Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Η Λεμεσός του 1870


Πώς ήτο και πώς είναι σήμερον
Μέρος Α’

Ευστάθιος Παρασκευάς
Θα επανέλθουμε πάλι στον Ευστάθιο Παρασκευά  για να θυμηθούμε μαζί του μέσα από τις «παλαιές» του «αναμνήσεις» για  πράγματα και θαύματα άλλων εποχών για τη  Λεμεσό.
Λεπτομερείς περιγραφές μας άφησε ο παλιός αυτός λεμεσιανός  μέσα από σειρά άρθρων που δημοσίευε με το ψευδώνυμο «Παλαίμαχος», στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού  στη δεκαετία του 1930, με τον γενικό τίτλο «Παλαιαί αναμνήσεις». Αποτελούσαν αναμνήσεις του από το 1869 που δέκα σχεδόν χρονών παιδάκι ήρθε από το Πισσούρι στη Λεμεσό για να φοιτήσει στο τότε «Αλληλοδιδακτικό Γυμνάσιο». Τις αναμνήσεις αυτές ο γράφων τις μάζεψε και μαζί και με κάποια σχετικά άρθρα τού επίσης παλιού λεμεσιανού σημαντικού διανοούμενου λαογράφου  Ξενοφώντος Φαρμακίδη, τις έκανε βιβλίο με δική του επιμέλεια και εκτενή εισαγωγή με τίτλο «Ευστάθιου Παρασκευά –Παλαιμάχου, Παλαιαί αναμνήσεις. Η Λεμεσός κατά τον 19ον αιώνα». Να επισημάνουμε μόνο ότι όταν  λέει «σήμερον» εννοεί το 1935 που το έγραψε.
Λέει   λοιπόν ο Παλαίμαχος:
«Θέλω να φαντασθώ ένα παιδί Λεμεσιανό που έφυγεν από την Λεμεσόν και επήγεν στα  ξένα. Και θέλω να φαντασθώ το ίδιο παιδί να επιστρέφει εις την Λεμεσό αφού επί 65 χρόνια δεν την ξαναείδε, τώρα βέβαια γέρος ασπρομάλλης και ρυτιδωμέ­νος. Με ποίαν έκπληξιν θα στέκει να θαυμάζη πόσον επροόδευσεν η πόλις του, πόσον εμεγάλωσε, πόσον επολιτίσθηκε. Θα τρίβη τα μάτια του όταν θα βλέπη την σημερινήν Λεμεσόν και θα κάμνη συγκρίσεις με την Λεμεσόν του 1870. Θα γυρεύη τα χωράφια που έπαιζε με τα άλλα παιδιά χωρίς να έχουν τελειωμό. Θα γυρεύει το σπίτι του τάδε και του τάδε που ήτο γειτονικό του και στον τόπο τους θα βλέπει ωραία νέα σπίτια μοντέρνα που εκτίσθησαν. Ας αφήσωμεν που θα γυρεύει και τα σπίτια που ήταν κτι­σμένα εις την θάλασσαν, αυτά θα καταλάβη πως τα ρίξαν δια να γείνη η ωραία μας προκυμαία. Πολλά τέλος πάντων θα γυρεύει να δη αλλά μάταια, πέρασαν, χάθηκαν, τάφαγε η πρόοδος, ο πολιτισμός, το φιλοπρόοδο των κατοίκων της.
Ο παραλιακός δρόμος της Λεμεσού κατά την εποχή
που περιγράφει ο Παρασκευάς
Γιατί η Λεμεσός του 1870 ήτο μία μικρά πόλις με 4500 κατοίκους που εκάθηντο εις μικρά σπίτια τα περισσότερα από πλιθάρια και εκυκλοφορούσαν το περισσότερο μέσα σε μονοπάτια των χωραφιών που ήταν ατελείωτα. Γιατί δεν υπήρχαν ούτε άμαξόδρομοι ούτε χαληνόδρομοι (έτσι ελέγαμε τότε τους μικρούς δρόμους των πόλεων). Ούτε άμαξες υπήρχαν, ούτε αποβάθρα, ούτε προστατευτικά προχώματα, ούτε Νοσοκομείον, Γυμναστήριον, Πτωχοκομείον, Δημόσιος Κήπος κτλ. Δεν είχαμε επίσης ούτε νερόν τρεχάτον, ούτε φώτα εις τους δρόμους, ούτε ηλεκτρικά, ούτε Δημοτικήν Αγοράν, Σφαγείον, Καπνεργοστάσιον, Τηλεγραφείον, Ταχυδρομείον και θέατρα. Δεν είχαμεν ακόμη κτηματικούς φόρους, ούτε τίτλους μας έδιναν δια τα σπίτια μας (μούλκ). Η κοι­νωνική κίνησις μικρά και μονότονη.
Λεμεσός, παραλιακή οδός 1878
Τα άνω που γράφω δεν υπήρχαν εις την πόλιν μας. Μα τότε τι υπήρχε και πώς   εζούσεν ο κόσμος και πώς επερνούσεν. Από μνήμη θυμάμαι μερικά και ας μου επιτρέψουν οι αναγνώσται της «Αληθείας» και οι 15 χιλιάδες και πλέον σημερινοί κάτοικοι Λεμεσού να τους τα περιγράψω. Θα μάθουν έστω και σε λίγα λόγια μίαν σύντομην παλαιάν ιστορίαν της πόλεως των, θα μάθουν μερικά από την ζωήν και κίνησιν (θα ήθελα να ειπώ ακινησίαν) των πατέρων των και θα εύρισκα δίκαιο στον φανταστικό ξενητευμένο Λεμεσιανό που ανέφερα πάρα πάνω.
Γεώργιος Λουκά
 Αρχίζω από το νερό. Η πόλις υδρεύετο από τους λάκκους. Εις την ένορίαν Καθολικής καθένας είχε νερό στο σπίτι του, διότι εις την περιφέρειαν εκείνην το νερό ήτο «γλυκύ» και η ενορία Αγ. Νάπας επρομηθεύετο το νερόν της από νεροφόρους μερι­κοί όμως είχαν τους μαύρους - σκλάβους των (πολλαί οικογένειαι είχαν μαύρους που τους αγόραζαν από καπετάνιους που τους έφερναν από την Αφρικήν) - και τα ζώα των και έφερναν νερόν από το χωρίον Πύργον. Οι Λάκκοι που εθεωρείτο το νερόν τους καλόν εις την πόλιν ήσαν: ο λάκκος του Συντελλή ο οποίος ήτο πλησίον της παλαιάς γέφυρας του Αγ. Αντωνίου, οι λάκκοι της Τζαμούδας, του Λοϊζή του Κακκιντίρη εις την οδόν Ανεμόμυλου, τώρα οδός Βικτωρίας και του Πιτσιακκούρα εις την σημερινήν οδόν Ελευθερίας.
Είπα παραπάνω ότι δεν υπήρχαν φώτα την νύκτα εις την πόλιν. Η πόλις έπλεε εις βαθύ σκότος και δια να βγή κανείς την νύκτα έξω έπρεπε να βαστά φανάρι. Εάν δεν εβαστούσε φανάρι τον συνελάμβανεν το «Κόλι» και τον εκρατούσε εις τον αστυνομικό σταθμόν έως το πρωί το «Κόλι» αυτό ήτο 6-8 «Ττοπσήδες» (στρατιώτες) που επεριπολούσαν την νύκτα. Τακτικά μόλις έδυε ο ήλιος κάθε ημέραν ένας «Τοπσής» ανέβαινε εις το υψηλότερον μέρος του φρουρίου και εφώναζε τρεις φοράς: «Ε! Ε! Ε!», εσήμαινε ότι μετά την στιγμήν εκείνην δεν μπορούσε να βγή άνθρωπος χωρίς φανάρι. Κάποτε ελαμβάνετο απόφασις να απαγορευθή γενικώς η έξοδος από τα σπίτια· τότε εδίδετο διαταγή και ένας «τελλάλης» εφώναζε: «Φενέρ Φενερτζής πυρ οι τζίκμασι τισιαρί που άξάμ, τα γιασάκτιρ» ήτοι «με φανάρι ή χωρίς φανάρι απόψε να μη βγή κανείς είνε απαγορευμένο». Αλλοίμονον σε κείνον που θα παρήκουε, τον συνελάμβαναν και τον έσπαζαν στο ξύλο.
Τα φαγώσιμα ο κόσμος αγόραζε εις τα μαγαζιά, γιατί δεν υπήρχε δημοτική αγορά, χορταρικά, φρούτα και τα τοιαύτα, επωλούντο είτε εις τους δρόμους είτε εις τα μαγαζιά. Το κρέας το επρομηθεύοντο από ώρισμένα μέρη της πόλεως όπου εσφάζοντο τα ζώα (δεν υπήρχαν σφαγεία) και επωλούντο εις κομμάτια επί τόπου: υπήρχαν τα λεγό­μενα «μπογάζια» (σταθμοί) όπου συνηθίζετο η σφαγή και η πώλησις των ζώων το ένα ήτο πλησίον του καφενείου του Κοντονικόλα, το άλλο αντίκρυ της αποθήκης κρασιών του μακαρίτη Ακάμα και το τρίτον εις το παρά την θάλασσαν άκρον της σημερινής οδού Μακεδονίας οπού το μη υπάρχον πλέον σπίτι Θ. Μαύρου.

Ταχυδρομείον:

Τα γράμματα της Ευρώπης τα έπερνε ο κκερατζής Κωσταντής ο Σίννος εις την Λάρνακα δια να τα παραλάβη το Αυστριακό ατμόπλιο, τα δε γράμματα της Αιγύπτου τα έπαιρναν οι καπετάνιοι που φόρτωναν κρασιά, ενθυμούμαι δε τον καπετάν Νικολήν (παππού του συμπολίτου μας κ. Χριστ. Γεωργιάδη, τον Γιορκάτζην Λαμπήν, πατέρα του σημερινού καπετάν Λάμπρου και οι καπετάνιοι Παναής, Λιβέρδος, Μαρνέρος και Μπεναρτής.

Τηλεγραφείον:
Δεν υπήρχεν εν τη πόλει μας τηλεγραφείον και δια να τηλεγραφήση ένας έστελλεν επίτηδες απεσταλμένον εις την Λάρνακα - επληρώνετο 4 μετζίτια (το μετζίτι ήτο περίπου 3 1/2 σελ.) - ο οποιος τα παρέδιδεν εις το Τουρκικόν τηλεγραφείον.
Καπνεργοστάσια: Κάθε καπνοπωλείον ήτο και εργοστάσιον, δηλαδή κάθε καπνοπώλης έκοπτε τον καπνόν εις το μαγαζί του.  Επωλείτο εις χύμα και εστοίχιζαν ένα εικοσαράκι (30 παράδες σημερινούς τα 12 1/2 δράμια).

Καϊμακάκης, Δικαστήρια, Αστυνομία:
Ο ιατρός Λουί ντε Καστάν
Καϊμακάμης (διοικητής) ήτο τότε ο Σιεκκιρζατές. Το Ταβή ήτο το μόνον υπάρχον δικαστήριον και το αποτελούσαν ο Κάδης, ως πρόεδρος, δύο Οθωμανοί και δύο Χριστιανοί, ως πάρεδροι. Επί κεφαλής της αστυνομίας ήτο ένας γιούμπασης (εκατόνταρχος) και είχε τους Σεϊμένιδες του που έφεραν εις την μέσην ένα «συνακλίκκι» με δύο πιστόλες με «αθκιάτζια» και μαχαίρι μεγάλο που ελέγετο «Κουλεκλίνα».
Εν σχέσει προς τους φόρους δεν υπήρχον τότε ούτε ο κτηματικός ούτε άλλος, παρά επλήρωνε κάθε κάτοικος το λεγόμενο «μυρί», δηλαδή επροκηρύσσετο το ποσόν που θα επλήρωνε κάθε πόλις ή χωρίον και ώριζαν πόσα θα αναλογούσεν εις τον κάθε κάτοικον ανάλογα προς την οικονομικήν του θέσιν. Εννοείται ότι τον φόρον αυτόν επλήρωναν μόνον οι «ραγιάδες» παντρεμένοι και εξαιρούντο οι άγαμοι, αι γυναίκες και οι ξένοι υπήκοοι. Η Κυβέρνησις δια την πληρωμήν του φόρου αυτού δεν έδέχοντο άλλο νόμισμα παρά τα είκοσαράκια, πεσλίκια και εξάρια, τα οποία δια τούτο έλαβαν και το όνομα «μυρίτικα». Δια να πλήρωση κανείς ένα χρέος εάν έδιδεν από τα νομίσματα αυτά, ελογαριάζοντο τα 97 ½   γρ. 100 γρ., η διαφορά των 2 ½  γροσιών εέλέγετο «άτζιο». Εκυκλοφορούσαν σχεδόν όλα τα ξένα νομίσματα εις την πόλιν μας.

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΣ

Θα αναφέρω παρακάτω τα της Χριστιανικής κοινότητας Λεμεσού, επίσης δε και ένα κοινωνικόν γεγονός πού μου έκαμε τότε μεγάλην εντύπωσιν καίτοι ήμουν ακόμη μαθητής.
Η Κοινότης μας διατηρούσε ως σχολεία, το Δημοτικόν, το Ελληνικόν και το Παρθεναγωγείον. Του Δημοτικού διδάσκαλος ήτο ο Γιώργος Λουκάς και βοηθός του ο Κωνσταντινίδης. Του Ελληνικού ο Ανδρέας Θεμιστοκλέους. Υπήρχε και διδάσκαλος της Γαλλικής, ο Σιμάς εκ (Κρήτης). Και τα δύο άνω σχολεία εστεγάζοντο εις κτίρια μέσα εις το προαύλιο της παλαιάς Εκκλησίας Αγ. Νάπας. Το Παρθεναγωγείον εστεγάζετο εις το σπίτι Γεωργίου Κακαθύμη νυν ανώγειος κ. Κλεάνθης Παπαδοπούλου εις την οδό Ελένης Παλαιολογίνας και είχε διεθύντριαν την Ελένην Καραγεωργιάδου (Αθηναίαν) και βοηθόν την  Άννα του Ζαβρού.
Ιατροί ήσαν τότε ο Καστάν και ο Ι. Καραγεωργιάδης, οι οποίοι έκαμναν και τα φάρμακα δια τους αρρώστους των διότι δεν υπήρχον φαρμακεία.
Προξενεία, υπήρχαν διάφορα με προξένους δικούς μας το πλείστον. Ο Σωκράτης Φραγκούδης ήτο πρόξενος της Ιταλίας, ο Ευρυβιάδης Φραγκούδης της Σουηδίας, ο Γεώργιος Ακάμας της Γαλλίας και Αμερικής. Μόνο ο  Έλλην Πρόξενος ήτο σταλμένος από την Ελλάδα και ελέγετο Χαραλαμπάκης.
ΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Κατά το 1870 επεσκέφθη την πόλιν ο γεν. Διοικητής της Νήσου Σαΐντ Πασάς.  Ήμουν μαθητής του σχολείου τότε και ενθυμούμαι ότι εξήλθον δια να τον προϋπαντή­σουν όλοι οι προύχοντες της πόλεως έως τον ποταμόν της Γερμασόγειας. Καβάλλα ο Πασάς επροπορεύετο και ακολουθούσαν οι συμπολίται μας και αυτοί καβάλλα επί αλόγων. Όλοι εσταμάτησαν πλησίον στο σπίτι του Παυλήμπεη (νυν οικία κ. Αλεξάνδρας Κίρζη) όπου ο διδάσκαλος Γεώργιος Λουκά που ήτο και ψάλτης της Αγ. Νάπας και οι μαθηταί του (μεταξύ αυτών και εγώ) ετραγουδήσαμεν το «Καλώς ήλθες Ηγεμών». Ο Πασάς κατέλυσε κατόπιν εις το Κονάκι. Την επαύριον τον εφιλοξένησε ο Παυλήμπεης εις το σπίτι του, ο όποιος την νύκτα έδωκε χορόν προς τιμήν του. Παρέστη ο Πασάς ο οποίος όμως δεν εχόρευσε και οι προύχοντες με τας γυναίκας των. Εχόρευαν βέβαια τους τότε Εύρωπ. χορούς, πόλκαν, μαζούρκαν, κατρίλιες κλπ. Μεγάλη ευθυμία είχε επικρατήσει εις τον χορόν και ο διοικητής έφυγε πολύ ευχαρι­στημένος. Και ο Ακάμας προσεκάλεσε τον Πασάν εις τραπέζι εις το οποίον παρέστη. Τόση ήτο η φιλοξενία του χριστιαν. στοιχείου προς τον επίσημον επισκέπτη, ώστε αυτός προ της αναχωρήσεως του έδωκεν άδειαν να ανυψούται η εκκλησιαστική σημαία (με σταυρόν και εικόνα της Παναγίας) εις τον ιστόν της Εκκλησίας της Αγ. Νάπας.»