Στην Αγίας Φυλάξεως 40, στην Λεμεσό, στέκει πνιγμένο ανάμεσα στα θεόρατα κτίρια ένα σεμνό, χαμηλό σπίτι, απομεινάρι των παλιών καιρών προτού να καταβροχθιστεί η πόλη από τις πολυκατοικίες και τα μπετόν. Μπαίνοντας σ' αυτό το σπίτι, αριστερά βρίσκεται το γραφείο, ένα γραφείο πνιγμένο μέσα στα βιβλία, βιβλία ίσα με πάνω στο ταβάνι, φάϊλς, στοίβες ολόκληρες από χαρτί, εφημερίδες. Ο ένοικος του σπιτιού δεν είναι απλώς ένας βιβλιογράφος ή ένας πολυγράφος συγγραφέας, αλλά κι ένας εργάτης του πνεύματος που έχει ένα ιδιαίτερο πάθος να συγκεντρώνει, να ταξινομεί, να αποθηκεύει τα πάντα που έχουν κάποια σχέση με τα ενδιαφέροντα του. Στα φάϊλς υπάρχουν επιστολές με ημερομηνίες, που πάνε πίσω στη δεκαετία του 20, υπάρχουν αποκόμματα εφημερίδων, φωτοτυπίες άρθρων, υπάρχουν όλα όσα χρειάζεται ένας μελετητής, που θέλει να βυθιστεί μέσα στην πολυκύμαντη ιστορία αυτού του τόπου των χρόνων κυρίως που οι νέες, σοσιαλιστικές ιδέες έπαιρναν πρακτική έκφραση κι έδεναν με το νεαρό, αλλά μαχητικό, εργατικό κίνημα. Πάνω απ' όλα όμως εδώ βρίσκεται η ζωντανή ιστορία εκείνων των ανήσυχων χρόνων ο Γιάννης Λέφκης Παπαγγέλου, ο βετεράνος αγωνιστής συγγραφέας που όλη του τη ζωή — είναι σήμερα 84 χρόνων — την πέρασε σε μια ηθελημένη απόσταση από τον πολύ θόρυβο, τους πολλούς ανθρώπους, την δημοσιότητα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Γ.Λ.Π. γεννήθηκε στις 13 του Οχτώβρη του 1899 στην Λάρνακα από πατέρα μάστορα, τεχνίτη — σκαρπάρη, πούχε χρεοκοπήσει και καταλήξει νυκτοφύλακας κι εργάτης σε μικροφάμπρικα.Ο παππούς, ο Αντώνης, που πέθανε σε πολύ βαθειά γεράματα, είχε πάει στην Ελλάδα το 1821, πήρε μέρος στην Επανάσταση κι ανακηρύχθηκε μάλιστα δημότης του Ναυπλίου. Είχε άλλα έξη αδέλφια ο Γιάννης. Ο ίδιος τέλειωσε μέσα από χίλιες στερήσεις το κοινοτικό σχολείο της Μητρόπολης και πιο ύστερα το Εμπορικό Λύκειο.
Από τα εφηβικά ακόμα χρόνια ο Γιάννης παρουσιάζει μια παθολογική αγάπη για το βιβλίο, για τη γνώση. Από τα 13 του χρόνια αρχίζει να γράφει ποιήματα. Σ' ένα από τα ποιήματα εκείνων των μαθητικών χρόνων έλεγε: «Η γνώση ας κυβερνάει τον κόσμο». Κι αλλού: «Αστείρευτη της γνώσης βρυσομάνα το βιβλίο στου λαού τη γλώσσα».
Το καλλιτεχνικό ταλέντο δεν αργούν να το επισημάνουν και οι καθηγητές. Ο τότε Λυκειάρχης Νίκος Σαρρής υπογράμμισε απ' αφορμή έκθεση του Γιάννη, την δύναμη του ύφους του, την διαύγεια του. Στα 17 του τελειώνει με άριστα το Λύκειο, τ' όνειρο όμως για υποτροφία και σπουδές δεν υλοποιείται.
Δεν τα βάζει όμως κάτω. Με το πάθος της νιότης, αλλά και με κείνο το ιδιαίτερο νεύρο πούχει όταν τον κυριεύουν τα ιδανικά, προσπαθεί ν' ανοίξει κάποιους δρόμους. Στα 18 του εκδίδει τη φιλολογική εφημερίδα «Μούσα», πούταν μια πρόκληση προς το αποστεωμένο πνευματικό κατεστημένο. Γι' αυτό και χτυπήθηκε άγρια και συκοφαντήθηκε. Η εφημερίδα πρόβαλε την ανάγκη να ξυπνήσει ο τόπος, να δοθεί στο λαό εκλεκτή πνευματική τροφή. Εδώ για πρώτη φορά χρησιμοποιεί ο νεαρός λογοτέχνης το ψευδώνυμο Λέφκης και μάλιστα με φ υπογραμμίζοντας έτσι το προχωρημένο του ριζοσπαστισμού του στα χρόνια εκείνα γύρω από το γλωσσικό ζήτημα, που πρέπει να το πούμε, συνιστούσε κοινωνικό πρόβλημα πρώτου μεγέθους. Η αντίδραση πέρα απ' όλα τ' άλλα ταμπουρωνόταν και πίσω από την καθαρεύουσα, αυτή την πλαστή γλώσσα, πούβαζε φραγμούς στην μόρφωση του λαού.
Πολύ σύντομα, ύστερα από τέσσερις εκδόσεις, θα κλείσει η «Μούσα» κι ο Γιάννης Λέφκης θα μετοικήσει στη Λεμεσό, όπου βρήκε δουλειά σε γραφείο που πρακτόρευε πλοία. Αυτή η δουλειά με τα πλοία και η επαφή με τους ναυτικούς θα μπάσει τον διψασμένο για γνώσεις Γιάννη Λέφκη στον κύκλο των κοινωνικών θεμάτων. Ένα από τα πλοία, πούδεναν την Κύπρο με τον έξω κόσμο ήταν και το Γαλλικό «Μεσσατζερί» απ όπου ο Γ.Λ. έπαιρνε την «Ουματινέ» όργανο του ΚΚ της Γαλλίας. Ήταν οι κοσμοϊστορικές μέρες της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, που όσο απομονωμένο από τον έξω κόσμο και νάταν το νησί μας — και λόγω του πολέμου — δεν μπορούσε παρά να φτάσει σαν μήνυμα και σε μας.
Στην Λεμεσό υπήρχαν ήδη σπέρματα των σοσιαλιστικών ιδεών. Με μια τέτοια ομάδα στην οποία βρίσκουνταν ο Γιάγκος Ηλιάδης, φοιτητής τότε στην Αθήνα κι ο Πάνος Φασουλιώτης έσμιξε ο Γιάννης Λέφκης. Μετάφραζαν κείμενα από την «Ουμανιτέ», κυκλοφορούσαν φυλλάδια.
Σε λίγο οι μονάδες αυτές των ξύπνιων διανοουμένων, που κινούνταν ακόμη σκόρπια κι ασυντόνιστα θάνιωθαν την ανάγκη πιο οργανωμένης δράσης. Παράλληλα είχαν αρχίσει να φυτρώνουν εργατικά σωματεία. Οι συνθήκες ζωής και δουλειάς των εργαζομένων ήταν περισσότερο από άθλιες. Οι έμποροι από την άλλη κι οι τοκογλύφοι οργίαζαν στην πλάτη του λαού. Και πάνω απ' όλα η στυγνή βρεττανική αποικιοκρατία. Φυλακή τότε η Κύπρος! Ήταν οι καταστάσεις λοιπόν ώριμες για το πάντρεμα των σοσιαλιστικών ιδεών με το αυθόρμητο εργατικό κίνημα, που δημιουργούνταν σαν αντίδραση στην ανελέητη εκμετάλλευση και στην αποστεωμένη εθνικοφροσύνη.
Ο Γιάννης Λέφκης εντάσσεται σένα από τους μυστικούς κομμουνιστικούς πυρήνες. Λειτουργούσαν τότε, σύμφωνα με μαρτυρία του Λέφκη, μια σειρά πυρήνες. Ένας απ' αυτούς τους πυρήνες, του δημιουργήθηκε το 1922, είχε, σύμφωνα με το βετεράνο Κομμουνιστή Λεωνίδα Στίγγο επτά μέλη με εκλεγμένο γραμματέα.
Ο Γιάννης Λέφκης γνωρίζει αυτή την περίοδο τον μαρξισμό μέσω του «Κεφαλαίου», του Μανιφέστου και μιας σειράς άλλων βιβλίων όπως ήταν το «Αλφάβητο του Κομμουνισμού», κι η δράση του ξεδιπλώνεται πιο έντονη στον δημοσιογραφικό, δημοσιολογικό τομέα.
Το 1923 με πρωτοβουλία του Γιάννη Λεύκη και του Αιμίλιου Χουρμούζιου καθιερώνεται τακτική, βδομαδιάτικη φιλολογική σελίδα στην λεμεσιανή «Σάλπιγγα». Ήταν μια τολμηρή ενέργεια, που πήγαινε οπωσδήποτε πιο πέρα από την «Μούσα» της Λάρνακας και προετοίμαζε το έδαφος για το επόμενο, αποφασιστικό βήμα στον πνευματικό χώρο, το περιοδικό «Αργή», το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό της Κύπρου, που η έκδοση του υπήρξε αναμφισβήτητα σταθμός. Πρωτεργάτης και πάλι κι εμπνευστής του περιοδικού αυτού, που έζησε ένα χρόνο, από τον Απρίλη του 24 μέχρι τον Μάρτη του 25, πραγματοποιώντας 12 λαμπρές επιδόσεις ήταν και πάλι ο Γιάννης Λέφκης μαζί με τον Αιμίλιο Χουρμόζιο. Στα σημειώματα, που εγκαινίαζαν την έκδοση και που γράφτηκαν από τον Γιάνη Λέφκη, τονίζοντας ότι την φωτιά του ενθουσιασμού δεν μπορούσε να την σβήσει το στενοκέφαλο πείσμα και η τυφλή άρνηση.
Γύρω από την «Αβγή» είχε συγκεντρωθεί ότι πιο προοδευτικό και άξιο στο χώρο της λογοτεχνίας. Εδώ πέρα από τα προοδευτικά λογοτεχνικά κείμενα υπήρχε πολύ αξιόλογη κριτική, που ασκούνταν σε αρκετές περιπτώσεις από μαρξιστικές θέσεις. Για πρώτη φορά προβάλλουνταν στον κυπριακό πνευματικό χώρο αντιλήψεις γύρω από τα θέματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που βρίσκουνταν σε διαμετρική αντίθεση με τις καθιερωμένες, ιδεαλιστικές δοξασίες. Κι αυτό εκνεύριζε τους ταγούς της εθνικοφροσύνης, που κτύπησαν την «Αβγή». Κι όταν ένας από τους συνεργάτες της ο Χρ. Χριστοδουλίδης αποτόλμησε να αποκαλύψει σ ένα του κριτικό σημείωμα ότι ήταν κομμουνιστής ρίχτηκαν επάνω του με τις υστερικές κραυγές ότι ο «Κομμουνισμός δεν έχει σχέση με την Τέχνη»!!
Η μάχη όμως, δόθηκε και τίποτε πια δεν μπορούσε ν αναχαιτήσει τις καινούργιες ιδέες.
Την 1η του Γεννάρη του 1925 εκδίδεται ο «Νέος Άνθρωπος» όργανο του ΚΚΚ με υπεύθυνο τον αξέχαστο Χαράλαμπο Σολωμονίδη. Ο ρόλος του Γιάννη Λέφκη στη συγγραφή της εφημερίδας ήταν ουσιαστικός.
Μετά την εξορία του γιατρού Νίκου Γαβόπουλου (5 Ιουλίου 1925)• που ήταν γραμματέας του Εργατικού Κέντρου και με τον οποίο διατηρούσε επαφή, η σύνδεση του Γιάννη Λέφκη με το κόμμα και την όλη δράση του γίνεται πιο άμεση και οργανική. Του δίνεται τότε το ψευδώνυμο Νέαρχος.
Στο πρώτο φύλλο του «Νέου Ανθρώπου» μετά την απέλαση δημοσιεύτηκε άρθρο του Γιάννη Λέφκη με τον τίτλο «να το ξέρουνε», όπου τονίζουνταν ότι αν νομίζανε πως με την εξορία του Γιαβόπουλου θα διαλύουνταν το Κόμμα «το νόμισμα τους βγήκε κάλπικο». «Ας το ξέρουνε πως οι φανατικοί από μας γίνανε πιο φανατικοί, ακόμα και όσοι ταλαντεύουνταν ήρθανε οριστικά με το μέρος μας». Και συνέχιζε: «Οι αγώνες χρειάζονται θυσίες κι έχουνε θύματα. Κι ο αγώνας ο δικός μας είχε το πρώτο του θύμα. Δεν μας ενδιαφέρει πόσα θα ακολουθήσουνε. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το ξύπνημα του εργάτη κι η λύτρωση του από τα χέρια των αφεντάδων και των εκμεταλλευτών».
Αρχίζει έτσι μια περίοδος κατά την οποία ο Λεύκης αναμιγνύεται ενεργά στο κίνημα.
Γύρω σ αυτή την περίοδο το 1929 ο Γιάννης Λέφκης θα γράψει και θα κυκλοφορήσει σε λιγοστά, δακτυλογραφημένα αντίτυπα μια σοβαρή μελέτη με τον τίτλο «Οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Κύπρο», που δυστυχώς δεν διασώθηκε. Χάθηκε μέσα στα χρόνια της παρανομίας, όπως ολόκληρο το αρχείο της Κ.Ε., που κατασχέθηκε από την αποικιοκρατία τον Οχτώβρη του 1931.
Αρχίζει η δεκαετία της Παλμεροκρατίας, χρόνια τρομερά δύσκολα για το Κόμμα, που είναι τώρα πια παράνομο και οι λιγοστοί τολμηροί κομμουνιστές γίνονται αντικείμενο άγριων διώξεων, προπηλακισμών και φυλακίσεων. Ο αγώνας όμως συνεχίζεται σε πολλά, ταυτόχρονα, μέτωπα.
Το 1935 ο Γιάννης Λέφκης εκδίδει την ποιητική του συλλογή «Στεναγμοί και Πόθοι», που θα χαιρετιστεί σαν μια κατάκτηση της κυπριακής ποίησης, σαν ένα έργο που προμηνύει μια αναγέννηση σαν «μια όαση σε μια Σαχάρα», όπως έγραψε κάποιος κριτικός. Επισημαίνεται ο αρρενωπός λυρισμός της ποίησης του Λέφκη, η δύναμη του αισθήματος του, η έκταση της απελπισίας και του πόνου, που την διαπερνά, και που οδηγεί στο μίσος, η πρωτογονική αλήθεια, η κραυγή ωδύνης.
Ο Τεύκρος Ανθίας, πούχε επιστρέψει από την Αθήνα εκείνη την περίοδο με το πάθος του κομμουνιστή κι ήταν μέλος του παράνομου Κόμματος, είχε επισημάνει την διαύγεια, την ωριμότητα, την φιλοσοφικότητα και το πολύπτυχο της ποίησης του Λέφκη, όπως επίσης και το ότι εξέφραζε μια ακριβοπληρωμένη και οδυνηρή γνώση της ζωής. Δυο χρόνια πιο ύστερα, το 1937, από την πέννα του Γ. Λέφκη βγαίνει μελέτη για τον Βασίλη Μιχαηλίδη, τον ποιητή της Κύπρου.
Επρόκειτο, όπως τονίστηκε τότε, γιο μια επιστημονική μελέτη, πούχε την ιδιαίτερη σημασία της γιατί βγαίνοντας στα χρόνια της παλμεροκρατίας και του σκοταδισμού μιλούσε για την αγάπη, για την λευτεριά. Η προβολή και ανάλυση του έργου του ποιητή της 9ης του Ιούλη ήταν μια μάχη, που δίνουνταν στο χώρο των ιδεών και της τέχνης από ένα κομμουνιστή διανοούμενο.
Ταυτόχρονα όμως ο Γιάννης Λέφκης έδινε τη μάχη του και σε πολλούς άλλους τομείς. Σκηνοθετούσε με μεγάλη επιτυχία αρχαίες τραγωδίες στην Ιδιωτική Σχολή Λεμεσού, συνεργαζόταν με τα περιοδικά «Πάφος» και «Κυπριακά γράμματα», δημοσίευε ποιήματα («Το τραγούδι των σκλάβων»), μελέτες («Πως να μελετηθεί η νεώτερη κυπριακή λογοτεχνία»), άρθρα γενικότερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος, για την ανάγκη οργάνωσης δημοτικής βιβλιοθήκης στη Λεμεσό, για την ανάγκη δημιουργίας Μουσείου Λαϊκής Τέχνης κλπ.
Το 1963 ο Γιάννης Λέφκης θα εκδώσει μια καινούργια συλλογή ποιημάτων, «Το τραγούδι των ξυπνημένων ανθρώπων», πούχε την τύχη να φακελωθεί στην Ελλάδα, γεγονός που το θεωρεί ο ποιητής τίτλο τιμής. Ο Θοδόσης Πιερίδης χαιρέτισε την ποίηση αυτή, την πλημμυρισμένη με μίσος για την αδικία και πίστη προς την δικαιοσύνη γράφοντας: «Σε μια εποχή με φυγές κι εγκαταλείψεις δροσίζεται πάντα η καρδιά μου σαν ανακαλύψω ένα αδέλφι».
Ο Θοδόσης Πιερίδης θα χαιρετίσει και την επόμενη συλλογή, την «Τριλογία της ζωής και του θανάτου» (1967) τονίζοντας πως τον είχε συνταράξει η ποίηση του Λέφκη γιατί είχε περάσει κι ο ίδιος, όπως τόνιζε, μέσα από όμοιες εμπειρίες. Ας σημειωθεί ότι την δεκαετία του 1960 η συντρόφισσα του Γ.Λ. είχε περάσει μέσα από μια πολύ βαρεία αρρώστια, πούχε τσακίσει κυριολεχτικά και τους δυο κι η ποίηση εκείνη ανάδινε αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα. Ο Θοδόσης Πιερίδης από την άλλη μόλις είχε χάσει τη δική του καλή συντρόφισσα, την Αλεξάνδρα.
Ας σημειωθεί ότι η λογοτεχνική προσφορά του Γιάννη Λέφκη επεκτείνεται και στην μετάφραση ποιητικών κειμένων. Εκεί, στο γραφείο του, μέσα στις στοίβες του χαρτιού υπάρχουν τετράδια με ανέκδοτη ποιητική και άλλη δουλειά. Ανάμεσα στ ανέκδοτα είναι ο «Διθύραμβος του ανθρώπου», μια μεγαλόπνοη, ποιητική σύνθεση, όπου προβάλλει η ασάλευτη πίστη του ποιητή προς το μέλλον, υπάρχουν κείμενα κάτω από τον γενικό τίτλο «Όταν ρίχναμε τους σπόρους», κείμενα πάνω σε πνευματικά, καλλιτεχνικά, πολιτικά ζητήματα. Εκεί βρίσκονται και τρεις δερμάτινες θήκες στο μέγεθος τετραδίου, όπου προσεκτικά είναι περασμένες μέσα οι σελίδες του έργου της ζωής του Γιάννη Λέφκη οι «Ρίζες». Γύρω στις 750 χειρόγραφες σελίδες, φορτισμένες με όλα εκείνα τα συγκλονιστικά της δεκαετίας του 1920—30. Κάτω από τον τίτλο ο ποιητής παραθέτει πολύ εύστοχα ένα μικρό απόσπασμα από ποίημα του Ρίτσου.
«Οι ρίζες βέβαια δεν φαίνονται
όμως το ξέρεις
σ αυτές κρατιέται το δέντρο
Για νάσαι δίκαιος
σκέψου τις ρίζες».
Για νάμαστε δίκαιοι πρέπει πράγματι να σκεφτόμαστε τις ρίζες απ όπου κρατιέται το δέντρο.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το σπίτι του Γιάννη Λέφκη στην Αγίας Φυλάξεως 40 όπως είναι σήμερα (φωτο Τ.Κολώτας) κατάκλειστο από τού θάνατου τού ποιητή γεμάτο αναμνήσεις αλλά και πολύτιμα βιβλία και ακόμα πιό πολύτιμα για την ιστορία της Λεμεσού και του τόπου έγγραφα, περιμένει τους μελετητές της Ιστορίας να τα αξιοποιήσουν και αναδείξουν...(Τ.Κ.)