Γύρω στο 1920, μετά από τις καταστροφικές συνέπειες που
έφερε στον κόσμο ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος,
οι ρώσοι, (όπως και στον επόμενο πόλεμο, τον Β΄ Παγκόσμιο), πλήρωσε βαρύ τίμημα
και μεγάλο μερίδιο από τις συνέπειες αυτές. Ακλούθησε μάλιστα την Οκτωβριανή Επανάσταση
του 1917 που σηματοδότησε την απαρχή του
σοσιαλιστικού καθεστώτος, που συντάραξε
τη χώρα πολιτικά και οικονομικά.
Ένα τόπος λοιπόν που δέχθηκε κάποιο αριθμό εξαθλιωμένων
προσφύγων ήταν και η Κύπρος και πιο ιδιαίτερα η Λεμεσός. Είναι μια πτυχή σχετικά
άγνωστη στην ιστορία της πόλης μας.
Κάποιες δυστυχισμένες κοπέλες ήρθαν μαζί τους και στα
χρόνια που ακλούθησαν, ως «καλλιτέχνιδες» στα καμπαρέ της πόλης. Χαρακτηριστικό
είναι και το σκίτσο του Γιώργου Φασουλιώτη στη σατιρική του εφημερίδα «Το
γέλιο», τέλη της δεκαετίας του 20- αρχές του 30. (Βλέπε σχετικό σκίτσο).
Μια μικρή γεύση του θέματος αυτού θα πάρουμε μέσα από ένα
τρυφερό αλλά και πολύ σκληρό συνάμα κείμενο της Γεωργία Ματθαίου-Λοφίτου,
παλιάς λεμεσιανής ποιήτριας δημοσιογράφου και λογίας στην εφημερίδα «Σάλπιγξ»
ημερομηνίας 29 Απριλίου 1921 θα δούμε στη συνέχεια.
Πριν ενενήντα χρόνια, τα γεγονότα που περιγράφει η Λοφίτου,
μας οδηγούν μοιραία σε κάποιες σκέψεις στο σήμερα που αν και άλλαξαν βέβαια τα οι
ιστορικές συνθήκες με το τότε, δεν μπορούμε
να αποφύγουμε κάνουμε κάποιες σκέψεις
και κάποιους προβληματισμούς μέσα από κάποιες συγκρίσεις...
Ας δούμε όμως πρώτα το κείμενο κάτω από τον τίτλο, «ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ»:
«Από πέντε
και πλέον μήνες κατοικούν εδώ κοντά
μας, απάνω εις το στρατόπεδο των
Πολεμιδιών, μερικά από τα θύματα των τελευταίων αποτελεσμάτων του πανευρωπαϊκού
πολέμου, μερικά φύλλα πεσμένα στον άνεμο.
Αυτοί οι
άνθρωποι είνε Ρώσσοι, έχουν κάπου μια πατρίδα, κάποτε ανέπνευσαν τον ωραίον
άνεμον της ελευθερίας και ησθάνθησαν
μέσα εις την ψυχήν των τας απολαύσεις της ζωής.
Αυτοί οι
εγκαταλελειμμένοι ,αυτά τα ερείπια των σημερινών γεγονότων, αυτοί οι χριστιανοί
δεν έχουν σήμερον Πατρίδα, δεν έχουν ούτε καν τους καθημερινούς πόρους της
ζωής.
Ηλθαν σε μας
κάποιαν πρωίαν θλιβεράν και σκοτεινήν , δίχως ψυχήν και δίχως αισθήματα. Έφεραν
μαζύ τους τον βαθύ πόνον της απογνώσεως
και ερίχτησαν μέσα στον ουρανόν μας σαν πουλιά ξένα σπρωγμένα από την
καταιγίδα και τον κεραυνόν.
Η Κυβέρνησις
εφάνη κάπως καλή. Σε μια στιγμή ευσπλαχνίας έριξε λίγα ψίχουλα στα άρρωστα αυτά
πουλιά και τους παρεχώρησεν ένα άσυλον,
οπωσδήποτε για να περάσουν τες κακές μέρες.
Εψηφίστηκε
μάλιστα και ένα κοντύλι και ένα μηνιαίο
επίδομα παρεχωρήθη στους δυστυχισμένους αυτούς
από Λιρ. 150 περίπου. Το κοντύλι τούτο τελευταίως ηλαττώθη σε Λιρ.80, καθώς μας λέγουν και τώρα τίποτε,
ούτε οβολός πια γι’ αυτούς.
Όσοι μπορούν
να εργάζωνται ρίχνονται με όρεξι στη δουλειά και φορτώνονται ευχαριστημένοι το αχθοφορικό σακκί δίχως να
νοιάζωνται αν τα χέρια τους κι’ οι πλάτες τους δεν είναι καμωμένες για τόσα
βαρετά φορτία.
Είδαμεν
γυναίκες δυστυχισμένες, γέρους αναπήρους και πληγομένους του πολέμου.
Όλοι αυτοί
πέρασαν από μπροστά μας θλιμμένοι αδύνατοι ταπεινοί.
Δεν μας
έτειναν το χέρι αλλά τα βλέμματα τους μας άγγιξαν τες ψυχές. Χθες ακόμα δυό
δυστυχισμένοι έδωσαν τέλος στη ζωή
τους με τραγικές αυτοκτονίες .Σήμερα μια
άλλη πέθανε από θλίψη και μαρασμόν.
Επιτέλους
αυτός ο ολάκερος κόσμος που υποφέρει, πιστεύει τον θεόν τον οποίον πιστεύομεν.
Δεν πρέπει να μείνουν να πεθάνουν έτσι σαν σκυλιά.
Δεν είναι
ανάγκη βέβαια να στερηθούμεν για να τους συνδράμωμεν, αλλά κάτι από ό,τι μας
περισσεύει. Ενα ασήμαντο ποσό ο καθένας μας για να γλυκάνωμεν λίγο όλες αυτές
τες ψυχές που πονούν! ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΟΦΙΤΗ»
Ενενήντα λοιπόν
χρόνια μετά από τις αρχές της δεκαετίας
του ’20, η Κύπρος γέμισε και πάλιν από ρώσους. Όχι βέβαια ως πρόσφυγες από την
άνοδο του σοσιαλιστικού συστήματος ή του
πρώτου παγκόσμιου πολέμου και θύματα της άθλιας οικονομικής κατάστασης που
ακολούθησε τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που προηγήθηκαν και ακολούθησαν αυτόν
αλλά με την πτώση του, μέσα από τρεις κατηγορίες. Μερικοί, (τη δεκαετία του ’90
κυρίως), και πάλιν ως πρόσφυγες μιας οικονομικής δυσπραγίας που επικράτησε στην άλλοτε κραταιά Σοβιετική Ένωση με το
τέλος πλέον του σοσιαλιστικού καθεστώτος, ή ως οικονομικοί μετανάστες, έλληνες ποντιακής καταγωγής ή ρωσσοπόντιοι μεταμφιεσμένοι σε έλληνες.
Ήρθαν επίσης δυστυχισμένα νεαρά κορίτσια από όλες σχεδόν τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες
που σέρνονται στην πορνεία με τον πιο άγριο τρόπο εκμετάλλευσης... Τέλος μια τρίτη μεγάλη κατηγορία είναι οι
ρώσοι επιχειρηματίες και τραπεζίτες που εγκατέστησαν εδώ τις επιχειρήσεις και
τις τράπεζες τους ,προσφέροντας μια σημαντική ανάσα ζωής στην καταρρέουσα
οικονομία μας. Ο αριθμός τους μάλιστα μαζί, με το καλοπληρωμένο προσωπικό τους,
αποτελεί τον δεύτερο στο σύνολο του πληθυσμού της Λεμεσού.
Σ αυτούς να μην παραλείψουμε ασφαλώς να αναφέρουμε και
τους ρώσους τουρίστες που αποτελούν πλέον τον κυριότερο αιμοδότη της
τουριστικής μας βιομηχανίας και της οικονομίας μας γενικότερα.
Μια σύγκριση
επομένως του 1920 με το σήμερα
δικαιολογεί την παροιμία, «έχει ο καιρός γυρίσματα»…
ΦΩΤΟ 6 «Πως
διασκεδάζουν οι ρωσσίδες. Ρωσσίδα και λεμεσιανός δανδής».
Φώτο 7 Ρωσίδες «καλλιτέχνιδες» του σήμερα.