Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Ο ζωολογικός κήπος της Λεμεσού και η ιστορία του


 
  Ο Κώστας Παρτασίδης με το δημοτικό του συμβούλιο
Γιορτάστηκαν αυτές τις μέρες τα δεύτερα γενέθλια του ανακαινισμένου ζωολογικού κήπου της Λεμεσού.
Να δούμε λοιπόν ιστορικά την απαρχή αυτού του κήπου σε μεγάλη συντομία όπως μας την περιγράφει ο δημοσιογράφος και μετέπειτα πρέσβης  μ. Κώστας Παπαδήμας  σε ένα ρεπορτάζ  του λίγο καιρό μετά που λειτούργησε, στο δεκαπενθήμερο περιοδικό «Τάιμς οφ Σάιπρους» ημερομηνίας 31 Ιουλίου 1957.
Να πούμε μόνο ότι ο ζωολογικός κήπος, μαζί  τότε και με την αναβάθμιση και όλου του δημοτικού κήπου, (ο οποίος δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα επί δημαρχίας Σώζου),  με  παιδικά παιγνίδια, λιμνούλες, σιντριβάνια και άλλα, έγινε επί της δεύτερης δημαρχίας του Κώστα Παρτασίδη (1953-1962).
Ο πρώτος υπεύθυνος
του ζωολογικού κήπου Ανδρέας Μαυρογένης
 με το πρώτο ζώο που αποκτήθηκε,
Λέει λοιπόν ο Παπαδήμας:
«Όταν ένας Λεμεσιανός αποφασίσει να σας μιλήσει για τα «αξιοθέατα» της πόλης του πρέπει νάχετε υπ' όψιν σας. πως οπωσδήπο­τε θ' ακούσετε και για τον Δημοτικό ή Δημόσιο — όπως τον λένε - κήπο της Λεμεσού. Δεν έχει άδικο σε τούτο γιατί η αλήθεια είναι πως απ' όλες τις πόλεις της Κύπρου η Λεμεσός έχει τον καλύτερο Δημοτικό κήπο. Βέβαια είναι και οι παιδικοί κήποι και τ' άλλα πάρκα της Λευκω­σίας - κι' αυτό για να μη θυμώσει ο κ. Δέρβης- ο δικός μας όμως κήπος  έχει την ιστορία του. Είναι μέρος από τη ζωή των τελευταίων πέντε γενεών της Λεμεσού. Από τις αρχές του εικο­στού αιώνα που ο κήπος μας θεμελιώθηκε (ή καλύτερα φυτεύτηκε αφού πρόκειται περί κή­που) από τον τότε προοδευτικό δήμαρχο και κα­τόπιν εθνικό ήρωα Χρ. Σώζο, πέρασε στη νεώ­τερη ιστορία τής Λεμεσού σαν ένα από τα καλύ­τερα έργα της.
Δεν μπορεί παρά ο κάθε Λεμεσιανός να έχει κάποια ανάμνηση από τον Δημοτικό κήπο είτε σαν μαθητής που τον έπαιρναν οι δάσκαλοι του περίπατο είτε όταν ύστερα πάλι θάδινε το πρώτο ραντεβουδάκι  στο   κορίτσι  της καρδίας του.
Κι' ύστερα, το φθινόπωρο της ζωής του, που θα είναι πια συν­ταξιούχος της ζωής, στον Κή­πο θα περάσει το ήσυχο και δροσερό του πρωινό κοντά στην πανέμορφη τεχνητή   λιμνούλα με τα πολύχρωμα σιντριβάνια. Έζησε και αυτός (ο κήπος) την ρομαντική του εποχή του παλιού καλού καιρού. Τα αιω­νόβια δένδρα του είδαν τις κόρες της παλιάς λεμεσιανής αριστοκρατίας, με τα μακριά ως τους αστράγαλους φορέματα τους και τα ομπρελίνα τους, να κάνουν τον περίπατο τους κάτω από την σκιά τους και να ικανοποιούνται  όταν θα μπορούσαν να δουν τον καλό τους έστω κι από... μισό μίλι μακριά.
Αργότερα στον τελευταίο πόλεμο τα δένδρα πάλι αυτά είδαν με κάποια αμηχανία να στρατοπεδεύουν κοντά στη ρίζα τους Ινδοί και  Άγγλοι στρατιώτες. Σήμερα ακούνε από κάποιο υπαίθριο σινεμά τη «βάρβαρη··· μουσική» του  Έλβις Πρέσλη.
Θυμάμαι που ύστερα από τον πόλεμο ο τότε Δήμαρχος εγκατέστησε στην πλατεία του καφενείου του Κήπου μια ορχήστρα και βάλτηκε να οργανώνει χορούς και εσπερίδες κάθε σαββατοκυρίακο, για την ψυχαγωγία του λαού. Αυτό κάποιος φίλος μου τότε το είχε χαραχτηρίσει σαν την «μεταπολεμική ρομαντική εποχή του λεμεσιανού προλεταριάτου».
Τώρα! Τώρα ο κήπος πήρε την μορφή που του ταιριάζει. Έγινε ένα εκσυγχρονισμένο πάρκο
που δεν έχει να ζηλέψη και πολλά πράγματα από τα πάρκα των γειτονικών χωρών.
Οι ξεχωριστοί παιδικοί κήποι με τα σύγχρονα παιγνίδια για παιδιά όλων των ηλικιών έγινε ο παράδεισος του παιδόκοσμου της Λεμεσού.
 Είναι χαρά θεού να βρεθής σ αυτό το μέρος μια Κυριακή με τις  χαρούμενες φωνές αυτών των πιτσιρίκων πού απολαμβάνουν ξέ­γνοιαστα τα παιγνίδια τους κι' αφήνουν και τις μάνες και τις νταντάδες τους να... ξενοιάσουν κι' αυτές λίγο.
Τώρα όμως θα σας μι­λήσω για το πιο μεγάλο καμάρι του Κήπου μας. Τον ζωολογικό κήπο! Ναι. μάλιστα! Μην εκπλήττεσθε!  Έχουμε ζωολογκό κήπο! Εγώ λέω πως μια μέρα ό ζωο­λογικός μας κήπος, θα προσελκύει εκατοντάδες τουρίστες  απ' όλα τα μέρη της Κύπρου.
θέλετε τώρα να μάθετε πώς άρχισε ο ζωολο­γικός μας κήπος;
Πριν μερικά χρόνια μια καλή κυρία τής Λεμεσού, πήρε δώρο ένα πιθηκάκι. Όταν μετά λίγο καιρό είχε γίνει ενοχλητικό στο σπίτι, η καλή κυρία σκέφτηκε να δωρίσει το πιθηκάκι στον Δήμαρχο. Αυτός πάλι με τη σειρά του, τού έκανε ένα κλουβί και το έβαλε μέσα στον κήπο για να το βλέπει κι' ο άλλος κόσμος. Ένα χε­λιδόνι όμως δεν φέρνει την  Άνοιξη, κι΄ ο Δή­μαρχος βάλτηκε να φτιάξη ένα πρώτης τάξης ζωολογικό κήπο. Γκαζέλια, πίθηκοι, και άλλα τροπικά ζώα και πουλιά αγοράστηκαν από την Αίγυπτο. Ύστερα από μακρόχρονη αλληλογρα­φία με τον συντηρητή των δασών απόκτησε ο κήπος μας και το πρώτο ζευγάρι από τα σπά­νια και περίφημα αγρινά της Κύπρου. Κά­ποιος δώρισε δυό παγώνια και ένας χωρικός μιά αλεπού. Γλάροι και φίδια, πάπιες και πα­παγάλοι και άλλα πολλά παράξενα ζώα και πουλιά, κάνουν την οικογένεια τού ζωολογικού μας κήπου.

Τεχνητά σπιτάκια, περιφραγμένοι χώροι σε φυσικό περιβάλλον και τεχνητές λιμνούλες, όλα μαζί κάνουν το βασίλειο του ζωολογικού μας κήπου που η φύλαξη του ανατέθηκε στον άξιο και αφοσιωμένο στη δουλειά του κ. Ανδρέα Μαυρογένη. Τον θαύμασα και τον ζήλεψα μια φορά όταν είδα πόσο εξοικειωμένα και αγαπη­μένα είναι τα ζώα μαζί του.
Όταν καμιά φορά, ξένε, θέλησεις να επισκεφθής τον κήπο μας, να θυμάσαι πως πρέπει να μπής μέσα από την κύρια είσοδο πούναι απέναν­τι από το μουράγιο της πόλης μας. 'Έτσι το πρώτο πράγμα που θα δεις θα είναι η λευκή προ­τομή του Χριστοδούλου Σώζου. Όταν την αντικρίσεις θάχη πολλά να σου πή για την ιστορία της Λεμεσού, και τον... κήπο της.»



 Φωτογραφίες  του 1957 από το ρεπορτάζ το Τάιμς οφ Σάιπρους.



Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Η Ρόζα και ο δυστυχής λανίτης

  Το «Βικώρια» (γνωστό και ως «Το μπαρ του Σκυριανίδη»)
και το «Ακταίον» 
Στα δυο προηγούμενα δημοσιεύματα μας ασχοληθήκαμε  με μεγάλη συντομία σε κάποιες πτυχές της πορνείας στη Λεμεσό σε άλλες εποχές.
Στο απόσπασμα  από τις παλαιές αναμνήσεις του Ευστάθιο Παρασκευά  με τίτλο «Αγγλική κατοχή και μπυραρίες», αναφερόταν ως υπότιτλος «Η Ρόζα και ο δυστυχής λανιτης», που όμως λόγω χώρου παραλείψαμε τα περί  του δυστυχούς λανίτη.
Αναγνώστες  μας ζήτησαν να μάθουν τι συνέβηκε με αυτόν τον «δυστυχη».
 Δημοσιεύουμε λοιπόν ολόκληρο το κεφάλαιο, αφού προτάξουμε και ένα σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο της Αγνής Μιχαηλίδου «Λεμεσός η παλιά πολιτεία» ως εισαγωγή στο θεμα.
Γράφει η Μιχαηλίδου:
 … «Μετά την αλλαγή κατακτητή στα 1878 άρχισε κι ο κόσμος, δειλά στην αρχή, να αλλάζει συνήθειες και να επιζητεί διαφορετικές ψυχαγωγίες. Στα υπάρχοντα καφενεία προστέθηκαν κι άλλα, για να εξυπηρετήσουν τις απαιτήσεις της εποχής και του αγγλικού στρατού. Στους ντόπιους επιχειρηματίες προστέθηκαν και μερικοί ξένοι, όπως η Ρόζα και ο σύζυγος της, που άνοιξαν μια μπυραρία, πράγμα άγνωστο ως τότε, όπου σύχναζαν, έκτος από τους στρατιώτες, και πολλοί νέοι της πόλεως. Η Ρόζα, όμορφη και πανέξυπνη, με τα φυσικά θέλγητρα και τις ελευθεριότητες της κατέκτησε την άπειρη νεολαία. Μια άλλη μπυραρία κατά τον ίδιο καιρό ήταν του Μαλτέζου Φελίτσε και της γυναίκας του
Ο Ηρακλής Σκυριανίδης,
ιδιοκτήτης του «Βικτώρια»
και πρώτος θεατρώνης της Κύπρου
Αμαλίας.  Άλλα καφενεία ήταν η «Κρή
νη», όπου επαιάνιζε ο «Μουσικός Θίασος Γερμανίδων», το καφενείο «Βικτώρια», γνωστό σαν «Μπαρ Σκυριανίδη», στην προκυμαία, όπου επίσης συχνά επαιάνιζε μουσική, το «Άκταίον», όπου ωραίες ξένες χορεύτριες χόρευαν εντυπωσιακούς χορούς και έκαναν ακροβατικά νούμερα. Η φήμη των νεαρών καλλιτέχνιδων έφθασε και στη Λάρνα­κα, από όπου γοητευμένοι από τις διηγήσεις πολλοί νέοι πήγαιναν ποδηλατώντας στη Λεμεσό, για να απολαύσουν το σπάνιο και ωραίο θέαμα.»
Λέει λοιπόν ο Παλαίμαχος («Ευστάθιου Παρασκευά –Παλαιμάχου, Παλαιαί αναμνήσεις. Η Λεμεσός κατά τον 19ον αιώνα».) 
«Η ΡΟΖΑ ΚΑΙ Ο ΔΥΣΤΥΧΗΣ ΛΑΝΙΤΗΣ.
Προ ολίγου χρόνου εδημοσιεύθη εις τον «Ν. Κυπρ. Φύλακα» της πρωτευούσης περιγραφή της Λευκωσίας την εποχήν της κατοχής της Αγγλίας εις την οποίαν μεταξύ άλλων έγραφε δια τες Μπυραρίες και γυναίκες μέσα σ' αυτές, έκαμε δε ειδικήν μνείαν για μιαν Ρόζαν και τα σαγηνευτικά κατορθώματα της. Η περιγραφή αυτή μου φέρει εις την μνήμην τον ρόλον που έπαιξεν η Ρόζα αυτή εις την Λεμεσόν κατά την εποχήν εκείνην, διότι μετά την Λευκωσίαν επεσκέφθη και την πόλιν μας και άνοιξε μπυραρίαν.
Την ενθυμούμαι. Ήτο ώμορφη, έξυπνη και είξευρε καλά την δουλειάν της να παρασύρη τους νέους εις το κέντρον της για να ξοδεύουν αλύπητα. Ενθυμούμαι ότι κατάφε­ρε μερικούς μεσήλικας και νέους  Έλληνας και Τούρκους να πηγαίνουν κάθε νύκτα στην Μπυραρίαν της και εξοδεύουν 2 και 3 λίρας την ημέραν.  Όταν εμυρίζετο κανένα πως είχε χρήματα τον ετραβούσε σαν σειρήνα μέχρις ότου τον έκαμνεν απένταρον οπότε τον έδιωχνε.
Θα διηγηθώ μιαν τοιαύτην περίπτωσιν.
Τότε κάποιος νέος Ανάστασης από την Λάνιαν επούλησε την πατρικήν κληρονομίαν του κινητά και ακίνητα και εισέπραξεν εις μετρητά και γραμμάτια 1300 λίρες, ως έλεγαν. Κατέβη εις την Λεμεσόν και ως νέος απεφάσισε να υπάγη να διασκέδαση εις κάποιαν μπυραρίαν. Κατά σύμπτωσιν εμπήκε στην μπυραρίαν της Ρόζας. Η γυναίκα αυτή φαίνεται τον εμυρίσθηκε ότι είχε χρήματα και τον κατάφερε να εξοδεύση περί τας 5 λίρας. Θα ήτο βέβαια ευτυχής εάν εκαταλάμβανε ότι είχε κακήν πείραν από την πρώτην επίσκεψίν του εις της Ρόζας και δεν ξαναπατούσε. Αλλά δυστυχώς όχι μόνον δεν επήγε πάλιν αλλά έφυγεν απ' εκεί από την πρώτην φοράν άσχημα ερωτευμένος με την Κίρκην αυτήν. Και δεν έλειπε από το πλευρό της. Κάθε νύκτα ξώδευε αλογάριαστα εις το μαγαζί της και δια να της κάμνει φορέματα συχνά. Έλεγαν ότι κάθε εβδομά­δα της έκαμνε και ένα φουστάνι και έδωκε διαταγήν εις τον Σοφοκλήν τον Καπάρα που είχε εστιατόριον εκεί κοντά να δίδει φαγητά πρωΐ, μεσημέρι  και βράδυ γι' αυτήν και για το προσωπικόν της Μπυραρίας.
Η τοιαύτη τρέλλα του νέου αυτού εκίνησε τον οίκτον πολλών συμπολιτών μας. Βλέπετε ήτο άλλη εποχή άλλα ήθη. Οι άνθρωποι την εποχήν εκείνην είχαν καλλίτερα αισθήματα από τους σημερινούς. Ήσαν πρόθυμοι και εύκολοι να τρέξουν για κανένα καλό δημόσιο ή ιδιωτικό. Δια τούτο μερικοί άρχισαν να λυπούνται τον Άναστάσην και ήθελαν να τον εμποδίσουν από το κατρακύλισμα που τον έσερνε το πάθος του προς την κοινήν αυτήν γυναίκα. Μερικοί από τους προύχοντες τον επλησίασαν τον εσυμβούλευσαν, του υπέδειξαν ποία θα είνε τα αποτελέσματα της τρέλλας του αυτής. Αυτός άκουε, παρεδέχετο και έδιδε υπόσχεσιν ότι δεν θα ξαναπήγαινε πλέον. Πράγματι ο νέος έκαμνε προσπάθειες να μείνει μακράν, αλλά η Ρόζα και ο Βήτας, ο σύζυγος της, ως έλεγε  ότι ήτο, έτρεχαν να τον αναζητήσουν. Όταν ή Ρόζα τον συναντούσε μαζί με τα παράπονα της έχυνεν άφθονα - κροκοδείλια ήθελε να πω - δάκρυα και έτσι ο ανόητος εραστής λησμονώντας την υπόσχεσιν του ανανέωνε τας σχέσεις και την ελα­φρότητα του βαλαντίου του.
Ενθυμούμαι μιαν ημέραν ο μακαρίτης Γιάγκος Άραούζος μ' έφώναξεν εις το γραφείον του και με ερώτησεν εάν γνωρίζω τον νέον αυτόν. Μόλις του απήντησα ότι τον είδα άλλα δεν έχω τας σχέσεις του, ο Ανάστασης επέρνα απ’ έξω. Του τον έδειξα και αμέσως του φωνάζει και έρχεται μέσα στο γραφείο. Εκεί ο καλός άνθρωπος άρχισε να τον συμβουλεύη. Του παράστηνε που θα καταντήση εάν εξακολουθεί αυτήν την άσωτην ζωήν. Ο νέος έδωκεν υπόσχεσιν ότι δεν θα ξαναπήγαινε, άλλα γρήγορα την ξέχασε διότι το ίδιο βράδυ πάλιν επήγε στο μαγαζί της Ρόζας και αυτήν την φοράν περισσότερον ερωτευμένος μαζί της.  Όταν ετσακώνουνταν έφευγε αυτός και επήγαινεν εις την μπυραρίαν της Αμαλίας και ξώδευεν αλύπητα δια να κάμη την Ρόζαν να σκάση.
… «ωραίες ξένες χορεύτριες  
χόρευαν εντυπωσιακούς χορούς 
και έκαναν ακροβατικά νούμερα».
 Έτσι σε λίγον καιρόν ο Δον Ζουάν αυτός κατέφαγεν όλα τα μετρητά και άρχισε να πουλή τα γραμμάτια που του είχαν δώσει οι αγοραστές των κτημάτων του. Όταν έγεινε γνωστό με πλησιάζει μιαν ημέραν ο μακαρίτης Γεώργιος Αποστολίδης και με παρακαλεί να δω τον Ανάσταση και να του προτείνω να του πουλήσει ένα γραμμάτιο αντί 30 λίρες. Ήτο οφειλέτης κάποιος Κολοσιάτης ο όποιος άμα έμαθε τες ασωτίες του δανειστού του ήθελε να επωφεληθή και να πλήρωση λιγώτερα. Επήγα και του επρότεινα 30 λίρες αλλά εκείνος δεν ήθελε να κατέβη κάτω από τές 50 λίρες, εχάριζε μόνον τους τόκους.  Έτσι αιματαιώθηκεν η αγορά αλλά το γραμμάτιον την άλλην ημέ­ραν επουλήθη δια 20 λίρας εις ένα Τούρκον ο οποίος είχε δήθεν το ρολόι της Ρόζας ενέχυρον.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ζωής το φαντάζεσθε, έμεινεν όχι μόνον απένταρος αλλά και εις τους δρόμους, κατάντησε της «εσχάτης υποστάθμης». Έπεινούσε κυριολεκτικώς και έκαμνεν ατιμίες δια να ζήση.  Όταν η Κυβέρνησις έγραφεν ανθρώπους δια να συνοδεύουν τα μουλάρια που τα έστελλαν στην Αλεξάνδρειαν, ο μακαρίτης ο Παπά Ηλίας εφρόντισε και έγραψαν και αυτόν, επήγεν στην Αλεξάνδρειαν και έκτο­τε δεν εστράφη στην Κύπρο.»