Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρές Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρές Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Οδός Βασιλείου του Μακεδόνος-Cartier Latin


 
                            

Οδός Βασιλείου του Μακεδόνος-
CartierLatin

ο δρόμος προς το Χόλλυγουντ
 

                                                                                                 

                    Ένας  από τους πιο σημαντικούς δρόμους στην ιστορία της Λεμεσού, ίσως και της Κύπρου, είναι η οδός Βασιλείου του Μακεδόνος που ξεκινά νότια από την οδό Αγίου Ανδρέου και καταλήγει βόρεια στη Πλατεία Ηρώων. Σ’ αυτόν  γεννήθηκαν, έζησαν ή κατοίκησαν προσωρινά σημαντικές  προσωπικότητες όλων των τομέων της ζωής  της, καλλιτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων, δημοσιογράφοι, ζωγράφοι, πολιτικοί, αρχιεράρχες   κ. λ. π.  .

    
Το σπίτι που γεννήθηκε ο διάσημος αστέρας
 του Χόλλυγουντ Paul Ralli
 Η σημαντικότητα όμως του δρόμου αυτού δεν περιορίζεται μόνο  στις προσωπικότητες  αυτές, αλλά και στη γέννηση εδώ, τον Αύγουστο του 1926 στον αριθμό 13, ενός μεγάλου λαϊκού και πολιτικού κινήματος που έμελλε στη συνέχεια να παίξει -και να παίζει ακόμα- πρωτεύοντα ρόλο στην πολιτική, κοινωνική οικονομική και πολιτισμική ζωή του τόπου μας: τού Κομμουνιστικού Κόμματος της Κύπρου, που στη συνέχεια, λόγω βρετανικής αποικιακής καταδίωξης μετονομάστηκε  το 1946  σε ΑΚΕΛ. Κατεδαφίστηκε δυστυχώς όπως και τόσα άλλα ιστορικά κτήρια της πόλης -ασυγχώρητα γι αυτούς που όφειλαν να το διατηρήσουν - για να κτισθεί πολυώροφος χώρος  στάθμευσης!

  Στην γωνία με την οδό Αθηνών λειτούργησε, από το 1903 μέχρι το 1908 και το πρώτο Νηπιαγωγείο της Κύπρου με πρώτες διπλωματούχες νηπιαγωγούς της Κύπρου την Κλειώ και Δωροθέα Κυριακίδου, που στάλθηκαν από τη μεγάλη δασκάλα της Κύπρου Πολυξένη Λοϊζιάδα,  στην Αθήνα για ειδικές σπουδές  στην πρωτοπόρο για την εποχή «μέθοδο  Φρέβελ».  

O Paul Ralli στην ταινία Show People

                Στο δρόμο αυτόν,  διέμεναν επίσης, σε ενοικιαζόμενα δωμάτια και οι πλείστοι θίασοι που έφθαναν από την Ελλάδα για παραστάσεις και άλλοι καλλιτεχνες. Ανάμεσα τους και οι  μεγάλες δόξες του ελληνικού θεάτρου Βεάκης, Νέζερ, Γονίδης, Γαβριηλίδης, Λογοθετίδης,  Μαρίκα  Κοτοπούλη και πολλοί άλλοι όπως το επιβεβαιώνει και ο εκδότης και δημοσιογράφος Πάνος Φασουλιώτης στην εφημερίδα του Παρατηρητής:

 «Στην συνοικία αυτήν έμεναν πάντα και όλοι οι κατά καιρούς επισκεπτόμενοι την Λεμεσόν ελληνικοί θία­σοι, ως και διάφοροι καλλιτέχνες. Σε μιαν πανσιόν της γειτονιάς αυτής διέμενε για ένα χρονικό διάστημα και η Ρωσσίς χορεύτρια του Αυτοκρατορικού Μπαλέτου της Πετρουπόλεως Πονοτσιέβνη, που υπήρξε μαθήτρια της ξακουσμένης Πάβλοβας» .

 Για  αυτό  άλλωστε, οι λεμεσιανοί της εποχής τον ονόμαζαν, κατ’ ευφημισμόν και «Καρτιέ Λατέν», κατά την ομώνυμη γνωστή παλιά  καλλιτεχνική και ιστορική συνοικία του Παρισιού.

          
Το σπίτι που γεννήθηκε ο
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Λεόντιος
    Ας δούμε λοιπόν πιο συγκεκριμένα κάποια στοιχεία για τη Βασιλείου του  Μακεδόνος … άλλως «Καρτιέ Λατέν».

  Μπαίνοντας  στο δρόμο  από την Αγίου Ανδρέου  ήταν το σπίτι του σημαντικού παλιού δασκάλου Σωκράτη Μυριανθόπουλου πατέρα του  Πλάτωνα, γνωστού στη συνέχεια ως Paul Ralli (1903-1952) που  διέπρεψε στο τέλος της δεκαετίας του ΄20 ως ηθοποιός στο Hollywood σε διεθνείς παραγωγές βωβού κινηματογράφου. Ο Paul Ralli πρωταγωνίστησε με την παλιά δόξα του βωβού κινηματογράφου Marguerite De La Motte στην ταινία το Ρόδο της Μονμάρτης. Εδώ να κάνουμε μια παρένθεση και να επισημάνουμε μια «διαβολική σύμπτωση». Η De La Μotte  ήταν πριν γίνει ηθοποιός , χορεύτρια και υπήρξε κι αυτή μαθήτρια της Πάβλοβα όπως η Πονοτσιέβνη που αναφέραμε πιο πάνω!  Σημαντικό ρόλο είχε επίσης στη ταινία Show People  με πρωταγωνίστρια τη διάσημη ηθοποιό του βωβού Marion Davies. Στην ταινία αυτή έπαιρναν μέρος πολλοί διάσημοι ηθοποιοί του Χόλλυγουντ της εποχής εκείνης ενσαρκώνοντας τον εαυτό τους και ανάμεσα τους και ο αθάνατος Τσάρλυ Τσάπλιν! Πήρε μέρος και σε μερικές άλλες ταινίες, όμως με τον ερχομό του ομιλούντος κινηματογράφου διέκοψε την καριέρα του ηθοποιού όπως και πολλοί σπουδαίοι ηθοποιοί του βωβού. Έχοντας σπουδάσει στο Λονδίνο νομικά, πριν πάει στο Χόλλυγουντ επέστρεψε στην δικηγορική αποκτώντας ειδίκευση στα  διαζύγια αφού προηγουμένως εκλέχτηκε και εισαγγελέας. Εγκαταστάθηκε στο Λας Βέγκας  της Νεβάδα όπου απέκτησε τη φήμη του μεγάλου ποινικολόγου και του μεγαλύτερου διαζυγιολόγου των ΗΠΑ, έχοντας ως πελάτες και διάσημους ηθοποιούς της Αμερικής. Εξέδωσε το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Ο δικηγόρος της Νεβάδα» που σημείωσε δύο εκδόσεις ως μπεστ-σέλλερ και την ποιητική συλλογή «Bitter sweet» με πολύ ευνοϊκές κριτικές.

 
                  Συνεχίζοντας την περιδιάβαση μας, στην ίδια σειρά και το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο μετέπειτα Μητροπολίτης Πάφου και για πολύ λίγο διάστημα (37 μόλις μέρες), Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Λεόντιος ( 1896-1947). Ένας λαμπρός και φωτισμένος ιεράρχης σε πολύ δύσκολους καιρούς που πέθανε αιφνίδια και ανεξήγητα και που κατά που λένε τον δηλητηρίασαν…

                    Απέναντι, στο ανώγειο, το μεγάλο σπίτι που κατοίκησε για κάποιο διάστημα ο μετέπειτα Δήμαρχος  Λεμεσού Αλέκος Ν. Ζήνων  όπου και παντρεύτηκε την αδελφή του ήρωα Δημάρχου Χρ. Σώζου την αρσακειάδα δασκάλα Αμφιτρίτη.

                 
                     Στο δρόμο αυτό έζησαν  ακόμα, τα αδέλφια Πάνος και Γιώργος Φασουλιώτης. Ο πρώτος,  εκδότης της σημαντικής εφημερίδας «Παρατηρητής», πατέρας του συνδικαλιστικού κινήματος της Κύπρου και από τους πρώτους σοσιαλιστές τόπου και ο δεύτερος σπουδαίος  ζωγράφος, σκιτσογράφος και εκδότης της πρώτης σατιρικής  έγχρωμης εικονογραφημένης εφημερίδας της Κύπρου,  «Το Γέλιο».                                                        

                  
Ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής
και Πάσης Κύπρου Λεόντιος (1896-1947)

 Στο σπίτι τους φιλοξενήθηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στις αρχές της δεκαετίας του ’20  και ο αλεξανδρινός ζωγράφος και λογοτέχνης   Νίκος Νικολαΐδης «ο Κύπριος», και ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους του εικοστού αιώνα ολόκληρου του ελληνισμού.
Στο δρόμο  αυτόν και ο εξάδελφος τους λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Χρόνος»,  Δημητρός Δημητριάδης -«Ντόριαν» στο σπίτι που  άλλοτε έμενε, όταν ήτο δάσκαλος στη Λεμεσό ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος ο Γ'.

                    Άλλη μεγάλη φυσιογνωμία της Κύπρου  που γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ, ο επιφανής νομικός, ιστοριοδίφης, πολιτικός, συγγραφέας και ποιητής Αντώνης Ινδιάνος.

Στη Βασιλείου του Μακεδόνος από το 1909  και ακόμα ένα από τα πρώτα νηπιαγωγεία της πόλης που δημιούργησε μια δυναμική γυναίκα, η Ελένη Βασιλείου-Τρεππού, γνωστή μεν νηπιαγωγός, αλλά  έγινε γνωστότερη,  και όταν τόλμησε να επαναστατήσει, οδηγώντας αυτοκίνητο, μιαν ακόμη ανδρική τότε αποκλειστικότητα. Ήταν η πρώτη σωφερίνα στην πόλη και ίσως σ' όλην την Κύπρο.

 
            
Νίκος Νικολαΐδης ο Κύπριος
  Στο σπίτι αυτό κατοίκησε αργότερα ο γνωστός ζωγράφος και αγιογράφος  Όθων Γιαβόπουλος που φιλοτέχνησε ανάμεσα σε άλλα και μερικές από τις θαυμάσιες αγιογραφίες της Αγίας Νάπας και που ο τέως Λεμεσού Χρύσανθος με πρόφαση τις «επιδιορθώσεις»  από το σεισμό του 1996,  τις έξυσε  για να κάνει άλλες «βυζαντινότροπες» γιατί τις θεωρούσε ξενόφερτες «φράγκικης τεχνοτροπίας»!

Παιδιά του Γιαβόπουλου  ο γιατρός Νίκος  σημαντικός διανοούμενος της εποχής εκείνης , εκ των ιδρυτών και πρώτος Γ. Γραμματέας του ΚΚ Κύπρου, μέχρι που εξορίστηκε από τους άγγλους ως έλληνας υπήκοος και η αδελφή του Φωφώ επίσης γιατρός,  λαϊκή αγωνίστρια και μητέρα του Γιώργου Βασιλείου πρ. πρόεδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ηθοποιού Μόνικας  Βασιλείου.

Αυτοί είναι μερικοί από τους  διάσημους λεμεσιανούς και μη που συνέδεσαν το όνομα τους με την οδό  Βασιλείου Μακεδόνος  δικαιώνοντας  έτσι  και τη φήμη και  τον χαρακτηρισμό της από τους λεμεσιανούς φιλολογούντες της εποχής ως «Καρτιέ Λατέν»!

Η μεγάλη ελληνίδα τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη,
προσωρινή ένοικος κι αυτή στο Καρτιέ Λατέν


Η ρηξικέλευθη Ελένη Βασιλείου Τρεππού,
πρώτη σοφερίνα της Κύπρου

 
 
 

 

 

 

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Η πλημμύρα στη Λεμεσό το 1894



Μέρος δεύτερο
Στο πρώτο μέρος είδαμε μέσα από τις παιδικές αναμνήσεις του Ευστάθιου Παρασκευά-Παλαιμαχου την περιγραφή των τρομερών πλημμυρών που έπληξαν τη Λεμεσό στις 31 Οκτωβρίου 1894 όσο και όπως τις θυμόταν  και τις περιγράφει στην εφημερίδα «Αλήθεια» της 1ης Ιανουαρίου 1937 σε ηλικία πλέον 77 ετών.
Πιο λεπτομερή , γλαφυρή αλλά και πιο τραγική στα όσα έφερε η πλημμύρα περιγραφή έχουμε στην εφημερίδα Αλήθεια λίγες μέρες  μετά, ημερομηνίας 8 Νοεμβρίου 1894.Η περιγραφή είναι ακόμη πιο φρικιαστική από εκείνη τού Παρασκευά και ο απολογισμός των νεκρών όπως αναφέρει είναι 22 άνθρωποι από τους οποίους οι πέντε χριστιανοί και 17 Οθωμανοί. Ο λόγος των δυσανάλογων αυτών απωλειών είναι ότι η τουρκική συνοικία βρισκόταν βασικά  γύρω από τις όχθες του πλημμυρίσαντος ποταμού Γαρύλλη αλλά και των φτωχών και ευτελών κατασκευών των υποστατικών τους.
 Θύμα των πλημμύρων ήταν όμως και η ίδια η εφημερίδα «Αλήθεια» που ξεκινά την περιγραφή τους γράφοντας:
«Απογοητευόμενοι και απηλπισμένοι  περιμαζεύοντες τα ναυάγια του Τυπογραφείου ημών μετά την φρικώδη  της παρελθούσης Δευτέρας καταστροφής , χαράττομεν πετούντι καλάμω ολίγας μόνον γραμμάς , ατελή, ατελεστάτην περιγραφήν εικόνος φρικώδους απογνώσεως . Εκ των ολίγων, άτινα τεταραγμένοι υπό το κράτος τοσαύτης  συγκινήσεως, παραθέτομεν σήμερον , ας  λάβωσιν  οι αναγνώσται ημών αμυδράν εικόνα της όλης καταστροφής. Πως δυνάμεθα να γράψωμεν άλλως τε  πλείονα όταν δεν απόμεινε ούτε μελάνιν ούτε χάρτης όπως σύρωμεν τας ολίγας ταύτας γραμμάς, τα δε στοιχεία του τυπογραφείου ημών και τούτου βεβλαμμένου ανευρίσκομεν   εκσκάπτοντες την παχυτάτην ιλύν , ήτις από της Δευτέρας καλύπτει όλην την πόλιν, οικίας, καταστήματα, αποθήκας, οδούς;»
 Αυθεντικήν  περιγραφήν  των πλημμυρών έχουμε και σε επιστολή νεαρής λεμεσιανής προς την αδελφή της στην Αθήνα πού δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εστία» των Αθηνών στις 21 Νοεμβρίου  1894:  «Κυπρία κόρη, ανήκουσα εις μίαν των εντελώς εκ της πλημμύρας καταστραφεισών οικογενειών της Λεμεσού, γράφει προς την εδώ αποκατεστημένην αδελφήν της, περιγράφουσα την επελθούσαν καταστροφήν με τας συγκινητικωτέρας εν τη αφέλεια της εκφράσεως λεπτομέρειας. Διηγείται τίνι τρόπω προϊδόντες τον κίνδυνον έσπευ­σαν μετά της οικογενείας της ζητούντες άσυλον εις γειτονικήν τινά νεόδμητον οικίαν, ένθα είχον ήδη συσσωρευθή περί τα τεσσαράκοντα άλλα άτομα. «Αλλά και εκεί-λέγει-ο κίνδυνος δεν ήργησε να μας επισκεφθή. Το νερό εις τας οδούς ανήρχετο εις δύο μέτρων ύψος. Ο κίνδυνος ήτο φοβερός. Εβλέπομεν βαίνοντα προς ημάς τον θά­νατον εκλαίομεν, εφωνάζαμεν, ενηγκαλιζόμεθα. Και επί τέλους, αφού είδομεν πίπτοντα τα πρώτα δωμάτια, απηλπίσθημεν και απεφασίσαμεν παρά να αποθάνωμεν υπό τα ερείπια, να πνιγώμεν εντός του ύδατος. Ερρίφθη πρώτος ο αδελφός μου από την ταράτσαν και κολυμβών έφθασεν εις τα ερείπια των καταπεσόντων δωματίων πατήσας δε έπ' αυτών μας εφώναζε να ριφθώμεν όλοι, ίσως ηθέλομεν σωθή. Πρώτην εμέ εφώναξε, διότι εγνώριζε το θάρρος μου. Αλλά πόθεν να ριφθώ, Θεέ μου; Εκ της ταράτσας εφοβούμην το νερό ανήρχετο ήδη εις ύψος μεγαλείτερον των τριών μέτρων. Απεφάσισα τότε να κρημνισθώ εκ της θύρας της τραπεζαρίας. Το παράδειγμα μου ηκολούθησαν και οι λοιποί και ούτως εμείναμεν εντός του ύδατος επί τεσσάρας όλας ώρας αναμένοντες τον θάνατον...  Ήδη, η θέσις μας είνε τω όντι αξία οίκτου. Ευρι­σκόμεθα άνευ κατοικίας, άνευ ενδυμάτων, άνευ χρημάτων! Δεν ηδύνηθη μεν ούτε μίαν βελόνην εκ της οικίας μας να σώσωμεν. Άλλα και πάλιν δεν απελπιζόμεθα, διότι ο Παντοδύναμος δεν θα μας αφήση να καταστραφώμεν εντελώς».
Τα μετά την πλημμύρα
Από κυβερνητικής πλευράς, σύμφωνα με δημοσίευμα  της Cyprus Gazette ημερ. 20 Νοεμβρίου 1894 ο Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου πήρε τηλεγράφημα από τον υπουργό Αποικιών δια του οποίου τον πληροφορούσε ότι η Αυτού Μεγαλειότητα  η βασίλισσα της Αγγλίας πληροφορήθηκε με μεγάλη λύπη για τις πλημμύρες και τις απώλειες και ζήτησε να έχει περισσότερη πληροφόρηση. Σε άλλο δημοσίευμα  της ίδιας κυβερνητικής εφημερίδας  ημερ. 21 Νοεμβρίου, ανακοινωνει ότι η βασίλισσα και πάλι δια του Υπουργού Αποικιών εκφράζει την βαθειά της συμπάθεια προς τους υποφέροντες από τις πλημμύρες λεμεσιανούς.
Όμως παρά τα ωραία λόγια,  σύμφωνα με τον ιστορικό Φίλιο Ζαννέτο, «το  Νομοθετικό Συμβούλιον της Κύπρου  είχεν εισέτι την αφελή αγαθότητα να προσδοκά, ότι η  Κυβέρνησις θα εδαπάνα εξ ιδίων δια την ασφάλειαν τής Λεμησσού, εξεπλάγη   ότε ανέγνωσεν εν τω τηλεγραφήματι του Υπουργού τών Αποικιών, την έγκρισιν τον όποιον εζήτησεν ο Αρμοστής, ίνα κανονισθή δαπάναις τών προσόδων τής νήσου η κοίτη του Γαρίλλη, ότι «ελυπείτο, ο Υπουργός, μή δυνάμενος να προτείνη τοιούτο τι τω Υπουργώ των Οικονομικών». «Η δαπάνη», έλεγεν, «αφορά σποπόν όλως τοπικόν και ημι-ιδιωτικόν», δεν  είναι λοιπόν δυνατόν να βαρύνη το χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου, διότι τούτο είναι κατ' ουσίαν ό,τι προτείνεται . Κατά τον εντιμότατον λοιπόν Υπουργόν το μεν έργον τής εξασφαλίσεως μιας υπό άμεσον διατελούσης κίνδυνον πόλεως ήτο τοπικόν, αι δέ πρόσοδοι τής νήσου  χρήμα τού Ηνωμένου Βασιλείου. Και όμως παρ' όλον το τερατωδώς παράλογον ήτο κατά μέγιστον μέρος πλέον ή αληθές.»
Μάλιστα , σύμφωνα πάντα με τον Φ. Ζαννέτο, αν και «η τοπική Κυβέρνησις έπραξε πολλαχώς το εαυτής καθήκον προς την παθούσαν πόλιν, δέν παρέλιπεν όμως εν ταύτω να πιέζη τας εισπράξεις της κατά τον συνήθη αύτης τρόπον, απαιτούσα τους φόρους και παρ' αυτών των αδυνατούντων ν' αποτίσωσιν αυτούς, ως εκ των ων υπέστησαν από τής πλημμύρας ζημιών»

Ο απολογισμός των ζημιών αυτών σε χρήμα ήταν 100.000 λίρες, ποσό υπέρογκο για την εποχή που ισούται με το μισό του ετήσιου προϋπολογισμού  της αποικίας της Κύπρου. Τρεις χιλιάδες άτομα έγιναν  άστεγοι σε ένα σύνολο πληθυσμού της Λεμεσού τότε των έξι χιλιάδων κατοίκων.
Ο ίδιος ο Κυβερνήτης της Κύπρου συνοδευόμενος από τον Αρχιμηχανικό και τον Δήμαρχο Δημοσθένη Χατζηπαύλου  περιηγήθηκε  την πόλη και έδωσε οδηγίες να σταλούν στρατιώτες και μηχανικοί για άμεσο καθαρισμό των δρόμων από τα ερείπια, κατεδάφιση ετοιμόρροπων υποστατικων  και της παραλίας από τα υλικά που συσσωρεύτηκαν εκει . Προς τον σκοπόν  αυτό όπως είδαμε κατέπλευσε στη Λεμεσό και το πολεμικό πλοίο Αρέθουσα με πεζοναύτες που ανέλαβαν αμέσως έργο. Παράλληλα με πρωτοβουλία της κυβέρνησης δημιουργείται παγκύπρια επιτροπή συλλογής χρημάτων για το Ταμείο Ανακούφισης που δημιουργήθηκε. Την επιτροπή  αποτελούσαν ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο Μουφτής της Κύπρου , ανώτεροι κυβερνητικοί λειτουργοί και άλλοι επιφανείς πολίτες. Όλες οι πόλεις αλλά  και το τελευταίο πιο μικρό  χωριό της Κύπρου εισέφεραν στον έρανο γενναιόδωρα και μέσα στα δύσκολα οικονομικά δεδομένα της εποχής, αποφέροντας συνολικά  2253 λίρες , έντεκα σελίνια και 3 γρόσια.
Η είδηση για τη μεγάλη καταστροφή ξεπέρασε τα όρια της Κύπρου και συγκλόνισε τον ανά τον κόσμο ελληνισμό.
Η ελληνική κυβέρνηση πρόσφερε το ποσό των 50.000 δραχμών ενώ παράλληλα σχηματίστηκε επιτροπή πανελλήνιου εράνου υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Η Κυπριακή Αδελφότης της Αιγύπτου πρόσφερε 100 λίρες ενώ παράλληλα σχηματίστηκε και εκεί  ειδική ερανική επιτροπή. Οι ελληνικές και κυπριακές  κοινότητες στην Αγγλία και σε άλλες χώρες όλου του κόσμου  σχημάτισαν επίσης ερανικές επιτροπές.
Οι πλημμύρες της Λεμεσού του 1894 μέσα στην τραγικότητα τους πρόσφεραν την ευκαιρία  να εκφραστεί ακόμα μια φορά η μεγαλοψυχία, η αλληλεγγύη  και η γενναιότητα των κυπρίων αλλά και των απανταχού ελλήνων προς πάσχοντας αδελφούς τους.
  


 Λεζάντες:
Φώτο. Οι πεζοναύτες του αγγλικού  πολεμικού πλοίου «Αρέθουσα» καθαρίζουν την παραλία από τα υλικά που μαζεύτηκαν από τα ερείπια των πλημμυρών

Φώτο Τα έκτατα παραρτήματα  της εφημερίδας της κυβέρνησης “Cyprus Gazette”.


Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

«Λεμεσός η Αθήνα της Κύπρου»

   Από τα αρχαία χρόνια αλλά κυρίως από τη ρωμαϊκή εποχή με τον Στράβωνα και τον Πλίνιο, μέχρι τη βυζαντινή με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο ( 10ος αιώνας) και την Άννα Κομνηνή (11ος αιώνας) περνώντας από τον Άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο κατά το μεσαίωνα και τον Λεόντιο Μαχαιρά, στους πολλούς ξένους περιηγητές και επισκέπτες της Λεμεσού από τον 12ο αιώνα μέχρι και τον 20ο, η Λεμεσός αναφέρεται με δεκάδες διαφορετικές ονομασίες αλλά και περιγράφεται με πολλές πληροφορίες για τη πόλη, άλλοτε πολύ κολακευτικές και άλλοτε με τα μελανότερα χρώματα, ανάλογα με την εποχή, τις συνθήκες που επικρατούσαν και τις περιόδους ανάπτυξης, ύφεσης ή καταστροφής της από κατακτητές  και θεομηνίες (λιμούς, σεισμούς καταποντισμούς).
     Μια από τις νεώτερες και πιο ενδιαφέρουσες περιγραφές της Λεμεσού ήταν αυτή  του Γάλλου Rene Delaporte, που τις κατέγραψε στο βιβλίο του «L'ile de Chypre» (Παρίσι 1913).
     Ο Delaporte ήρθε στην Κύπρο ως αντιπρόσωπος της Alliance Francaise για να μελετήσει την κυπριακή κοινωνία. Έκαμε πολλούς φί­λους στη Λεμεσό και οι κρίσεις του για την πόλη είναι κυρίως κολακευ­τικές και οπωσδήποτε ενδιαφέρουσες, κυρίως σε σύγκριση με τη Λάρνακα που ήταν μέχρι τότε μια ακμάζουσα και «αριστοκρατική» πόλη λόγω των πολλών ξένων (κυρίως Λατίνων) κατοίκων της, των έμπορων της και του σημαντικού λιμανιού της.
Λέει λοιπόν ανάμεσα σε άλλα:
      «Σ' ένα μεγάλο όρμο, που ισοδυναμεί σχεδόν με κόλπο, φαίνεται η Λεμεσός, πόλη ισόπεδη και νέα με τις κεραμιδένιες στέγες και τους κήπους της. Η εντύπωση κατά την άφιξη είναι καλύτερη παρά στη Λάρνακα. Η φύση έχει προσθέσει στο κάπως πενιχρό πανόραμα ένα φόντο βουνών, τα όποια κάτω από το θερινό ήλιο παρουσιάζουν πολύ ωραίαν όψη και τονίζουν την απλότητα της κυπριακής αυτής γωνιάς...
Πλούσια πόλη, όπου μαντεύει κανείς την καλοπέραση, η Λεμεσός πα­ραμένει ωστόσο πόλη κυπριακή, πιο ενδιαφέρουσα από τη Λάρνακα, με λι­γότερα όμως αξιοθέατα από την Αμμόχωστο. Ο θόλος και το καμπαναριό της καθεδρικής εκκλησίας της (της Αγίας Νάπας) νόθου Βυζαντινής, και οι μιναρέδες δεν έχουν τη γλυκεία ποίηση των ερειπωμένων γοτθικών εκκλησιών και των οχυρωμάτων της Αμμοχώστου.
Μια αποβάθρα προχωρεί μέσα στη θάλασσα, σπίτια κατά μήκος της θα­λασσόδαρτης παραλίας... αυτό είναι όλο το λιμάνι.
      Η Λεμεσός ήταν κάποτε σπουδαία πόλη, έχει την ιστορία της και υπήρ­ξε στα χρόνια των Σταυροφοριών το σημείο της απόβασης του Ριχάρδου του Λεοντόθυμου και σταθμός του Λουδοβίκου πριν από την εκστρατεία του στην Αίγυπτο. Γνώρισε όλες τις δυστυχίες, και τα λαμπρά της χτίρια καταχώστηκαν πολλές φορές κάτω από τα ερείπια της. Τα στοιχεία της φύσης και οι άνθρωποι έβρισκαν με τη σειρά τους ευχαρίστηση να την ερημώνουν. Οι Γενουάτες συμμάχησαν σιωπηρά με τους σεισμούς να την αφανίσουν ή να την πυρπολήσουν. Οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου έκαμαν εκεί επιδρομές και οι Τούρκοι ήρθαν να επιστέψουν το έργο της καταστρο­φής ερημώνοντας την τελείως σχεδόν. (Στα 1373 και 1402 η Λεμεσός λεηλατήθηκε από τους Γενουάτες, στα 1358 από τους Τούρκους, στα 1413,1425, 1426 από τους Μαμελούκους του Σουλτάνου της Αιγύπτου)».
«Η Λεμεσός είναι πλούσια χάρη στο εμπόριο της των κρασιών, των χα­ρουπιών, των λαδιών και των προϊόντων της οινοβιομηχανίας. Είναι η  πρώτη βιομηχανική πόλη και το δεύτερο λιμάνι της νήσου. Αριθμεί περί τις 10 χιλ. κατοίκους. Απ' αυτούς 7.500 είναι Έλληνες, 2.000 Τούρκοι και 500 άλλων θρησκευμάτων. Είναι η δεύτερη πόλη της Κύπρου (μετά τη Λευκωσία)».
«Δεν έχει τίποτε το αξιοθέατο. Η Καθολική-ο καθεδρικός Ελληνικός ναός-δεν έχει τίποτε το εξαιρετικό. Χτίστηκε από ένα αρχιτέκτονα Jean Tho­mas επί του γηπέδου της εκκλησίας των Φραγκισκανών. Δεν είναι σπου­δαία. Το σύνολο της είναι βαρύ και ο ρυθμός της δεν ανήκει ούτε στον Βυ­ζαντινό ούτε στον Γοτθικό. Περιλαμβάνει επιτάφιες πέτρες με απλές επι­τάφιες επιγραφές που τις συνοδεύουν κάποτε οικόσημα και αυτό θα επέ­τρεπε να καθορίσουν σε ποιους ανήκουν. Είχαν περιγραφεί από τον Μ. Latrie. Ο κ. Em. Deschamps, που ήρθε στην Κύπρο το 1895, μας είπε στο βι­βλίο του «Au pays d'Aphrodite», 1895: Οι γαλλικές πλάκες πού σημειώθηκαν από τον Μ. Latrie έχουν εξαφανισθεί. Και τι έγιναν επίσης όλοι οι τάφοι που έχουν κλείσει τα υπάρχοντα των γάλλων ιπποτών που πέθαναν εδώ από πυ­ρετούς, όταν συνόδευαν τον  Άγιο Λουδοβίκο στη Σταυροφορία του 1248;»
«Υπάρχουν ωστόσο πλάκες επιτάφιες... Μπορεί επίσης να ρίξει κανείς μια ματιά στις υδρορροές με ανθρώπινο κεφάλι ή μ’ ένα παράξενο γλυπτό, ένα πουλί που κρατά σταφύλια στο ράμφος του...»
«Το φρούριο της Λεμεσού είναι σήμερα φυλακή. Δεν έχει τίποτε το αξι­οπερίεργο για ένα τουρίστα. Είναι ατέλειωτο και τίποτε απ' ό,τι απομένει δεν μπορεί να δώσει ιδέα του τί μπορούσε να είναι. Ανήκει βεβαίως στην ενετική εποχή. Δεν μας επετράπη να το επισκεφθούμε: απαγόρευση αυστη­ρή και ηλίθια. Το μόνο αξιοπερίεργο είναι ένας παλιός δρόμος πού αποτελείται από αψίδες (καμάρες) πάνω από το ένα στο άλλο σπίτι στις δύο πλευ­ρές του δρόμου, όπως βλέπει κανείς στη Ρόδο. Ήταν άλλοτε της μόδας αυ­τοί οι δρόμοι στη Λεμεσό; Αυτός ο δρόμος θα ήταν ίσως μαρτυρία, αλλά εί­ναι τρόπος να προστατευθούν καλύτερα από τις σεισμικές δονήσεις; Αυτές τις αισθάνεται ακόμα και η Λεμεσός  είναι το μέρος της Κύπρου που γίνο­νται συχνότερα».
«Η Λεμεσός έχει ονομασθεί Αθήνα της Κύπρου. Είναι ολοφάνερο ότι είναι Η πιο φιλόξενη πόλη του νησιού και οι κάτοικοι της οι πιο ευπροσήγοροι. Ο ξένος αισθάνεται άνετα, αν και ο Λεμεσιανός μένει ο ίδιος, χωρίς κοσμοπολιτισμό, βαθιά προσκολλημένος στα ελληνικά του αισθήματα.
Το πνεύμα του διχασμού που επικρατεί στις άλλες πόλεις υπάρχει επί­σης και στη Λεμεσό, αλλά με περισσότερη ευγένεια και σταματούν την πο­λιτική διαίρεση στα όρια που θέλουν. Η εκπαίδευση δεν υποφέρει από αυ­τή, δεν έχουν διπλά Γυμνάσια (όπως έγινε στη Λευκωσία). Οι Ορθόδοξοι διατηρούν ενότητα που τους επιτρέπει να επωφελούνται των προσπαθειών των και των διαδεδομένων ιδεών. Οι επιτροπές εδώ έχουν απόψεις πιο φι­λελεύθερες παρά σε όλα τα άλλα μέρη της νήσου, διότι οι επιτροπές αυτές αποτελούνται από προσωπικότητες πού έχουν στην καρδιά τους την αφο­σίωση τους με αυταπάρνηση. Είναι πιο ενωτικοί χωρίς γι' αυτό να είναι ξε­νόφοβοι, παρά τη φλογερή τους επιθυμία για ένωση με την Ελλάδα. Απε­ναντίας, η δική μας Alliance Francaise βρίσκει ευρύ πεδίον δράσης σ’ αυτή την πόλη».
Ο κ. Σπύρος  Αραούζος, βουλευτής της νήσου, εδώρησε στην Κυβέρνη­ση της Γαλλικής Δημοκρατίας οικόπεδο για να χτισθεί ανωτέρα Γαλλική λαϊκή σχολή και αυτό θα ήταν το καλύτερο επίτευγμα της Alliance Francaise, αν ή Γαλλία δεχόταν και άνοιγε ένα Γαλλικό σχολείο στην Κύπρο».
«Η επιτροπή του τμήματος μας (της Alliance Francaise), που εσύστησε ο συνάδελφος μας Edmond Delaye, καθηγητής στο Γυμνάσιο, αποτελείται εξ ολοκλήρου από προσωπικότητες της Λεμεσού και βοηθείται στην οργάνω­ση των μαθημάτων και των διαλέξεων της στη Γαλλική γλώσσα. Εδώ δεν συναντούν, όπως στη Λευκωσία, τη στενότητα πνεύματος και την εχθρότη­τα που κατατάσσουν τους κατοίκους της στο επίπεδο λαών της Μ. Ασίας με στενές αντιλήψεις». (Σημ.: Ο R. Delaporte αναφέρεται σε άλλο κεφάλαιο, στον πόλεμο που έκαμε της Alliance Francaise ο διευθυντής της εφημερίδας «Κυπριακός Φύλαξ» Νικόλαος Καταλάνος).
«Κατά τα άλλα η Λεμεσός υπήρξε σε όλους τους καιρούς πόλη προοδευ­τική και η Εφορεία των Σχολείων έχει προσθέσει στο Γυμνάσιο της εμπο­ρικό τμήμα, ακολουθώντας σ' αυτό το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Το τμήμα αυτό θα ζήσει, ελπίζουμε, χάρη στο εξαίρετο πνεύμα των Λεμεσιανών σθεναρών υ­περασπιστών του Ελληνισμού αλλά που βλέπουν την Ελληνική Παιδεία με νέες αντιλήψεις».
«Στη Λεμεσό υπάρχει μια δραστήρια επιτροπή που ανέλαβε σοβαρά το έργο της, γιατί τα μέλη της είναι άνθρωποι έξυπνοι που αποτελούν τιμή για τη Νήσο, φίλοι της Γαλλίας και αντιλαμβάνονται τον πραγματικό ρόλο της Alliance Francaise».


Λεζάντες
Φώτο 1 «Λεμεσός, πόλη ισόπεδη και νέα με τις κεραμιδένιες στέγες και τους κήπους της» (Πίνακας Κουφού 1900)
Φώτο 2 «Οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου έκαμαν εκεί επιδρομές.»
Φώτο 3 «Η Καθολική-ο καθεδρικός Ελληνικός ναός-δεν έχει τίποτε το εξαιρετικό.»    
Φώτο 4«Το φρούριο της Λεμεσού είναι σήμερα φυλακή.»
Φώτο 5 «Ο κ. Σπύρος  Αραούζος, βουλευτής της νήσου, εδώρησε στην Κυβέρνη­ση της Γαλλικής Δημοκρατίας οικόπεδο για να χτισθεί ανωτέρα Γαλλική λαϊκή σχολή…»
Φώτο 6 Edmond Delaye, καθηγητής της γαλλικής στο Γυμνάσιο


Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Οι πλημμύρες στη Λεμεσό

Ο φετινός χειμώνας αποτελεί ευλογία από πλευράς βροχών. Σύμφωνα μάλιστα με τα στατιστικά στοιχεία που υπάρχουν στο αρμόδιο κυβερνητικό τμήμα ο Γενάρης που μας έφυγε είναι ο τρίτος πιο βροχερός μήνας από τα τέλη του 19ου αιώνα που υπάρχουν τα στοιχεία αυτά.
Όμως  η πολυομβρία σε άλλες εποχές εκτός από ευλογία, αφού μάλιστα η οικονομία του τόπου τότε εξαρτιόταν κυρίως από τη γεωργική παραγωγή και ως γνωστόν άνευ βροχών ουδέν, εν τούτοις ενίοτε ήταν και κατάρα. Η λεμεσός διαμεσου των αιώνων, αναμεσα στις πολλές καταστροφες που γνωρισε και κάποτε μάλιστα την αφανιζα κυριολεκτικά  ήταν και οι πλημμυρες.
Τέτοιες φοβερες πλημμύρες γνώρισε τρείς προς το τέλος του 20ου αιώνα. Στις 16 Οκτωβρίου, και 12 Δεκεμβρίου του 1880 και στις 30 Οκτωβρίου 1894.
Λεπτομερείς περιγραφές μας άφησε ο παλιος λεμεσιανός Ευστάθιος Παρασκευάς μεσα από σειρα άρθων που δημοσιευε στην εφημερίδα «Αλήθεια» τγης Λεμεσού με τον γενικό τίλο «Παλαιαί αναμνησεις» και αποτελουσαν αναμνησεις του από το 1869 που δεκα σχεδόν χρονων ήρθε από το Πισσουρι στη Λεμεσό για να φοιτησει στο τότε «Αλληλοδιδακτικό Γυμνάσιο». Τις αναμνησεις αυτές ο γράφων τις μαζεψε και μαζί και με καποια σχετικα άρθρα του επ’ισης παλιου λεμεσιανου Ξενοφωντος Φαρμακιδη, τις έκανε βιβλίο με δικη του επιμελεια και εκτενη εισαγωγή.
Ένα μικρό μόνο σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο αυτό δημοσιεύουμε παρακάτω. Για τα υπόλοιπα στο βιβλίο, διατηρώντας την ορθογραφία και το γραφικό του στυλ !
 Λέει λοιπόν ο Παρασκευάς:
«΄Ητο καλή η ευκαιρία για μένα από  την τελευταίαν πλημμύραν των ποταμών και των δυστυχημάτων που συνέβησαν, να ενθυμηθώ τας παλαιάς πλημμύρας της Λεμεσού και να δώσω εις τους αναγνώστας μου μερικάς περιγραφάς αυτών:
Αι πειό ονομασταί πλημμύραι της Λεμεσού έγειναν την 16ην Όκτωβρίου και 12 Δεκεμβρίου του 1880 και την 30 Όκτωβρίου 1894. Θα ομιλή­σω φυσικά δια την πρώτην και έπειτα δια τας αλλάς.
Εκείνην την ημέραν 16 Όκτ. Υπήγα και εγώ να πάρω τον καφέ μου πρωί – πρωί  εκεί, οπότε ήρχισαν βροχές διαρκείς· εις τας 10 π.μ. ακούσθηκεν ότι κατέβη η «Βαθειά» - όπως έλεγαν και λέγουν ακόμη τα κατεβάσματα των νερών της βροχής από ωρισμένον σημείον βορειοδυτικώς της πόλεως, όπου ευρίσκετο και το σπίτι μας. Έτρεξα αμέσως και εις την διασταύρωσιν των δρόμων Αγ. Ανδρέου και Βικτωρίας. Το νερό ήτο επάνω στους τοίχους των σπιτιών πλέον των τεσσάρων ποδών. Επεχείρησα να περάσω άλλ' η ορμή του νερού δεν με άφινε. Τότε ο Κυριάκος, πενθερός του κ. Ηλία Ηλιάδη που ήτο μέσα στο μαγαζί του Λοϊζή πατρός της κας Πολυξένης Λοϊζιάδος με εφώναξε και επήγα μέσα. Από την πόρτα παρετήρησα ότι ένα μικρό μαγαζί - το μόνον που υπήρχε τότε - και όλη η έκτασις έως στα χάνια είχε καλυφθή με νερό, ήτο μία λίμνη
 Η 2α ΠΛΗΜΜΥΡΑ
Αύτη, ως είπαμεν, έγεινεν εις τάς 12 Δεκεμβρίου 1880 ημέραν του Αγίου Σπυρίδωνος. Αι βροχές άρχισαν μόλις ανέτειλεν ο ήλιος και εξηκολούθησαν χωρίς να σταματήσουν μέχρι της 9ης π.μ. Το νερό που ήρχετο από τον δρόμον Ελευθερίας και από την βαθειάν της Τζαμούδας έφθασεν εις τους τοίχους των σπιτιών - οι δρόμοι τότε δεν είχαν πεζοδρόμια και ήσαν πολύ βαθύτεροι εις το μέσον - που ήσαν 1 ½  πόδι υψηλότεροι από το μέσον του δρόμου. Αμέσως εγώ έλαβα προφυλακτικά μέτρα δια το σπίτι μου και κατόπιν εβγήκα έξω και εστάθηκα στην πόρτα μου. Αίφνης βλέπω να κατρακυλά από τον δρόμον Ελευθερίας ένας όγκος νερού μαύρος ύψους δύο μέτρων και να ορμά μέσα στην πόλιν. Εφοβήθηκα και εμπήκα μέσα και έως να φθάσω την σκάλαν το νερόν έσπασε την πόρταν και κατέκλυ­σε το σπίτι ολόκληρον εις ύψος ενός μέτρου. Ανέβηκα στο ανώγειον που ήτο ή αδελφή μου και ο αδελφός μου. Από το δώμα του σπιτιού εκύτταξα κάτω και βλέπω τα νερά των τριών δρόμων να συναντώνται εις την διασταύρωσιν να στριφογυρίζουν και να παλαίουν ούτως ειπείν μεταξύ των. Άνευ υπερβολής ήσαν εις ύψος ενός πήχεος.
Ήτο ένα θέαμα μεγαλοπρεπές αλλά και ένας όγκος επικίνδυνος δια τους περιοί­κους, δια τούτο απεφασίσαμεν να εγκαταλείψωμεν το σπίτι μας. Από δώμα σε δώμα εφθάσαμεν εις την καμαρόπορτα των περβολιών του μακ. Μαυροσκούφη και απ' εκεί κατεβήκαμεν κάτω εις την δεξαμενήν.
Τότε μας εφώναξεν από την ταράτσαν η κ. Μαυροσκούφη να ανεβούμεν εις το σπίτι της που το μισό ήτο κτισμένον από πέτραν. Μέσα από το νερόν επεράσαμεν, που μας έχωνε κάτω από την μέσην, αλλά όταν εμπήκαμεν και επεράσαμεν τον ηλιακόν δια να ανεβούμεν την σκάλαν, μας έχωσε πάνω από την μέσην. Από το σπίτι του Μαυροσκούφη είδαμεν να χαλούν όλα τα αντικρυνά σπίτια, εις το μέρος όπου είνε σήμερον η οικία της κ. Μιχ. Πηλαβάκη (τότε ήσαν σταύλοι ανήκοντες εις τον κ. Μαυροσκούφην). Ενθυμούμαι ότι οι σταύλοι αυτοί, το σπίτι του μακ. Σίττα και όλα μέχρι της διασταυρώσεως των δρόμων Σπάρτης και Ελλάδος έπεσαν μέχρι θεμελίων. Έτσι σαν έβλεπα κάτω έπεσεν ένα κομμάτιν ύψος από την σάλαν, οπότε τους είπα ότι πρέπει να φύγωμεν απ' εδώ και συγκεντρωθούμεν στην ταράτσαν. Πράγματι απεσύρθημεν όλοι εκεί αλλά εγώ πάντοτε σκεπτικός ήθελα να φύγωμεν απ' εκεί. Ο αδελφός μου, η αδελφή μου και εγώ κατεβήκαμεν την σκάλαν και χωσμένοι έως το στήθος εις το νερόν επροχωρούσαμεν προς τον περίβολο ν της Καθολικής, εις την ταράτσαν της όποιας υπήρχε πλήθος κόσμου. Σαν προχωρήσαμε 15 βήματα το τρίπατο του Μαυροσκούφη κατέπεσεν, ευτυχώς όμως δεν παρέσυρε και την πτέρυγα που ήτον η ταράτσα η φιλοξενούσα την οικογένειαν Μαυροσκούφη. Εφθάσαμεν εις τον περίβολον της Εκκλησίας, πριν φθάσωμεν ημείς ήρχισε βροχή και χάλαζα και μόλις κατωρθώσαμεν με πολλά βάσανα να βγούμε ζωντανοί από το νερόν που μας έχωνε έως στο στήθος. Εκεί το νερόν είχε γεμίσει τον περί­βολον και την Εκκλησίαν. Εις μιαν γωνιάν της Εκκλησίας ήτο λιποθυμισμένος ο υπα­στυνόμος Καφιέρος από το κρύο νερό που ευρίσκετο βοηθών τον κόσμον. Ο Παπά Ηλίας τον έτριβε με σπίρτο και έτσι συνήλθε. Επάνω στην ταράτσαν ο κόσμος διηγείτο τα βάσανα του, τας καταρρεύσεις των σπιτιών κλπ.
 Εις τας 3 μ.μ. εσταμάτησε το ρεύμα του νερού και ο καθένας έτρεχε στα σπίτια του. Άλλα δεν θα ξεχάσω το θέαμα.  Όσα σπίτια συνώρευαν με το σπίτι του Μαυροσκούφη έπεσαν όλα, και εις μιαν περιοχήν εκεί υπήρχεν ένας λόφος πλέον 4 μέτρων, αποτελούμενος από πλιθάρια, πόρτες, τράβες, έπιπλα κτλ.
Τότε εργάται του Δημαρχείου και ζαπτιέδες έως το βράδυ ειργάσθησαν και ήνοιξαν τον δρόμον και το νερόν που είχε σταματήση ήρχισε να τρέχει εις την θάλασσαν.
 Θύματα εκ πνιγμού υπήρξαν πολλά εις την Τουρκικήν συνοικίαν. Από τους δικούς μας ενθυμούμε ένα παιδί που ευρίσκετο εις ένα μαγαζί που έμενεν ο Πελλο Σιουκρής και ο Λαυρέντιος του Αγ. Νικολάου, οι οποίοι ευρέ­θησαν πνιγμένοι.»
Λεζάντες:
Φώτο 1 Ο Ευστάθιος Παρασκευάς
Φώτο 2 Γκραβούρες από τις πλημμύρες στη Λεμεσού το 1880
Η οικία Μαυροσκούφη  στην οδό
Φώτο 3. Θράκης που κατάρρευσε από τις πλημμύρες όπως είναι σήμερα.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Οι τελευταίες τρυφερές αλλά και θλιμμένες στιγμές

 Στην πλούσια ιστορία της Λεμεσού στον τομέα του Πολιτισμού και των Τεχνών δια μέσου των αιώνων πλέον-αφού βρισκόμαστε για καλά στον 21ο και η ιστορία αυτή ξεκινά από τον 19ο-είναι σε όλους γνωστό πως η πόλη μας, είτε γέννησε, (Αιμ. Χουρμούζιος, Γ. Φραγκούδης, Γλ. Αλιθέρσης, Ι. Ν. Σαρίπολος, Μ. Κακογιάννης και πολλούς άλλους), είτε δέχτηκε στους κόλπους της με αγάπη την πλειοψηφία των επιφανών δημιουργών του πνεύματος και της προόδου του τόπου μας, που φιλοξένησε και ανάθρεψε (Γ. Λεύκης. Ν. Νικολαΐδης, Σόλων Μιχαηλίδης). Και όπως, σχεδόν και κάθε προοδευτικό κίνημα και ιδέα που ξεκίνησε επίσης από αυτήν εδώ την πόλη.
Ανάμεσα στους μεγάλους δημιουργούς του τόπου μας που αν και δεν τους γέννησε εντούτοις τους φιλοξένησε και τους ανέδειξε, ήταν και ο εθνικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης.
Τις τελευταίες στιγμές της ζωής του μεγάλου μας ποιητή θα δούμε  μέσα από τη διήγηση του δημοσιογράφου Γ. Στρέϊτ που από τις στήλες της εφημερίδας «Αλήθεια» της Λεμεσού  το 1936, περιγράφει τις τελευταίες ώρες της ζωής του ποιητή στο «Δημοτικό Πτωχοκομείο» της πόλης το 1917, όπως του τις διηγήθηκαν αυτοί που τις έζησαν:
« Ένα από τα φρικτότερα παράπονα του ποιητή ήταν γιατί δεν μπόρεσε να αποχτήσει ό,τι αγάπησε πολύ στη ζωή του. Την ανεξάρτητη ζωή, μεγάλη μόρφωση… μια γυναίκα.
΄Ενας άλλος σταθμός του ποιητή αρκετά περίεργος, ήταν δυό μερες πριν πάει στον κάτω κόσμο. Κάλεσε κοντά του  δύο πρόσωπα, τα πιο αγαπητά στον κόσμο.
Αλεκος Ζηνων
Τον κ.  Αλέκο Ζήνωνα, Δημοτικό Σύμβουλο, που ήταν ο μόνος στην πόλη που πιο πολύ τον σεβόταν και φρόντιζε γι αυτόν και την διευθύντρια του ασύλου που γι αυτόν ήταν μια σωστή  δεύτερη μάνα. Η μέρα αυτή ήταν η πρώτη που ο Βασίλης ένοιωσε πιο πολύ από κάθε άλλη κοντά του τον θάνατο. ΄Ηταν η πρώτη στιγμή που ο ποιητής αισθανόταν πως θ’ άφηνε για πάντα.
Στυλιανη Πισηρη
Ο ποιητής μπροστά στα δύο αυτά πρόσωπα, που τούδωσαν κάθε παρηγοριά, υπογράμμισε τον φόβο του για τον θάνατο και  τέλος χάρισε  στην κ. Πισίρη μιαν μεγάλην εικόνα της Παναγίας που σώζεται ακόμη στο άσυλο και μια λίρα χρυσή. Αυτά και οι στίχοι του ήταν η μόνη κληρονομιά που άφησε. Όταν ο κ. Αλέκος έφυγε από το θάλαμο κι έμεινε μόνος ο ποιητής με την διευθύντρια, μια δεύτερη σκηνή πολύ τραγική άρχισε πάλιν να ξετυλίγεται. Ο Βασίλης έδειξε στην κυρία Πισίρη ένα γαρύφαλο κατάξερο πούταν κρυμμένο στο σεντούκι του και την παρακάλεσε να του το βάλει στον τάφο, όταν πεθάνει. Ένα σεντούκι. Φέρετρο  ενός γαρύφαλλου ,όχι μιας παλιάς ιστορίας… ενός ωραίου ονείρου, μιας χίμαιρας πούμεινε σ’ όλη του τη ζωή απραγματοποίητη.
Ευτέρπη Μιχαηλίδη
-Αραούζου
Ο ποιητής αγαπούσε μια αγγελόμορφη, όπως την έλεγε, γυναίκα. Η αγάπη του, ο έρωτας του γι αυτήν, ξεπέρασε τον κύκλο λατρείας. Μια μέρα που τον ζύγωσε στ’ άσυλο, ο Βασίλης την κοίταξε με μια βαθειά έκσταση. Σιωπηλά. Όταν τον ρώτησε πως περνά στο άσυλο, απάντησε αφηρημένα «Μη φύγετε, σας αγαπώ!, χρόνια…». Η αριστοκράτισσα επισκέπτρια διακόπτωντας τον, του πέταξε στην αγκαλιά, απαλά, με χαμόγελο το γαρύφαλλο απαντώντας μελαγχολικά: «Δυστυχώς, δεν μπορώ να σου χαρίσω τίποτε άλλο από αυτό το άνθος», κι’ έφυγε. Πριν χαθεί τούριξε μία ακόμη ματιά. Τον πλάνεψε; τον αγάπησε; τον ερωτεύτηκε; κανείς δεν το ξέρει. Μπορεί όμως και νάμενε σ’ όλη της ζωή κοντά στον ποιητή, αν του κόσμου ο ρυθμός ήταν διαφορετικός. Ο Βασίλης με την παρθενική του ποιητική ψυχή, πήρε το γαρύφαλο και τόκρυψε ως τη στερνή του ώρα χωρίς να μάθει κανένας το τρυφερό του ειδύλλιο. Η Διευθύντρια πούμαθε πρώτη και τελευταία την όμορφη αυτή ιστορία, όταν πέθανε ο ποιητής, τούβαλε το λουλούδι μέσα στην τσέπη και το πήρε μαζί του στον υπόγειο κόσμο, σύμφωνα με την τόσο μεγάλη επιθυμία του.
Η γυναίκα που τάραξε τόσο πολύ τα φρένα του Βασίλη ποια νάταν; Κανένας δεν ξεύρει σίγουρα. Η κ. Πισίρη τον πίεσε όσο μπορούσε να της δώσει την γλυκειά εξομολόγηση μα στάθηκε αδύνατο. Δυό μέρες υστερώτερα ο ποιητής έκλεισε τα μάτια. Στον νεκρικό του θάλαμο ήταν μόνος.
Πέθανε ξαφνικά ήσυχα, σφίγγοντας με τη αγκαλιά του ένα δεφτέρι και ένα μολύβι.
Λίγα λεπτά πριν της τραγικής στιγμής  τα ζήτησε από την κ. Πισίρη για να γράψει το τελευταίο του τραγούδι μα στάθηκε αδύνατο.
Ο μεγάλος αετός, ο κύκνος έγειρε το κεφάλι κι απόθανε ήσυχα.
΄Ετσι λοιπόν ήσυχα, ειρηνικά και απλά πέθανε ο μεγάλος ποιητής μας παίρνοντας μαζί του στον τάφο το μεγάλο ερωτικό του μυστικό όπως αξίζει σε όλους τους μεγάλους ποιητές»
Πάσχα του 1917 γίνεται λοιπόν η τελευταία συνάντηση στο πτωχοκομείο με τη γυναίκα που αγάπησε  37 χρόνια πριν και τον ενέπνευσε να γράψει την «Ανεράδα». Η Ευτέρπη Μιχαηλίδη-Αραούζου (τώρα πλέον κυρία δημάρχου), επισκέπτεται το πτωχοκομείο για να μοιράσει πασχαλινά δώρα στους τροφίμους.  
Λίγους μήνες μετά το Σάββατο 26 Νοεμβρίου (8 Δεκεμβρίου  με το νέο ημερολόγιο) του 1917, πεθαίνει σε ηλικία 68 χρονών περίπου, στο δημοτικό Πτωχοκομείο της πόλης μας ο εθνικός βάρδος της Κύπρου. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης. Πεθαίνει Σάββατο προς Κυριακή όπως περίπου ταιριάζει η ημερομηνία όπως το ήθελε πάντα και το κατέγραψε και σε στίχο που τον απάγγελλε συχνά με μια πικρή θλίψη στο πρόσωπο, στα τελευταία του χρόνια:
«Θεέ μου και να πέθαινα ένα Σαββάτο βράδυ
την Κυριακή με το πρωί να κατεβώ στον Άδη».
Οι τρόφιμοι του Πτωχοκομείου Λεμεσού το 1917 λίγο πριν πεθάνει ο ποιητής (στο μέσον). Στο άκρο δεξιά η διευθύντρια Μ. Πισίρη


Σημείωση:Μελετητές της ζωής και του έργου του Βασίλη Μιχαηλίδη λένε πως η μοιραία αυτή γυναίκα και μεγάλος έρωτας του ποιητή, δεν ήταν άλλη απο την Ευτέρπη Αραούζου το γένος Μιχαηλίδη σύζυγος του τότε Δημάρχου Λεμσού Σπύρου Αραούζου και αδελφή του επιστήθιου φίλου του Βασίλη Μιχαηλίδη, του Μιχαήλ Μιχαηλίδη επίσης μετέπειτα Δημάρχου Λεμεσού.
Εξ ου άλλωστε και η επίσκεψη της εκείνη και η συνάντηση της με τον ποιητή που γινόταν υπό την ιδιότητα της πρώτης κυρίας της πόλης.