Από την εφημερίδα "Φωνή της Λεμεσού"
Κουμπαριές σε πλειστηριασμό, δώρα και ποτά
Μπήκαμε πλέον στο τέλος προεκλογικής περιόδου για τις βουλευτικές της προσεχούς Κυριακής 22 Μαΐου και οι αντιπαραθέσεις, οι αντεγκλήσεις, οι κονταρομαχίες ( εν μέρει και κοκορομαχίες) των κομμάτων δίνουν και παίρνουν. Ενώ από την άλλη οι υποψήφιοι με κάθε τρόπο και κάθε μέσο (ακόμα και με τσάντες Λουί Βιτόν σε συγκεντρώσεις γυναικών!) προσπαθούν να επιτύχουν την πολυπόθητη εκλογή τους αδιαφορώντας συνήθως αν θα φέρουν ψήφους στο κόμμα, αρκούμενοι να ψαρεύουν σταυρούς από τις «σίγουρες» ψήφους του κομματικού καλαθιού.
Οι βουλευτικές και κυρίως όμως οι δημοτικές εκλογές σε άλλες εποχές στη Λεμεσό αποτελούσαν πάντα αφορμή για να ανάψουν τα αίματα, να εξαφτούν τα πνεύματα και να αποτελέσουν αφορμή και «ευκαιρία» για φανατικούς καυγάδες ακόμα και διχασμούς.
Η δεκαετία του ’20 ήταν μέσα σε αυτό το κλίμα με αφορμή τα δημαρχιακά, όπως είδαμε ήδη και στην Ιστορία των Δημάρχων της Λεμεσού και το έργο τους, της οποίας τη συνέχεια διακόψαμε λόγω της «έκτακτης επικαιρότητας», δηλαδή τις βουλευτικές εκλογές.
Η δεκαετία αυτή που ανήκε ουσιαστικά στον Δήμαρχο Αλέκο Ζήνωνος, με αντίπαλο του τον Χριστόδουλο Χατζηπαύλου υπήρξε μια δεκαετία ερίδων και διχασμών των λεμεσιανών. Που κατέληγαν σε αγωγές στα δικαστήρια των δύο μονομάχων και ακυρώσεις εκλογών. Μια μεγάλη ιστορία που δεν μας παίρνει τώρα ο χώρος να διηγηθούμε με λεπτομέρεια και θα επανέλθουμε σ αυτή όταν ξαναρχίσουμε την Ιστορία των Δημάρχων. Απλώς νύξεις θα κάνουμε.
Στις εκλογές του 1930 χάνει τελικά την δημαρχία ο Αλέκος Ζήνωνος για να τον διαδεχθεί ο Χριστόδουλος Χατζηπαύλου και να παραμείνει κι αυτός για δεκατρία χρόνια (1930-1943) στη δημαρχία και με τη σειρά του να την παραδώσει στον Πλουτή Σέρβα και την αριστερά η οποία για πρώτη φορά ανέρχεται στα δημοτικά πράγματα της πόλης.
Η εφημερίδα της Λεμεσού «ΧΡΟΝΟΣ» της 21η Φεβρουαρίου 1930 δια χειρός του εκδότη του Δημ. Δημητριάδη-Ντόριαν δίνει μια μικρή μόνο γεύση του όλου κλίματος.
Να αναφέρουμε παρεμπιπτόντως ότι ο Ντόριαν ήτο φανατικός οπαδός του Χατζηπαύλου και παρά την προσπάθεια του να φανεί, όπως λέει στη τελευταία παράγραφο, «δίκαιος και αμερόληπτος από δημοσιογραφικό καθήκον» δεν τα πολυκαταφέρνει…
Γράφει λοιπόν ο Ντόριαν κάτω από τον τίτλο «ΑΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΥΣΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΑΙ ΕΚΛΟΓΑΙ»:
«Η λήξις της θητείας του υφισταμένου Δημ. Συμβουλίου της πόλεως μας είναι ήδη εγγύς. Εντός ολίγου συμπληρούται μία τριετία , αφ’ ής το παρόν Δημοτικό, συμβούλιον ανέλαβε την διαχείρησιν των δημοτικών πραγμάτων και μία ολόκληρος εννεαετία αφ’ ής ημέρας ο νυν δήμαρχος προεδρεύει και κρατεί εις χείρας του την αρχήν και την διεύθυνσιν του Δήμου. Εάν κατά τας ημέρας αυτάς η πόλις εδεικνύετο ήρεμος και ατάραχος, εάν εκ μέρους των πολιτών δεν παρετηρείτο η παρατηρουμένη σήμερον ζωηρά δυσφορία και εξέγερσις κατά του νυν καθεστώτος, θα εσήμαινε τούτο βεβαίως, ότι η λήξασα δημαρχειακή περίοδος, υπήρξεν άκρως ικανοποιητική εις τας αξιώσεις των και ανταποκρίθη πλήρως εις την εντολήν των.
Αλλ’ η πόλις δεν ηρεμεί σήμερον. Η ανησυχία της και η ογκούμενη βαθμηδόν εξέγερσις της, ήτις θα την οδηγήση εις τον προσεγγίζοντα εκλογικόν σάλον, δεν μαρτυρεί καθόλου ούτε την ικανοποίησιν της αλλ’ ούτε την αναγνώρισιν και επιβράβευσιν μιας εργασίας, ήτις εγένετο και κατ’ εντολήν της και εξ ονόματος της. Μαρτυρεί τουναντίον την ζωηράν επιθυμίαν της και την σιδηράν της θέλησιν να δώση εν τέρμα εις μίαν κατάστασιν, η οποία δεν πρέπει να εξακολουθήση, και να σημειώση ένα σταθμόν εις μίαν βασιλείαν η οποία πρέπει να πέση. Την βασιλείαν μιάς δημαρχείας με την σαθράν βάσιν, ήτις δεν είναι δυνατόν αλλ’ ούτε πρέπει να στηρίξη ΠΛΕΟΝ.
Εν τη τελέσει του δημοσιογραφικού μας καθήκοντος ας φανώμεν δίκαιοι, προς την πόλιν και προς τους διαχειριστάς των δημοτικών πραγμάτων της παρελθούσης χρήσεως. Αντικειμενικώς, αμερολήπτως και δικαίως ας εξετάσωμεν την επιτελεσθείσαν εργασίαν κατά το διαρρεύσαν διάστημα. Είναι τούτο μία υποχρέωσις την οποίαν έχομεν και ως πολίται και ως όργανα της δημοσίας γνώμης, ήτις πρέπει να καθοδηγή και να μορφωθή επί τη βάσει ενός όλως ανεξαρτήτου και δικαίου ελέγχου, τον οποίον θα αναλάβωμεν από του προσεχούς μας φύλλου.»
Όμως ας δούμε τις εκλογικές αυτές αναμετρήσεις εκείνης της εποχής και από μια άλλη σκοπιά. Την αριστερή δηλαδή, όπως μας την δίδει το τότε στέλεχος του νεοϊδρυθέντος Κουμμουνιστικού Κόμματος της Κύπρου, ο συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Λέφκης στο βιβλίο του «Οι Ρίζες» και κάθε παρομοίωση με το σήμερα γίνεται με δική σας ευθύνη…. (διατηρούμε την ιδιόμορφη γραφή του):
«Πολί πριν οριστεί από την Κυβέρνηση η μέρα που θα γίνουνταν οι δημοτικές εκείνες εκλογές (σημ. του 1926), η αστική τάξη της Λεμεσού χωρισμένη σε διό φανατικά αντίπαλες μερίδες που η καθεμιά ήθελε να μπάσει δικούς της ανθρώπους στο Δημαρχείο και που η μια υποστήριζε τον παλιό δήμαρχο δικηγόρο Αλέκο Ζήνωνα κ' η άλλη το βιομήχανο Χριστόδουλο Χατζηπάβλου, είχε αμολήσει τους μπράβους της σ' ένα ξέφρενο κυνήγι ψήφων. Τέτιο, που όλα στην πόλη μπαίνανε «σε πλειστηριασμό» όπως έγραφε στη Λεφκοσιάτικη «Ελευθερία» ο ανταποκριτής της στη Λεμεσό. Να, τι έλεγε σχετικά στην ανταπόκριση του που δημοσιέφτηκε στις 16 του Φλεβάρη του 1926:
«Ένεκα οι επικείμενες δημοτικές εκλογές όλα στην πόλη μας μπαίνουνε σε πλειστηριασμό. Για παράδειγμα για να νοικιαστεί ένα σπίτι, ή ένα καφενείο θα μπεί σε πλειστηριασμό και πλειοδότες είνε πάντα οι άνθρωποι των διό αντιμαχόμενων μερίδων. Στον πλειστηριασμό μπαίνουνε κ οι κουμπάροι των γάμων και των βαφτισιών και γίνουνται δεχτοί όσοι προσφέρουνε περισότερα δώρα στο γαμπρό και στη νύφη. Γιατί όταν οι υποψήφιοι έχουνε πολλούς κουμπάρους αναγκαστικά θα έχουνε και πολλούς ψήφους. Μ'αφτο τον τρόπο κάνουνε την τύχη τους οι γαμπροί κ' εκείνοι που έχουνε παιδί για βάφτισμα. Ένας τελεφταία που είχε παιδί για βάφτισμα δέχτηκε την επίσκεψη 18 ανθρώπων κι από τα διό κόμματα που του προτείνανε να γίνουνε νονοί του παιδιού του.
Προτίτερα έπρεπε πολί να ιδρόσει και πολί να παρακαλέσει ενας φτωχός άνθρωπος για να βρει νονό για το παιδί του. Μα να που τόρα 18 άνθρωποι σπρόχνουνταν ποιος να γίνει νονός ενός ψηφοφόρου! Και δεν πήγαινε αφτός στα πόδια τους να τους παρακαλέσει. Πηγαίνανε εκείνοι να του το προτείνουνε. Να του ζητήσουνε τη χάρη! Και φυσικά και το ψήφο του μια που θα γίνουνταν κουμπάροι κι «ανάδοχοι» του παιδιού του.
Για όλα ήτανε πρόθυμοι. Φτάνει να σιγουρέβανε ψήφους για να μπούνε εκείνοι κι όχι οι άλλοι στο Δημαρχείο.
Κουμπαριές, δώρα, ποτά, γνωριμίες και φιλίες με ανθρώπους του λαού, καταδεχτικά χτυπήματα στους ώμους, καταδεχτικά χαμόγελα, ως να πετύχουνε το σκοπό τους. Κι όταν το ανθρωπάκι που στεκότανε μπροστά τους δεν άκουε από τέτια και γινότανε γι' αφτούς σκληρό καρίδι, βάζανε σ' ενέργια τον εκβιασμό, τη φοβέρα γι' απόλυση, την καταγγελία στον παραφέντη αν ήτανε δικός τους, τη μπηχτή.
Η πίεση κι' από τη μια κι΄ από την άλλη μεριά απάνω στους εργάτες ήτανε πολί μεγάλη.
Οι δουλεφτάδες κ οι υπάλληλοι, όπως το έχω αναφέρει σε προηγούμενες σελίδες, ζούσανε όλα εκείνα τα χρόνια κάτω από το βαρή ίσκιο και το βαρίτερο φόβο του εργοδότη Κι όλοι τους βρίσκουνταν κάτω από την πιο άμεση και σκληρή ανάγκη για να μπορούνε ν΄ αντιστέκουνται στους εκβιασμούς, στους πειρασμούς και στα δολόματα.»
Αυτά τότε…
Φωτογραφίες
Δημητρός Δημητριάδης-Ντόρια, εκδότης τού «Χρόνου»
Γιάννης Λέφκης
Αλέκος Ζήνων
Χριστόδουλος Χατζηπαύλου