Ανάμεσα στους μεγάλους δημιουργούς του τόπου μας που αν και δεν τους γέννησε εντούτοις τους φιλοξένησε και τους ανέδειξε, ήταν και ο εθνικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης.
Τις τελευταίες στιγμές της ζωής του μεγάλου μας ποιητή θα δούμε μέσα από τη διήγηση του δημοσιογράφου Γ. Στρέϊτ που από τις στήλες της εφημερίδας «Αλήθεια» της Λεμεσού το 1936, περιγράφει τις τελευταίες ώρες της ζωής του ποιητή στο «Δημοτικό Πτωχοκομείο» της πόλης το 1917, όπως του τις διηγήθηκαν αυτοί που τις έζησαν:
« Ένα από τα φρικτότερα παράπονα του ποιητή ήταν γιατί δεν μπόρεσε να αποχτήσει ό,τι αγάπησε πολύ στη ζωή του. Την ανεξάρτητη ζωή, μεγάλη μόρφωση… μια γυναίκα.
΄Ενας άλλος σταθμός του ποιητή αρκετά περίεργος, ήταν δυό μερες πριν πάει στον κάτω κόσμο. Κάλεσε κοντά του δύο πρόσωπα, τα πιο αγαπητά στον κόσμο.
Αλεκος Ζηνων |
Τον κ. Αλέκο Ζήνωνα, Δημοτικό Σύμβουλο, που ήταν ο μόνος στην πόλη που πιο πολύ τον σεβόταν και φρόντιζε γι αυτόν και την διευθύντρια του ασύλου που γι αυτόν ήταν μια σωστή δεύτερη μάνα. Η μέρα αυτή ήταν η πρώτη που ο Βασίλης ένοιωσε πιο πολύ από κάθε άλλη κοντά του τον θάνατο. ΄Ηταν η πρώτη στιγμή που ο ποιητής αισθανόταν πως θ’ άφηνε για πάντα.
Στυλιανη Πισηρη |
Ο ποιητής μπροστά στα δύο αυτά πρόσωπα, που τούδωσαν κάθε παρηγοριά, υπογράμμισε τον φόβο του για τον θάνατο και τέλος χάρισε στην κ. Πισίρη μιαν μεγάλην εικόνα της Παναγίας που σώζεται ακόμη στο άσυλο και μια λίρα χρυσή. Αυτά και οι στίχοι του ήταν η μόνη κληρονομιά που άφησε. Όταν ο κ. Αλέκος έφυγε από το θάλαμο κι έμεινε μόνος ο ποιητής με την διευθύντρια, μια δεύτερη σκηνή πολύ τραγική άρχισε πάλιν να ξετυλίγεται. Ο Βασίλης έδειξε στην κυρία Πισίρη ένα γαρύφαλο κατάξερο πούταν κρυμμένο στο σεντούκι του και την παρακάλεσε να του το βάλει στον τάφο, όταν πεθάνει. Ένα σεντούκι. Φέρετρο ενός γαρύφαλλου ,όχι μιας παλιάς ιστορίας… ενός ωραίου ονείρου, μιας χίμαιρας πούμεινε σ’ όλη του τη ζωή απραγματοποίητη.
Ευτέρπη Μιχαηλίδη -Αραούζου |
Ο ποιητής αγαπούσε μια αγγελόμορφη, όπως την έλεγε, γυναίκα. Η αγάπη του, ο έρωτας του γι αυτήν, ξεπέρασε τον κύκλο λατρείας. Μια μέρα που τον ζύγωσε στ’ άσυλο, ο Βασίλης την κοίταξε με μια βαθειά έκσταση. Σιωπηλά. Όταν τον ρώτησε πως περνά στο άσυλο, απάντησε αφηρημένα «Μη φύγετε, σας αγαπώ!, χρόνια…». Η αριστοκράτισσα επισκέπτρια διακόπτωντας τον, του πέταξε στην αγκαλιά, απαλά, με χαμόγελο το γαρύφαλλο απαντώντας μελαγχολικά: «Δυστυχώς, δεν μπορώ να σου χαρίσω τίποτε άλλο από αυτό το άνθος», κι’ έφυγε. Πριν χαθεί τούριξε μία ακόμη ματιά. Τον πλάνεψε; τον αγάπησε; τον ερωτεύτηκε; κανείς δεν το ξέρει. Μπορεί όμως και νάμενε σ’ όλη της ζωή κοντά στον ποιητή, αν του κόσμου ο ρυθμός ήταν διαφορετικός. Ο Βασίλης με την παρθενική του ποιητική ψυχή, πήρε το γαρύφαλο και τόκρυψε ως τη στερνή του ώρα χωρίς να μάθει κανένας το τρυφερό του ειδύλλιο. Η Διευθύντρια πούμαθε πρώτη και τελευταία την όμορφη αυτή ιστορία, όταν πέθανε ο ποιητής, τούβαλε το λουλούδι μέσα στην τσέπη και το πήρε μαζί του στον υπόγειο κόσμο, σύμφωνα με την τόσο μεγάλη επιθυμία του.
Η γυναίκα που τάραξε τόσο πολύ τα φρένα του Βασίλη ποια νάταν; Κανένας δεν ξεύρει σίγουρα. Η κ. Πισίρη τον πίεσε όσο μπορούσε να της δώσει την γλυκειά εξομολόγηση μα στάθηκε αδύνατο. Δυό μέρες υστερώτερα ο ποιητής έκλεισε τα μάτια. Στον νεκρικό του θάλαμο ήταν μόνος.
Πέθανε ξαφνικά ήσυχα, σφίγγοντας με τη αγκαλιά του ένα δεφτέρι και ένα μολύβι.
Λίγα λεπτά πριν της τραγικής στιγμής τα ζήτησε από την κ. Πισίρη για να γράψει το τελευταίο του τραγούδι μα στάθηκε αδύνατο.
Ο μεγάλος αετός, ο κύκνος έγειρε το κεφάλι κι απόθανε ήσυχα.
΄Ετσι λοιπόν ήσυχα, ειρηνικά και απλά πέθανε ο μεγάλος ποιητής μας παίρνοντας μαζί του στον τάφο το μεγάλο ερωτικό του μυστικό όπως αξίζει σε όλους τους μεγάλους ποιητές»
Πάσχα του 1917 γίνεται λοιπόν η τελευταία συνάντηση στο πτωχοκομείο με τη γυναίκα που αγάπησε 37 χρόνια πριν και τον ενέπνευσε να γράψει την «Ανεράδα». Η Ευτέρπη Μιχαηλίδη-Αραούζου (τώρα πλέον κυρία δημάρχου), επισκέπτεται το πτωχοκομείο για να μοιράσει πασχαλινά δώρα στους τροφίμους.
Λίγους μήνες μετά το Σάββατο 26 Νοεμβρίου (8 Δεκεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) του 1917, πεθαίνει σε ηλικία 68 χρονών περίπου, στο δημοτικό Πτωχοκομείο της πόλης μας ο εθνικός βάρδος της Κύπρου. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης. Πεθαίνει Σάββατο προς Κυριακή όπως περίπου ταιριάζει η ημερομηνία όπως το ήθελε πάντα και το κατέγραψε και σε στίχο που τον απάγγελλε συχνά με μια πικρή θλίψη στο πρόσωπο, στα τελευταία του χρόνια:
«Θεέ μου και να πέθαινα ένα Σαββάτο βράδυ
την Κυριακή με το πρωί να κατεβώ στον Άδη».
«Θεέ μου και να πέθαινα ένα Σαββάτο βράδυ
την Κυριακή με το πρωί να κατεβώ στον Άδη».
Οι τρόφιμοι του Πτωχοκομείου Λεμεσού το 1917 λίγο πριν πεθάνει ο ποιητής (στο μέσον). Στο άκρο δεξιά η διευθύντρια Μ. Πισίρη
Σημείωση:Μελετητές της ζωής και του έργου του Βασίλη Μιχαηλίδη λένε πως η μοιραία αυτή γυναίκα και μεγάλος έρωτας του ποιητή, δεν ήταν άλλη απο την Ευτέρπη Αραούζου το γένος Μιχαηλίδη σύζυγος του τότε Δημάρχου Λεμσού Σπύρου Αραούζου και αδελφή του επιστήθιου φίλου του Βασίλη Μιχαηλίδη, του Μιχαήλ Μιχαηλίδη επίσης μετέπειτα Δημάρχου Λεμεσού.
Εξ ου άλλωστε και η επίσκεψη της εκείνη και η συνάντηση της με τον ποιητή που γινόταν υπό την ιδιότητα της πρώτης κυρίας της πόλης.