Της Πωλίνας Παπαδοπούλου ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ
Για πάρα πολλά χρόνια και πέρα από τα μέσα του 19ου αιώνα η Λεμεσός ήταν μια μικρή πλινθόκτιστη κυρίως πολίχνη. Το μόνο επιβλητικό κτίριο που είχε ήταν το Μεσαιωνικό Κάστρο της. Ο κόσμος αγόραζε τα φαγώσιμα από τα μαγαζιά, αφού δεν υπήρχε δημοτική αγορά. Χορταρικά και φρούτα πωλούνταν επίσης στους δρόμους . Το κρέας οι κάτοικοι το επρομηθεύονταν από ορισμένα μέρη της πόλης όπου σφάζονταν τα ζώα και πωλούνταν σε κομμάτια επί τόπου. Σφαγεία δεν υπήρχαν. Κατά την πρώτη επίσημη απογραφή του πληθυσμού επί Αγγλοκρατίας το 1881 οι κάτοικοι της Λεμεσού έφθαναν τις 6006.
Το 1879 στη θέση ενός μικρού φρουρίου που υπήρχε στην παραλία κτίστηκε το Διοικητήριο της πόλης που αργότερα μετατράπηκε σε τελωνείο. Την ίδια εποχή, άρχισε επίσης η κατασκευή της μεγάλης αποβάθρας. Το 1880 περατώθηκε το κέντρο Ακταίον και η Φραγκοκκλησιά. Η ανοικοδόμηση και ο εξωραισμός της πόλης συνεχίστηκε με γρηγορότερους ρυθμούς μετά το 1900. Στην θέση των μικρών σπιτιών, των στάβλων και των περβολιών άρχισαν να κτίζονται αρκετά μεγάλα και συχνά επιβλητικά σπίτια.
Το 1906 περατώθηκε και ο μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας Νάπας, ο οποίος αντικατέστησε παλαιότερο που είχε κτιστεί το 1738.
Ο πληθυσμός της Λεμεσού το 1911 ήταν πάνω από 10 χιλιάδες. Τα όρια της πόλης επεκτάθηκαν λιγότερο προς βορρά προς την οδό Γλάδστωνος και περισσότερο ανατολικά και δυτικά. Κτίστηκαν τότε μερικά τρίπατα σπίτια και περισσότερα δίπατα από πέτρα, αρχοντικά. Η πόλη απέκτησε προστατευτικά προχώματα, αφού παλαιότερα υπέφερε από καταστροφικές πλημμύρες. Απέκτησε επίσης Νοσοκομείο, Γυμναστήριο, Πτωχοκομείο, Κήπο, Σφαγείο, Δημοτική Αγορά κ.ά. Μέσα σε λίγα χρόνια η Λεμεσός έγινε μια πραγματική πόλη που οι ξένοι δεν δίσταζαν να χαρακτηρίσουν Ευρωπαϊκοί.
Η πόλη ανέπτυσσε το εμπόριο της, φημιζόταν για τα καλά κρασιά που παράγει η περιοχή της κι’ έκανε εξαγωγή αμπελουργικών προϊόντων και χαρουπιών. Το αρχέγονο λιμάνι της έπαιζε σημαντικό ρόλο σ’αυτή την ανάπτυξη αλλά και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των κατοίκων της. Αυτή την περίοδο οι Λεμεσιανοί διαμόρφωναν επίσης μια σθεναρή εθνική πολιτική και ανέπτυσσαν την πνευματική και κοινωνική τους ζωή, που υπήρξε πρωτοποριακή σε πολλούς τομείς. Μέσα σ’αυτό το κλίμα ξεπήδησε επιτακτική η ανάγκη για απόκτηση μιας μεγάλης και σύγχρονης Αγοράς. Εξάλλου μια μεγάλη κεντρική Αγορά θα μείωνε την πλανωδιοπόληση και θα εξασφάλιζε την είσπραξη κάποιων φόρων. ‘Ετσι το 1918 με σχέδιο του αρχιτέκτονα Ζαχαρία Βόνδα και επί Δημαρχίας του Σπύρου Αραούζου η Δημοτική Αγορά έγινε πραγματικότητα και στολίδι της πόλης. Ο Σπύρος Αραούζος έμπορος, ναυτιλιακός πράκτορας, άνθρωπος με πνευματικά και πολιτικά ενδιαφέροντα υπήρξε μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, του Εκτελεστικού Συμβουλίου και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου. Εκλέγηκε Δήμαρχος Λεμεσού το 1914 και παρέμεινε στο αξίωμα αυτό μέχρι το 1920. Μεταξύ τών πρώτων σκέψεων του Δημοτικού Συμβουλίου υπό την προεδρίαν του που αποτελούσαν οι: Αλέκος Ζήνων ως αντιπρόεδρος, Ευριπίδης Γιωργαλλίδης, Γαβριήλ Ιωαννίδης, Ζήνων Κλ. Λανίτης, Αντώνης Χατζηπαύλου, Κώστας Π. Λανίτης, Χαβούζ Ντερβίς και Χασάν Χαβανίκ ως μέλη, υπήρξε η ίδρυση μιας κεντρικής Δημοτικής Αγοράς "συμφώνως προς τους όρους της υγιεινής και τάξεως" ( πρακτικά συνεδριάσεως τού Δημοτικού Συμβουλίου Λεμεσού της 8ης Μαρτίου 1917).
Το Δημοτικό Συμβούλιο εξασφάλισε από την αποικιακή Κυβέρνηση δάνειο 4 χιλιάδων λιρών με 4% τόκο. Τον Ιούνιο του 1916 μεταβιβάστηκαν επ’ονόματι του Δημαρχείου τα κτήματα που εξαγοράστηκαν για τη Δημοτικήν Αγοράν έναντι του ποσού τών £ 600 και ο Δήμαρχος εξουσιοδοτείτο από το Δημοτικό Συμβούλιο ν’αναθέσει εις στον Ελλαδίτη αρχιτέκτονα Ζαχαρία Βόνδα την εκπόνηση του προσχεδίου της Δημοτικής Αγοράς. Το τελικό σχέδιο της Αγοράς περιλάμβανε 70 πρατήρια και 8 εξωτερικά μαγαζιά καθώς κι’ ένα καλό καφενείο στην πλατεία. Τα ετήσια έσοδα του Δήμου από τα ενοίκια υπολογίζονταν να φθάσουν τις £ 900. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς εγκρίθηκε όπως επί του παρόντος κατασκευασθούν μόνο τα θεμέλια, "του υπολοίπου έργου αναβαλλομένου εις ευθετώτερον χρόνον" (Συνεδρία Δημοτικού Συμβουλίου 11ης Αυγούστου 1916). Έτσι ζητήθηκαν προσφορές για τα θεμέλια και η εργασία δόθηκε προς ένα σελίνι το κυβικό μέτρο. Με αυτό τον τρόπο, τμηματικά, κτίστηκε η Αγορά, ζητώντας προσφορές και αναθέτοντας σε διάφορους εργολάβους τις εργασίες. Μετά τα θεμέλια κτίστηκαν οι τοίχοι από πέτρα πελεκητή και μαρτελιαστήν. Η εργασία ανατέθηκε σε άλλον εργολάβο αντί δέκα σελινίων το κυβικό μέτρο. Η προσφορά αυτή περιλάμβανε επίσης τις κορνίζες, τις κολόνες, τις θύρες και τα παράθυρα κι’έπρεπε να διεκπεραιωθεί σε 8 μήνες με δικαίωμα παράτασης ενός μηνός σε περίπτωση δικαιολογημένων κωλυμάτων. Το συμβόλαιο με τον εργολάβο εγκρίθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1916. Στην ίδια συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου ψηφίστηκε "μηνιαίον επιμίσθιον εκ £ 2" για το Δημοτικό Μηχανικό ο οποίος θα είχε την εποπτείαν του έργου. Ο αρχιτέκτων Βόνδας είχεν επίσης, βάσει του Συμβολαίου που υπέγραψε με το Δημοτικό Συμβούλιο, "την από καιρού εις καιρόν επίβλεψιν επί της εφαρμογής του σχεδίου".
Τέλος Σεπτεμβρίου του 1917 ενώ η τοιχοποιία πλησίαζε προς το τέλος αποφασίστηκαν μερικές τροποποιήσεις ώστε η Αγορά να τελειώσει ώς εξής: (Συνεδρίαση Δημοτικού Συμβουλίου 26 Σεπτεμβρίου 1917). 1. "Άνω της γενικής στέγης η οποία είναι αδύνατος τώρα ελλείψει σιδηρών δοκών και καλού τσιμέντου να γίνουν ηλιακοί με ξύλα και κεραμίδια δι' ών να στεγασθούν μόνο τα πρατήρια. 2. Να γίνωσιν τα πρατήρια με χωρίσματα από πέτραν και άσβεστο και έδαφος με μάρμαρα εντόπια. 3. Το διά το χοιροπωλείον σχεδιασθέν αρχικώς μέρος να προορισθεί δια 8-10 κοινά κρεοπωλεία το δε χοιροπωλείον να γίνει έξω εις τον Ηλιακόν της πρώτης εισόδου. 4. Να ζητηθούν προσφορές δια την τοιχοποιία και μαρμάρωμα καθώς και δια την ξυλείαν η δε άλλη εργασία να γίνει υπό του Δημαρχείου".
Τον Μάρτιο του 1918 ενώ πλησίαζε η αποπεράτωση τής Δημοτικής Αγοράς το Δημοτικό Συμβούλιο ζήτησε δια των εφημερίδων προσφορές για την ενοικίαση των εσωτερικών πρατηρίων και των εξωτερικών μαγαζιών. Τον Απρίλιο του 1918 το Δημοτικό Συμβούλιο καταργεί τα δύο παλιά παντοπωλεία που εξυπηρετούσαν την πόλη τα τελευταία χρόνια κι’εγκαινιάζει τη νέαν Αγορά. Το μικρό παλιό Παντοπωλείο βρισκόταν στην οδό Αγ. Ανδρέου και το άλλο μεγαλύτερο στην πλατεία της Κουναπιάς (όπου η σημερινή Β’ Δημοτική Αγορά). Τα εγκαίνια της Αγοράς έγιναν με κάθε επισημότητα την Κυριακή 14 Απριλίου 1918 και ώραν 9 π.μ. "Την ενάτην πρωινήν ώραν συνεκεντρώθη πολύ πλήθος πρό της αγοράς, εις την οποία η είσοδος ήτο κλειστή δια ταινίας. Επί κεφαλής ήτο το Δημοτικόν Συμβούλιον. Έγκαίρως κατέφθασε και ο έντ. Διοικητής, ότε ο αξ. Δήμαρχος κ. Σπ. Αραούζος δι’ ωραίου λόγου του εξιστόρησε τα τής ανεγέρσεως της αγοράς, της απαιτηθείσης δαπάνης ώς και τών εισοδημάτων τα οποία θα έχη ο Δήμος εξ’ αυτής. Είτα έλαβε τον λόγον ο κ. Διοικητής επαινέσας τήν πρόοδον τής πόλεως και μακαρίσας αυτήν διότι ηυτύχησε πάντοτε να έχη καλούς δημάρχους…" (εφ. Ελευθερία, 7/20 Απριλίου 1918). Έβγαλε το καπέλο ο Διοικητής κι’έκοψε "δι’αργυράς ψαλίδος την εμποδίζουσαν τήν είσοδον είς την αγοράν ταινίαν και το πλήθος κατεπλημμύρησεν αυτήν διά να προλάβη κάτι να αγοράση".
Και η ανταπόκριση της "Ελευθερίας" από τη Λεμεσό καταλήγει: " Τάξις και καθαριότης είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής νέας μας αγοράς, ήτις προσθέτει έν επί πλέον καλλώπισμα και έργον προόδου είς τήν πόλιν μας". Το κτίριο χαρακτηρίστηκε από τον τύπο (Εφημ. Σάλπιγξ 4/17 Απριλίου 1918) " μεγαλοπρεπέστατον και τέλειον υπό πάσαν έποψιν".
Ο Άγγλος Διοικητής της πόλης Bolton τελώντας τα εγκαίνια της Αγοράς εξέφρασε κατ’αρχάς τη χαρά του ότι απευθυνόταν προς τους Κυπρίους ώς Βρεττανούς υπηκόους οι οποίοι ετύγχαναν κάθε προστασίας εκ μέρους τών Αγγλικών Αρχών.
Η επίσημη προσάρτηση της Κύπρου είχε γίνει το 1914 και μόλις πρίν λίγους μήνες με διάταγμα του Βασιλέως της Αγγλίας ημερομηνίας 27 Νοεμβρίου 1917 ονομάζοντο οι Κύπριοι Βρεττανοί υπήκοοι. Στη συνέχεια ο Διοικητής αναφέρθηκε στην πρόοδο της πόλης της Λεμεσού η οποία φαίνεται να πρωτοστατεί σε κάθε εκδήλωση της ζωής, χαρακτήρισε δε την Αγορά ώς την καλύτερη της Κύπρου και ίσως και όλης της Ανατολής (Εφημ. Σάλπιγξ 4/17 Απριλίου 1918).
Με σχέδιο του αρχιτέκτονα Ζαχαρία Βόνδα, εκτός από την Αγορά, κτίστηκε επίσης το Μητροπολιτικό Μέγαρο στον παραλιακό δρόμο, τα πολυτελή σπίτια στην οδό Αγ. Ανδρέου κοντά στην Αγ. Νάπα του Γεωργίου Σχίζα (στη θέση του παλιού αρχοντικού του Κουσουλάτου της Ιγγλιτέρας του Φραγκούδη), του Παναγιώτη Ιακωβίδη, του Ηρακλή Μιχαηλίδη και άρχισε η ανοικοδόμηση του νέου ναού της Αγ. Τριάδος. Η κίνηση μέσα και γύρω από την Δημοτική Αγορά αυξανόταν με γοργό ρυθμό, άρχιζε το πρωί πρίν να ξημερώσει και τα καλοκαίρια τελείωνε μετά τις 7:30 το βράδυ οπότε η Αγορά έκλεινε. Συχνά οι γείτονες εξέφραζαν παράπονα για ενόχληση από τις φωνές των παραγωγών που κατέφθαναν εκεί την αυγή. Ο Μιχάλης Πιτσιλλίδης περιγράφει πολύ παραστατικά τη ζωηρότητα της περιοχής γύρω στα 1931:(Μιχ. Πιτσιλλίδης, Μνήμες της Λεμεσού, Έκδοση Δήμου Λεμεσού 1991 σελ 6)."Η κίνηση μέσα στην πόλη, πριν εξήντα χρόνια, άρχιζε στην πλατεία της Δημοτικής Αγοράς. Ο Τσιρίδης, ο Λοίζος, ο Κωσταντής, ο Ερμιάς κι’ οι άλλοι τότε μανάβηδες, ήταν εκεί πριν την αυγή, περιμένοντας τους περβολάρηδες από τα Τσιφλικούδια και το Ζακάκι, να τους φέρουν τα λαχανικά, που κουβαλούσαν με τα γαϊδούρια τους. Και πριν ακόμα ξυπνήσει ο εργαζόμενος κόσμος, λάχανα, μαρούλια, σέλινα, κραμπιά, κουνουπίδια, κρεμμύδια και κολοκυθάκια, καθώς και φρούτα της εποχής, ήταν αραδιασμένα ολόφρεσκα πάνω στους πάγκους των μανάβικων, για να πουληθούν στους πελάτες πριν πάνε στη δουλειά τους με το γέννημα του ήλιου.
Με το πρώτο ξύπνημα της πόλης, η πλατεία της δημοτικής αγοράς ήταν γεμάτη κόσμο και κίνηση. Μανάβηδες και χασάπηδες καπαλιάζονταν ποιος να τραβήξει πιο πολλούς αγοραστές κι’ οι φωνές τους σμίγουνταν με τα διαλαλήματα των κουλουράδων και των άλλων μικροπωλητών που, από τα χαράματα κι’ αυτοί κύκλωναν την αγορά έξω στην πλατεία της. Τα γκαρσόνια του καφενείου του Πελλόγιαννου πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα για να σερβίρουν την πελατεία καφέδες και ζεστά ροφήματα, δίπλα ο Χριστόδουλος Καλότυχος κοπάνιζε ολοένα μέσα στο κανάτι του ρεβύθια με το κοπάνι του να φτιάξει χούμους για να ταίσει αγουροξυπνημένους θεονήστικους, πιο πέρα οι μερακλήδες στριμώχνουνταν μέσα στο μαγειριό για ν’ απολαύσουν πρωινή ζεστή πατσιά. Τα μεγάλα μπακάλικα του Γερολαίμου και του Κοντού, που βρίσκονταν στη νότια πύλη της αγοράς, αντικρυστά το ένα, στο άλλο, ήταν οι κυριώτερες πηγές εφοδιασμού της πόλης με ντόπια και εισαγόμενα τρόφιμα. Εκεί βρίσκοταν και του πουλιού το γάλα. Λακέρδα σε βαρέλια, μπακαλιάρος παστός, χέλια, σκουμπριά σε σακούλες, ρέγγες, ανζούγιες, βούτυρο του χαλεπιού ή βερουτιανό. Άλλα δυό μπακάλικα, το ίδιο σημαντικά, βρίσκονταν στη δυτική πύλη της αγοράς. Οι τελευταίοι κάτοχοί τους που θυμούμαι, ήταν ο Ηρόδοτος στο ένα κι’ ο Αρμεύτης στο άλλο".
Το 1930 ο Δήμος Λεμεσού άρχισε να συμπληρώνει ωρισμένα κενά που παρουσίαζε το κτίριο της Αγοράς. Κατασκεύασε ουρητήρια και αποχωρητήρια, εγκατέστησε χολέτρες στο υπόστεγο. Το 1931 άρχισε να μελετάται η ανάγκη στέγασης του κτιρίου. Το Δημοτικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του Δημάρχου Χριστόδουλου Χατζηπαύλου τον Φεβρουάριο του 1931 ανέθεσε στο Δημοτικό Σύμβουλο Αντώνιο Πηλαβάκη να εκπονήση τα σχετικά σχέδια τα οποία πρίν από την εκτέλεση θα υποβάλλονταν προς έγκριση σε ειδικό Μηχανικό. Τον Δεκέμβριο του 1931 το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε σχέδια που υπέβαλε ο Δημοτικός Μηχανικός και ζήτησε μειοδοτικές προσφορές μέσω του εγχωρίου και ξένου τύπου για την ανάληψη και εκτέλεση εργολαβικώς: (α) του όλου έργου της στέγασης (β) 1. της εκ σιδήρου εργασίας 2. της εκ τσιμέντου εργασίας 3. της επιστεγάσεως (covers) κεχωρισμένως. Ταυτόχρονα το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως μελετηθούν και τα υπό του Αντώνη Πηλαβάκη εκπονηθέντα σχέδια για τη στέγαση και ζητηθούν προσφορές, για την εκτέλεση του όλου έργου επιτοπίως, τούτο δε για να γνωρίση το Συμβούλιο τι περίπου θα στοιχίσει η στέγαση βάσει τών σχεδίων του Αντ. Πηλαβάκη και επί τη βάσει τών σχεδίων του Δημοτικού Μηχανικού. Στίς 23 Δεκεμβρίου 1931 το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε το υπό του Δημοτικού Μηχανικού συνταχθέν σχέδιο ζήτησης προσφορών για την προμήθεια όλων των υλικών, εργατικών, κλπ. Για την κατασκευή, ανέγερση και εντελώς αποπεράτωση εργολαβικώς, μιας στέγης για τη Δημοτική Αγορά Λεμεσού. Μια βδομάδα αργότερα με επιστολή του Ζήνωνα Πιερίδη από τη Λάρνακα η εταιρεία "Modern Constructions Ltd" γνωστοποιεί στο Δημοτικό Συμβούλιο ότι αναλαμβάνει την εκπόνηση σχεδίων στεγάσεως της Δημοτικής Αγοράς Λεμεσού σε "μπετόν-αρμέ". Τα σχέδια αυτά υποβλήθηκαν στο Δημοτικό Συμβούλιο το οποίο και ζήτησε προσφορές βάσει των προδιαγραφών των. Αφού ανοίχθηκαν όλες οι προσφορές τον Απρίλιο του 1932 το Δημοτικό Συμβούλιο δεν κατέληξε σε καμία απ’ αυτές αλλά αποφάσισε να αποταθεί στην Κυβέρνηση και ζητούσε να έχει τη γνώμη του Διευθυντή των Δημοσίων ‘Εργων πάνω στα τρία σχέδια για τη στέγαση, ήτοι το σχέδιο του Δημοτικού Μηχανικού για σιδηρά σκεπή και τα σχέδια της εταιρείας "Modern Constructions Ltd" και Οδυσσέως Τσαγγαρίδη για σκεπές από Beton – Arme. Μετά την γνωμάτευση του Διευθυντή τών Δημοσίων ‘Εργων ο οποίος απέκλινε υπέρ της κάλυψης με σιδηρά στέγη, το Δημοτικό Συμβούλιο ζήτησε εκ νέου προσφορές βάσει των ίδιων σχεδίων και της ίδιας συγγραφής υποχρεώσεων με τις οποίες αρχικώς εζήτησε προσφορές, με μόνη τροποποίηση ότι το πάχος των σιδηρών γωνιών των ψαλιδιών της στέγης θα είναι 5/16 αντί 1/4 της ίντζας. Υποβλήθηκαν τέσσερεις προσφορές και η εργασία ανατέθηκε τον Μαίο του 1932 στον Ιωάννη Κότσαπα έναντι του ποσου £ 2260 με την υποχρέωση αποπεράτωσης του ‘Εργου σε έξη μήνες. Τον Δεκέμβριο του 1937 επί δημαρχίας του Χριστόδουλου Χατζηπαύλου αποφασίστηκε το κλείσιμο των δύο από τις πέντε θύρες της Α’ Δημοτικής Αγοράς. Για να μη γίνεται δυνατή η λαθραία εισαγωγή εμπορευμάτων στην Αγορά κλείστηκε η θύρα που συγκοινωνούσε με τα αποχωρητήρια και η αντικρύζουσα την οδόν Ανδρέου Θεμιστοκλέους εξωτερική θύρα. Ετσι δεν θα υπήρχε απώλεια δημοτικών διαπυλίων και ζυγιστικών δικαιωμάτων. Τον Σεπτέμβριο του 1938 λήφθηκε η απόφαση για περίφραξη του χώρου βορείως της Αγοράς με κιγκλίδωμα. Εικοσιέξι χρόνια μετά την ανέγερση της Αγοράς ο Δήμαρχος Λεμεσού Πλουτής Σέρβας στην Έκθεση Δράσης του Δημοτικού Συμβουλίου το Νοέμβριο του 1944 αναφέρεται σε βελτιώσεις που πρέπει να γίνουν στη Δημοτική Αγορά (ομιλία στο θέατρο "Ριάλτο", 26/11/1944). Ο Δήμαρχος λέει χαρακτηριστικά ότι η Λεμεσός μεγάλωσε, ούτε τα σπίτια την χωρούν αλλά ούτε και τα παντοπωλεία. Η πώληση του χοιρινού κρέατος και των ψαριών γίνεται κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Ο χώρος είναι ανεπαρκής. Γι’ αυτό μέσα στο 1945 πρέπει οπωσδήποτε να γίνουν σημαντικές βελτιώσεις. Οι βελτιώσεις στη Δημοτική Αγορά άρχισαν το 1947. Στις 5/3/1947 το Δημοτικό Συμβούλιο υπό το Δήμαρχο Πλουτή Σέρβα αποφάσισε να προχωρήσει στη σύναψη δανείου και να εκτελέσει ανάμεσα σε άλλα έργα και διάφορες διαρρυθμίσεις στην Α’ Δημοτική Αγορά. Προς τούτο αποφάσιζε να ετοιμασθούν το ταχύτερο σχέδια και να ζητηθούν προσφορές. Στις 9/4/1947 το Δημοτικό Συμβούλιο σχετικά με τις διαρρυθμίσεις πήρε τις ακόλουθες αποφάσεις: 1. Να κτιστούν 5 νέα μαγαζιά κοντά στην Α’ Δημοτική Αγορά έναντι του ποσού των £ 1900 2. Να μετατραπεί το υπάρχον καφενείο παρά την Α’ Δημοτική Αγορά σε καφενείο και μαγαζί £ 1200 3. Να στεγαστεί χώρος στην Α’ Δημοτική Αγορά και να μετατραπεί σε πρατήριο παραγωγών και ιχθυοπωλείο £ 2700 4. Να στεγαστεί χώρος στην Α’ Δημοτική Αγορά και να μετατραπεί σε χοιροπωλείο £1800 5. Να επιδιορθωθούν στην Α’ Δημοτική Αγορά οι αίθουσες βορείως της υπαρχούσης λαχαναγοράς και να μετατραπούν σε μια αίθουσα εστιατορίου ή αίθουσα εορτών £ 800 Περαιτέρω το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως όλα τα πιο πάνω έργα εκτελεσθούν εργολαβικώς κατόπιν σχετικών προσφορών. Οι εργασίες δόθηκαν χωριστά και σε διάφορους εργολάβους. Τον Ιούνιο του 1947 πάρθηκε η απόφαση να γίνουν προσωρινές διευθετήσεις για χρησιμοποίηση της μεγάλης αίθουσας προς βορράν της Α’ Δημοτικής Αγοράς για τους σκοπούς του δημοτικού λαικού εστιατορίου. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς αποφασίστηκε όπως η μεγάλη αυτή αίθουσα χρησιμοποιείται και για χορούς, με την προϋπόθεση ότι δεν θα παρακωλύεται η κανονική λειτουργία του εστιατορίου. Στο μεταξύ τον ίδιο μήνα ανατίθεται σε εργολάβο μαραγκό να κατασκευάσει και να τοποθετήσει πορτοπαράθυρα στην αίθουσα (τώρα Λαικόν Εστιατόριον) εργολαβικώς αντί του ποσού των λιρών £ 239. Τον Οκτώβριο του 1947 τα 12 ειδικά πρατήρια για την πώληση του χοιρινού κρέατος ήταν έτοιμα και νοικιάστηκαν. Στις 30 Δεκεμβρίου 1947 το Δημοτικό Συμβούλιο αναθέτει σε δύο εργολάβους οικοδομών την κατασκευή των 5 μαγαζιών καθώς και τις μετατροπές και επιδιορθώσεις στο υπάρχων καφενείο, στην πλατεία της Α’ Δημοτικής Αγοράς σύμφωνα με τα σχέδια και την συγγραφή των υποχρεώσεων αντί του συνολικού ποσού των £2747. Το Φεβρουάριο του 1948 άλλος εργολάβος ανέλαβε να διεκπεραιώσει μετατροπές και επιδιορθώσεις στην αίθουσα του Λαικού Εστιατορίου αντί του ποσού των £392-10-0. Η επέκταση της Αγοράς συμπληρώθηκε μέσα στο 1948 (Λογοδοσία του Δημάρχου Πλουτή Σέρβα στο θέατρο "Ριάλτο" 4/5/1949).
Πριν από το 1946 η Α’ Δημοτική Αγορά, (είχε δημιουργηθεί στο μεταξύ και η μικρότερη Β’ Δημοτική Αγορά) στη βόρια είσοδο είχε ένα χάνι για γαϊδούρια και χοίρους που κατά τα πολεμικά χρόνια το Γραφείο του Ελεγκτού των προμηθειών το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη για το σχέδιο των φθαρτών.
Δίπλα σ’αυτό ένας ακάλυπτος χώρος, όπου κάτω από ήλιο και βροχή οι παραγωγοί πωληση τα προιόντα τους. Στη νοτιοανατολική πλευρά, σ’ένα άλλο, επίσης ακάλυπτο, χώρο γινόταν η πούληση του χοιρινού κρέατος και στη νότια πλευρά, μέσα σε μια χωράφα, κάθονταν οι πολυάριθμοι πελάτες του καφενείου της Α’ Δημοτικής Αγοράς . Μετά τις προσθήκες και βελτιώσεις στη θέση του χανιού ανεγέρθηκε η ολόφωτη και όμορφη αίθουσα του Λαικού Εστιατορίου μαζί με την Καφετέρια. ‘Ενα πρώτης τάξεως χοιροπωλείο με 12 πρατήρια αντί τον ανοιχτό χώρο των παραγωγών. Μια θαυμάσια αίθουσα με πάγκους για τους παραγωγούς και συγχρονισμένα ψαροπωλεία, αντί τον ανοιχτό χώρο μέσα στον οποίο πουλιόταν το χοιρινό κρέας. Ένα συγχρονισμένο Καφενείο στη μέση άλλων 7 νέων καταστημάτων στην πλατεία της Α’ Δημοτικής Αγοράς κι’ αυτά μέσα στο περιβάλλον μιας δεντροφυτεμένης και πέρα ως πέρα τσιμεντωμένης πλατείας με νέο τσιμεντωμένο δρόμο, για πεζούς μόνο.
Έγινε δηλαδή μια πλήρης πολιτισμένη αλλαγή που ύστερα από την απαλλοτρίωση όλων των σπιτιών που βρίσκονται στη βορειοανατολική πλευρά της Αγοράς και την ανέγερση σύμφωνα με το σχέδιο αποθηκών για τους οπωρομαννάβηδες και άλλων καταστημάτων, θα μπορούμε να πούμε πως το πρόβλημα της πρώτης Δημοτικής Αγοράς θα είναι πλήρως λυμένο (Λογοδοσία του Δημάρχου Πλουτή Σέρβα στο θέατρο "Ριάλτο" 4/5/1949).