπολης στην Ελλάδα.
΄Ο,τι και να συμβαίνει, απάντηση για την όλη ιστορία δίδει το ακόλουθο δημοσίευμα της εφημερίδας «Ευαγόρας» ημερ. 4 Μαίου 1902 με τον τίτλο «ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ» το οποίο είναι απόσπασμα εκτενούς συζήτησης που γινόταν τις μέρες εκείνες στο Νομοθετικό Συμβούλιο της Κύπρου σχετικά με τις κυπριακές αρχαιότητες.
Το ανάστημα και η λεβεντιά που όρθωσε ο γηραιός πολιτευτής της Λεμεσού Σωκράτης Φραγκούδης απέναντι στους άγγλους αποικιοκράτες, θάπρεπε να αποτελεί παράδειγμα για τους σημερινούς μας ηγέτες αν διάβαζαν κάπου κάπου και λίγο την Ιστορία αυτού του τόπου...
« Κατά την συζήτησιν της 18ης παραγράφου ο διευθυντής του Κτηματολογίου παρακαλεί το Συμβούλιον όπως η παράγραφος αύτη διατυπωθεί μετά ηπιωτέρου ύφους. Η λέξις λήστευσις δεν είνε, λέγει, κατάλληλος, διότι οι αρχαιότητες δεν ανήκουσιν εις μόνον τον τόπον της ανευρέσεως των αλλ’ εις ολόκληρον τον κόσμον και εφόσον η Κύπρος δεν έχει ικανά χρηματικά μέσα προς ανασκαφήν και διατήρησιν των αρχαιοτήτων, δικαιούνται τα μουσεία Λονδίνου, του Βερολίνου, των Παρισίων κ.α. να ενεργώσιν ανασκαφάς και τας ανευρισκομένας αρχαιότητας εκθέτωσιν εις την μελέτην του κόσμου εν ταις προθήκαις τούτων.
«Γνωρίζω τας διαθέσεις των εντ. Μελών ότι δεν επιθυμούσι να εξάγωνται της νήσου αι αρχαιότητες ειμή τα διπλά μόνον και προς την επιθυμίαν ταύτην προσπαθεί να συμμορφωθή η Α. Εξοχότης δια νομοσχεδίου, ούτινος ποιείται μνείαν εν τω εναρκτηρίω λόγω.»
Κατά των παραδόξων τούτων θεωριών του κ. Διευθυντού του Κτηματολογίου αντεπεξελθών ο γηραιός βουλευτής της Λεμησσού-Πάφου κ. Σ. Φραγκούδης είπε τα εξής:« Κύριε Πρόεδρε, η λέξις λήστευσις πρέπει να μείνει ως έχει διότι πράγματι λήστευσις ενεργείται κατά των αρχαιοτήτων της νήσου και υπεύθυνος επί ταύτη είνε η Κυβέρνησις. Αφήσωμεν τον περιλάλητον Σεσνόλαν όστις ίδρυσεν ολόκληρον Μουσείον εν Ν.Υόρκη δια των αρχαιοτήτων ας εσύλησεν εν Κύπρω, το έργον όμως τούτου εξηκολούθησεν και η αγγλική Κυβέρνησις άμα τη κατοχή της Κύπρου. Εάν η αγγλική κατοχή εγίνετο δέκα πρότερον έτη και η αγγλική Κυβέρνησις περιεφρούρει τας αρχαιότητας εν Μουσείω, θα είχομεν αρχαιολογικόν θησαυρόν σήμερον ισάξιον προς την αξίαν απάσης της νήσου.
Ως ο Σεσνόλας ηθέλησε να πλουτίσει την νέαν του πατρίδα Αμερικήν – διότι αυτός είνε Ιταλός- δι’ αρχαιοτήτων τής Κύπρου, ούτω και η αγγλική Κυβέρνησις φιλοτιμείται να πλουτίση το βρεττανικόν Μουσείον δια των αρχαιολογικών θησαυρών της νήσου μας. Είδον ιδίοις όμμασιν ανασκαπτομένας αρχαιότητας εν Αμαθούντι, συσκευαζομένας είτα εν κιβωτίοις μεταφερομένας εις το τελωνείον Λεμησσού ίνα εκείθεν αποσταλώσιν εις Λονδίνον.
Ο έντιμος προλαλίσας εξέφρασε θεωρίαν ότι οι αρχαιότητες δεν ανήκουσιν εις τον τόπον τούτον, αλλ’ εις όλον τον κόσμον και τούτο βεβαίως όπως δικαιολογήσει την ενεργουμένην σύλησιν. Ώστε πας άνθρωπος, κατά την θεωρίαν ταύτην, δικαιούται να κατέρχηται εις Κύπρον ως εις χώραν αδέσποτον και ν’ απάγη τας ανασκαπτομένας η οπωσδήποτε ευρισκομένας αρχαιότητας. Αλλά δεν είνε καλύτερον να παραμένωσιν αύται εν τω τόπω και να προσέρχονται οι αρχαιολόγοι και οι άλλοι άνθρωποι των επιστημών και των γραμμάτων να μελετώσι ταύτας εν ω τόπω εγένοντο και ανευρέθησαν;
Όσα έθνη ή λαοί εγένοντο κύριοι, οπωσδήποτε, της τύχης αυτών προυνόησαν και περιεφρούρησαν τας αρχαιότητας της χώρας των και επιτρέπουσι μεν εις τους ξένους αρχαιολόγους την ενέργειαν ανασκαφών, αλλ’ αι αρχαιότητες παραμένουσιν εν τω τόπω και επιτρέπεται μόνον η εξαγωγή διπλών και τινες προνομίαι ως προς τας δημοσιευομένας περί τούτων παραγματείας.
Από πολλού το Συμβούλιον προέτεινεν εις την Κυβέρνησιν να προταθή πίστωσις χρηματική, ίνα ενεργώνται ανασκαφαί και συντηρήται ευπρεπώς το Κυπριακόν Μουσείον, η πίστωσις δε αύτη δεν θα υπερέβαινε τας 1000 λίρας, ώστε να μην είνε μέγα βάρος εις τον προϋπολογισμόν. Εφόσον η Κυβέρνησις δεν πράττει τούτο και επιτρέπει διαρπαγήν των αρχαιοτήτων, θα επιμένωμεν αποκαλούντες ταύτην λήστευσιν και τι χείρον.»

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Γιάννης Λέφκης Παπαγγέλου ο αγωνιστής, ο λογοτέχνης

Του Πανίκου Παιονίδη Από τη Νέα Εποχή, 1983, Τεύχος 159,
Στην Αγίας Φυλάξεως 40, στην Λεμεσό, στέκει πνιγμένο ανάμεσα στα θεόρατα κτίρια ένα σεμνό, χαμηλό σπίτι, απομεινάρι των παλιών καιρών προτού να καταβροχθιστεί η πόλη από τις πολυκατοικίες και τα μπετόν. Μπαίνοντας σ' αυτό το σπίτι, αριστερά βρίσκεται το γραφείο, ένα γραφείο πνιγμένο μέσα στα βιβλία, βιβλία ίσα με πάνω στο ταβάνι, φάϊλς, στοίβες ολόκληρες από χαρτί, εφημερίδες. Ο ένοικος του σπιτιού δεν είναι απλώς ένας βιβλιογράφος ή ένας πολυγράφος συγγραφέας, αλλά κι ένας εργάτης του πνεύματος που έχει ένα ιδιαίτερο πάθος να συγκεντρώνει, να ταξινομεί, να αποθηκεύει τα πάντα που έχουν κάποια σχέση με τα ενδιαφέροντα του. Στα φάϊλς υπάρχουν επιστολές με ημερομηνίες, που πάνε πίσω στη δεκαετία του 20, υπάρχουν αποκόμματα εφημερίδων, φωτοτυπίες άρθρων, υπάρχουν όλα όσα χρειάζεται ένας μελετητής, που θέλει να βυθιστεί μέσα στην πολυκύμαντη ιστορία αυτού του τόπου των χρόνων κυρίως που οι νέες, σοσιαλιστικές ιδέες έπαιρναν πρακτική έκφραση κι έδεναν με το νεαρό, αλλά μαχητικό, εργατικό κίνημα. Πάνω απ' όλα όμως εδώ βρίσκεται η ζωντανή ιστορία εκείνων των ανήσυχων χρόνων ο Γιάννης Λέφκης Παπαγγέλου, ο βετεράνος αγωνιστής συγγραφέας που όλη του τη ζωή — είναι σήμερα 84 χρόνων — την πέρασε σε μια ηθελημένη απόσταση από τον πολύ θόρυβο, τους πολλούς ανθρώπους, την δημοσιότητα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Γ.Λ.Π. γεννήθηκε στις 13 του Οχτώβρη του 1899 στην Λάρνακα από πατέρα μάστορα, τεχνίτη — σκαρπάρη, πούχε χρεοκοπήσει και καταλήξει νυκτοφύλακας κι εργάτης σε μικροφάμπρικα.
Ο παππούς, ο Αντώνης, που πέθανε σε πολύ βαθειά γεράματα, είχε πάει στην Ελλάδα το 1821, πήρε μέρος στην Επανάσταση κι ανακηρύχθηκε μάλιστα δημότης του Ναυπλίου. Είχε άλλα έξη αδέλφια ο Γιάννης. Ο ίδιος τέλειωσε μέσα από χίλιες στερήσεις το κοινοτικό σχολείο της Μητρόπολης και πιο ύστερα το Εμπορικό Λύκειο.
Από τα εφηβικά ακόμα χρόνια ο Γιάννης παρουσιάζει μια παθολογική αγάπη για το βιβλίο, για τη γνώση. Από τα 13 του χρόνια αρχίζει να γράφει ποιήματα. Σ' ένα από τα ποιήματα εκείνων των μαθητικών χρόνων έλεγε: «Η γνώση ας κυβερνάει τον κόσμο». Κι αλλού: «Αστείρευτη της γνώσης βρυσομάνα το βιβλίο στου λαού τη γλώσσα».
Το καλλιτεχνικό ταλέντο δεν αργούν να το επισημάνουν και οι καθηγητές. Ο τότε Λυκειάρχης Νίκος Σαρρής υπογράμμισε απ' αφορμή έκθεση του Γιάννη, την δύναμη του ύφους του, την διαύγεια του. Στα 17 του τελειώνει με άριστα το Λύκειο, τ' όνειρο όμως για υποτροφία και σπουδές δεν υλοποιείται.
Δεν τα βάζει όμως κάτω. Με το πάθος της νιότης, αλλά και με κείνο το ιδιαίτερο νεύρο πούχει όταν τον κυριεύουν τα ιδανικά, προσπαθεί ν' ανοίξει κάποιους δρόμους. Στα 18 του εκδίδει τη φιλολογική εφημερίδα «Μούσα», πούταν μια πρόκληση προς το αποστεωμένο πνευματικό κατεστημένο. Γι' αυτό και χτυπήθηκε άγρια και συκοφαντήθηκε. Η εφημερίδα πρόβαλε την ανάγκη να ξυπνήσει ο τόπος, να δοθεί στο λαό εκλεκτή πνευματική τροφή. Εδώ για πρώτη φορά χρησιμοποιεί ο νεαρός λογοτέχνης το ψευδώνυμο Λέφκης και μάλιστα με φ υπογραμμίζοντας έτσι το προχωρημένο του ριζοσπαστισμού του στα χρόνια εκείνα γύρω από το γλωσσικό ζήτημα, που πρέπει να το πούμε, συνιστούσε κοινωνικό πρόβλημα πρώτου μεγέθους. Η αντίδραση πέρα απ' όλα τ' άλλα ταμπουρωνόταν και πίσω από την καθαρεύουσα, αυτή την πλαστή γλώσσα, πούβαζε φραγμούς στην μόρφωση του λαού.
Πολύ σύντομα, ύστερα από τέσσερις εκδόσεις, θα κλείσει η «Μούσα» κι ο Γιάννης Λέφκης θα μετοικήσει στη Λεμεσό, όπου βρήκε δουλειά σε γραφείο που πρακτόρευε πλοία. Αυτή η δουλειά με τα πλοία και η επαφή με τους ναυτικούς θα μπάσει τον διψασμένο για γνώσεις Γιάννη Λέφκη στον κύκλο των κοινωνικών θεμάτων. Ένα από τα πλοία, πούδεναν την Κύπρο με τον έξω κόσμο ήταν και το Γαλλικό «Μεσσατζερί» απ όπου ο Γ.Λ. έπαιρνε την «Ουματινέ» όργανο του ΚΚ της Γαλλίας. Ήταν οι κοσμοϊστορικές μέρες της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, που όσο απομονωμένο από τον έξω κόσμο και νάταν το νησί μας — και λόγω του πολέμου — δεν μπορούσε παρά να φτάσει σαν μήνυμα και σε μας.
Στην Λεμεσό υπήρχαν ήδη σπέρματα των σοσιαλιστικών ιδεών. Με μια τέτοια ομάδα στην οποία βρίσκουνταν ο Γιάγκος Ηλιάδης, φοιτητής τότε στην Αθήνα κι ο Πάνος Φασουλιώτης έσμιξε ο Γιάννης Λέφκης. Μετάφραζαν κείμενα από την «Ουμανιτέ», κυκλοφορούσαν φυλλάδια.
Σε λίγο οι μονάδες αυτές των ξύπνιων διανοουμένων, που κινούνταν ακόμη σκόρπια κι ασυντόνιστα θάνιωθαν την ανάγκη πιο οργανωμένης δράσης. Παράλληλα είχαν αρχίσει να φυτρώνουν εργατικά σωματεία. Οι συνθήκες ζωής και δουλειάς των εργαζομένων ήταν περισσότερο από άθλιες. Οι έμποροι από την άλλη κι οι τοκογλύφοι οργίαζαν στην πλάτη του λαού. Και πάνω απ' όλα η στυγνή βρεττανική αποικιοκρατία. Φυλακή τότε η Κύπρος! Ήταν οι καταστάσεις λοιπόν ώριμες για το πάντρεμα των σοσιαλιστικών ιδεών με το αυθόρμητο εργατικό κίνημα, που δημιουργούνταν σαν αντίδραση στην ανελέητη εκμετάλλευση και στην αποστεωμένη εθνικοφροσύνη.
Ο Γιάννης Λέφκης εντάσσεται σένα από τους μυστικούς κομμουνιστικούς πυρήνες. Λειτουργούσαν τότε, σύμφωνα με μαρτυρία του Λέφκη, μια σειρά πυρήνες. Ένας απ' αυτούς τους πυρήνες, του δημιουργήθηκε το 1922, είχε, σύμφωνα με το βετεράνο Κομμουνιστή Λεωνίδα Στίγγο επτά μέλη με εκλεγμένο γραμματέα.
Ο Γιάννης Λέφκης γνωρίζει αυτή την περίοδο τον μαρξισμό μέσω του «Κεφαλαίου», του Μανιφέστου και μιας σειράς άλλων βιβλίων όπως ήταν το «Αλφάβητο του Κομμουνισμού», κι η δράση του ξεδιπλώνεται πιο έντονη στον δημοσιογραφικό, δημοσιολογικό τομέα.
Το 1923 με πρωτοβουλία του Γιάννη Λεύκη και του Αιμίλιου Χουρμούζιου καθιερώνεται τακτική, βδομαδιάτικη φιλολογική σελίδα στην λεμεσιανή «Σάλπιγγα». Ήταν μια τολμηρή ενέργεια, που πήγαινε οπωσδήποτε πιο πέρα από την «Μούσα» της Λάρνακας και προετοίμαζε το έδαφος για το επόμενο, αποφασιστικό βήμα στον πνευματικό χώρο, το περιοδικό «Αργή», το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό της Κύπρου, που η έκδοση του υπήρξε αναμφισβήτητα σταθμός. Πρωτεργάτης και πάλι κι εμπνευστής του περιοδικού αυτού, που έζησε ένα χρόνο, από τον Απρίλη του 24 μέχρι τον Μάρτη του 25, πραγματοποιώντας 12 λαμπρές επιδόσεις ήταν και πάλι ο Γιάννης Λέφκης μαζί με τον Αιμίλιο Χουρμόζιο. Στα σημειώματα, που εγκαινίαζαν την έκδοση και που γράφτηκαν από τον Γιάνη Λέφκη, τονίζοντας ότι την φωτιά του ενθουσιασμού δεν μπορούσε να την σβήσει το στενοκέφαλο πείσμα και η τυφλή άρνηση.
Γύρω από την «Αβγή» είχε συγκεντρωθεί ότι πιο προοδευτικό και άξιο στο χώρο της λογοτεχνίας. Εδώ πέρα από τα προοδευτικά λογοτεχνικά κείμενα υπήρχε πολύ αξιόλογη κριτική, που ασκούνταν σε αρκετές περιπτώσεις από μαρξιστικές θέσεις. Για πρώτη φορά προβάλλουνταν στον κυπριακό πνευματικό χώρο αντιλήψεις γύρω από τα θέματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που βρίσκουνταν σε διαμετρική αντίθεση με τις καθιερωμένες, ιδεαλιστικές δοξασίες. Κι αυτό εκνεύριζε τους ταγούς της εθνικοφροσύνης, που κτύπησαν την «Αβγή». Κι όταν ένας από τους συνεργάτες της ο Χρ. Χριστοδουλίδης αποτόλμησε να αποκαλύψει σ ένα του κριτικό σημείωμα ότι ήταν κομμουνιστής ρίχτηκαν επάνω του με τις υστερικές κραυγές ότι ο «Κομμουνισμός δεν έχει σχέση με την Τέχνη»!!
Η μάχη όμως, δόθηκε και τίποτε πια δεν μπορούσε ν αναχαιτήσει τις καινούργιες ιδέες.
Την 1η του Γεννάρη του 1925 εκδίδεται ο «Νέος Άνθρωπος» όργανο του ΚΚΚ με υπεύθυνο τον αξέχαστο Χαράλαμπο Σολωμονίδη. Ο ρόλος του Γιάννη Λέφκη στη συγγραφή της εφημερίδας ήταν ουσιαστικός.
Μετά την εξορία του γιατρού Νίκου Γαβόπουλου (5 Ιουλίου 1925)• που ήταν γραμματέας του Εργατικού Κέντρου και με τον οποίο διατηρούσε επαφή, η σύνδεση του Γιάννη Λέφκη με το κόμμα και την όλη δράση του γίνεται πιο άμεση και οργανική. Του δίνεται τότε το ψευδώνυμο Νέαρχος.
Στο πρώτο φύλλο του «Νέου Ανθρώπου» μετά την απέλαση δημοσιεύτηκε άρθρο του Γιάννη Λέφκη με τον τίτλο «να το ξέρουνε», όπου τονίζουνταν ότι αν νομίζανε πως με την εξορία του Γιαβόπουλου θα διαλύουνταν το Κόμμα «το νόμισμα τους βγήκε κάλπικο». «Ας το ξέρουνε πως οι φανατικοί από μας γίνανε πιο φανατικοί, ακόμα και όσοι ταλαντεύουνταν ήρθανε οριστικά με το μέρος μας». Και συνέχιζε: «Οι αγώνες χρειάζονται θυσίες κι έχουνε θύματα. Κι ο αγώνας ο δικός μας είχε το πρώτο του θύμα. Δεν μας ενδιαφέρει πόσα θα ακολουθήσουνε. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το ξύπνημα του εργάτη κι η λύτρωση του από τα χέρια των αφεντάδων και των εκμεταλλευτών».
Αρχίζει έτσι μια περίοδος κατά την οποία ο Λεύκης αναμιγνύεται ενεργά στο κίνημα.
Γύρω σ αυτή την περίοδο το 1929 ο Γιάννης Λέφκης θα γράψει και θα κυκλοφορήσει σε λιγοστά, δακτυλογραφημένα αντίτυπα μια σοβαρή μελέτη με τον τίτλο «Οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Κύπρο», που δυστυχώς δεν διασώθηκε. Χάθηκε μέσα στα χρόνια της παρανομίας, όπως ολόκληρο το αρχείο της Κ.Ε., που κατασχέθηκε από την αποικιοκρατία τον Οχτώβρη του 1931.
Αρχίζει η δεκαετία της Παλμεροκρατίας, χρόνια τρομερά δύσκολα για το Κόμμα, που είναι τώρα πια παράνομο και οι λιγοστοί τολμηροί κομμουνιστές γίνονται αντικείμενο άγριων διώξεων, προπηλακισμών και φυλακίσεων. Ο αγώνας όμως συνεχίζεται σε πολλά, ταυτόχρονα, μέτωπα.
Το 1935 ο Γιάννης Λέφκης εκδίδει την ποιητική του συλλογή «Στεναγμοί και Πόθοι», που θα χαιρετιστεί σαν μια κατάκτηση της κυπριακής ποίησης, σαν ένα έργο που προμηνύει μια αναγέννηση σαν «μια όαση σε μια Σαχάρα», όπως έγραψε κάποιος κριτικός. Επισημαίνεται ο αρρενωπός λυρισμός της ποίησης του Λέφκη, η δύναμη του αισθήματος του, η έκταση της απελπισίας και του πόνου, που την διαπερνά, και που οδηγεί στο μίσος, η πρωτογονική αλήθεια, η κραυγή ωδύνης.
Ο Τεύκρος Ανθίας, πούχε επιστρέψει από την Αθήνα εκείνη την περίοδο με το πάθος του κομμουνιστή κι ήταν μέλος του παράνομου Κόμματος, είχε επισημάνει την διαύγεια, την ωριμότητα, την φιλοσοφικότητα και το πολύπτυχο της ποίησης του Λέφκη, όπως επίσης και το ότι εξέφραζε μια ακριβοπληρωμένη και οδυνηρή γνώση της ζωής. Δυο χρόνια πιο ύστερα, το 1937, από την πέννα του Γ. Λέφκη βγαίνει μελέτη για τον Βασίλη Μιχαηλίδη, τον ποιητή της Κύπρου.
Επρόκειτο, όπως τονίστηκε τότε, γιο μια επιστημονική μελέτη, πούχε την ιδιαίτερη σημασία της γιατί βγαίνοντας στα χρόνια της παλμεροκρατίας και του σκοταδισμού μιλούσε για την αγάπη, για την λευτεριά. Η προβολή και ανάλυση του έργου του ποιητή της 9ης του Ιούλη ήταν μια μάχη, που δίνουνταν στο χώρο των ιδεών και της τέχνης από ένα κομμουνιστή διανοούμενο.
Ταυτόχρονα όμως ο Γιάννης Λέφκης έδινε τη μάχη του και σε πολλούς άλλους τομείς. Σκηνοθετούσε με μεγάλη επιτυχία αρχαίες τραγωδίες στην Ιδιωτική Σχολή Λεμεσού, συνεργαζόταν με τα περιοδικά «Πάφος» και «Κυπριακά γράμματα», δημοσίευε ποιήματα («Το τραγούδι των σκλάβων»), μελέτες («Πως να μελετηθεί η νεώτερη κυπριακή λογοτεχνία»), άρθρα γενικότερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος, για την ανάγκη οργάνωσης δημοτικής βιβλιοθήκης στη Λεμεσό, για την ανάγκη δημιουργίας Μουσείου Λαϊκής Τέχνης κλπ.
Το 1963 ο Γιάννης Λέφκης θα εκδώσει μια καινούργια συλλογή ποιημάτων, «Το τραγούδι των ξυπνημένων ανθρώπων», πούχε την τύχη να φακελωθεί στην Ελλάδα, γεγονός που το θεωρεί ο ποιητής τίτλο τιμής. Ο Θοδόσης Πιερίδης χαιρέτισε την ποίηση αυτή, την πλημμυρισμένη με μίσος για την αδικία και πίστη προς την δικαιοσύνη γράφοντας: «Σε μια εποχή με φυγές κι εγκαταλείψεις δροσίζεται πάντα η καρδιά μου σαν ανακαλύψω ένα αδέλφι».
Ο Θοδόσης Πιερίδης θα χαιρετίσει και την επόμενη συλλογή, την «Τριλογία της ζωής και του θανάτου» (1967) τονίζοντας πως τον είχε συνταράξει η ποίηση του Λέφκη γιατί είχε περάσει κι ο ίδιος, όπως τόνιζε, μέσα από όμοιες εμπειρίες. Ας σημειωθεί ότι την δεκαετία του 1960 η συντρόφισσα του Γ.Λ. είχε περάσει μέσα από μια πολύ βαρεία αρρώστια, πούχε τσακίσει κυριολεχτικά και τους δυο κι η ποίηση εκείνη ανάδινε αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα. Ο Θοδόσης Πιερίδης από την άλλη μόλις είχε χάσει τη δική του καλή συντρόφισσα, την Αλεξάνδρα.
Ας σημειωθεί ότι η λογοτεχνική προσφορά του Γιάννη Λέφκη επεκτείνεται και στην μετάφραση ποιητικών κειμένων. Εκεί, στο γραφείο του, μέσα στις στοίβες του χαρτιού υπάρχουν τετράδια με ανέκδοτη ποιητική και άλλη δουλειά. Ανάμεσα στ ανέκδοτα είναι ο «Διθύραμβος του ανθρώπου», μια μεγαλόπνοη, ποιητική σύνθεση, όπου προβάλλει η ασάλευτη πίστη του ποιητή προς το μέλλον, υπάρχουν κείμενα κάτω από τον γενικό τίτλο «Όταν ρίχναμε τους σπόρους», κείμενα πάνω σε πνευματικά, καλλιτεχνικά, πολιτικά ζητήματα. Εκεί βρίσκονται και τρεις δερμάτινες θήκες στο μέγεθος τετραδίου, όπου προσεκτικά είναι περασμένες μέσα οι σελίδες του έργου της ζωής του Γιάννη Λέφκη οι «Ρίζες». Γύρω στις 750 χειρόγραφες σελίδες, φορτισμένες με όλα εκείνα τα συγκλονιστικά της δεκαετίας του 1920—30. Κάτω από τον τίτλο ο ποιητής παραθέτει πολύ εύστοχα ένα μικρό απόσπασμα από ποίημα του Ρίτσου.
«Οι ρίζες βέβαια δεν φαίνονται
όμως το ξέρεις
σ αυτές κρατιέται το δέντρο
Για νάσαι δίκαιος
σκέψου τις ρίζες».
Για νάμαστε δίκαιοι πρέπει πράγματι να σκεφτόμαστε τις ρίζες απ όπου κρατιέται το δέντρο.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Το σπίτι του Γιάννη Λέφκη στην Αγίας Φυλάξεως 40 όπως είναι σήμερα (φωτο Τ.Κολώτας) κατάκλειστο από τού  θάνατου τού ποιητή γεμάτο αναμνήσεις αλλά και πολύτιμα βιβλία και ακόμα πιό πολύτιμα για την ιστορία της Λεμεσού και του τόπου έγγραφα, περιμένει τους μελετητές της Ιστορίας να τα αξιοποιήσουν και αναδείξουν...(Τ.Κ.)










Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Παλαιστές στη Λεμεσό, τότε που η πάλη σήμαινε λεβεντιά, φιλότιμο και εθνική αξιοπρέπεια.

Εισήγηση του Τίτου Κολώτα στο Τέταρτο Επιστημονικό Συμπόσιο Προφορικής Ιστορίας που πραγματοποιήθηκε στις 22 και 23 Νοεμβρίου 2008 στην αίθουσα τελετών του Τσιρείου Σταδίου από το Παττίχειο Αρχείο και Κέντρο Μελετών του Δήμου Λεμεσού σε συνεργασία με τον Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού και τον Γυμναστικό Σύλλογο Ολύμπια με θέμα την Αθλητική Ιστορία της Λεμεσού.
 ===================================================================
Aπό αρχαιοτάτων χρόνων στην ιστορία ο ελληνισμός ανήγαγε την πάλη ως το ύψιστο άθλημα ρώμης και λεβεντιάς. Οι αρχαίοι έλληνες εκτιμούσαν ιδιαίτερα τους παλαιστές γιατί το αγώνισμα απαιτούσε δύναμη, τέχνη και εξυπνάδα. Ο λαός λάτρευε τους μεγάλους πρωταθλητές της πάλης ως ημίθεους.
Στη λαμπρή περίοδο του κλασσικού Ελληνικού πολιτισμού οι Έλληνες εκπαιδεύονται μαζικά στο Παγκράτιο ως αθλητική δραστηριότητα αλλά και ως πολεμική τέχνη ταυτόχρονα. «Κλασθέντων αυτοίς ξιφών τε και δοράτων, πολλά ταις χέρσι γυμναίς έπραξαν…πάλη δε και Παγκράτιον ως ες το πρόσφορον τω πολέμω εύρηται» λέει ο Φιλάστρατος.
Το Παγκράτιο υμνήθηκε πάρα πολύ και έφτασε να γίνει «των εν Ολυμπία το κάλλιστον» σύμφωνα πάντα με τον Φιλόστρατο. Η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη του Παγκρατίου Αθλήματος υπάρχει στο στίχο 586 των «Αργοναυτικών» που περιέχουν πληροφορίες μέχρι και τη δωδέκατη χιλιετία π.Χ. Το όνομα του προέρχεται από το παν-κράτος που δηλώνει αυτόν που κατέχει την εξουσία, αυτόν που νικά με την απόλυτη δύναμη-γνώση.
Κατά τον Πλούταρχο ευρέτης του Παγκρατίου είναι ο Θησεύς, ο οποίος με το Παγκράτιο νίκησε τον Μινώταυρο και κατά τον Παυσανία ο Ηρακλής.
Σημαντικές είναι οι πληροφορίες μας παρέχει και ο Ρήγας Φεραίος σε έργο του με τον τίτλο «Ολυμπία» από το πρωτότυπο έργο του Ιταλού Μεταστάσιου, όπου αναφέρει ότι το Παγκράτιο μαζί με τα άλλα αρχαιοελληνικά αγωνίσματα υπάρχει, «…μέχρι της σήμερον εις την Θεσσαλίαν αλλά και εις όλην την Ελλάδαν».
«Τοις κείνων ρήμασι» λοιπόν «πειθόμενοι» και ως συνέχεια της ιστορίας του ελληνικού πνεύματος, ο λαός μας συντηρεί την ύψιστη αυτή αθλητική αλλά και πολεμική και λεβέντικη παράδοση δια μέσου των αιώνων και την μεταφέρει στην σύγχρονη εποχή μέσα από την τουρκοκρατία και την αγγλοκρατία.
Η πάλη και ιδιαίτερα το παγκράτιον αποτελούσε ένα αγαπημένο λαϊκό άθλημα και θέαμα που όμως έδινε ταυτόχρονα και την ευκαιρία στον υπόδουλο λαό να εκφράσει δια μέσου του συναισθήματα πατριωτικά και αλυτρωτικά.
Ο Γεώργιος Φραγκούδης, το επιφανέστατο αυτό τέκνο της Λεμεσού στο πρώτο του ουσιαστικά βιβλίο από τα πολλά που έγγραψε στη συνέχεια πάνω σε δεκάδες θέματα, το «Κύπρις 1890» που συνέγραψε παρακαλώ, σε ηλικία 19 χρονών λέει :
«Κατά δε τους γάμους των πλουσίων, τας εορτάς και τας πανη¬γύρεις, τα παλληκάρια του χωρκού επιδίδονται εις διαφόρους ασκή¬σεις, λείψανα των μεγάλων των αρχαίων αγώνων.
Η πάλη είναι η συνηθεστέρα και κυριωτέρα των ασκήσεων τούτων, διεξάγεται δε πεισματωδέστατα. Έκαστη κώμη, καθώς έχει τους τραγουδιστάς αυτής, έχει και τους παλαιστάς της, οίτινες ηττώμενοι υπό ξένων προσάπτουσιν όνειδος εις την γενέτειραν, ενώ τουναντίον νικώντες, τιμήν και κλέος• ούτως ωρισμένα χωρία φημίζονται σήμερον διά τους παλαιστάς των, οίτινες ηυτύχησαν να τιμήσωσι την Πατρίδα εν ταις παλαίστραις των εορτών και πανηγύρεων. Υπό τον ήχον των οργάνων συμπλέκονται πολλάκις ημίγυμνοι οι παλαισταί, και μανιωδώς παλαίουσι μέχρις εξαντλήσεως, ο δε νικητής ανευφημείται πανηγυρικώτατα, και η ταχύπτερος φήμη διαλαλεί εις τα πέ¬ριξ το ένδοξον όνομα του. Όσοι δ’ εκ, τούτων διακρίνονται δι υπερβάλλουσαν ρώμην, απολαύουσι παγκυπρίου φήμης, θεωρούνται πρό¬σωπα σεβαστά και κατά τας πανηγύρεις προσκαλούνται πολλάκις, όπως λαμπρύνωσιν αυτάς, παλαίοντες προς αλλήλους. Σχηματίζεται τότε (μέγας εκ θεατών κύκλος, καθαίρεται η παλαίστρα και το¬ποθετούνται γύρωθεν αυτοσχέδιοι ευταξίαι. Συγκίνησις και σιγή επικρατεί, ψιθυρισμοί δε μόνον υποδέχονται τους παλαιστάς σιωπη¬λούς βαίνοντας προς αλλήλους εξ αντιθέτου διευθύνσεως. Γυμνοί σχεδόν και ασάνδαλοι, ελαίω ηλειμμένοι, επιδεικνύουσιν εις το πλή¬θος τους ισχυρούς των μυς και μειδιώντες ποιούσι στροφάς τινας, κτυπούσι τας χείρας επί του εδάφους, και τείνοντες αυτάς προς αλ¬λήλους, συμπλέκονται. Τότε δύναται τις να θαυμάση ου μόνον την ρώμην, αλλά και την τέχνην περί την πάλην, ήτις πολλάκις διαρ¬κεί επί πολύ και επαναλαμβάνεται, εάν ουδείς ανεδείχθη νικητής, ενίοτε δε και αποβαίνει επικίνδυνος δια τον ηττώμενον. Όταν ο είς των αντιπάλων ήναι ΄Ελλην και ο έτερος Τούρκος, η πάλη προσ¬λαμβάνει εθνικόν χαρακτήρα και οι θεαταί διαιρούνται εις δύω αντίθετα στρατόπεδα. Ο νικητής απολαύει μεγάλων τιμών, λαμ¬βάνει χρηματικά δώρα,το δε νικήσαν στρατόπεδον ονειδίζει τους ηττηθέντας.
Εσχάτως προσεκλήθησαν εις πάλην εν Λεμησσώ είς Έλλην και είς Τούρκος. Κόσμος πολύς συνέρρευσεν εις το θέαμα και φανατισμός μέγας ανεπτύχθη εκατέρωθεν παρά προσδοκίαν ενίκησεν ο Τούρκος, οι δε Τούρκοι εξήλθον εις μεγάλην ανά την συνοικίαν των, νικητήριον διαδήλωσιν κατόπιν συνέβη το εναντίον και οι Έλληνες ανταπέδωκαν τα ίσα. Εκ τούτου μικρού δείν συνέβαινε ρήξις.
Η ρώμη τόσον εκπλήσσει τον λαόν, τόσον επιβάλλεται εις το πλήθος, ώστε οι παλαιωτάδες ούτοι περιβάλλονται υπό μυθολογι¬κής τίνος αίγλης, ως ο αρχαίος Ηρακλής και ο μεσαιωνικός Ακρί¬τας, οι δημώδεις ποιηταί κρούουσιν υπέρ αυτών τας χορδάς της λύρας των, και ο λαός αποδίδει την μεγάλην αυτών ισχύν εις μικράν τίνα ουράν, ην φαντάζεται, ότι ούτοι φέρουσιν όπισθεν. Μεγαλοποιούσι πάν ό,τι ακούσωσι και υπό το πρίσμα της νηπιώδους αυτών φαντασίας φαντάζονται αυτούς μετακινούντας τοίχους, φέροντας επ' ώμων ογκώδεις λίθους, και διάφορα άλλα υπερφυσικά περί αυτών διηγούνται. Κατά τον Ησύχιον, την Κυπρίαν πάλην εκάλουν τινές μεν πάμμαχον, άλλοι δε άγροικον καί απάλαιστρον, διότι ατέχνως επάλαιον οι Κύπριοι. Ό Ησύχιος, λέγων πάμμαχον πάλην, εννοεί βεβαίως το παγκράτιον, όπερ και σήμερον παίζεται εν Κύπρω μετά λακτισμάτων (πάτσος, κλώτσος)».
Ο σημαντικός καταγραφέας γεγονότων και τόπων της Λεμεσού του 19ου αιώνα Ευστάθιος Παρασκευάς περιγράφοντας τις παιδικές του αναμνήσεις στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού το 1937 για συμβάντα στη πόλη κατά το έτος 1871 λέει: «Εις το 1871 εκτίσθη το πρώτο προς την θάλασσαν καφενείον στηριζόμενον επάνω σε κολόνες ιδιοκτήτης του κτήματος ήτο ό αείμνηστος Δημήτριος Νικολαΐδης. Εις αυτό ήρχετο ο καλός κόσμος και εις αυτό έγεινεν ή γνωριμία δύο δυνατών παλαιστών, του Αβράμη από του Μόρφου και του Ισμαήλ Αράπη από την Αύδήμου, ηγνωριμία αυτή κατέληξεν εις συνεννόησιν μεταξύ των όπως παλαίσουν. Όταν έγεινε γνωστόν, ο δρόμος και το καφενείον εγέμισ«ν από Χριστιανούς και Τούρκους. Όλος αυτός ο κόσμος συνώδευσε τους παλαιστάς ως το Κονάκι (το σπίτι όπου σήμερον είνε η αστυνομία) όπου επήγαν δια να ζητήσουν την άδειαν του Καϊμακάμη Σιεκερζατέ. Ανέβηκαν επάνω και κατόπιν ο κόσμος τους είδε εις το Κιόσκι, όπου ό διοικητής τους ωμίλησεν. Τους λέγει, βλέπετε αυτό το πλήθος από Χριστιανούς και Τούρκους; Νομίζετε ότι εάν νικήσει ο Χριστιανός θα το ανεχθούν οι Τούρκοι; Ή εάν νικήση οΤούρκος θα το ανεχθούν οι Χριστιανοί; Θα γείνουν καυγάδες και πόλεμος μεταξύ των και έτσι θα αναστατωθή ή πόλις. Δεν σας δίδω άδειαν και να χωρισθήτε με φιλίαν και να υπάγετε στην δουλειάν σας. Έτσι δεν έγεινεν η πάλη και ο κόσμος έχασεν έναν θέαμαν που τόσον εσπάνιζε την έποχήν εκείνην. Ίσως να είχε δίκαιον ο Καϊμακάμης.
Και οι δύο ήσαν καλά παλληκάρια αλλά ο Ισμαήλ ήτο πελώριος. Δεν έχω συναντήσει μέχρι σήμερον τοιούτον άνθρωπον ήτο πελάτης του πατέρα μου και ήρχετο συχνά το σπίτι μας, δεν μπορούσε να καθίσει σε κοινόν κάθισμα, ήτο πολύ μικρόν γι' αυτόν, διά τούτο εκάθητο επάνω στο ψαθί όπου εβάλλαμεν και μαξιλάρια δια να ακουμβά. Εντούτοις με όλον αυτόν τον όγκο του, έτρεχε πολύ περισσότερον από μίαν αίγα εις απόστασιν δύο μιλίων.
Ο Αβράμης γνωστός τότε με το όνομα «Μορφίτης» ήτο υψηλού αναστήματος μετρίου πάχους. Είχε παλαίσει με άλλους Χριστιανούς και Τούρκους εις άλλα μέρη και τους είχε νικήση όλους• ήτο ο Τζιμ Λόντος της εποχής του.»
Μια παρόμοια περιγραφή έχουμε και από τον λεμεσιανό ιστορικό και εξέχοντα λαογράφο, τον Ξενοφώντα Φαρμακίδη, στην ίδια εφημερίδα το 1935 που λέει:
«Απέναντι της αλευρομηχανής του μακαρίτου Αριστοκλή Πηλαβάκη νυν μηχανή κ. Πολ. Ευθυμιάδη και απέναντι της οικίας του κ. Σωτήρη Κοντοπούλου, εκεί όπου υψούται ευμεγέθης ιτέα, ήτο ανεμόμυλος εξ ού έλαβε και το όνομα η μικρά ολιγάριθμος τότε συνοικία. Απέναντι αυτού εξετείνετο ευρύ οικόπεδον, όπου τώρα ευρίσκονται αι οικίαι Γιακουμή Ιακωβίδη και Ιακ. Χατζηλοΐζου και τινές νεόδμητοι.
Εις το οικόπεδον τούτο κατά η περί το έτος 1890, διεξήχθη, κατόπιν αδείας της αστυνομίας, πάλη μεταξύ ξένου, τούρκου αιθίοπος, συστηματικού παλαιστού, όστις περιήρχετο τας πόλεις της Ανατολής, επιδεικνύων την έκτακτον ρώμην του και του Χριστιανού Αβράμη Μορφίτη, ως εκ Μόρφου καταγομένου, αρκετά ρωμαλέου, χαίροντος παγκυπρίου φήμης. ΄Ητο ο Κουταλιανός της Κύπρου. Δια το θέαμα της πάλης αυτής, ήτις προσέλαβε χαρακτήρα εθνικού ενδιαφέροντος, συνέρρευσεν άπασα η πόλις. Ο Αβράμης συνείθιζε να διεξάγει την πάλην γονατιστός. Εισήλθον αμφότεροι γυμνοί εις την κονίστραν και ο μεν οθωμανός ήτο αλειμμένος με γλοιώδη ουσίαν, ο δε Αβράμης ουχί. Αφού εχαιρετίσθησαν, μετά 2-3 γύρους συνεπλάκησαν. Ο Αβράμης κατά το σύνηθες εγονάτισε και εζήτησε να συλλάβη τον αντίπαλον του από τας κνήμας, ούτος δε επιδεξίως απέφυγε τούτον και δια μιάς ωθήσεως τον ξήπλωσε κατά γης. Τι δε συνέβη τότε ήτο αφάνταστον.
Οι Οθωμανοί ύψωσαν τον νικητήν επ ώμων και τον περιέφερον εν θριάμβω ανά πάσας τας οδούς της πόλεως μετ’ αλαλαγμών και μουσικών οργάνων. Οι Χριστιανοί εξ εντροπής διεσκορπίσθηαν περίλυποι εις τας οικίας των.
Ελέχθη, υποστηρίχθη, εβεβαιώθη βραδύτερον, ότι η ήττα του Αβράμη ωφείλετο εις δωροδοκίαν. Ότι δε τούτο ήτο αληθές απεδείχθη από τον πρόωρον θάνατον του, όστις λέγεται επήλθε εκ της λύπης και των τύψεων της συνειδήσεως του.
Οι χριστιανοί βαρέως έφερον την αισχύνην αυτήν και έπρεπε να την απαλύνωσι. Κατά του οθωμανού παλαιστού αντέταξαν τον Χριστοφήν Κολλούφην εκ του χωρίου Μονής, όστις τον αντίπαλον του κατέρριψεν, ως «δέμα χόρτου». Η πάλη αύτη διεξήχθη 15 μέρες μετά την πρώτην εις το ίδιον οικόπεδον. Οι χριστιανοί περιέφεραν τον νικητήν εν θριάμβω ανά τας χριστιανικάς συνοικίας πρωτοστατούντος και προεξάρχοντος του τότε γνωστού αρχιλεμβούχου Παπαηλία, όστις συνήθροισε δι’ εράνων ικανόν ποσόν χρημάτων εις αμοιβήν του νικητού»
Πρωτοπαλλήκαρα της πάλης και της άρσης βαρών στα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ο Μιχάηλ Φούρναρης, ο Μιχαήλ Φυτός και ο Ιωάννης Μαρνέρος «γνωστός» κατά τα γραφόμενα του Χριστάκη Σαββίδη « Πανελλη¬νιονίκης στην ελευθέρα πάλη του οποίου τα χέρια ως τα βαθειά του γηρατειά διατηρούσαν την δύναμη την νεανική, τα χέρια του έσφιγγαν όπως την «τανάλια» στη χειραψία του. Κέρδισε χρυσούν μετάλλιο στην Ελληνορωμαϊκή Πάλη 79 κιλών στην Αθήνα το 1935.»
Για τον Μιχαήλ Φούρναρη εξ άλλου ο ίδιος λέει:
«Στα παλιά χρόνια ο Μιχάλης Φούρναρης έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και θαυμασμού για την ρωμαλεότητα του από τους Λεμεσιανούς. Διεκρίνετο δια την σωμα¬τική του δύναμη. Με μεγάλη ευκολία μπορούσε στο αγώνισμα του "διτζίιμη" στις γιορτές του Πάσχα, να ση¬κώσει πάνω από τους ώμους του το διτζίμη - μια μεγάλη πέτρα - βάρους τριάκοντα οκάδων. Επίσης συμμετείχε σαν αθλητής του Γ.Σ.Ο. στους Παγκύπριους αγώνες στίβου στα αγωνίσματα "άρσης βαρών δι' ενός χεριού και δια δύο χεριών", όπου εξήρχετο νι¬κητής. Δύο φορές αναδείχθηκε παγκυπριονίκης στο αγώνισμα άρσης βαρών το 1899 και το 1900. Ο Μι¬χαήλ Φούρναρης διεκρίνετο και στο αγώνισμα της πάλης και ουδέποτε ηττήθηκε.
Το 1900 στους Παγκύπριους αγώνες πάλης αγωνίσθηκε με το ισά¬ξιο του παλικάρι Μ. Κωνσταντά και ύστερα από αγώνα πάλης, που κρά¬τησε μια ώρα η οργανωτική επιτρο¬πή ανακήρυξε και τους δύο ισόπαλους. Οι παλιοί Λεμεσιανοί ενθυμούνται τον Μιχαήλ Φούρναρη σαν πρωτοπαλίκαρο του Συναχωριού και τον Πελλόγιαννο σαν πρωτοπαλίκαρο της Τζαμούδας. Αυτοί οι δύο έλυσαν τις δια¬φορές των Συναχωριωτών και Τζαμουλιωτών, όταν εδημιουργούντο επεισόδια μεταξύ των σε ταβέρνες, πάνω στο μεθύσι τους.»
Ανοίγοντας εδώ μια μικρή παρένθεση να επισημάνω πως οι λεμεσιανοί συνεχίζοντας και εδώ την ελληνική παράδοση κατά το σπαρτιάτικο ρητό ««άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες» που ερμηνεύεται ως : «εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι σας»..., δεν παρέλειπαν με κάθε ευκαιρία να διχάζονται και να διαπληκτίζονται: τζαμουλιώτες και καθολιτζιάτες, κυρηναϊκοί και κιτιακοί, ενωτικοί και ανθενωτικοί, ενδοτικοί και ανένδοτοι, δεξιοί και αριστεροί, εθνικόφρονες και αγγλόφιλοι, μακαριακοί και γριβικοί και δε συμμαζεύεται! Αναλάμβαναν λοιπόν τότε οι παλαιστές και τα πρωτοπαλίκαρα των γειτονιών να καθαρίσουν για την πάρτη τους!
Κάνοντας όμως τώρα ένα άλμα στο χρόνο λόγω… χρόνου ερχόμαστε στο 1931
Μια πολύ δύσκολη χρονιά, από τις πιο δύσκολες θάλεγα, στη σύγχρονη Ιστορία της Κύπρου. Μέσα από την οικονομική ανέχεια, με την ανεργία και τους εξοντωτικούς φορομπηχτικούς και δασμολογικούς νόμους, την πολιτική και κοινωνική αποικιοκρατική καταπίεση με ανελεύθερους νόμους που θεσμοθετεί το αγγλικό καθεστώς και την ποδηγέτηση της ελληνικής παιδείας των Κυπρίων, που θα οδηγήσουν τελικά στο ξέσπασμα του κοινωνικού και εθνικού κινήματος γνωστού ως «τα οκτωβριανά» τον Οκτώβρη του ιδίου έτους, οι κύπριοι ψάχνουν στηρίγματα και εθνικά ερείσματα να αντέξουν και να αντισταθούν.
Οι διεθνείς νίκες και τα κατορθώματα ενός έλληνα παλληκαριού που θριαμβεύει την εποχή εκείνη στις ΗΠΑ και γίνεται γνωστός ανά το παγκόσμιο ως πρότυπο για την ελληνική λεβεντιά και παλληκαριά του, ο πρωτοπαλαιστής Τζιμ Λόντος και οι αρετές του αυτές αποτελούν και τα πρότυπα και κάποια από τα ερείσματα του κυπριακού λαού.
Οι νίκες και τα κατορθώματα του καταλάμβαναν ολόκληρα πρωτοσέλιδα στις λεμεσιανές εφημερίδες και αποτελεί πλέον ένα μεγάλο εθνικό ίνδαλμα. Έτσι που όταν τον Ιούνιο του 1937 μέσα στη σκοτεινή περίοδο της παλμερικής δικτατορίας, έρχεται για επίσκεψη στην Κύπρο, ο λαός της Λεμεσού τον υποδέχεται σχεδόν παραληρώντας από ενθουσιασμό και εθνική υπερηφάνεια.
Σύμφωνα με τον Χριστάκη Σαββίδη και πάλιν : « Κατά την επίσκεψη του Τζίμ Λόντου στη Λεμεσό το 1937 ολόκληρος ο λαός της Λεμεσού του επεφύλαξεν αποθεωτική υποδοχή. Τα σχολεία και τα καταστήματα έκλεισαν και όλοι συναθροίστηκαν στο τελωνείο και με επικεφαλής τη φιλαρμονική και τας Αρχάς της πόλης εν παρελάσει πορεύθηκαν στο Στάδιο Γ.Σ.Ο. όπου τον προσεφώνησεν ο δήμαρχος της πόλης.»
Για τον γυναικόκοσμο της Λεμεσού αποτελούσε μάλιστα επιπλέον και ίνδαλμα και πρότυπο του απόλυτου αρσενικού, ενώ τα ζαχαροπλαστεία της πόλης κατασκεύασαν τούρτες και πάστες δίδοντας τους το όνομα του που οι λεμεσιανές τις έκανα ανάρπαστες!
Αυτά λοιπόν και πολλά άλλα συνέβαιναν στη μικρή μας πόλη τότε που η πάλη δεν ήταν απλώς ένα άθλημα σαν όλα τα άλλα.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΧΑΤΖΗΠΑΥΛΟΥ


Ένα από τα σημαντικότερα κτήρια στην πόλη ήταν το "Θέ¬ατρο Χατζηπαύλου". Βρισκόταν στην οδό Αγίου Ανδρέου, πολύ κοντά στον ναό της Αγίας Τριάδος. Οικοδομήθηκε το 1913 από τους αδελφούς Χατζηπαύλου, μετά από προτροπές του Ελλαδίτη ηθοποιού Λεπενιώτη. Ήταν ο πρώτος θεατρικός χώρος, που σχεδιάστηκε από την αρχή ως θέατρο. Η διάρθρωση των όψεων δεν μαρτυρούσε την λειτουργία του εσωτερικού του χώρου. Εξωτερικά το κτήριο έδινε την εντύπωση ενός συνηθισμένου τριώροφου, με τα χαρακτηριστικά του μπαλκόνια και τις κορινθιακές παραστάδες. Στον τελευταίο όροφο, στον οποίο οδηγούσε μια εξωτερική πέτρινη σκάλα, βρισκόταν η κατοικία του Αντώνη Χατζηπαύλου και της συζύγου του Θεοδώρας (της επιλεγόμενης "αυτοκράτειρας"). Στο εσωτερικό του κτηρίου κυριαρχούσε η υπερυψωμένη σκηνή και από κάτω, όπως στα λυρικά θέατρα, η θέση της ορχήστρας. Εντύπωση προκαλούσαν ο εξώστης και το υπερώο, που διέθεταν και τ' απαραίτητα θεωρεία των "εκλεκτών".
Μια κορυφαία στιγμή στην ιστορία του θεάτρου ήταν το πέρασμα, στα 1927, του θιάσου της μεγάλης Μαρίκας Κοτοπούλη, που την συνόδευαν ο Αιμίλιος Βεάκης και ο ανεπανάληπτος Βασίλης Λογοθετίδης. Το οικοδόμημα λειτουργούσε παράλληλα και ως κινηματογράφος, προβάλλοντας ταινίες της Gaumont.
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου το Θέατρο Χατζηπαύλου μετατράπηκε, χωρίς σοβαρές αλλοιώσεις, σε κοσμικό νυκτερινό κέντρο, το περίφημο "Μαξίμ", που άφησε εποχή.
Σήμερα, με την τάση αναβίωσης των παλαιών θεατρικών και κινηματογραφικών χώρων, η οικοδομή θα μπορούσε να γινόταν το επίκεντρο της πολιτιστικής κίνησης της πόλης. Δυστυχώς κατεδαφίστηκε το 1978. Το πολυώροφο κτήριο, που θα το αντικαθιστούσε, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στην θέση του υπάρχουν κάποια καταστήματα και από πίσω προβάλλει το παραθαλάσσιο τείχος των πολυκατοικιών. Το Θέατρο Χατζηπαύλου, το θρυλικό "Μαξίμ", διεκδικεί τα σκήπτρα του πιο αδικοχαμένου κτηρίου στο ιστορικό κέντρο της πόλης.

Φωτογραφία: Πρόβα του θεατρικού έργου "0 δικηγόρος" του νομικού και λογοτέχνη Ευγενίου Ζήνωνος. Στο κέντρο της φωτογραφίας διακρίνεται ο συγγραφέας ανάμεσα στους ηθοποιούς στην σκηνή του Θεάτρου Χατζηπαύλου, το 1926.

Από το σημαντικό για την Ιστορία της Λεμεσού βιβλίο του αρχιτέκτονα και ιστορικού ερευνητή Τάσου Ανδρέου «Λεμεσός αναδρομή μνήμης»