Μέρος τέταρτο (τελευταίο)
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος από μια σειρά δημοσιευμάτων
που ο Πάνος Φασουλιώτης δημοσίευσε σε συνέχειες
στην εφημερίδα του, Παρατηρητής από τις 26 Νοεμβρίου μέχρι τις 10
Δεκεμβρίου 1959 υπό τον τίτλο «Λεμεσιανά αφηγήματα-παληά κτίρια με ιστορία»
ξετυλίγεται η ιστορία αυτού του δρόμου αλλά και άλλες σημαντικές πληροφορίες
για τη Λεμεσό, Θα τα δούμε λοιπόν κι εμείς σε συνέχειες, διατηρώντας το ύφος
γραφής και την ορθογραφία τους και θα σχολιάζουμε εκεί και όπου αν χρειάζεται:
Από την επίσκεψη του Νίκου Καζαντζάκη στην Κύπρο το 1926. Στο Τρόοδος με τον λεμεσιανό διανοούμενο φίλον του Ευγένιο Ζήνωνος |
«Η σημερινή οδός Δημήτρη Μητρόπουλου, παλιότερα «οδός
Αγοράς», είναι από τις αρχαιότερες οδούς της Λεμεσού, γνωστή παλιότερα και ως «ο
δρόμος με τις καμάρες» που κατέληγε στην
«Πλατεία της Κουνναπιάς». Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων φθάνοντας
μέχρι τον μεσαίωνα. Ο δρόμος αυτός με την τόσο βαριά ιστορία και σημασία για
την πόλη επιλέγηκε πρόσφατα να φιλοξενήσει μιας αμφιβόλου αξίας και σοβαρότητας
«τουριστική ατραξιόν, τον… «δρόμο της
δόξας».
Καταλήγει λοιπόν ο Φασουλιώτης:
«Σ’ ένα από τα καφενεδάκια της Κουνναπιάς υπηρετούσε ένα
ωρίμου ηλικίας γκαρσόνι που τον θεωρούσε η πελατεία που σύχναζε και που η πλειονότητα
της ήταν κάτοικοι της Λεμεσού, βιοτέχνες, τεχνίτες και μικροκαταστηματάρχες, περίεργο
τύπο.
Και άλλοτε, παλαιότερα, σε προηγούμενο σημείωμα μου ως
πολλοί εκ των αναγνωστών τού Παρατηρητού θα θυμούνται, περί την επίσκεψι Καζαντζάκη
στην Κύπρο, αναφέρθηκα στην ιδιοτυπία ενός γκαρσονιού που διέτασσε το κάμωμα
τού καφέ να γίνεται, όχι όπως ο κάθε πελάτης τον ήθελε αλλά όπως αυτός έκρινε
να ταιριάζη στην φάτσα του. Όταν λ. χ. ο πελάτης ζητούσε γλυκύ, τον παράγγελνε σκόπιμα
μέτριον τον δε μέτριο, μπορούσε να τον κάμη γλυκύ ή σκέττο.
«Ο Ανδρέας Θεμιστοκλέους ο μέγας Διδάσκαλος και Σχολάρχης τής Λεμεσού» |
Η παραγγελία κανονιζόταν σύμφωνα με το δικό του κριτήριο και
την ατομική του, για τον χαρακτήρα και το ύφος τού πελάτη, αντίληψι, την οποίαν
πάλι εξαρτούσε από την φάτσα τού παραγγέλλοντος. Κάποιος που επανειλημμένα
διαμαρτυρόταν ότι ο καφές που παράγγειλε δεν ήταν όπως τον συνήθιζε δηλ.
γλυκύς, αλλά μέτριος, ο πλαϊνός του τούπε: «μην περιμένης να γίνη αυτό που
θέλεις, γιατί κατά την γνώμη τού Μήτσου, η φάτσα σου είναι για μέτριο και όχι για
γλυκύ. Εσύ δεν άκουσες που είπε, μόλις τού έκαμες την παρατήρησι πως δεν σου έφερε ό,τι παράγγειλες: «Είναι τούτα
μούτρα για γλυκύ»; Ο Καζαντζάκης, που έτυχε να τού αναφέρω τον τύπο τού
Μήτσου, μου εξέφρασε την επιθυμία να τον γνωρίση. «Ψυχανάλυσι δια τού καφέ. Θάθελα μούπε να δω τι καφές μού ταιριάζει».
Στους Μέρικους, μεταξύ άλλων επίλεκτων πολιτών που
καθημερινά σύχναζαν στο καφενεδάκι Ριαλά, ήταν και ο Ανδρέας Θεμιστοκλέους ο
μέγας Διδάσκαλος και Σχολάρχης τής Λεμεσού. Αφού εκτελούσε τα πρωινά του καθήκοντα
ως καλός σπιτονοικοκύρης, με την μετάβασι στο παντοπωλείο και την αποστολή των
ψωνίων με τον καλαθά στο σπίτι, ο ίδιος
περνούσε, πριν πάει στο Σχολείο που στεγαζόταν κατά τα πρώτα, ως το 1896,
χρόνια στο ανώγειο Άγ. Νάπας, από τους Μέρικους και για καμιά ώρα καθόταν
διηγούμενος, διδάσκων και αναπτύσσων διάφορα θέματα προς όλους που τον
προσήγγιζαν για να τον ακούσουν.
Ο συγγραφέας των άρθρων, επιφανής δημοσιογράφος, Πάνος Φασουλιώτης |
Στο πρώτο αυτό Σχολείο, το καλούμενο ελληνικό, πούταν
συνέχεια προηγουμένου πούχε ιδρυθεί το 1819, ο Ανδρέας διαδέχθηκε το 1870 τον
Δημήτριον Βενετοκλήν -υπήρχαν μόνον τρεις τάξεις και ο Θεμιστοκλέους ήταν ο
μόνος χωρίς κανένα βοηθό δάσκαλος. Αργότερα το έκαμε ο ίδιος πεντατάξιο και
προσέλαβε τότε και βοηθούς. Ο Ανδρέας
δεν δίδασκε μόνον εις το σχολείο του
τους μαθητές που ενεγράφοντο κατ’ έτος σ’ αυτό, αλλά γινόταν ως γνωστό
δάσκαλος και εθναπόστολος σ’ όλα τα κέντρα και καφενεία που σύχναζε και που πάντα
περιστοιχιζόταν από παλαιούς μαθητές και φίλους.
Η αγάπη, η θερμουργός προς την πατρίδα αγάπη, και ο
θαυμασμός του προς το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και την λατρεία για την σοφία των
προγόνων μας, ήτο απερίγραπτη. Ήταν ο πρώτος που τόλμησε, κατά τα πρώτα χρόνια
της Βρεττανικής Κατοχής, να ύψωση την
Ελληνική σημαία στον αυλόγυρο της Αγίας Νάπας. Αργότερα, πολύ αργότερα απετόλμησαν,
επί Καταλάνου θαρρώ, να υψώσουν και στην Λευκωσία την γαλανόλευκη.
Στες διηγήσεις, επί διαφόρων θεμάτων που έκαμνε, πρωτεύουσαν θέσι είχε πάντα ο Όμηρος, η Ιλιάδα και Οδύσσεια, τα κατορθώματα και
μεγαλουργήματα των ομηρικών ηρώων και ένδοξων προγόνων.
Μια μέρα ένα έγκριτο μέλος της Λεμεσιανής κοινωνίας, μεγαλέμπορος των
χαρουπιών, απ’ εκείνους που έκαμναν εξαγωγές στο Τριέστι, όπως συνήθιζε ο λαός
να λέγη την Τεργέστη, και που συχνά άκουε τον Ανδρέα να αναφέρη τον Όμηρο τον
ρώτησε: «Δεν μου λες Δάσκαλε ποιος είναι αυτός ο Όμηρος;». Ο Δάσκαλος που
θώρησε βλασφημία την ερώτησι, με πρωτοφανή αγανάκτησι που ένας Έλληνας αγνοούσε
τον μεγαλήτερο ποιητή των αιώνων του απάντησε: «Χαρουπέμπορος εις το Τριέστι».
Και ο μεγαλέμπορος κατάπληκτος διερωτάται, «Περίεργο και δεν τον ξέρω». «Και
όμως εκείνος θα σε ξέρη», του λέγει ο Ανδρέας και προσθέτει: «Γράψε του με καμιάν
προσφοράν χαρουπιών».
«Δεν μου λες Δάσκαλε ποιος είναι αυτός ο Όμηρος;». |
Μιαν άλλη φορά, στους Μέρικους πάλι, που η συνδιάλεξι επεξετάθη
επί πολλές ώρες, γιατί είχε σχολική αργία και μπορούσε να παραμείνη περισσότερον καιρόν ιστορούσε, ως μου αφηγήθηκε,
εκλιπών τελευταίως προσφιλής μαθητής και συνεργάτης του κατόπιν στο πεντατάξιο
Ελληνικό Σχολείο, παλαιές δόξες τού Κυπριακού λαού κατά ξένων κατακτητών και ιδιαιτέρως
την ναυμαχία που είχε γίνει στον πλησίον τής Επισκοπής όρμο τής Λεμεσού, μεταξύ τού Κυπριακού στόλου τού Αντιβασιλέως
τής Νήσου Ιωάννου Ιβελίνου και ολοκλήρου τού Γερμανικού υπό τον στρατηγόν Φίλιγγερ,
ο οποίος και κατατροπώθηκε από το Κυπρ. ναυτικό και τον στρατό.
Ολόκληρη ή Φραγκιά, είπε ο δάσκαλος, πέρασε ως κατακτητής απ’
εδώ και εξαφανίστηκε. Έφυγε και ο Τούρκος και θα φύγη, ετόνισε για δεύτερη φορά
και ο Εγγλέζος και μόνον εμείς, οι μικροί και ανίσχυροι ανθέξαμε στον όγκο τής
δυνάμεως των μεγάλων κατακτητών. Παραμένομεν, όπως και τα δένδρα μας εις τα
εδάφη μας και θα καταστούμεν, τέλεψε προφητεύων, μια μέρα, ενωμένοι με την
Ελλάδα, κυρίαρχοι του τόπου μας.»