Τέμπλαρ : «Μπαίνω στο Θέατρο με το κλασσικό μου φέσι, και το μονόκλ»… |
Περιγράφει της αναμνήσεις του από το λεμεσιανό
καρναβάλι των δεκαετιών ’20, ’30 και μετέπειτα.:
«Για
να ζητά ό αγαπητός μου υπεύθυνος του «ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΥ» κ. Μιχ. Γ. Αντωνιάδης από
μένα μερικά ανέκδοτα και περιπέτειες των Καρναβαλιών της Λεμεσού, θα ήξερε,
ασφαλώς, ότι από πολλών ετών διεδραμάτιζα, μαζί με άλλους γλεντζέδες
συμπολίτας του, σπουδαίους ρόλους στα εκάστοτε καρναβάλια, ότι υπήρξα ένας
συντελεστής της διατηρήσεως τού θεσμού των καρναβαλιών.
Οι
Λεμεσιανοί γεννήθησαν, είναι και θα πεθάνουν γλεντζέδες. Μόλις νοιώσουν στην
τσέπη των έστω και μερικά σελίνια σκέπτονται πού και πώς θα τα ξοδεύσουν
γλεντώντας.
Γι
αυτό από την Λεμεσόν, την μόνη Κυπριακή
πόλιν ξεφύτρωσαν τα καρναβάλια και διατηρούνται μέχρι σήμερον.
ΠΡΟ
ΠΕΝΤΙΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ
Πριν
πενήντα χρόνια, τα Καρναβάλια γιορτάζοντο σε σπίτια. Μικρό παιδί θυμούμαι, ιδίως
την πρώτη και δεύτερη Κυριακή των καρναβαλιών ο μακαρίτης πατέρας μου ετοίμαζε
τις μποτίλιες και τα ποτήρια του κρασιού και τα πορτοκκάλια και επερίμενε, όπως
όλοι σχεδόν οι οικοδεσπότες Λεμεσιανοί, να μας έρθουν οι μάσκες.
Και
πράγματι ήρχοντο και μας επισκέπτοντο οι μάσκες σεμνά, έπερναν τα πατροπαράδοτα
κρασί και πορτοκκάλια και έφευγαν. Μετά παρέλευσιν χρόνων, άλλαξαν τα
πράγματα. Από την Πέμπτην, την Τσικνοπέμπτην, το απόγευμα και βράδυ εγέμιζαν οι
δρόμοι μασκαράδες και κατέληγαν πάλιν στα διάφορα σπίτια και το τότε καφενείον
«Ακταίον».
ΟΙ ΛΕΜ. ΓΛΕΝΤΖΕΣ: ΠΑΠΙΔΗΣ, «ΦΕΞΗΣ», ΜΠΟΝΗΣ, ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ
Από
δε της Τετάρτης ημέρας της δευτέρας και τελευταίας εβδομάδος, άλλαζαν τα πράγματα.
Εθριάμβευεν η οδός «Σαριπόλου» στην οποίαν κατά σύμπτωσιν κατοικούσαν οι πλέον
φιλόξενοι, ανοιχτόκαρδοι και γλεντζέδες τύποι της Λεμεσού, οι Δημοσθένης
Παπίδης, Χριστόφορος, χαϊδευτικώς ονόματι
«Φέξης», Γ. Μπόνης πατήρ του γνωστού Γιάγκου Μπόνη πιανίστα, Αντώνης
Μαρκουλής. Οι τρεις πρώτοι απέθανον. Ως τώρα, προ της ενάρξεως των Καρναβαλιών
θα μεταβώ εις το κοιμητήριον να τους κάνω τρισάγιο και κατόπιν να ριχτώ στην
κραιπάλη των Καρναβαλιών.
Οι
ανωτέρω τύποι εκτός που τα φιλόξενα και αρχοντικά των σπίτια είχαν πάντοτε
στους εκλεκτούς και αγαπητούς των φίλους, είχαν και τες ήμερες πού εδέχοντο
τον εκλεκτόν κόσμο της πόλης μας.
Λόγου
χάριν, την Τετάρτην της β΄ εβδομάδος των Καρναβαλιών, εδέχοντο τους μασκαράδες στα
σπίτια των αι Δες Κυριακίδου, διδασκάλισσαι. Την Πέμπτην ο κ. Αντώνιος
Μαρκουλής. Την Παρασκευήν ο μ. θείος και αγαπητός ολοκλήρου της πόλεως μας
Φέξης, πατήρ των φιλτάτων εμπόρων μας κ. Κλεάνθη, Ζωνιά, Τάκη Χριστόφορου, το
Σάββατο ο μ. Δ. Παπίδης, την Κυριακήν ο μ. Γ. Μπόνης, εις τα σπίτια τα φιλόξενα
των δύο τελευταίων έπρεπε να γεννηθή ο ήλιος για να φύγουμε.
«προ της ενάρξεως των Καρναβαλιών θα μεταβώ εις το κοιμητήριον να τους κάνω τρισάγιο και κατόπιν να ριχτώ στην κραιπάλη των Καρναβαλιών»… |
ΑΛΛΑΞΑΝ
ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ.
Όταν
απέθανον οι μ. Παπίδης Φέξης και Μπόνης, τα πράγματα άλλαξαν. Οι νυχτερινοί
χοροί εγένοντο και γίνονται μέχρι σήμερον στα διάφορα .μεγάλα κέντρα, ιδίως σε
όλα τα Θέατρα πού παύουν να λειτουργούν ως κινηματογράφοι και κέντρα και
μεταβάλλονται όλα σε καρναβαλίστικα κέντρα, όπου οι Διευθυντά! των. προσφέρουν
εις τες καλλίτερες και συμβολικώτερες μάσκες πλούσια δώρα.
Από
της ιδρύσεως του θεσμού των καρναβαλιών, εδίδοντο δώρα εις τούς μασκαράδες. Πριν
να αναλάβη επισήμως ο Δήμος Λεμεσού την διοργάνωσιν των καρναβαλιών, ιδίως της
τελευταίας Κυριακής, που είναι μια μεγάλη πηγή πλούτου, αφού μας επισκέπτονται
από όλες τες πόλεις της Κύπρου ξένοι, πλούσιοι συμπολίται μας έδιδον ποσά,
ίδρυαν Κομιτάτα με κριτικήν επιτροπή και έδιδαν χρηματικά δώρα εις τους επιτυχείς
μασκαράδες, ή άρματα που συμβόλιζαν κάτι το ωραίον.
ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑΛΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΩΝ
Κατά
την περίοδον της επαναστάσεως του 1931 που ο τότε πονηρός Κυβερνήτης ήθελε να
νέκρωση τα πάντα και τους πάντας εκόντευαν να νεκρωθούν και διαλυθούν για πάντα
τα Καρναβάλια.
Είμεθα
φίλοι με δυό γλεντζέδες αστυνόμους τούς γνωστούς Ιζέτ και Τζεμάλ Εφένδη. Ήξερα
την επίδραση πού είχαν αυτοί στους Διοικητάς. Τούς εκαλούσαμε στα καρναβάλια και
σχεδόν κάθε νύχτα εγένοντο μάσκες. Έφτασε δε στο σημείο ο Ιζέτ Εφένδης να θεαθή
απάνω σε μιαν «αππάραν» και να τον ακολουθούν άλλοι ζαπτιέδες με ζουρνέδες και
ταούλια και πίσω τους χιλιάδων δικών μας και Τούρκων συμπολιτών.
Όταν
έμαθα παρασκηνιακώς ότι ο Στόρς επήγαινε να μας κάμει να ξεχάσωμε τα Καρναβάλια,
όπως σκοπόν είχε το ίδιο να μας κάμει για την Ελληνικήν μας σημαία, την αναπέταση
της οποίας μας απηγόρευσεν επί πολλά έτη, έπιασα τους δυό φίλους του
αξιωματικούς της Αστυνομίας Ιζέτ και Τζεμάλ και πήγαμε στο Διοικητήριον προς συνάντησιν
του Διοικητού. Εγγυηθήκαμε
και οι τρεις ότι τίποτα το κακό, ή επαναστατικό θα συνέβαινε, εκτός του
γεγονότος ότι την Δευτέραν της Καθαράς από το γλέντι και το τραγούδι θα ήμαστε
όλοι βραχνιασμένοι τον εμυήσαμε και τούτον να γένη μάσκα.
Ο Ιζέτ Εφένδης |
ΠΑΡΑΣΥΡΑΜΕ
ΤΗΝ ΣΥΝΤΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ
Όλοι
γνωρίζουμε την συντηρητικότητα των Άγγλων, των φλεγματικών. Στην Λεμεσόν, στα καρναβάλια
παρασύραμε την συντηρητικότητά των και έβλεπες σχεδόν κάθε νύχτα Εγγλέζους
Διοικητάς, Αστυνόμους, Δικαστάς, Τελώνας, Μηχανικούς μετά των γυναικών των και των
Ελλήνων τού Κλάπ φίλων των να γλεντοκοπούν και μεθοκοπούν μαζί με τες χιλιάδες των
ρωμηών.
Αυτά
θέλω να τα μάθη και ο φίλος μας ο Μίστερ
Φούτ.[1]
ΚΑΙ
ΕΝΑ ΚΩΜΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ
Μια
χρονιά άλλαξεν ο αστυνόμος Λεμεσού και μας ήλθεν ο κ. Χάμφρευ. Έμαθα ότι ήτο
πολύ αυστηρός και συντηρητικός. Ήλθεν τες παραμονές των Καρναβαλιών. Είπα
μέσα μου ότι αυτός ο διάβολος με την αυστηρότητα του θα μας χαλάση τα σχέδια
και εκεί που εχορεύαμε και τραγουδούσαμε ελεύθεροι στους δρόμους θα ήμαστε στα
κελλιά της αστυνομίας.
Με
την ιδίαν παρρησία λόγου που για το καλό τού τόπου μας παρουσιάζομαι στους
εκάστοτε Διοικητάς, Αστυνόμους και Κυβερνήτας -μπορείτε να την χαρακτηρίσετε
και ως αναίδειαν -τού εκατέβηκα τού κυρ αστυνόμου στο γραφείον του.
—Κύριε αστυνόμε, επειδή είσθε
νεοφερμένος και δεν ξέρετε την μανταλιτέ της πόλης μας κατά την περίοδον αυτήν
των Καρναβαλιών έρχομαι να σας τονίσω ότι εξαιρετικά στην Λεμεσόν από την Πέμπτην
τής Τσικνοπέφτης, ως την Δεύτεραν τής Καθαράς συμπεριλαμβανομένης οι νόμοι
περί ανησυχίας και παρελάσεων νεκρώνονται και ο κόσμος από τα βυζασταρούδια,
μέχρι των γερόντων γινόμαστε μάσκες.
—Μάθε
κ. Τέμπλαρ ότι για την ησυχίαν της πόλης κατεβίβασα αστυνομικά όργανα από τα
χωριά.
—Μάθε
κ. Αστυνόμε ότι αργά ή γρήγορα θα γίνης και συ μάσκα.
—Δεν
σηκώνω εγώ αστεία κ. Τέμπλαρ.
—Κύριε
Αστυνόμε. Σήμερα είναι Τρίτη, το πολλύ ως το Σάββατο και συ και η γυναίκα σου θα
με συναντήσετε μάσκες στο Θέατρον.
Εφύγαμε
υπό τα αυστηρά του αστυνομικά βλέμματα.
Λοιπόν,
την Πέμπτην της Τσικνοπέμπτης Διοικητής, Δικασταί, Τελώνης, άλλοι
Άγγλοι μαζί με τους δικούς των ντύνονται μάσκες στο Κλάπ υπό τα όμματα
του και φεύγουν και τον αφίνουν μόνον με τα γκαρσόνια. Το ίδιον επαναλαμβάνεται
και την επαύριον Παρασκευή. Το Σάββατο πρωί επειγόντως εζητούσε ο φίλος μας ο Χάμφρεϋ ράπτρια να ράψη μασκέ της
γυναίκας
του. Και τι νομίζετε ότι αντίκρυσα στο Θέατρον Γιορδαμλή; Την εκπάγλου καλλονής κα Χάμφρεϋ με μια
σκανδαλώδη και υπέροχη τουαλέττα κολομπίνας που μόνο τους μαστούς και τα κρύφια
του φιλντισένιου κορμιού της έκρυβε.
Μπαίνω
στο Θέατρο με το κλασσικό μου φέσι, και το μονόκλ. Μόλις με αντικρίζει ο κ.
Χάμφρεϋ μου φωνάζει και μου λέγει:
—Τέμπλαρ,
επαλήθευσαν τα λόγια σου. Έλα να χορεύσης πρώτος την γυναίκα μου.
Έτσι
ο φίλος μας κ. Αστυνόμος με την γυναίκα
του κάθε νύχτα δεν έλειπαν μαζί με όλην την
Αγγλικήν παροικίαν από τους χορούς.
Βλέπετε
πώς παρεσύραμε μαζί μας στο ζήτημα των Καρναβαλιών και τους ψυχρούς, συντηρητικούς
κα φλεγματικούς Εγγλέζους.
Αν
με την βοήθειαν του θεού ησυχάσουν τα πράγματα και γίνουν Καρναβάλια εφέτος,
τύχη δε να είναι αιδώ και οι φίλοι μας Μακμίλλαν, Φούτ και Σία θα τους, κάμωμε να
χορεύουν Τσιάμικον.
Έχουμε
πολλά να διηγούμαστε για τα Καρναβάλια της Λεμεσού, που χρειάζονται τόμοι
ολόκληροι.Ας τα φυλάξωμε κατόπιν.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου