Της Νάσας Παταπίου
Από το βιβλίο "Λεμεσός, ταξίδι στους χρόνους μιας πόλης" ,έκδοση του Δήμου Λεμεσού (2006). Γενική επιμέλεια Τίτου Κολώτα και Άννας Μαραγκού
Ευφραίνου εν Κυρίω, Νεάπολις Νεμεσού των Κυπρίων
Ακολουθία των Αγίων Ρηγίνου και Ορέστου
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Όπως μαρτυρείται από τις πηγές, η πόλη της Λεμεσού προϋπήρξε της φραγκικής κατάκτησης. Σε αυτήν αναφέρονται, με την ονομασία όμως Νέμεσος, τόσο η Άννα Κομνηνή, ομιλώντας για τη στάση του Ραψομάτη, όσο και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφερόμενος στις πόλεις της Κύπρου. Τέτοια αναφορά υπάρχει ακόμα και στο Συναξάριο και στην Ακολουθία των Αγίων Ρηγίνου και Ορέστου που τιμώνται στη Φασούλλα Λεμεσού.
Εφόσον ο τύπος Λεμεσός μαρτυρείται μετά την έλευση των Λατίνων στη νήσο, εύλογα λοιπόν δυνατόν να ασπασθούμε την άποψη του Σίμου Μενάρδου, ότι ο τύπος Λεμεσός δηλαδή, όπου το Ν από το Νέμεσος μετατρέπεται σε Λ, οφείλεται καθαρά στην προφορά των Φράγκων. Η πόλη της Λεμεσού μάς γίνεται γνωστή, και μάλιστα με αυτή την ονομασία, από τον 12ο αιώνα και συγκεκριμένα κατά την τρίτη Σταυροφορία, το 1191, όταν ο Ριχάρδος ο επονομαζόμενος Λεοντόθυμος, βασιλιάς της Αγγλίας, πορευόμενος προς απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, έφθασε στην Κύπρο, είτε εξαιτίας θαλασσοταραχής είτε βάσει σχεδίου για κατάληψη της ίδιας της νήσου.
ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΙΧΑΡΔΟ
Στα πιο πάνω γεγονότα αναφέρονται ο χρονογράφος Benedict of Peterborough στο Χρονικό του, ο Νεόφυτος ο Έγκλειστος στο έργο του Περί των κατά χώραν Κύπρου σκαιών, καθώς και ο Wilbrand von Oldenburg στο Οδοιπορικό του. Σύμφωνα με τις αναφερόμενες πηγές, όταν ο Ριχάρδος μαζί με τη μνηστή του Βερεγγάρια της Ναβάρρας και την αδελφή του, Ιωάννα, προσάραξαν στη Λεμεσό λόγω θαλασσοταραχής, ο τότε βυζαντινός τύραννος της Κύπρου Ισαάκιος Κομνηνός συμπεριφέρθηκε προσβλητικά, τόσο στη μνηστή του Ριχάρδου όσο και στην αδελφή του. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τους χρονογράφους, απετέλεσε την αφορμή για να επιτεθεί ο Ριχάρδος στην Κύπρο. Έτσι αφού έφθασε αργότερα στη Λεμεσό και αποβίβασε το στρατό του, επετέθη εναντίον του Ισαακίου. Μαζί με τον Ριχάρδο έφθασε επίσης στη Λεμεσό και αυτός ο ίδιος ο μάγιστρος των Ιωαννιτων. Μαρτυρείται ακόμη ότι ο Ριχάρδος είχε τότε τη στήριξη Λατίνων εμπόρων που διαβιούσαν στη Λεμεσό.
Κυνηγημένος από τις δυνάμεις των Άγγλων, ο Ισαάκιος κατέφυγε στην ενδοχώρα, όπου τελικά ηττήθηκε στην Τριμυθούντα, στη Μεσαορία, και συνελήφθη αιχμάλωτος. Ολόκληρη η Κύπρος κατελήφθη στη συνέχεια από τις δυνάμεις του Ριχάρδου. Ο ίδιος, ευχαριστημένος από την κατάκτηση της Κύπρου, του κειμηλίου των θαλασσών, αφού πρώτα τέλεσε τους γάμους του με τη Βερεγγάρια στη Λεμεσό, αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους για να πραγματοποιήσει τα πρωταρχικά σχέδια του, για τα οποία εξεστρατευσε από τη μακρινή χώρα Ιγκλιτέρρα. Οι ίδιες πηγές μάς πληροφορούν επίσης ότι η Λεμεσός, την οποία αναφέρουν ως Limesun ή Lamezis, είχε πολυσύχναστο λιμάνι, η οχύρωση της όμως χαρακτηρίζεται μάλλον ασθενής. Η Λεμεσός αναφέρεται επίσης τότε και ως επισκοπική έδρα.
ΝΑΪΤΕΣ ΚΑΙ ΛΟΥΖΙΝΙΑΝ. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΕΠΙ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ!
Τον επόμενο χρόνο, το 1192, η Κύπρος περνά από τα χέρια του Ριχάρδου στους Ναΐτες ιππότες και ακολούθως στον Γκυ ντε Λουζινιάν, τον ιδρυτή ουσιαστικά της δυναστείας του φραγκικού βασιλικού οίκου που θα κυριαρχήσει στην Κύπρο σχεδόν τρεις αιώνες. Από το 1192, και από το 1197 ιδιαίτερα, με την έναρξη δηλαδή της Φραγκοκρατίας, οπότε και συνεστήθη επισήμως το φραγκικό βασίλειο της Κύπρου, αρχίζει ουσιαστικά και η ανάπτυξη της πόλης της Λεμεσού, που θα διαρκέσει μέχρι και το 1489, χρονολογία κατά την οποία αρχίζει η βενετική κυριαρχία στη μεγαλόνησο.
Η Κύπρος, και στην συγκεκριμένη περίπτωση η Λεμεσός, υπήρξε για τους Σταυροφόρους, και γενικά για τους Δυτικούς εμπόρους ή και ταξιδιώτες, θαλάσσιος σταθμός και πολύτιμη βάση για ανεφοδιασμό. Σημαντικό σταθμό στην ιστορία της πόλης αποτελεί η εγκατάσταση στην Κύπρο πολλών κατοίκων από το λατινικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ συνεπεία της ίδρυσης του φραγκικού βασιλείου και κυρίως της πτώσης της Πτολεμαΐδας στα χέρια των Αράβων. Αυτοί, μαζί με άλλους - εμπόρους, φεουδάρχες, ιππότες, ολόκληρα θρησκευτικά και στρατιωτικά τάγματα, όπως οι Ναΐτες και Ιωαννίτες ιππότες, καθώς και ξένους διαφόρων εθνοτήτων επιλέγουν τη Λεμεσό ως νέο χώρο εγκατάστασης στην Κύπρο. Στην επιλογή αυτή τούς οδήγησε το γεγονός ότι η Λεμεσός είναι λιμάνι που γειτνιάζει με άλλα εμπορικά κέντρα της Ανατολής. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε την άποψη διακεκριμένου ιστορικού και ειδικού για την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο, ο οποίος τονίζει ότι η Λεμεσός υπήρξε κατά τον 13ο αιώνα το κύριο λιμάνι του φραγκικού βασιλείου της Κύπρου. Η Λεμεσός ήταν επίσης πόλη με πλούσια νερά που περιστοιχιζόταν από εύφορα κτήματα. Οι αμπελώνες που βρίσκονται στην περιοχή της Λεμεσού θεωρούνται οι σπουδαιότεροι σε όλη την Κύπρο και έχουν μάλιστα ταυτιστεί από τους ταξιδιώτες και τους περιηγητές με τους αμπελώνες Εγκαδί, που αναφέρονται στο Άσμα Ασμάτων. Επιπλέον, οι περισσότερες φυτείες ζαχαροκάλαμου βρίσκονταν κατά μήκος των νοτίων και δυτικών ακτών, μεταξύ Λέμπας και Λεμεσού.
Μέχρι το τέλος της περιόδου των Luslgnan η παραγωγή ζάχαρης βρισκόταν στα χέρια του στέμματος, των Ιωαννιτων και του κυπριακού κλάδου της βενετικής οικογένειας Κορνάρο. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαία η εκεί εγκατάσταση των Ναϊτών και Ιωαννιτων. Οι Ιωαννίτες μάλιστα, μετά τη διάλυση του τάγματος των Ναϊτών, επέλεξαν το γειτονικό Κολόσσι ως έδρα της Μεγάλης Κομμανταρίας. Δεν είναι επίσης τυχαία η απόκτηση της Επισκοπής από την ισχυρή βενετική οικογένεια των Κορνάρο.
Το 1203 οι Ιωαννίτες ιππότες κατείχαν περιουσία στην επισκοπική περιφέρεια της Λεμεσού. Ο Φράγκος βασιλιάς Ούγος ο Α' παραχώρησε επίσης το 1210 στους Ιωαννίτες διάφορα μετόχια στο Κολόσσι, στο Φοίνικα, και περιουσίες στη Λεμεσό. Μετά την απώλεια ολόκληρης της Λατινικής Συρίας στους Μαμελούκους, το 1291, όσοι από τα στρατιωτικά τάγματα επέζησαν έπλευσαν προς την Κύπρο και για δύο δεκαετίες οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες διατηρούσαν τις μονές τους εντός ή πλησίον της Λεμεσού. Οι Ναΐτες είχαν στην ιδιοκτησία τους και έναν πύργο στη Γερμασόγεια, κύρια όμως βάση τους ήταν το Κολόσσι. Το 1279, επειδή αυτοί εξανάγκασαν τον Ούγο Γ' να εγκαταλείψει τη Συρία και να επιστρέψει στην Κύπρο, ο βασιλιάς αφαίρεσε τα κυπριακά τους εισοδήματα και κατέστρεψε τις οικίες τους στην Πάφο και τη Λεμεσό. Με τη διάλυση του τάγματος των Ναϊτών, το 1313, όλες οι κτήσεις τους πέρασαν στα χέρια των Ιωαννιτών.
Εκτός από τους Ναΐτες και τους Ιωαννίτες ιππότες εγκαθίστανται επίσης στη Λεμεσό Δομινικανοί, καθώς επίσης και το Στρατιωτικό Τάγμα του Αγίου Θωμά των Άγγλων ή της Κανταβρυγίας (de Cantorbery). Υπάρχουν επίσης παροικίες εμπόρων από την Πίζα, από την Γένουα και από τη Βενετία.
ΠΑΡΟΙΚΙΕΣ ΕΜΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ
Αξίζει να αναφέρουμε κάποιες ιστορικές ειδήσεις, διαφωτιστικές για το θέμα, σχετικά με τις παροικίες εμπόρων που υπήρχαν στη Λεμεσό, τόσο από την Πίζα και τη Βενετία όσο και από τη Γένουα. Γενουάτες ίσως να υπήρχαν στη Λεμεσό από τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής περιόδου. Πρώτη μαρτυρία σταθερής παρουσίας έχουμε το 1203 και απ' ό,τι φαίνεται κατοικούσαν από τότε κυρίως στην Αμμόχωστο και στη Λεμεσό, όπου η βασίλισσα Αλίκη τούς παραχώρησε οικόπεδα, για να κτίσουν κοινοτικές οικοδομές. Το πρώτο προνόμιο τούς εκχωρήθηκε από τους Lusignan το 1218. Παροικία Πιζάνων, όπως πιστοποιείται από ενετικό έγγραφο, υπήρχε στη Λεμεσό γύρω στο 1243 ή το 1244. Ήδη από την περίοδο 1126-1143, το χρυσόβουλλο του Ιωάννη Β' Κομνηνού, που παραχωρήθηκε στους Βενετούς, παρείχε σε αυτούς άδεια ελεύθερης εισόδου στα κυπριακά λιμάνια. Η προσέγγιση σ' αυτά ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός προς την Αλεξάνδρεια, τη Δαμιέττη και τα άλλα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου. Οι Βενετοί έμποροι φαίνεται να επεκτάθηκαν στην Κύπρο γύρω στα 1136, αφού βρίσκουμε μαρτυρίες για ταξίδια μεταξύ Λεμεσού και Αλεξάνδρειας. Γίνεται φανερό ότι το εμπόριο, πριν από την κατάκτηση της Κύπρου το 1191, είχε μικρή σημασία. Η ενετική παρουσία τον 13ο αιώνα στην Κύπρο έγινε πιο έντονη, κυρίως μάλιστα στη Λεμεσό, όπου οι Βενετοί είχαν οικίες, καταστήματα και κτήματα. Η Λεμεσός ήταν τότε το βασικό κέντρο της ενετικής παροικίας στην Κύπρο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι την ίδια εποχή, κάποιος Βενετός στη Λεμεσό ήταν κάτοχος συμπλέγματος δώδεκα σπιτιών και ένας άλλος είχε μεγάλο σπίτι, που έγινε αργότερα το fondaco, ο φούντικας κατά τον Λεόντιο Μαχαιρά, η δημόσια δηλαδή αποθήκη της πόλης. Οι Βενετοί είχαν επίσης στη Λεμεσό την δική τους εκκλησία, αφιερωμένη στον προστάτη τους Άγιο Μάρκο, καθώς επίσης και ένα λουτρό που εξασφάλιζε το ετήσιο, σεβαστό εισόδημα των 1,000 βυζαντινών.
Από το Compasso da navigare, εγχειρίδιο ναυσιπλοΐας, ναυτικό δηλαδή οδηγό ή βιβλίο λιμανιών που συντάχθηκε στα μέσα του 13ου αιώνα, διαπιστώνουμε ότι η Κύπρος τυγχάνει ξεχωριστής μεταχείρισης. Στον οδηγό αυτό αναφέρονται το λιμάνι της Πάφου, αλλά κυρίως το λιμάνι της Λεμεσού. Το εμπόριο μεταξύ Λεμεσού και Αγιάς μαρτυρείται από τη δεκαετία του 1270. Από ενετικό έγγραφο πληροφορούμαστε, επίσης, ότι πριν από το 1291 χρησιμοποιούνταν στη Λεμεσό και την Άκρα παρόμοια σταθμά, ενδεικτικό των στενών εμπορικών σχέσεων που υπήρχαν μεταξύ των δύο αυτών λιμανιών. Έχουμε επίσης μία ακόμη σημαντική μαρτυρία που αφορά στο εμπόριο της Λεμεσού: ο Αμάλριχος (Aimery) Lusignan, που είχε στεφθεί βασιλιάς της Κύπρου το 1197, εκμίσθωσε τα εμπορικά τέλη (comerc) της Λεμεσού για μια διετία. Η εκμίσθωση αυτή απέφερε εισόδημα 28,050 αργυρών δουκάτων. Στις αρχές, επίσης, του 14ου αιώνα η Λεμεσός αποτελεί σημείο ελλιμενισμού των πλοίων και τόπο ανάπαυλας για τις νηοπομπές προσκυνητών.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν δεν θα είναι φυσικά εύκολα για τη Λεμεσό, όπως δεν ήταν, βεβαίως, και για ολόκληρη την Κύπρο. Λαμβάνει χώρα τότε σειρά επιδρομών εναντίον της πόλης, άλλοτε από τους εχθρούς εξ Ανατολών, όπως οι Σαρακηνοί, και άλλοτε από τους Γενουάτες, αλλά και σειρά θεομηνιών. Την πόλη ταλανίζουν κατά καιρούς σεισμοί και πλημμύρες, με αποτέλεσμα αυτή να παρουσιάζει μια καθόλα θλιβερή εικόνα στα κείμενα των χρονογράφων, αλλά και των περιηγητών. Συνοπτικά, τα γεγονότα έχουν χρονολογικά ως εξής: η πόλη, αναπτύσσεται από τα πρώτα χρόνια της φραγκοκρατίας, ο πληθυσμός της αυξάνεται με την εγκατάσταση ατόμων από το μέχρι προ τίνος λατινικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Ιδρύονται μοναστήρια από τα διάφορα τάγματα, οικοδομούνται κατοικίες για τους νέους κατοίκους καθώς και μέγαρα, αφού εδώ μεταξύ άλλων εγκαταστάθηκαν βαρώνοι, φεουδάρχες, αλλά και έμποροι, κυρίως Βενετοί και Γενουάτες.
Το 1221 το λιμάνι της Λεμεσού επλήγη από καταστροφική επιδρομή των Σαρακηνών. Οι Σαρακηνοί σκότωσαν και αιχμαλώτισαν πλήθος κόσμου και κατέστρεψαν μεγάλο μέρος του χριστιανικού στόλου που έλαβε μέρος στην πέμπτη Σταυροφορία στην Αίγυπτο και μετά την αποτυχία της απεσύρθη στο λιμάνι της Λεμεσού. Τον Οκτώβριο του 1220 συγκλήθηκε στη Λεμεσό από τον απεσταλμένο του πάπα καρδινάλιο Πελάγιο ειδική συνέλευση κύριος στόχος της οποίας ήταν η πνευματική υποδούλωση της ορθόδοξης εκκλησίας. Το πρακτικό της συνόδου της Λεμεσού επικυρώθηκε στη Δαμιέττη, το Μάιο του 1221. Ακολούθησε ο εκτοπισμός των ορθοδόξων επισκόπων από τα αστικά κέντρα, όπου είχαν τις έδρες τους οι Λατίνοι επίσκοποι, σε αγροτικά κέντρα: ο επίσκοπος Λευκωσίας εκτοπίστηκε στη Σολέα, ο Σαλαμίνος στην Καρπασία, ο Πάφου στην Αρσινόη και ο Λεμεσού στα Λεύκαρα. Επίσης, στις 21 Ιουλίου του 1228, ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος ο Β', αρχηγός της έκτης Σταυροφορίας, όταν έφτασε, ως άλλος Ριχάρδος, στη Λεμεσό με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, προέβαλε δικαιώματα κηδεμονίας επί του θρόνου της Κύπρου και στη συνέχεια κατέλαβε τη Λεμεσό και τις άλλες πόλεις της Κύπρου. Ο στρατός του όμως τελικά ηττήθηκε από το φραγκικό στρατό του βασιλείου. Αξιοσημείωτο είναι, πως για να υποστηρίξουν τότε οι Γενουάτες τον πόλεμο των Φράγκων της Κύπρου εναντίον του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β' Hohenstaufen, ο βασιλιάς Ερρίκος Α' τους παραχώρησε έναν οχυρωμένο πύργο στις ακτές της Λεμεσού, κοντά στο λιμάνι και το βασιλικό τελωνείο. Εξάλλου, στη Λεμεσό και συγκεκριμένα στην τοποθεσία Καμένο Ρυάκι, όπως αναφέρεται σε δυτική πηγή (Actum in Cypro apud casale quod dicitur Kamevoriak prope Nicosium), θα στρατοπεδεύσει στο πλαίσιο της έβδομης Σταυροφορίας το 1248-49, ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος θ', ο μετέπειτα Άγιος Λουδοβίκος. Το 1271 η πόλη της Λεμεσού δέχτηκε την επίθεση του σουλτάνου της Αιγύπτου. Το σχέδιο όμως του σουλτάνου τελικά απέτυχε και αιχμαλωτίστηκε μεγάλος αριθμός πλοίων από το στόλο του. Ανώνυμος Κύπριος συγκεκριμένα σημειώνει σε χειρόγραφο: «...Την αυτή ημέρα τον Ιούλιον ήλθον ης την Νεμεσσών κάτεργα των Αγαρηνών...».
Όσον αφορά στην περίπτωση του σφετερισμού του στέμματος της Κύπρου από τον Αμάλριχο, αυθέντη της Τύρου, και την εκδίωξη του αδελφού του, νόμιμου βασιλέως, ο Μαχαιράς σημειώνει τα εξής: «...ωμόσαν του κυρού της Τύρου και εδιαλαλήσαν τον δια κουβερνούρην. Ακόμη έπεψεν εις την Πάφον και εις την Νεμεσόν και εις όλα τα κάστρα, και επήραν τον όρκον τους, και εδιαλαλήθην παντού δια κουβερνούρης». Έχουμε, δηλαδή, την αναγνώριση του Αμάλριχου από τον πυργοδεσπότη Λεμεσού. Ο φιλόδοξος Αμάλριχος για να εκδιώξει το 1306 τον επιληπτικό και ανίκανο αδελφό του από το θρόνο και, τέλος, να τον εξορίσει το 1308, είχε την στήριξη των Ναϊτών. Για τον παραπάνω λόγο, το τάγμα των Ναϊτών στην Κύπρο βρισκόταν σε ισχυρή θέση. Γι αυτό, όταν το Μάιο του 1308 έφτασαν οι παπικές οδηγίες για τη σύλληψη των Ναϊτών, ο Αμάλριχος πρότεινε σε αυτούς μια ήπια μορφή κατ' οίκον κρατήσεως. Αυτοί όμως δεν υπάκουσαν και προετοιμάστηκαν για αντίσταση. Παραδόθηκαν την 1η Ιουνίου του 1308, έπειτα από ολιγοήμερη πολιορκία των οικιών τους στη Λεμεσό.
Το Νοέμβριο του 1330 μνημονεύεται από τον Μαχαιρά και από άλλους χρονογράφους μία φοβερή πλημμύρα του ποταμού Πεδιαίου, που προκάλεσε ανυπολόγιστες ζημιές στην πρωτεύουσα: «...εκατέβην ο ποταμός της χώρας τόσον μέγας και εξηρίζωσεν πολλά δεντρά... και εχάλασεν πολλά σπιτία και έπνιξεν πολλύν λαόν». Την ίδια εποχή πλημμύρισε και ο ποταμός της Λεμεσού προκαλώντας εξίσου μεγάλες καταστροφές και το θάνατο πολλών κατοίκων.
Η διαμάχη μεταξύ Γενουατών και Ενετών εμπόρων, που ζούσαν στην Κύπρο, υπήρξε η αφορμή που προκάλεσε την εισβολή των πρώτων στο νησί και κατέληξε στην κατάκτηση από αυτούς της Αμμοχώστου. Το γεγονός αυτό δεν άφησε ανεπηρέαστη την πόλη της Λεμεσού. Το 1373 όταν οι Γενουάτες πληροφορήθηκαν ότι η άμυνα της πόλης δεν ήταν αρκετά ισχυρή στράφηκαν εναντίον της και σύμφωνα με τον χρονογράφο: «...απεζεύσαν και εκάψαν τα σπιτία, και οι λας εφύγαν, και εποίκαν μεγάλην ζημίαν». Το 1402, οι Γενουάτες, που είναι ήδη κύριοι της Αμμοχώστου και εξακολουθούν κατά καιρούς να διενεργούν επιδρομές, τόσο στη Λευκωσία όσο και στο υπόλοιπο βασίλειο της Κύπρου, πολιόρκησαν τη Λεμεσό. Όπως ο Φλώριος Βουστρώνιος διηγείται, για να λύσει ο βασιλιάς Ιανός την πολιορκία έστειλε τον συνεσκάρδο του με στρατιωτικές δυνάμεις. Αυτός κατόρθωσε τελικά να λύσει την πολιορκία και να ματαιώσει την κατάληψη της πόλης από τους Γενουάτες, να συλλάβει γύρω στους 80 αιχμαλώτους και επιπλέον να τους αποσπάσει ένα πυροβόλο όπλο. Το 1407 οι Γενουάτες πολιόρκησαν και πάλι το φρούριο της Λεμεσού, απωθήθηκαν όμως χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του Ενετού διοικητή του ναυτικού Carlo Zeno. Κατά τα γραφόμενα του ίδιου χρονογράφου, μια μεγάλη επιδημία (morbo) θα πλήξει λίγο αργότερα τον τόπο και θα διαρκέσει 13 μήνες αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό τόσο των πόλεων όσο και των χωριών της Κύπρου. Ακολούθως, μια επιδρομή ακρίδας θα προκαλέσει μεγάλες καταστροφές στη γεωργία, γεγονός που θα επιφέρει σιτοδεία.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Όλες οι πιο πάνω θεομηνίες, όπως ξηρασία, ανομβρίες, πλημμύρες, επιδρομή ακρίδας, σεισμοί, επιδημίες, αλλά και οι συχνές επιδρομές, τόσο των Σαρακηνών όσο και των Μαμελούκων, ήταν οι αιτίες που η Λεμεσός σκιαγραφείτο με μελανά χρώματα από τους ταξιδιώτες και τους περιηγητές της εποχής. Όταν το 1395 ο Ogier d' Anglure έφτασε στην Κύπρο και προσάραξε στο λιμάνι της Λεμεσού, έγραψε σχετικά στο οδοιπορικό του: «Αποβιβαστήκαμε στη Λεμεσό, η οποία κάποτε ήταν μια θαυμάσια πόλη.... Μεγάλο τμήμα της πόλης αυτής είναι ακατοίκητο και όπως γνωρίζω όλες αυτές οι καταστροφές προκλήθηκαν από τους Γενουάτες κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ των ιδίων και του βασιλιά της Κύπρου. Οι Γενουάτες κατέχουν μία ακόμη σπουδαία πόλη με ωραίο λιμάνι, που ονομάζεται Αμμόχωστος». Εξάλλου ο δομινικανός μοναχός Felix Faber, πορεύομενος το 1483 προς τους Αγίους Τόπους επισκέφθηκε τη Λεμεσό και παράθεσε στο ταξιδιωτικό του μία περιγραφή της πόλης. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η πόλη, την οποία αποκαλεί Νιμόνια, είναι επισκοπική έδρα και διαθέτει καλό λιμάνι, είναι όμως μία πόλη ερειπωμένη. Η γεωγραφική της θέση, σημειώνει, είναι πολύ σημαντική, αφού βρίσκεται αντίκρυ σε σπουδαία λιμάνια όπως η Τύρος και η Σιδώνα. Από εδώ, συνεχίζει, με ούριο άνεμο, μπορεί κανείς να ταξιδέψει σε σπουδαία εμπορικά λιμάνια της περιοχής για εμπορικές υποθέσεις σε ένα ημερονύχτιο. Εδώ στην πόλη της Λεμεσού, γράφει, εγκαταστάθηκαν οι Ναΐτες ιππότες, καθώς και οι ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννου μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Σαλαδίν. Ο ίδιος ο Faber αποδίδει στα παραπάνω τάγματα την οχύρωση της Λεμεσού και του λιμανιού της κοντά στο οποίο, όπως γράφει, οικοδομήθηκε ισχυρό κάστρο. Μάς πληροφορεί επίσης ότι έκτισαν μοναστήρια και εκκλησίες λατινικού δόγματος, των οποίων τώρα μόνο τα ερείπια μπορεί κανείς να αντικρύσει. Η εικόνα αυτή της πόλης, καταλήγει ο δομινικανός μοναχός, ήταν επακόλουθο διαφόρων δεινών που έπληξαν την πόλη, όπως οι επιθέσεις των Σαρακηνών, οι πλημμύρες, οι σεισμοί και άλλα. Δεν παραλείπει όμως να αναφερθεί στους θαυμάσιους αμπελώνες και στα εξαιρετικά κρασιά της Λεμεσού.
ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΜΕΛΟΥΚΩΝ
Στις αρχές του 15ου αιώνα η Λεμεσός θα δεχθεί επιθέσεις αντεκδίκησης από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου για τις πειρατίες που διενεργούσε το βασίλειο της Κύπρου σε δικά τους πλοία. Η ανάμειξη μάλιστα του ιδίου του Philip Picquigny, βαΐλου, διοικητή δηλαδή, της Λεμεσού - γιατί από τις προαναφερόμενες πειρατίες «εγόραζεν κρυφά τα κούρση»-, όπως γράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς, τόσο αυτός όσο και ο διοικητής της Αλυκής εξόργισαν τον σουλτάνο της Αιγύπτου. Έτσι το Σεπτέμβριο του 1424 έστειλε έξι γαλέρες εναντίον της Λεμεσού. Ο Φράγκος βασιλιάς Ιανός, για να τους αντιμετωπίσει, έστειλε στη Λεμεσό στράτευμα υπό την αρχηγεία του Philip Provosto. Εκεί, εξαιτίας αποτυχημένων ενεργειών, ο Provosto σκοτώθηκε και οι Μαμελουκοι στη συνέχεια λεηλάτησαν την πόλη και αφαίρεσαν τα εμπορεύματα, ιδίως υφάσματα, τα οποία ήταν αποθηκευμένα στην οικία του βαΐλου της βενετικής παροικίας των εμπόρων της Λεμεσού, Alfonso Santamaria. Προτού όμως αναχωρήσουν, μάς πληροφορεί ο Μαχαιράς, συνέχισαν τις καταστροφές: «Και εκάψαν την Λεμεσόν, και έναν καράβιν κρητικόν και έναν κάτεργον κουρσάρικον, τα οποία ήταν συρμένα στην γην. Και ως γοιον έρχουνταν, εμπλάσαν δύο γριππαρίες κουρουκιώτικες και εκάψαν τες... Και επήγαν εις τα Κουβούκλια και εποίκασιν πολλήν ζημίαν...». Σύμφωνα με τις πηγές, επί φραγκοκρατίας, και συγκεκριμένα κατά τον 14ο αιώνα, διοριζόταν στη Λεμεσό ένας βάιλος (διοικητής). Το ίδιο στην Πάφο, την Αμμόχωστο, αλλά και στο Ακρωτήριο του Αποστόλου Ανδρέα, στην Καρπασία. Στη Λευκωσία, την αντίστοιχη θέση με αυτή του βάιλου κατείχε ο βισκούντης. Τόσο ο βισκούντης όσο και ο βάιλος ήταν υπεύθυνοι για την νόμιμη τάξη της περιοχής στην οποία είχαν δικαιοδοσία. Σε έγγραφο του 1469 ενημερώνεται ο βάιλος Λεμεσού ότι, έπειτα από αίτημα του βάιλου της παροικίας των Βενετών, το Σεκρέτο αναγνώρισε ως Βενετό υπήκοο τον γιό ενός υπαλλήλου τους στη Λεμεσό.
Η πόλη θα δεχθεί νέα επίθεση το επόμενο έτος. Στις 3 Αυγούστου 1425, σύμφωνα με τις ειδήσεις που έφθασαν στο βασιλιά, ο εχθρικός στόλος, αφού προσάραξε στη χερσόνησο της Καρπασίας, έφτασε στη συνέχεια στην περιοχή της Αμμοχώστου και έκαψε τα χωριά Καλοψίδα και Τράπεζα. Στις 10 Αυγούστου: «...έκαψαν τα Κελλία και την Αραδίππου, και ούλον το απλίκιν το δεσποτικών, και το απλίκιν του πύργου της Αλυκής, και την Αγρίνουν, και την Βρωμολαξιάν και το Κίτιν...». Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Μαχαιράς, το κάστρο της Λεμεσού κυριεύθηκε από μία δίοδο του που από παράλειψη έμεινε ανοικτή. Κατά τον ίδιο, κάποιοι σκλάβοι Σαρακηνοί, που εργάζονταν στο κάστρο, γνώριζαν την «...τρύπαν όπου ήτον εις την Λεμεσόν, εις το κάστρον, και δεν ήταν κτισμένη αππέσσω». Έτσι υπέδειξαν τη δίοδο στον εχθρό, που κατόρθωσε να το κυριεύσει και μεταξύ άλλων να φονεύσει και αυτόν τον Stefano da Vicenza, διοικητή του κάστρου. Τότε η πόλη λεηλατήθηκε και τα οχυρά του φρουρίου καταστράφηκαν μερικώς. Το καλοκαίρι του 1426 ακολούθησε νέα επίθεση εναντίον της Κύπρου από τους Μαμελούκους. Αυτή τη φορά έφτασαν προς τα νότια παράλια της Κύπρου και κατέλαβαν πρώτα τη Λεμεσό, γεγονός που βύθισε σε θλίψη τον κόσμο της Κύπρου, «...και το να γροικήση ο λαός μας πως επήραν οι Σαρακηνοί την Λεμεσόν, επικράνθησαν πολλά». Αναφερόμενος ο Μαχαιράς στα πιο πάνω γεγονότα μνημονεύει μεταξύ άλλων ότι: «...το κάστρον της Λεμεσού το έκτισεν ο ρε (Τ)ζενίους». Ο φραγκικός στρατός του βασιλείου της Κύπρου, του οποίου ηγήθηκε ο ίδιος ο βασιλιάς Ιανός, αντιμετώπισε το στράτευμα των Μαμελουκων στη μάχη της Χοιροκοιτίας. Ο στρατός του βασιλιά ηττήθηκε και ο ίδιος, καθώς και ένας μεγάλος αριθμός Κυπρίων, που γλίτωσαν το θάνατο, αιχμαλωτίστηκαν και ακολούθως μεταφέρθηκαν στο Κάιρο, ως λάφυρα στον Μαμελούκο σουλτάνο. Έκτοτε η Κύπρος κατέστη φόρου υποτελής στην Αίγυπτο πληρώνοντας ετησίως βαρύτατο φόρο σε είδος μάλιστα, όπως καμηλωτά υφάσματα, για τα οποία τότε φημιζόταν. «Τζαμιλότια δια την πάγαν του σουλτάνου», σημειώνει ο Μαχαιράς. Μετά την ήττα στη Χοιροκοιτία, ο ίδιος χρονογράφος αναφέρει την εξέγερση των χωρικών της Κύπρου, όπου τότε, διεκρίθη ως αρχηγός τους στο Λευκόνοικο ο ρε Αλέξης. Στην ίδια εξέγερση έλαβαν μέρος και οι κάτοικοι της Λεμεσού, οι οποίοι και εξέλεξαν δικό τους αρχηγό: «Εβαλαν οι χωριάτες καπετάνον εις την Λεύκαν, άλλον καπετάνον εις την Λεμεσόν, άλλον εις την Ορεινήν, και εις την Περιοτερώναν άλλον, και εις την Μόρφου καπετάνον, και εις το Λευκόνοικον ρήγαν Αλέξην, και όλοι οι χωρ-γιάτες εδόθησαν εις την 'πόταξιν του...».
Οι γενουατικές αρχές, που κατείχαν την Αμμόχωστο, ήταν υπεύθυνες τόσο ι για την άμυνα της Αμμοχώστου όσο και για την άμυνα της Λεμεσού. Μεταξύ του 1457 και του 1461 φρουρούσαν τη Λεμεσό τριάντα έως εξήντα μισθοφόροι υπό τη διοίκηση ενός καπετάνιου. Λάμβαναν για μισθό ένα δουκάτο το μήνα και από την Αμμόχωστο προμηθεύονταν πολεμοφόδια και τροφοδοσία. Για να προσελκύσουν ξένους εμπόρους στο λιμάνι της Αμμοχώστου, οι γενουατικές αρχές, που λόγω του μονοπωλίου που επέβαλαν άφησαν την Αμμόχωστο έξω από τους μεγάλους ναυτικούς άξονες, από τη δεκαετία του 1440 και μετά άρχισαν να χορηγούν με κάποια γενναιοδωρία άδειες σε Έλληνες, σε Ενετούς και σε Φράγκους της Κύπρου, για να πάνε να φορτώσουν μέλι, βαμβάκι, και προπάντων ζάχαρη στην Πάφο ή τη Λεμεσό.
Η ΛΙΜΝΗ (ΑΛΥΚΗ) ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
Καταγράφοντας την ιστορία της πόλης της Λεμεσού αυτή την συγκεκριμένη εποχή, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στην παρακείμενη με την d πόλη Αλυκή, γνωστή ως Αλυκή της Λεμεσού ή Λίμνη της Λεμεσού (lago di Limisso) όπως απαντάται στις πηγές της φραγκοκρατίας. Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε ότι η εκμετάλλευση της Λίμνης της Λεμεσού υπήρξε σημαντικότατη πηγή πλούτου, πράγμα που τεκμηριώνεται και μέσα από τη διαθήκη του Κύπριου μεγιστάνα, που ήταν κάτοχος της κατά τον 15ο αιώνα, του Ιωάννη Ποδοκάταρου, πλούσιου εμπόρου και φεουδάρχη της εποχής, στα χέρια του οποίου πέρασε από την βασιλική ιδιοκτησία. Το γεγονός αυτό συνδέεται με την καταβολή λύτρων για την απελευθέρωση του βασιλιά Ιανού, από τους Μαμελούκους, που είχε αιχμαλωτιστεί το 1426 στη μάχη της Χοιροκοιτίας. Ο Ιωάννης Ποδοκάταρος είχε καταβάλει τότε ένα μεγάλο ποσό για την απελευθέρωση του βασιλιά και ως αντάλλαγμα τού παραχωρήθηκε η Αλυκή της Λεμεσού. Από ένα άλλο έγγραφο του 1468 πληροφορούμαστε ότι ο βασιλιάς Ιάκωβος Β' έδωσε εντολή να πληρωθούν πολύτιμα υφάσματα, τα οποία του προμήθευσε Βενετός έμπορος από τις εισπράξεις του φόρου για το αλάτι και από την εκμίσθωση της Λίμνης της Λεμεσού. Η Λίμνη της Λεμεσού ήταν φημισμένη και ως ιχθυότοπος. Για να επιδοθεί κάποιος στην αλιεία στο συγκεκριμένο χώρο εκείνη την εποχή όφειλε να πληρώσει φόρο, την gabella, όπως ονομαζόταν. Όπως μας πληροφορεί ο Φλώριος Βουστρώνιος, η Λίμνη Λεμεσού είχε πληθώρα ψαριών, ιδίως συναγρίδες (dorade), νοστιμότατες και φημισμένες σε όλη την Κύπρο. Η Λίμνη υπήρξε πηγή εσόδων και ως Αλυκή, για το αλάτι της, παρόλο που αυτό θεωρείτο δεύτερης ποιότητας σε σχέση με το αλάτι των Αλυκών της Λάρνακας. Το ετήσιο εισόδημα της Αλυκής της Λεμεσού στην βενετική περίοδο ανερχόταν στα 2,000 δουκάτα. Ο Leonardo Dona, γιός του Βενετού τοποτηρητή της Κύπρου, επισκέφθηκε το 1557 τη Λίμνη της Λεμεσού και αναφέρεται σε αυτήν σε ένα χειρόγραφο του. Μεταξύ άλλων, σημειώνει ότι την ίδια εποχή που επισκέφθηκε τη Λίμνη της Λεμεσού είχε πληροφορηθεί ότι αυτή είχε εκμισθωθεί από την οικογένεια Κορνάρο. Ο Dona δεν παρέλειψε επίσης να επισκεφθεί και τη Λεμεσό, την οποία ονομάζει Νέα Λεμεσό (Limisso nuova), και να περιγράψει το κάστρο της, που ήταν μερικώς κατεστραμμένο από τον καιρό του πολέμου, όπως γράφει χαρακτηριστικά. Τέλος, όσον αφορά στη Λίμνη της Λεμεσού, όπως και σήμερα έτσι και τότε, ο χώρος αυτός αποτελούσε έναν σπουδαίο υδροβιότοπο και ήταν χώρος θαυμάσιος για κυνήγι. Από την περιοχή Ακρωτηρίου Λεμεσού, τόσο επί φραγκοκρατίας όσο και επί βενετοκρατίας, προμηθεύονταν οι Φράγκοι βασιλείς και αργότερα οι Βενετοί διοικητές της Κύπρου κυνηγετικά γεράκια, τα γνωστά φαλκόνια, και στη συνέχεια τα εκπαίδευαν για το κυνήγι.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
Μεγάλης σημασίας κείμενο για την ιστορία της εκκλησίας της Κύπρου κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας, αποτελεί το Συνοδικών, κείμενο το οποίο αποδίδεται στον επίσκοπο Αμαθούντος Γερμανό. Πρόκειται ουσιαστικά για τα πρακτικά της συνόδου που συγκάλεσε ο ίδιος στη Λεμεσό, λίγο μετά τη χειροτονία του, στις 28 Ιανουαρίου 1320. Στο κείμενο, ο επίσκοπος που συγκάλεσε την σύνοδο κατονομάζεται ως: «Γερμανός ελέω θεού ταπεινός Επίσκοπος Αμαθούντος προέδρου (sic) πόλεως Νεμεσού και Κουραίων...». Η λατινική επισκοπή περιελάμβανε τις ελληνικές επισκοπές Κουρίου και Αμαθούντος και το 1222 ο Έλληνας επίσκοπος υποχρεώθηκε να μετοικήσει στα Λεύκαρα. Πληροφορίες που έχουμε από μία πηγή αναφέρουν ότι από τις 10 Απριλίου 1369 και μετά, ο επίσκοπος Λεμεσού φορολογείτο με 1,000 φιορίνια. Επειδή ο φόρος αυτός αποτελούσε το ένα τρίτο των ετήσιων επισκοπικών εσόδων, συμπεραίνουμε ότι τα έσοδα της επισκοπής Λεμεσού ανέρχονταν στις 3,000 φιορίνια.
Με βάση τις αναφορές, στους Λατίνους επισκόπους Λεμεσού συγκαταλέγονται ο Nicolo Dona το 1479, ο Guy d' Ibelin, ο Galesius de Montolif, ο Pietro Goneme και άλλοι. Από έγγραφα που έχουν διασωθεί σχετικά με τον δομινικανό επίσκοπο Λεμεσού, Guy d' Ibelin, προκύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την ιδιωτική ζωή των τότε κληρικών της νήσου. Ο επίσκοπος Λεμεσού Guy d' Ibelin χειροτονήθηκε το 1357 κι ήταν αυτός που έστεψε τον Πέτρο Α', βασιλιά της Κύπρου, και έλαβε μαζί του μέρος στη σταυροφορία της Αιγύπτου. Ο διασωθείς κατάλογος των βιβλίων, που περιείχε η βιβλιοθήκη του επισκόπου Λεμεσού, μαρτυρεί την πνευματική καλλιέργεια του. Στα βιβλία του περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων μία πραγματεία για τις ασθένειες των αλόγων, συγγράμματα φιλοσοφίας και θεολογίας, από τα οποία δεν έλειπαν ούτε τα έργα του Θωμά του Ακινάτη. Όπως φαίνεται από την απογραφή της περιουσίας του μετά το θάνατο του, η κατοικία του Guy d' Ibelin στη Λεμεσό ήταν μάλλον ταπεινή και σχεδόν χωρίς έπιπλα. Το 1436 τοποτηρητής της εκκλησίας της Λεμεσού υπήρξε ο Lancelot Lusignan, από τον βασιλικό οίκο των Λουζινιάν, ανεψιός του καρδιναλίου Ούγου.
Από το 1564 έως ο 1568 τη θέση του τοποτηρητή της Επισκοπής Λεμεσού, όταν ο επίσκοπος Andrea Monecigo βρισκόταν στη Βενετία, είχε ο γνωστός ιστορικός Στέφανος Lusignan. Μάλιστα στις 27 Απριλίου 1588, όταν η Κύπρος πλέον είχε περάσει στην εξουσία των Τούρκων, ο Σίξτος Δ' έχρισε τον Στέφανο Lusignan επίσκοπο Λεμεσού κατά τίτλον μόνο (in partibus), τίτλο που διατήρησε ως το θάνατο του.
Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ (1296)
Γύρω στο 1296 ο Guillaume de Saint-Etienne ολοκληρώνει στη Λεμεσό τη συγγραφή μιας νομικής πραγματείας με τον τίτλο Saterian (διασκευή του lex saturiane), όρο που προσδιόριζε νόμους που αφορούσαν ταυτόχρονα ποικίλα θέματα. Το έργο βασίστηκε σε διάφορα κείμενα, που αφορούσαν στην ιστορία του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου των Ιεροσολύμων, καθώς και στον καταστατικό χάρτη του τάγματος. Το έργο είναι νομικού, ιστορικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Το ιστορικό του τμήμα δανείζεται στοιχεία από έναν συνεχιστή του Γουλιέλμου της Τύρου, περιλαμβάνει όμως πληροφορίες και από άλλες πηγές. Όλα αυτά τα κείμενα είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο μετά την απώλεια του Αγίου Ιωάννη της Άκρας και την εγκατάσταση των Ιωαννιτών στη Λεμεσό. Ο Guillaume de Saint-Etienne έζησε στη Λεμεσό από το 1296 μέχρι το 1303 υπηρετώντας ως δάσκαλος της Κομμανταρίας (Commanderie) του Τάγματος στην Κύπρο. Πιθανολογούμε ότι μετά το 1248 λειτουργούσε στη Λεμεσό σχολείο γραμματικής. Το σχολείο πρέπει να λειτουργούσε σύμφωνα με διάταγμα του λεγάτου του πάπα που υποχρέωνε τότε τους χωρεπισκόπους της Αμμοχώστου, της Λεμεσού και της Πάφου να συντηρούν ο καθένας από ένα σχολείο γραμματικής.
ΦΥΤΕΙΕΣ ΖΑΧΑΡΟΚΑΛΑΜΟΥ
Το 1458, ο κόμης Γαβριήλ Capodilista από την Πάδοβα της Ιταλίας, πορεύομενος στους Αγίους Τόπους στάθμευσε στη Λεμεσό. Στο οδοιπορικό του περιγράφει την πλούσια σε νερά και φυτείες περιοχή της Επισκοπής. Είδε μεταξύ άλλων, όπως γράφει, πλούσια περιβόλια με εσπεριδοειδή καθώς και μπανανιές. Ο Capodilista δεν παρέλειψε να περιγράψει τις μπανανιές, άγνωστα τότε για την Ευρώπη δένδρα καθώς και τα φρούτα τους. Είδε επίσης χαρουπιές, αλλά κυρίως απέραντες εκτάσεις με φυτείες ζαχαροκάλαμου, οι οποίες, όπως γράφει, ήταν ιδιοκτησία της βενετικής οικογένειας των Κορνάρο. Όπως αναφέρει, τα περιβόλια αυτά και οι φυτείες ζαχαροκάλαμου, αρδεύονταν από ποτάμια της περιοχής. Βενετικά έγγραφα των ετών 1406 και 1416 μαρτυρούν τη σημασία των υδάτων που προαναφέραμε και μάς κάνουν γνωστή τη διαμάχη που ξέσπασε για την εκμετάλλευση τους μεταξύ της οικογένειας Κορνάρο της Επισκοπής και των ιπποτών του Αγίου Ιωάννου που κατείχαν το γειτονικό Κολόσσι. Η κατάσταση παρακμής όμως στην οποία βρίσκεται η Λεμεσός εξακολουθεί να εμφανίζεται στα κείμενα των περιηγητών. Ο Sebastian Mamerot αναφέρει ότι, φτάνοντας στη Λεμεσό γύρω στο 1470, συνάντησε μια πόλη φτωχή και κατεστραμμένη από τους Μαυριτανούς και τους Σαρακηνούς. Στην πόλη υπήρχαν μόνο δύο φτωχικές εκκλησίες, ο καθεδρικός ναός της Παναγίας και μία άλλη, που είναι ελληνική. Λίγο αργότερα, ο Felix Faber αντίκρισε την ίδια εικόνα στην πόλη, ενώ μεταξύ άλλων σημειώνει ότι η Λεμεσός διαθέτει μόνο μία αξιοθρήνητη εκκλησία που στέκει όρθια και αυτή χωρίς καμπάνες. Τέλος, ο Francesco Suriano αναφέρει ότι η Λεμεσός είναι εντελώς κατεστραμμένη εξαιτίας των πολέμων και των σεισμών.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΚΟΛΟΣΣΙΟΥ
Σημαντικό μνημείο της περιοχής της Λεμεσού κατά τα χρόνια της Φραγκοκρατίας αποτελεί αναμφισβήτητα το κάστρο του Κολοσσίου. Το τοπωνύμιο Κολόσσι απαντάται στις πηγές στα μεσαιωνικά χρόνια ως Colos, ενώ η ονομασία Κολόσσι απαντάται από τον 13ο αιώνα. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1210 το Κολόσσι παραχωρήθηκε ως δωρεά στους Ιωαννίτες ιππότες από τον Ούγο Α', Φράγκο βασιλιά της Κύπρου. Στη συνέχεια, όταν οι τελευταίες χριστιανικές κτήσεις στη Συρία πέρασαν στα χέρια των Αράβων, οι Ιωαννίτες αντικατέστησαν το σπουδαίο φρούριο που απώλεσαν στην Άκρα με το φρούριο που οικοδόμησαν στο Κολόσσι. Στις αρχές του 14ου αιώνα το Κολόσσι είχε περάσει για σύντομο χρονικό διάστημα στην εξουσία των Ναϊτών ιπποτών, λίγο πριν από την οριστική διάλυση του τάγματος τους. Όπως αναφέρει ο Φλώριος Βου-οτρώνιος, το φρούριο και το χωριό Κολόσσι ήταν πλέον το 1308 στην εξουσία των Ιωαννιτών ιπποτών. Έκτοτε το Κολόσσι αποτέλεσε την έδρα του τάγματος τους, της γνωστής ως Μεγάλης Κομμανταρίας, της ανώτερης δηλαδή στρατιωτικής διοίκησης. Η μεγάλη Κομμανταρία ήταν πλούσια σε γεωργικά προϊόντα, όπως σιτηρά, βαμβάκι, ζαχαροκάλαμο, αμπέλια, ελαιόδενδρα και χάρου- πιες. 'Αλωστε, το φημισμένο από τα μεσαιωνικά χρόνια κρασί της Κύπρου, η γνωστή κουμανταρία, οφείλει την ονομασία του από την ίδια τη μεγάλη Διοίκηση (Commanderie). Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η εκμετάλλευση του νερού της περιοχής από τους Ιωαννίτες του Κολοσσίου και τους Κορνάρους της Επισκοπής για τις φυτείες τους, υπήρξε η αιτία διαμάχης που διήρκεσε πολλά χρόνια. Το Κολόσσι δέχθηκε επιθέσεις και υπέστη καταστροφές, τόσο από τους Γενουάτες, το 1372 και το 1402, όσο και από τους Μαμελούκους, το 1413, 1425 και 1426. Το 1460 οι Ιωαννίτες τήρησαν στάση ουδετερότητας στον πόλεμο μεταξύ του Ιακώβου Β' του Νόθου, του σουλτάνου της Αιγύπτου και του Λουδοβίκου της Σαβοΐας. Το φρούριο του Κολοσσίου, που σώζεται έως σήμερα, κτίστηκε κατά τον 15ο αιώνα και φαίνεται ότι άντεξε στους ισχυρούς σεισμούς που έπληξαν και κατέστρεψαν τη Λεμεσό και την γύρω περιοχή το 1567 και το 1568. Η όλη εμφάνιση του φρουρίου παραπέμπει σε παρόμοιους και μεγάλων διαστάσεων πύργους, που συναντά κανείς στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γαλλία την ίδια περίπου εποχή. Το οικοδόμημα φέρει τα οικόσημα του βασιλείου της Κύπρου και της Αρμενίας, που άρχισαν να χρησιμοποιούνται μετά το 1393, καθώς και τα οικόσημα του μεγάλου διοικητή του τάγματος. Μάλλον πρόκειται για τον μεγάλο μάγιστρο Antoine Fluvian, που ανήλθε στη θέση το 1421, ή τον διάδοχο του, Jean de Lastic (1427). Υπάρχουν επίσης τα οικόσημα του μεγάλου μάγιστρου Jean de Milli (1454-1461), καθώς και ένας θυρεός αταύτιστος, που πρέπει όμως να αποδοθεί σε κάποιον άλλο μεγάλο μάγιστρο. Τα οικόσημα αυτά αποτελούν ένδειξη ότι το φρούριο πιθανόν δεν είχε αρχίσει να οικοδομείται πριν από το 1421 και ότι η αποπεράτωση της οικοδόμησης του πρέπει να έγινε γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα. Το 1488, το Κολόσσι περιέρχεται στην κατοχή της οικογένειας Κορνάρο και συγκεκριμένα στην κατοχή του αδελφού της βασίλισσας Αικατερίνης, Γεωργίου. Ο Γεώργιος, αφού έπεισε την αδελφή του να παραιτηθεί από τα δικαιώματα της επί του θρόνου της Κύπρου, πήρε από τη Γαληνότατη ως αντάλλαγμα τα δεκατέσσερα χωριά που αποτελούσαν την Κομμανταρία της Ρόδου στην Κύπρο. Έκτοτε ο αρχηγός της οικογένειας έφερε τον τίτλο του μεγάλου ιππότη. Μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους, ο τίτλος ήταν απλώς και μόνο τιμητικός, ενώ το 1799 πέρασε στην βενετική οικογένεια των Mocenigo μέσω επιγαμίας με ένα μέλος της οικογένειας των Κορνάρο.
Το φρούριο του Κολοσσίου περιέγραψε πρώτη φορά τον 16ο αιώνα ο Φλώριος Βουστρώνιος, λίγο αργότερα αναφέρθηκε σε αυτό ο Στέφανος Lusignan και το 1847 το μελέτησε ο Louis de Mas Latrie. Με περισσότερη πληρότητα όμως μελετήθηκε από τον βαρώνο Rey και, παρόλο που ο ίδιος δεν το είχε επισκεφθεί, κατόρθωσε να δώσει μία ακριβή περιγραφή στη βάση των πληροφοριών των de Vogue και Duthoit. Το φρούριο είναι κτισμένο σε πεδιάδα και ελέγχει το δρόμο από τη Λεμεσό προς την Πάφο αντικρίζοντας την περιοχή Ακρωτηρίου, ώστε στην εποχή του ως αμυντικό έργο προσέφερε ασφάλεια στην περιοχή. Το υφιστάμενο φρούριο διαδέχθηκε ένα παλαιότερο κτίσμα, που ανάγεται στον 13ο αιώνα. Έχει πλάτος 21 μέτρα και ύψος 29 μέτρα, ενώ οι τοίχοι του είναι πάχους 3 μέτρων. Αποτελείται από τρία πατώματα και το ισόγειο φαίνεται να χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος. Το δεύτερο πάτωμα διαιρείται σε δύο μεγάλες αίθουσες. Στη δυτική αίθουσα υπάρχει ένα τζάκι και στην ανατολική μια μεγάλη τοιχογραφία, συνήθης και χωρίς κάποια τεχνοτροπία, στην οποία απεικονίζεται η Σταύρωση του Ιησού πλαισιωμένου από την Παναγία και τον Άγιο Ιωάννη. Το τρίτο πάτωμα επίσης αποτελείται από δύο μεγάλες αίθουσες με τζάκι και θα ήταν προφανώς κατοικία του μεγάλου διοικητή. Κάθε δωμάτιο έχει 4 παράθυρα στα οποία αντιστοιχούν καθίσματα λαξευμένα στον τοίχο του φρουρίου. Στις τέσσερις πλευρές της οροφής υπάρχουν 19 πολεμίστρες. Υπάρχει, επίσης, και η λεγόμενη καταχύστρα, επάνω ακριβώς από την είσοδο του φρουρίου, απ' όπου έριχναν στον εχθρό ζεματιστό λάδι για να εμποδίσουν την είσοδο του στο φρούριο. Στην ανατολική πλευρά του φρουρίου βρίσκεται το οικόσημο των Lusignan πλαισιωμένο από τα οικόσημα των δύο μεγάλων μαγίστρων του τάγματος, Lastic και de Milli. Στη νότια πλευρά του φρουρίου εξασφαλιζόταν η είσοδος στο δεύτερο πάτωμα με μία κρεμαστή γέφυρα. Τόσο η κρεμαστή γέφυρα όσο και η βάση που την στήριζε αντικαταστάθηκαν το 1933 με πέτρινη σκάλα, αυτήν που υπάρχει μέχρι σήμερα και μιαν άλλη, επίσης νέα, κινητή γέφυρα. Τέλος, στα ανατολικά του φρουρίου ευρίσκονται τα κατάλοιπα οικοδομήματος, που αποτελούσε εργοστάσιο παραγωγής ζάχαρης από τις φυτείες ζαχαροκάλαμου, που υπήρχαν τότε άφθονες στη γύρω περιοχή.
ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ
Φαίνεται ότι η πόλη της Λεμεσού δεν ανέκαμψε ούτε κατά τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας από τις καταστροφές που είχε υποστεί από τους προηγούμενους αιώνες, όπως οι επιθέσεις των Γενουατών το 1330 και των Μαμελούκων το 1426, αλλά και οι σεισμοί του 1439. Έτσι, όπως τεκμηριώνεται μέσα από τις πηγές, η εικόνα της Λεμεσού την περίοδο αυτή είναι εικόνα παρακμής. Η πόλη φαίνεται ότι είχε χάσει ολότελα το αστικό της καθεστώς πριν από την έναρξη της ενετικής διακυβέρνησης. Πηγές από τα έτη 1540 και 1550 εκτιμούν ότι ο πληθυσμός της Λεμεσού ήταν περίπου 500 με 600 ψυχές, ενώ έγγραφο της απογραφής του πληθυσμού της Κύπρου του έτους 1563 αναφέρει ότι οι κάτοικοι" της ανέρχονταν στους 800. Σχετικά με τις καλλιέργειες ζαχαροκάλαμου και την παραγωγή ζάχαρης, η γειτονική με την Λεμεσό Επισκοπή αποτελούσε και επί βενετοκρατίας το κύριο κέντρο καλλιέργειας και παραγωγής. Στην περιοχή Λεμεσού υπήρχε μεγάλη παραγωγή και εξαγωγή χαρουπιών, καθώς και καλλιέργειες από βαμβάκι.
Ο ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 1491 ΚΑΙ Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΤΟ 1539
Σημαντική χρονολογία, τόσο για την ιστορία της πόλης της Λεμεσού όσο και για την ιστορία της μεγαλονήσου, αποτελεί η 24η Απριλίου 1491, ημερομηνία κατά την οποία έγινε ένας από τους πιο καταστροφικούς σεισμούς που έπληξαν ποτέ την Κύπρο. Στον καταστροφικό αυτό σεισμό αναφέρονται τόσο οι περιηγητές και οι χρονογράφοι όσο και κάποια βενετικά έγγραφα, καθώς και κάποιες χρονογραφικές σημειώσεις σε κυπριακά χειρόγραφα. Ο ιερέας της Κοφίνου παπά Αθανάσιος Φόρης σημείωσε στην αρχή ενός κώδικα τις καταστροφές που προκάλεσε ο σεισμός στην Κύπρο και όσον αφορά τη Λεμεσό γράφει ότι καταστράφηκε ο θόλος της Καθολικής εκκλησίας Λεμεσού, που ήταν αφιερωμένος στον ζωοδότη Σταυρό. Φαίνεται ότι μετά την καταστροφή της από το σεισμό η εκκλησία αυτή δεν ξανακτίστηκε. Εξάλλου η σημερινή Καθολική Λεμεσού, που είναι σύγχρονη, είναι αφιερωμένη στην Παναγία. Επιτύμβια μαρτυρία του 13ου αιώνα βεβαιώνει ότι στη θέση της σημερινής Παναγίας της Καθολικής υφίστατο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους μοναστήρι Φραγκισκανών, στη θέση του οποίου κτίστηκε άλλη εκκλησία τον 16ο αιώνα.
Ένα άλλο επίσης έγγραφο, που προέρχεται από το Κρατικό Αρχείο του Μιλάνου και αναφέρεται στις καταστροφές του μεγάλου σεισμού, γράφει ότι στη Λεμεσό καταστράφηκε ο πύργος και το φρούριο, το κάστρο δίπλα στη θάλασσα, καθώς και όλα τα σπίτια και οι εκκλησίες της πόλης. Ο περιηγητής Dietrich von Schachten από την Έσση που έφθασε στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1491 γράφει στο οδοιπορικό του για το σεισμό και αναφέρεται και στη Λεμεσό την οποία έτυχε να επισκεφθεί δύο φορές, μία κατά το ταξίδι του στους Αγίους Τόπους και μία άλλη κατά την επιστροφή του, όπου τότε μάλιστα αναγκάστηκε να παραμείνει στο νησί σχεδόν ένα μήνα.
Όταν έφθασε πρώτη φορά στη Λεμεσό, τον Ιούλιο του 1491, έγραψε σχετικά: «Η Λεμεσός ήταν κάποτε μια ωραία πόλη, αλλά τώρα μοιάζει με χωριό. Διαθέτει, όμως, ένα ισχυρό φρούριο στη θάλασσα, τμήμα του οποίου έχει καταστρέψει ο σεισμός. Από τον ίδιο σεισμό επίσης, επειδή το έδαφος έχει χωριστεί στα δύο, καταστράφηκαν πολλές εκκλησίες και κατοικίες, καθώς επίσης και η κατοικία του επισκόπου». Τις ίδιες πληροφορίες μάς δίνουν επίσης και άλλοι περιηγητές, μεταξύ αυτών ο Μιλανέζος ιερέας Pietro Casola, ο Γερμανός ευγενής Alexander von Zweibrucken, και άλλοι. Ο πρώτος, σημειώνει για τα σπίτια της Λεμεσού: «Οι κάτοικοι της πόλης δεν ξοδεύουν πολλά χρήματα για να καλύψουν τις κατοικίες τους, γιατί χρησιμοποιούν για αυτές πράσινα κλαδιά ή καλάμια». Ο δεύτερος, γράφει ότι η πόλη δεν διαθέτει σπίτια παρά μόνο μικρές καλύβες, όπου κατοικούν φτωχοί άνθρωποι. Τα παραπάνω μαρτυρούν μάλλον τις καταστροφές που προκάλεσε ο σεισμός, τόσο στα σπίτια όσο και στις εκκλησίες. Μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1491 η Λεμεσός δέχθηκε επίθεση και υπέστη καταστροφές από τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια του βενετοτουρκικού πολέμου των ετών 1537-1540. Η επίθεση αυτή συνέβηκε στις 14 Μαΐου του 1539. Σύμφωνα με την αναφορά του Βενετού καπετάνιου Αμμοχώστου, Andrea Dandolo, οκτώ πολεμικά πλοία (fuste) λεηλάτησαν τις Αλυκές (Λάρνακα) και τη Λεμεσό όπου, αφού πρώτα κατέλαβαν το κάστρο της πόλης, στη συνέχεια το έκαψαν.
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Οι περιηγητές συνεχίζουν να αποκαλούν τη Λεμεσό χωριό και να σημειώνουν ότι κάποτε ήταν σπουδαία πόλη, καθόλο το διάστημα της βενετοκρατίας. Ο Le Saige, έμπορος μεταξιού από το Douai, έφθασε στη Λεμεσό το 1518, και την αποκαλεί χωριό που γειτνιάζει με τη θάλασσα και μοιάζει σαν να μην έχει λιμάνι. Στη συνέχεια γράφει ότι η Λεμεσός έχει ισχυρό φρούριο και η ίδια κάποτε ήταν μια πόλη μεγάλη και οχυρωμένη. Ακόμα και αυτό το κρασί της Λεμεσού, που οι άλλοι ταξιδιώτες εκθειάζουν, δεν άρεσε στον Le Saige όταν το δοκίμασε, γιατί, όπως σημειώνει, μύριζε πίσσα, την οποία οι παραγωγοί συνήθιζαν να βάζουν στα πιθάρια τους, όπου το αποθήκευαν. Την καταστροφή του κάστρου της Λεμεσού από τους Οθωμανούς το 1539 αναφέρει και ο Άγγλος περιηγητής John Locke στο ταξιδιωτικό του, όταν επισκέφθηκε την πόλη το 1552. Αυτή η πόλη, γράφει, είναι κατεστραμμένη και τίποτα αξιόλογο δεν έχει να επιδείξει εκτός από το φρούριο της. Όμως και αυτό, συνεχίζει, παρουσιάζει τώρα εικόνα παρακμής και ένα τμήμα του είναι ερειπωμένο, γιατί καταστράφηκε εδώ και 10 ή 12 χρόνια από τους Τούρκους. Ο Locke εντυπωσιάστηκε κατά την επίσκεψη του στην αγορά της Λεμεσού. Εκεί αντίκρυσε πρώτη φορά, όπως γράφει, σμήνος ακρίδες, που ταλάνιζαν την Κύπρο πολύ συχνά εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια αναφέρεται στον τρόπο που οι χωρικοί της περιοχής της Λεμεσού προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τις ακρίδες που κατέστρεφαν τις εσοδείες.
Μία ιστορική είδηση από βενετικό έγγραφο του 1491 που αφορά στη Λεμεσό αποδεικνύει ότι η παρακμή της πόλης είχε ήδη επισυμβεί πριν από τον μεγάλο καταστροφικό σεισμό, που και αυτός, ασφαλώς, επιδείνωσε την όλη κατάσταση. Το 1491, η Κοινότητα Αμμοχώστου, με πρέσβη τον Ιωάννη Ανδρεούτση, υπέβαλε μεταξύ άλλων αιτημάτων στη Γαληνότατη και το αίτημα για διαμεσολάβηση της Αυθεντίας στην Αγία Έδρα, ώστε να ενωθεί η Λατινική επισκοπή της Λεμεσού με εκείνην της Αμμοχώστου. Η κοινότητα υποστήριξε ότι η επισκοπή Λεμεσού βρισκόταν σε μεγάλη οικονομική ένδεια και η πόλη της Λεμεσού είχε καταντήσει ένα χωριό, που δεν δικαιολογούσε την ύπαρξη λατίνου επισκόπου. Μια άλλη ιστορική είδηση, που προέρχεται και αυτή από βενετική πηγή του 1507, μάς πληροφορεί ότι το αρχαίο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη de Monfort, που βρίσκεται στη Λευκωσία και έχει ετήσιο εισόδημα 200 δουκάτα, είχε παραχωρηθεί από το βασιλιά Ιάκωβο Β' στον επίσκοπο Λεμεσού Αντώνιο de Cucanea και ακολούθως στους διαδόχους του, οι οποίοι φρόντιζαν μόνον να ιδιοποιούνται τα εισοδήματα του και το άφησαν να περιέλθει σε παρακμή και εγκατάλειψη.
ΕΚΛΟΓΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Μια άλλη ιστορική είδηση, που αφορά στην πόλη της Λεμεσού και προέρχεται από ανέκδοτο βενετικό έγγραφο του 1567, αναφέρεται στην εκλογή ορθόδοξου επισκόπου Λευκάρων, επισκόπου δηλαδή Λεμεσού. Το Σεπτέμβριο του 1567 επίσκοπος Λεμεσού (vescovo di Limisso) εξελέγη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, ο παπά Ιωάννης, οικονόμος της εκκλησίας της Παναγίας της Οδηγήτριας Λευκωσίας. Σε βενετικό έγγραφο του 1546 επικυρώνεται η εκλογή του παπά Ιωάννη Σμερλίνο ως επισκόπου Λευκάρων και Λεμεσού (di Lefcara e Limisso) και επίσης σε ένα άλλο του 1548 η εκλογή του Στέφανου Φλαγκή.
Το1521, ένα από τα αιτήματα που υπέβαλαν οι πρέσβεις της κοινότητας της Λευκωσίας στην Αυθεντία αφορούσε στους παροίκους που εγκατέλειπαν συνέχεια το νησί, γεγονός που ζημίωνε τόσο το Δημόσιο Ταμείο όσο και τους φεουδάρχες, επειδή ακριβώς δεν εφαρμόζονταν τα σχετικά μέτρα και οι ποινές που είχαν θεσπιστεί. Ιδιαίτερα τα δύο μεγάλα και ισχυρά χωριά στη Λεμεσό, η Επισκοπή των Κορνάρων και το Κολόσσι της Μεγάλης Κομανταρίας, προσέφεραν καταφύγιο στους φυγάδες παροίκους του νησιού, γι' αυτό η Κοινότητα ζητούσε από την Αυθεντία να ενεργήσει ώστε τα παραπάνω χωριά να μην προσφέρουν άσυλο στους παροίκους και οι τελευταίοι να αποβάλουν την τάση φυγής. Ένα άλλο αίτημα της ίδιας πρεσβείας αφορούσε και πάλι στη Λεμεσό και με αυτό η Κοινότητα ζητούσε να οριστεί ξανά η πόλη, μαζί με την Πάφο, τόπος παράδοσης του αλατιού στους χωρικούς. Όλοι οι χωρικοί, από 15 χρόνων και άνω, πλήρωναν από παλαιότερα ένα βυζάντιο για να έχουν το δικαίωμα να παίρνουν ανάλογη ποσότητα ψιλό αλάτι, που προς εξυπηρέτηση τους παραδιδόταν αλεσμένο στη Λεμεσό ή στην Πάφο. Επειδή από μια περίοδο και μετά η συνήθεια της παράδοσης του αλατιού στις πιο πάνω πόλεις δεν εφαρμοζόταν, οι χωρικοί των επαρχιών αναγκάζονταν να διανύσουν απόσταση εξήντα με ογδόντα μιλίων για να μεταβούν στις Αλυκές. Το Κολλέγιο αποφάσισε όπως η βενετική διοίκηση στην Κύπρο αποστέλλει δια θαλάσσης στη Λεμεσό και στην Πάφο την αναγκαία ποσότητα αλατιού για την εξυπηρέτηση των κατοίκων.
Όπως αναφέρεται σε αίτημα της κοινότητας Λευκωσίας προς τη Βενετία το 1559, ο αρχιεπίσκοπος και οι Λατίνοι επίσκοποι συνήθιζαν κατά την βενετική περίοδο να μισθοδοτούν δύο δασκάλους των γραμμάτων και της θεολογίας για να διδάσκουν τους υφιστάμενους τους καθώς και άλλα πρόσωπα. Επειδή όμως η συνήθεια αυτή σταμάτησε να εφαρμόζεται, πολλά άτομα εγκατέλειπαν τις εκκλησίες και άρχισαν να πηγαίνουν στο εξωτερικό για να σπουδάσουν. ΓΓ αυτό, στο προαναφερθέν αίτημα, ζητείται από την Αυθεντία να δώσει εντολή στη βενετική διοίκηση του νησιού να παρέμβει, ώστε να διατίθεται κάθε χρόνο ένα ποσό από τα εισοδήματα του αρχιεπισκόπου και των επισκόπων της Πάφου και της Λεμεσού για τη μισθοδοσία ενός ή δύο δασκάλων.
ΛΕΜΕΣΟΣ: Η ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Μία ενδιαφέρουσα και σπάνια πληροφορία για τη Λεμεσό αναφέρεται στα Ημερολόγια του σπουδαίου Βενετού χρονογράφου Marino Sanuto το 1533. Σύμφωνα με επιστολή του τότε Βενετού τοποτηρητή και μετέπειτα δόγη, Marco Antonio Trevisan, επειδή οι ορθόδοξοι επίσκοποι (vescovi greci) Πάφου και Λεμεσού είχαν πεθάνει, έπρεπε να διενεργηθούν εκλογές για πλήρωση των επισκοπών. Έτσι, για την Πάφο εξελέγη επίσκοπος ο Νικόλαος Mortato και για τη Λεμεσό, ο πρωτόπαπας της Αγίας Οδηγήτριας Λευκωσίας, Πέτρος Generin. Η σημασία όμως αυτής της ιστορικής είδησης έγκειται στο ότι η Λεμεσός απαντάται στη συγκεκριμένη πηγή ως Bericaria, γεγονός που μαρτυρεί ότι η ανάμνηση της άφιξης του Άγγλου βασιλιά στη Λεμεσό κατά την Τρίτη Σταυροφορία, καθώς και η τέλεση των γάμων του με τη Βερεγγάρια το 1192, υπήρξε πολύ ισχυρή, ώστε η πόλη της Λεμεσού να αποκαλείται σε ένα τέτοιο βενετικό κείμενο, Βερεγγάρια. Εξ' όσων γνωρίζω δεν υπάρχει άλλη πηγή, παλαιότερη ή νεώτερη, στην οποία να απαντάται η Λεμεσός με την ονομασία Βερεγγάρια.
ΕΛΑΦΡΥ ΙΠΠΙΚΟ (STRADIOTI) ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΧΗ ΛΕΜΕΣΟΥ
Από τα μέσα του 15ου αιώνα, στο πλαίσιο των πολεμικών αναγκών της για τη συγκρότηση ελαφρού ιππικού, η Γαληνότατη Δημοκρατία προσελάμβανε
μισθοφόρους πολεμιστές, γνωστούς στις βενετικές πηγές ως stradioti, λέξη που προέρχεται από την ελληνική λέξη στρατιώτης. Ήδη από την εποχή της βενετικής προστασίας στην Κύπρο, από το 1473 δηλαδή, είχε αποσταλεί από αποικίες της Βενετίας ελαφρύ ιππικό στο νησί για την καλύτερη άμυνα του. Το ελαφρύ ιππικό αποτελούσαν κυρίως εξελληνισμένοι Αλβανοί, Ελληνοαλβανοί δηλαδή, οι stradioti, όπως ήδη προαναφέραμε. Οι ιππείς αυτοί στρατολογήθηκαν κυρίως από ελληνικές περιοχές που αποτελούσαν κτήσεις των Βενετών. Οι stradioti υπήρξαν γενναίοι πολεμιστές, ορμητικοί και φοβεροί στις συγκρούσεις, τέλειοι γνώστες της ιππευτικής, ανθεκτικοί στις κακουχίες, λιτοδίαιτοι και, τέλος, πιστοί σε αυτούς που υπηρετούσαν. Αργότερα, κυρίως το 1540, μετά την πτώση της Μονεμβασίας και του Ναυπλίου στα χέρια των Τούρκων, πολλοί εγκαταστάθηκαν με τις οικογένειες τους στην Κύπρο. Τους παραχωρήθηκαν τότε επίσης κτήματα στην περιοχή Πωμού και Τηλλυρίας, καθώς και ένα χωριό στην περιοχή Αμμοχώστου, το οποίο σήμερα δεν υφίσταται πλέον, απαντάται όμως στα βενετικά έγγραφα και στην προφορική παράδοση της περιοχής του χωριού Αυγόρου. Όπως μαρτυρείται στην έκθεση του Domenigo Trevisan, Βενετού καπετάνιου Αμμοχώστου, η Λεμεσός, καθώς και η γύρω περιοχή, είχε το 1560 ισχυρή ακτοφρουρά από stradioti. Από την ίδια πηγή πληροφορούμαστε ότι υπεύθυνος για τη φρούρηση της με 50 ιππείς σε αυτή την ίδια τη Λεμεσό ήταν ο διοικητής (capitano) Δημήτριος Μάνεσης, γόνος σπουδαίας οικογένειας stradioti με καταγωγή από το Ναύπλιο. Στις ακτές, επίσης, της Λεμεσού υπηρετούσε ως διοικητής ο Ανδρέας Ροντάκης με 29 ιππείς και στο Βασιλοπόταμο ο συγγενής του, Κόντος Ροντάκης, με 19 ιππείς. Ο Κόντος Ροντάκης έπεσε το 1571 κοντά στην Αμμόχωστο σε ενέδρα εναντίον των Τούρκων. Στον άνισο εκείνο πόλεμο μεταξύ των υπερασπιστών της Κύπρου και των ορδών του Λαλά Μουσταφά το 1570-1571, υπερασπίσθηκαν ή έχασαν τη ζωή τους και άλλα μέλη της ιδίας οικογένειας. Εξάλλου, στην γειτονική Αυδήμου, τα παράλια φρουρούσε ο διοικητής Ανδρέας Κουρτέσης με 27 ιππείς. Ο Κουρτέσης βρισκόταν ακόμη το 1570 στην Κύπρο, και ως καπετάνιος ανέλαβε μαζί με άλλους την υπεράσπιση της Λευκωσίας. Την επιδεξιότητα των stradioti στην κονταρομαχία παρατήρησε ο Γάλλος κληρικός Denis Possot όταν επισκέφθηκε το 1532 την Κύπρο. Στο πανηγύρι του Αγίου Ιωάννη, στη Λεμεσό, είδε σε μια κονταρομαχία, όπως γράφει, τους πιο επιδέξιους κονταρομάχους και τα πιο εκπαιδευμένα άλογα, το δε βραβείο κέρδισε ένας Αλβανός stradioto.
ΣΧΕΔΙΟ ΤΩΝ ΒΕΝΕΤΩΝ ΓΙΑ ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
Αναφορικά με τις οχυρώσεις της Κύπρου, ενώ η βενετική διοίκηση έδειξε ιδιαίτερη φροντίδα και δαπάνησε υψηλά ποσά για την επισκευή των οχυρώσεων της Αμμοχώστου και της Κερύνειας και στην πρωτεύουσα κατασκεύασε, σύμφωνα με το προμαχωνικό σύστημα, νέα οχύρωση, αντιθέτως, δεν έδειξε την ίδια προσοχή για το φρούριο της Λεμεσού, τους δύο πύργους που φρουρούσαν το λιμάνι της Πάφου, καθώς και τα φρούρια του Πενταδάκτυλου. Εντούτοις, το 1540 η βενετική Σύγκλητος απέστειλε στην Κύπρο τον Alvise da Ponte να διερευνήσει την περιοχή Λεμεσού και να ετοιμάσει έκθεση για το κατά πόσο θα μπορούσε να οικοδομηθεί εκεί ένα φρούριο. Το 1558, έπειτα από αίτημα της κοινότητας της Λευκωσίας προς τις βενετικές αρχές που ισχυρίζονταν ότι σε καιρούς έκτακτης ανάγκης η Αμμόχωστος δεν θα ήταν ικανή να προσφέρει άμυνα σε όλους, ετοιμάσθηκε ένα σχέδιο για οικοδόμηση μεγάλου φρουρίου στις νότιες ακτές της Κύπρου. Τότε, ο επιφανής στρατιωτικός μηχανικός Ιωάννης Ιερώνυμος Sanmicheli, προγραμμάτισε να οικοδομήσει στη Λεμεσό, σύμφωνα με σχέδιο Βενετών εμπειρογνωμόνων, μία οχύρωση με δώδεκα προμαχώνες. Η οχύρωση θα είχε περίμετρο τρία μίλια και προβλεπόμενο ύψος δαπάνης 100,000 δουκάτα. Το έργο τελικά δεν πραγματοποιήθηκε και ο ίδιος ο Sanmicheli πέθανε από ελώδη πυρετό στην Αμμόχωστο το επόμενο έτος. Στα Κρατικά Αρχεία Βενετίας σώζεται έκθεση του, στην οποία καταγράφονται οι δυσκολίες τις οποίες, όπως έγραφε, θα αντιμετώπιζε για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου έργου.
ΔΙΟΙΚΗΤΕΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΕΠΙ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
Στα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας, λόγω της μεγάλης σημασίας της, η Αμμόχωστος ήταν υπό τη διοίκηση ενός Ενετού καπετάνιου. Για στρατιωτικούς λόγους αποστέλλονταν, επίσης, Ενετοί διοικητές στην Κερύνεια και την Πάφο, όπου υπήρχαν φρούρια, και στις Αλυκές, για τη μεγάλη οικονομική σημασία τους. Όλες οι άλλες επαρχίες είχαν Κύπριους διοικητές.
Η Λεμεσός, παρόλο που βρισκόταν σε παρακμή, συνέχισε να έχει μια κάποια σημασία, αφού διέθετε ένα μικρό λιμάνι που εξυπηρετούσε την τοπική και κάποτε τη διεθνή ναυτιλία, ένα μισοερειπωμένο κάστρο, και ίσως ένα ένδοξο παρελθόν. Για το λόγο αυτό διοριζόταν σε αυτήν ένας κυβερνήτης με τον τίτλο του καπετάνιου, από τους ευγενείς της Λευκωσίας, που είχε και στρατιωτική εξουσία. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1505 διοικητής Λεμεσού υπήρξε ο Νικόλαος Συγκλητικός, μέλος της οικονομικά εύρωστης οικογένειας των Συγκλητικών της Κύπρου. Ο Νικόλαος Συγκλητικός ήταν φεουδάρχης και έμπορος, κυρίως βαμβακιού, το οποίο διοχέτευε στις αγορές της Βενετίας. Ο αδελφός του, Ευγένιος, ο πλουσιότερος ίσως Κύπριος στις αρχές του 16ου αιώνα και κόμης Rocca, υπήρξε ο κτήτορας της εκκλησίας και του μοναστηριού του Αγίου Μάμαντος Μόρφου. Ως διοικητής Λεμεσού υπηρέτησε το 1509 και ο Πέτρος Ποδοκάταρος. Επίσης σε ανέκδοτο έγγραφο των Κρατικών Αρχείων Βενετίας ως διοικητής Λεμεσού μνημονεύεται ο Cesare Ficardo.
ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΤΟ 1570
Η Κύπρος ζούσε κάτω από την μόνιμη απειλή των Οθωμανών, των οποίων η ισχύς αυξανόταν συνεχώς, αφού σιγά-σιγά οι βενετικές κτήσεις, η μία μετά την άλλη, περνούσαν υπό την εξουσία τους. Μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Οθωμανούς το 1518, στην οποία η Κύπρος ήταν φόρου υποτελής από το 1426, συνέχισαν και οι Βενετοί να καταβάλλουν το φόρο υποτελείας στους Οθωμανούς, πολύ συχνά δε, αντιμετώπιζαν τις απειλές τους. Το 1570 ο σουλτάνος Σελίμ Β', ζήτησε με απεσταλμένο στη Βενετία να του παραδοθεί η Κύπρος, απειλώντας μάλιστα ότι σε περίπτωση άρνησης θα κηρύξει πόλεμο εναντίον της Γαληνότατης για να καταλάβει το νησί. Ακολούθησε ο γνωστός πόλεμος της Κύπρου, που διήρκεσε από το 1570 έως το 1571, μέχρι και την κατάληψη της Αμμοχώστου, οπότε περνώντας η Κύπρος στην εξουσία των Τούρκων κατέληξε από βασίλειο να γίνει επαρχία του ανατολικού τμήματος τού οθωμανικού κράτους. Οι πρώτες επιθέσεις των Τούρκων για κατάληψη της Κύπρου έπληξαν τη Λεμεσό. Ο στόλος των Τούρκων αποβιβάστηκε πρώτα στη Λάρα της Πάφου και ακολούθως στο Κάβο Γάτα, στη Λεμεσό. Αφού πρώτα λεηλάτησαν το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου των Γάτων, το έκαψαν στη συνέχεια και προχώρησαν στη Λεμεσό προκαλώντας καταστροφές, τόσο στην πόλη όσο και σε τρία γειτονικά χωριά. Ο διοικητής του ελαφρού ιππικού Πέτρος Ροντάκης έσπευσε, μαζί με τους stradioti του, να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Προτού οι Τούρκοι διαφύγουν για να συνεχίσουν την πορεία τους προς τις Αλυκές, δέχθηκαν την επίθεση του Ροντάκη και των ιππέων του, που κατόρθωσαν να φονεύσουν αρκετούς, ενώ άλλους τους συνέλαβαν αιχμαλώτους και τους έστειλαν στην πρωτεύουσα διαβιβάζοντας ταυτόχρονα στη βενετική διοίκηση αναφορά για ό,τι είχε συμβεί. Ο γνωστός Θρήνος της Κύπρου για την άλωση της από τους Τούρκους, ο οποίος αποδίδεται στον Σολομώντα Ροδινό, πατέρα του Νεοφύτου Ρόδινου από την Ποτάμιου της Λεμεσού, διέσωσε το παραπάνω επεισόδιο:
Ήλθασιν και 'ραχτήκασιν ως κάτω στ' Ακρωτήριν
και έβγησαν και 'κάψασιν εκεί το μοναστήριν
τον Άγιον Νικόλαον, οπού 'ταν φροντιστήριν
[που] 'τάγιζεν ξένους και φτωχούς και όλον το παναγύριν.
Αρμένισεν και 'γύρισεν την Λεμεσόν να πιάση
Και ο Ροντάκης βιστουρά και φεύγει πού να φθάσει...
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Β. Arbel, "Cypriot Population under Venitian Rule (1473-1571): A Demographic Study", Μελέται και Υπομνήματα, 1, Λευκωσία 1984, 183-215.
Β. Arbel, «Η Κύπρος υπό ενετική κυριαρχία», Ιστορία της Κύπρου, Μεσαιωνικόν Βασίλειον Ενετοκρατία, τ. Δ', Α', Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ', έκδ. θ. Παπαδόπουλλος, Λευκωσία 1995, σσ. 445-536.
F. Bustron, Historia, overo commentarii de Cipro. Chronique de I'JIe de Chypre,έκδ. Rene de Mas Latrie, Collection de documents inedits sur I'histoire de
France, Melanges historiques, Choix de documents. , Παρίσι 1886.
France, Melanges historiques, Choix de documents. , Παρίσι 1886.
C. D. Cobham, Excerpta Cypria. Materials for a History of Cyprus, Cambridge
1908.
1908.
W. H. Rudt de Collenberg, "Les premiers Podocataro. Recherches basees sur le testament de Hugues (1452)", Θησαυρίσματα 23 (1993), 130-182.
G. Grivaud, Excerpta Cypria Nova I, Voyageurs occidentaux a Chypre au XVeme
siecle, Πηγές και Μελέτες της Κυπριακής Ιστορίας, XV, Λευκωσία 1990.
siecle, Πηγές και Μελέτες της Κυπριακής Ιστορίας, XV, Λευκωσία 1990.
G. Grivaud-N. Patapiou, P. Valderio, La guerra di Cipro, Πηγές και Μελέτες της
Κυπριακής Ιστορίας, XXII, Λευκωσία 1996. Ο Enlart, L'art gothique et la Renaissance en Chypre, HI, Παρίσι 1899. G. Hill, A History of Cyprus, ll-lll, Cambridge 19522.
D. Jacoby, «Το εμπόριο και η οικονομία της Κύπρου (1191-1489)», Ιστορία της
Κύπρου, ό.π. σσ. 387-454.
Κύπρου, ό.π. σσ. 387-454.
Α. Manno, "Politica e architettura militare: le difese di Venezia (1557-1573)", Studi
Veneziani, N. S. XI, 1986, 91-139. L. Makhairas, Recital concerning the Sweet Land of Cyprus entitled 'Chronicle',
έκδ. R. M. Dawkins, HI, Οξφόρδη 1932. Σίμος Μενάρδος, Τοπωνυμικοί και Λαογραφικοί Μελέται, Δημοσιεύματα του
Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IV, Λευκωσία 1970. θ. Παπαδόπουλλος, «Ο θρήνος της Κύπρου», Κυπριακοί Σπουδαί, ΜΔ, Λευκωσία
1980, 1-78.
Ν. Παταπίου, «Η κάθοδος των Ελληνοαλβανών stradiodi στην Κύπρο (ΙΣΤ' αι.)», Επετηρίδα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXIV, Λευκωσία 1998,161-209.
Ν. Παταπίου, «Η οικογένεια των stradioti Μαυρέση και η Κύπρος», Κυπριακοί Σπουδαί, ΞΔ-ΞΕ, 2001-2002, Λευκωσία 2003, 235-257.
Γ. Πλουμίδης, Κανονισμοί της Νήσου Κύπρου (1507-1522), Δωδώνη, Παράρτημα αρ. 32, Ιωάννινα 1987.
J. Richard, "Guy d' Ibelin, Ο. P., eveque de Limassol et I'inventaire de ses biens", Bulletin de correspondence hellenique, LXXIV, 1950, 98-133.
J. Richard, Documents des archives du Vatican (XlVe etXVe siecles), Παρίσι 1962.
J. Richard, Le livre des remembrances de la secrete du royaume de Chypre (1468-1469), Πηγές και Μελέτες της Κυπριακής Ιστορίας, Χ, Λευκωσία 1993.
Μ. Sanuto, / diarii, έκδ.Ε Stefani, Βενετία 1879-1903,1-LVIII.
θ. Σταυρίδης, «Ο σεισμός του 1491 στην Κύπρο», Επετηρίδα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXIV, Λευκωσία 1998, 125-144.
Archivio di Stato di Venezia, Senato Deliberazioni, Mar, Secreta, Misti. Civico museo Correr, Z. Falier, Relazioni della presa di Nicosia, ms Cicogna 3596/22.
Civico Museo Correr, ms. Dona dalle Rose, n. 45.
Civico museo Correr, Z. Falier, Due lettere di Zuan Falier, ms Cicogna 3596/18.