ΤΙΜΗΘΗΚΕ προχθές Πέμπτη, 6 Δεκεμβρίου, στη Θεσσαλονίκη με ειδική εκδήλωση η 95η επέτειος του θανάτου του δημάρχου Λεμεσού Χριστόδουλου Σώζου, που σκοτώθηκε πολεμώντας στο Μπιζάνι της Ηπείρου, ως απλός στρατιώτης, στη διάρκεια της πολύμηνης πολιορκίας των Ιωαννίνων. Ο Χριστόδουλος Σώζος, κατά την άποψή μας, ήταν η σημαντικότερη πολιτική φυσιογνωμία της εποχής του. Πρακτικός και πραγματιστής πολιτευτής, εργατικός και προοδευτικός δήμαρχος, ξεχώριζε γιατί ήταν από τους λίγους Κύπριους πολιτικούς των έργων και όχι των λόγων. Ως βουλευτής κατέθεσε το πρώτο ενωτικό ψήφισμα που ενέκρινε το κυπριακό Νομοθετικό Συμβούλιο, τον Απρίλιο του 1903 και κατάφερε να τον σέβονται ακόμη και οι Βρετανοί, αφού πάντοτε προετοιμαζόταν και μελετούσε πριν από τις κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις.
Ως δήμαρχος Λεμεσού υπήρξε καινοτόμος: Ο Δημόσιος Κήπος, ο ηλεκτροφωτισμός της πόλης, η Γεωργική Έκθεση, η δημιουργία φιλαρμονικής, υπήρξαν πρωτοφανείς ενέργειες για την κυπριακή στασιμότητα και αδράνεια και ήταν καρπός δικών του προσπαθειών.
Μια από τις άγνωστες πολιτικές πρωτοβουλίες του Σώζου ήταν η υποστήριξη, την Άνοιξη του 1912, στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, της διεκδίκησης της κυπριακής αυτονομίας, που τη θεωρούσε ότι θα έφερνε την Κύπρο πιο κοντά στην ένωση με την Ελλάδα, έχοντας ως μεγάλο παράδειγμα μίμησης το πρότυπο της Κρήτης. Η πρωτοβουλία
του έπεσε στο κενό και καταδικάστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτευτών και του Τύπου, ενώ παρέμεινε για δεκαετίες στη βιβλιογραφική σιωπή. Οι επιθέσεις που δέχθηκε ο Χριστόδουλος Σώζος τον πίκραναν, και σε μια επιστολή προς τον στενότερο πολιτικό του φίλο, τον βουλευτή Ιωάννη Κυριακίδη, έγραφε, το Μάιο του 1912:
«Εις την Κύπρον το προδότης και πατριώτης είναι συνώνυμα και έχασαν και τα δύο την σημασίαν των σήμερον. Ο πολιτευόμενος σήμερον ονομάζεται πατριώτης, αύριον προδότης, και μεθαύριον υπερπατριώτης».
Λίγους μήνες αργότερα, μόλις ξέσπασε ο «βαλκανοτουρκικός πόλεμος», ο Χριστόδουλος Σώζος αναχώρησε από τους πρώτους για να καταταχθεί εθελοντικά στον ελληνικό Στρατό.
Ήταν 40 χρονών και πατέρας ενός τετράχρονου αγοριού. Ο παππούς του ήταν αγωνιστής της επανάστασης του 1821, ο πατέρας του πολέμησε στην Κρήτη το 1866, ενώ ο ίδιος είχε προσπαθήσει να καταταχθεί εθελοντής και στον πόλεμο του 1897. Στην επιστολή που έστειλε στην γυναίκα του Ερμιόνη, δικαιολόγησε ως εξής την ενέργειά του:
«Ημείς έχομεν καθήκοντα τα οποία ουδεμία δύναμις, ουδέν φίλτρον πρέπει να τα εμποδίζη από του να ενασκώνται. Αν είμεθα ηγέται των υποδούλων λαών, οφείλομεν διά του παραδείγματός μας και της θυσίας μας να τους
παιδαγωγώμεν, όπως και εκείνοι γίνωσιν άνθρωποι συναισθανόμενοι τα καθήκοντά των.»
Αυτά, στην Κύπρο του 1912.
• Ο Πέτρος Παπαπολυβίου είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο
Κύπρου.
Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 8 Δεκέμβριου 2007