Μέρος τρίτο
Συνέχεια και τέλος του αφιερώματος της
επίσκεψης του Νίκου Καζαντζάκη στη Λεμεσό τον Μάιο και Ιούνιο του 1926 με το
δεύτερο μέρος του κειμένου του Πάνου σουλιώτη στην εφημερίδα του «Παρατηρητής»
της Λεμεσού στις 6 και 13 Μαρτίου 1958 κάτω από τον τίτλο:
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ
ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Τον προσκάλεσα στο «Ακταίο» για να πάρουμε καφέ. Σάν καθήσαμε και από τα πρώτα λόγια πού
ανταλλάξαμε, άρχισε να δημιουργήται ανάμεσα μας ατμόσφαιρα οικειότητος που σ'
έκαμνε να νοιώθης άνετα και ευχάριστα σα νάχες κοντά σου ένα παληό φίλο κι όχι
διάσημο διανοούμενο κι' ανώτερον πνευματικόν άνθρωπο που μόλις και για πρώτη φορά
έκαμνες την γνωριμία του. Μου φάνηκε την πρώτη στιγμή που τον αντίκρυσα
μεγαλύτερο, απ' ό,τι διεπίστωσα κατόπιν, στην ηλικία. Η μορφή του τον έδειχνε με περισσότερα χρόνια
απ' ό,τι στην πραγματικότητα είχε. Σ' αυτό συνέτειναν ίσως τα χαρακτηριστικά
του προσώπου του, το υψηλό αδυνατισμένο ίσως σώμα και το μελαχροινό χρώμα.
Τον ρώτησα τες εντυπώσεις
του για το νησί μας που για πρώτη φορά
το επισκεπτόταν.
«Είχα αληθινή», μούπε, «λαχτάρα να ρθω και γνωρίσω το νησί
της Αφροδίτης. Αν και λίγες μέρες έχει
που βρίσκομαι εδώ, νοιώθω πως δεν είναι όμοιο με τες γειτονικές και πολύ κοντινές
ακόμη ολοτρόγυρα του χώρες. Έχει διαφορετικό
κλίμα που σ' αυτό ασφαλώς θα οφείλεται και η μεγάλη γονιμότητα της γης του,
όπως και η λατρεία της Αφροδίτης, θεάς της γονιμότητας».
Τα δάση των χαρουπιών
με τους χωρικούς τρυγητές του μαύρου καρπού—ήταν Αύγουστος που είχε έρθει —του
πρόσφερναν θέαμα γνωστό και στο νησί του και που το χαιρόταν τώρα για την
γνησιότητα του τοπίου και των ανθρώπων. Τον παραξένευε το δάσος των καρποφόρων
αυτών δένδρων πούταν ανάμικτα με ελιές και που έμοιαζαν σαν από τη φύσι δοσμένα
και όχι από ανθρώπινο χέρι φυτεμένα. Η παρατήρησί του, πρόσεξα πως περιείχε
μιαν πραγματικότητα, γιατί εκείνο που γίνεται στην Κρήτη και γενικά στην
Ελλάδα και τες άλλες χώρες, ιδίως με την ελιά που φυτεύεται προγραμματισμένα
και σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα και κανόνες της δενδροκαλλιεργείας, το
ίδιο δεν συνέβαινε ως τότε στον τόπο μας. Τες χαρουπιές και τες ελιές, εκτός
βέβαια μερικών πολύ γέρικων ελιών, φραγκοελιών καλουμένων, που τες φύτεψαν οι
Ενετοί και κατοπινά δι' υποχρεωτικής για ένα διάστημα νομοθεσίας οι Τούρκοι,
οι περισσότερες φυτεύτηκαν από τα κοπάδια των κατσικιών και τα πουλιά που τες
έσπερναν με τα κόπρανα τους.
Η επιθυμία του ήταν
να μπορέση να ξανάρθη και να μείνη περισσότερον καιρό, για να γνωρίση, όπως μούλεγε
τον τόπο και τους ανθρώπους του. Ήξερε
προσωπικά από την Αθήνα κατά την φοιτητική του περίοδο —άρχισε σπουδές
νομικής και πήρε και δίπλωμα —τον Γιώργο Μαρκίδη, τον γνωστό ποιητή και επιστήμονα
διανοούμενο πρώην Δήμαρχον Λευκωσίας, που τον αντάμωσε στην Λευκωσία και
δέχτηκε για μια σχεδόν βδομάδα την φιλοξενία του.
Σε τούτο το μεταξύ συνέχιζε
ρουφώντας τον καφέ του. Μου φάνηκε πως πιθανό ο καφές που παραγγέλθηκε να μη
ήταν στην γεύση και νοστιμάδα όπως θα τον ήθελε και τον ρώτησα πώς τον βρίσκει.
Καλός είναι.
Είμαι βέβαιος πως δεν
είναι ο καφές που συνηθίζετε. Δεν είναι
κι' εύκολο να βρίσκης όπου πας τες συνήθειες και τα γούστα σου.
-Σας ρωτώ
σ' αυτό απάνω γιατί έχω υπόψι μιαν σχετικήν περί καφέ χαρακτηριστικήν
ιστορία και του διηγήθηκα το ακόλουθο
περιστατικό: Υπάρχει κάποιος, σε λαϊκό
εδώ καφενείο, γκαρσόνι, πού ποτέ δεν σου
κάμνει τον καφέ που ζητάς, δεν
συμμορφώνεται δηλ. με το γούστο σου,
αλλά τον καφέ που, κατά την ατομική του
γνώμη, ταιργιάζει με την φάτσα σου,
όπως λέγει, δηλ. το σουλούπι σου στο όποιο
καθρεφτίζεται, κατά την γνώμη του, ο εσώτερος άνθρωπος ο χαρακτήρας του
πελάτη. Ζητάς, λόχου χάρι, καφέ με
ολίγη και σου φέρνει σκέτο η γλυκύ και σου δίνει μέτριο.
Καμιάν προσοχή δεν δίνει στες
διαμαρτυρήσεις και παρατηρήσεις του
πελάτη, ούτε και στες απειλές πως θα
εγκατάλειψη το καφενείο του. Εμμένει στην άποψι του ψιθυρίζοντας κάθε φορά που
του γίνεται σχετική παρατήρησι απ' εκείνους που αγνοούν την περίεργη θεωρία
των περί καφέ αντιλήψεων του: «Είναι αυτή φάτσα για γλυκύ; ο καφές του πρέπει
ναναι σκέττος. Αν δεν του αρέσει ας μην
ξαναπατήση».
-Μπορεί να φαίνεται η
θεωρία του περίεργη, μάναι
πολύ κοντά στην πραγματικότητα,
θάθελα, αν διάθετα καιρό, να γνωρίσω
αυτόν τον τύπο που πιστεύει στην δυνατότητα ψυχαναλύσεως δια του καφέ.
Την συνομιλία μας διέκοψε
ένας ασυνήθης θόρυβος που προερχόταν από την θάλασσα και την προσοχή του απέσπασε
η εικόνα μιας μεγάλης αγέλης γλάρων. Τα πουλιά πετούσαν, εκβάλλοντας τους
συνήθεις κρωγμούς των, πολύ σιμά στο μέρος, άκρυα του πόντε, που καθόμαστε και
προσπάθαγαν με κάθετες βουτιές απάνω στα σιγοκίνητα, απ' το δυτικό αεράκι που
φυσούσε, κύμματα ν' αρπάξουν όχι ψάρια, αλλά κομμάτια κουλούρια που τους τα
πετούσε κάποιος γνωστός τύπος ιδιότροπου συμπολίτη μας. Μερικά παιδάκια που
στεκόντουσαν κάτω στην παραλία προσπάθαγαν με λάστιχα να σκοτώσουν γλάρους. Ο κύριος που
με απλοχεριά και καπρίτσιο, που φαινόταν πως έτρεφε τα πετεινά της θάλασσας,
εξοργιζόταν για την εγκληματικότητα των παιδιών τα οποία απειλητικά απόδιωχνε
λέγοντας: «Εγώ προσπαθώ να τα ξεφοβίσω παληόπαιδα και σεις τα σκοτώνετε»;
Οι πιτσιρίκκοι που με τες φοβέρες του τους στερούσε μια χαρά, απαντούσαν: «Δεν δκιας θκιέ σε μας τα κουλλούρκα τζιαί πετάσσεις τα στους γλάρους; ΄Ηντα σε κόφτει αν τους σκοτώσουμε; Εν δικοί σου τζιαί θυμώνεις; Εν της θάλασσας».
Οι πιτσιρίκκοι που με τες φοβέρες του τους στερούσε μια χαρά, απαντούσαν: «Δεν δκιας θκιέ σε μας τα κουλλούρκα τζιαί πετάσσεις τα στους γλάρους; ΄Ηντα σε κόφτει αν τους σκοτώσουμε; Εν δικοί σου τζιαί θυμώνεις; Εν της θάλασσας».
Ό Νίκος με ρώτησε την
σημασία του διαλόγου, που δεν μπόρεσε
και δικαίως να τον
ερμηνεύση, όπως βέβαια θα συνέβαινε
και μ' ένα Κύπριον αν τύγχαινε ν ακούση τον ίδιο διάλογο στην
κρητική ντοπιολαλιά. Το συμβάν αυτό έδωκε αφορμή να κάμουμε συλλογισμούς για
τους ανθρώπους και τα άλλα πλάσματα της φύσεως. Ο Καζαντζάκης βρήκε πολύ
δικαιολογημένες τες αξιώσεις των πιτσιρίκων, πούθελαν κι' αυτοί με τον δικό
τους τρόπο να διασκεδάσουν σκοτώνοντας
τους γλάρους που ανήκαν στην θάλασσα όπως διατείνοντο, όπως πάλι και ο εκκεντρικός
κύριος είχε όλο το δίκαιο να νοιώθη
ευχάριστησι προστατεύοντας και διατρέφοντάς τους.
Βρήκαμε όμως πολύ
δικαιολογημένην και λογικήν την προβολή απαιτήσεως των παιδιών να ζητούν κι
εκείνα μερίδιον των κουλουριών και να θεωρούν άδικο το προς τους γλάρους πέταμα
των. Γιατί τα πετεινά του ουρανού μπορούν μόνα και χωρίς την βοήθεια κανενός,
πλην εκείνης του Παντοδυνάμου θεού, να
εξεύρουν την τροφή των και ικανοποιήσουν τας
ανάγκας των, ενώ ο άνθρωπος είναι παντελώς ανίκανος να πράξη το ίδιο και
το χειρότερο.
Εξαρτάται
στο ζήτημα αυτό της οικονομικής επάρκειας,
από τον συνάνθρωπο του, από τον οποίον δεν βρίσκει σχεδόν ποτέ κατανόησι και συμπάθεια.
Περιορισθήκαμε να παρακολουθούμε τον διασκεδάζοντα
εκκεντρικόν κύριον, ενώ όλη μας η συμπάθεια στρέφονταν στα παιδιά που τα
κυττάζαμε και τα θεωρούσαμε την στιγμή εκείνη ως ένα ζωντανό και ανάγλυφο
σύμβολο, της αγωνιζομένης εργατιάς, που διεξήγε μιαν άνιση πάλη κατά της κεφαλαιοκρατίας
- έκτοτε βέβαια τα πράγματα, μετά τον δεύτερον ιδίως
παγκόσμιο, ριζικά και θεμελιακά άλλαξαν υπέρ των εργατών - για την
οικονομική των επιβίωσι και αποκατάστασι.
Την άλλη μέρα πήγε στην Πάφο προς επίσκεψι του αρχαίου και ξακουστού ναού της θεάς του Κάλλους,
Αφροδίτης. Τες εντυπώσεις του από την διαδρομή και επίσκεψί του, τες διάβασαν οι αναγνώστες μας σε προηγούμενη έκδοσι του «Παρατηρητού». Αυτά από τον Φασουλιώτη.
Στις 4 Ιουνίου 1926
ένα μικρό δημοσίευμα στη στήλη «ΖΩΗ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΙΣ» στην εφημερίδα «Χρόνος» της
Λεμεσού κάτω από τον τίτλο «ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ»
έλεγε, έτσι απλά, σχεδόν ασήμαντα, πως:
«Δια του τελευταίου
Λλόϋδ επέστρεφαν εις Αθήνας αι καλλιτέχνιδες δ. Παπαϊωάννου, δημοσιογράφος δ.
Σαμίου και ο Έλλην λόγιος κ. Ν.
Καζαντζάκης.»
Για την ιστορία να
αναφέρουμε ότι πρόκειται για τις αδελφές Μαρίκα και Καίτη Παπαϊωάννου, διάσημες πιανίστριες και αδελφικές φίλες του
Καζαντζάκη. Η Μαρίκα έδωσε μάλιστα κατά την εδώ επίσκεψη της ρεσιτάλ πιάνου στο
καλλιτεχνικό καφενείο «Ακταίον» της Λεμεσού.
Την Μαρίκα
παντρεύτηκε το 1941, ο λεμεσιανός Αιμίλιος Χουρμούζιος που όμως το 1926 δεν
βρισκόταν στη Λεμεσό αφού είχε ήδη ένα χρόνο πριν εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Την γνώρισε πολύ αργότερα μέσω του Καζαντζάκη αφού τον Χουρμούζιο με
τον οποίον συνδεόταν επίσης με αδελφική
φιλία.
Λεζάντες φωτογραφιών:
Φώτο 1 Ο Νίκος Καζαντζάκης με την Ελένη
Σαμίου και τις αδελφές Παπαϊωάννου στην Παλαιστίνη το 1926 από όπου ήλθαν στην
Κύπρο
Φώτο 2 Γεώργιος Μαρκίδης διανοούμενος και
αργότερα Δήμαρχος Λευκωσίας, συμφοιτητής και φίλος του Καζαντζάκη.
Φώτο 3 Ο Καζαντζάκης με τον λεμεσιανό
διανοούμενο Ευγένιο Ζήνων σε εκδρομή στο
Τρόοδος.
Φώτο 4 Στο ίδιο σημείο με την προηγουμένη φωτογραφία
ποζάρει με τις αδελφές Παπαϊωάννου
Φώτο 5 Το περίφημο καλλιτεχνικό καφενείο
Ακταίον όπου η Μαρίκα Παπαϊωάννου έδωσε το ρεσιτάλ πιάνου
Φώτο 6 Χρόνος 4 Ιουνίου 1926