Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΠΑΛΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ


Λίγες μόνο μέρες μετά την ανακήρυξη της Κύπρου ως ανεξάρτητου κράτους και ο Πάνος Φασουλιώτης, δημοσιογράφος και έκδοτης, περιγράφει στην εφημερίδα του «Παρατηρητής», τον Αύγουστο του 1960, μέσα από αφηγήσεις που μάζεψε από παλιότερους λεμεσιανούς, κάποια γεγονότα από τα πρώτα χρόνια της βρετανικής κατοχής το 1878 και λίγο μετά. 
Πολύ ενδιαφέροντα τα όσα περιγράφει, που τα ντύνουμε με φωτογραφίες από το αρχείο μας αφού οι αφηγήσεις αυτές δεν συνοδεύονταν από φωτογραφίες.

Θα τα μεταφέρουμε εδώ (σε συνέχειες λόγω μεγάλης σχετικά έκτασης) γιατί όπως λέει και ο Φασουλιώτης σαν εισαγωγή στα άρθρα του, «με τις αφηγήσεις αυτές ευχαριστούνται πολλοί εκ των αναγνωστών μας που έζησαν ή και άκουσαν να τους περιγράφουν την εποχή εις την οποίαν αναφέρουμε. Μα και την σημερινή γενιά πρέπει να ενδιαφέρη, γιατί σ’ αυτές θα μπορέση να κάμη συγκρίσεις μεταξύ του Αποικιακού καθεστώτος και του σημερινού ανεξάρτητου και αντιληφθή το εξευτελιστικό κατάντι του αποίκου.»
 
 «Θεέ μου Θεέ μου σ’ ευχαριστώ
 που με αξίωσες να ζήσω για να δω
γκαμήλες επί τού Τροόδους».
                                                        Μέρος δεύτερο  
«Προηγουμένως, επί Τουρ­κοκρατίας δεν υπήρχε ζωή επί του Τροόδους, μα ούτε και εις Πλάτραις, αξιόλο­γος συνοικισμός. Όλη η γύρω τοποθεσία τού πυ­κνού δάσους χρησίμευε για Βοσκότοπος. Τα κρασοχώρια, Κοιλάνι, Όμοδος, Βάσα, Ποταμιού και άλλα του αμπελουργικού διαμερίσματος, που κυριαρ­χούσε σ' αυτά εξαίρετος αγροτικός πολιτισμός, εί­χαν τες μάντρες με τους βοσκούς των, που κατά καιρούς τες επισκέπτοντο για να παίρνουν τα γαλατερά προϊόντα, χαλούμια,τυριά, τραχανάδες κλπ.
Τα μέσα, με γαϊδούρια, μεταφοράς ήτον ανεπαρκή και  είχον καταντήσει σοβαρό για τους ενδιαφερομένους πρόβλημα Τό­τε συνελήφθη και η ιδέα χρησιμοποιήσεως γκαμήλων που μια απ' αυτές, μέ δυο θεώρατα εκατέρωθεν ξυ­λένια κιβώτια, μπορούσε να μεταφέρη όσα όμαδα μουλαριών και γαϊδουριών. Τότε ήτο που κάποιος εκ Λεμεσού γέρων, γνωστός έμπορος, ο Χατζηορκάτζης, μόλις επείσθη για το γεγονός των γκαμήλων εν εκστάσει, ανεφώνησε:
«Θεέ μου Θεέ μου σ’ ευχαριστώ που με αξίωσες να ζήσω για να δω γκαμήλες επί τού Τροόδους».
 Η οικία Κρίστιαν μετέπειτα Γεωργίου Ρωσσίδη
 και του γιου του Ζήνωνος
  με την επιβλητική αριστοκρατική «λαντό» της εποχής
(γύρω στο 1910).
Κατά πάσα πιθανότητα οι επιβάτες της
 είναι οι αδελφοί Κρίστιαν.
Τόσο σπουδαίο εθεωρήθη το γεγονός αυτό. Ο θαυμασμός τού Χατζηορκάτζη, πούταν κοινός εις όλους γενικά τους Κυπρί­ους, δεν διέφερε από τες εκπλήξεις και τα εκφωνήματα θαυμασμού των σημερινών με τους δορυφόρους και τα εντός ολίγου επανδρωμένα διαστημό­πλοια.
Ο στρατός εις Τρόοδος ανέβαινε πεζός. Εκτός τού Αρμοστού και των ανωτάτων κρατικών στελεχών που εστεγάζοντο, ως είπαμεν, όλοι γε­νικά εις τσαντήρια, σε κα­νένα άλλον δεν επετρέπετο να διαμένη εις Τρόοδος. Εξαίρεσις εγένετο εις την οικογένειαν Γεωργίου Ρωσσίδη, πατρός τού συμπολίτη μας Διπλωματικού Συμ­βούλου τού Προέδρου κ. Ζήνωνος Ρωσσίδη και της διευθυντρίας τού εις Λεμεσόν Τμήματος Ευημερίας αξιοτ. Κυρίας Λέλλας Κα­κογιάννη.
Ο κ. Ρωσσίδης. διευ­θυντής τής μεγαλητέρας εμπορικής επιχειρήσεως τής νήσου, είχε εκλεγεί, με την παροχή τού πρώτου κοινοβουλευτικού συντάγματος εις τον τόπο, βουλευτής Λεμεσού Πάφου.
 «το παρέκει σημερινό ακόμη σπίτι τού Διοικητού».
Με το άνοιγμα τού δρό­μου Τροόδους κατασκευάσθηκαν στην πιο ψηλή του κορφή, κατάλληλες δεξα­μενές προς αποθήκευσι χιονιού και διατήρησιν του κριό την θερινήν περίοδο. Η υψηλή κορυφή εκ ιού γεγονότος αυτού ονομάσθηκε Χιονίστρα. Το όνομα αυτό το διετήρησε ως σήμερα. Στην υψηλότατη κορυφήν ανέρχεται κανείς τώρα ανέτως δι' αυτοκι­νήτου επί ασφαλτοστρω­μένου δρόμου και μπορεί ν' απολαύση από το εκεί κέντρον μιαν δροσερήν ΚΕΑΝ και ΚΕΟ ΒΙΤΑ. Πρόκειται  περί δύο παράπλευ­ρων, απεχουσών ολίγα μό­νον μέτρα η μια από την άλλη κορυφών. Η μία εξ αυτών ανήκει τώρα με τες περί Βάσεων Συμφωνίες, εις τες εις Κύπρον εδρεύουσες Βρεττανικές Δυνάμεις.   Τόν παληόν, κατά των πρώτων μετά την Κατοχήν χρόνων, καιρόν, η Χιονίστρα χρησίμευε και για την προμήθεια χιονιού σε περιπτώσεις επιδημιών τυ­φοειδούς πυρετού. Κατά συμβουλήν τών ιατρών μετεφέρετο χιόνι με γαϊδούρια εις Λεμεσόν για τες ανάγκες των πασχόντων.
«ο Φώσκολος, 
ο πρώτος εις Κύπρον 
αφιχθείς φωτογρά­φος»
Η σημερινή γενεά με τα ψυγεία και τες άλλες ψυ­κτικές ευκολίες θα ακούη ασφαλώς κατάπληκτη τες αφηγήσεις για την εποχή εκείνη, που οι πρόγονοι της για ν' απολαύσουν το καλοκαίρι λίγο κρύο νερό φρόντιζαν να το διατηρούν σε στάμνες βαλμένες εις το βραδυνό αγιάζι ή να το κατεβάζουν σε μπουκά­λια εντός πηγαδιών.
Άλλες τού πρώτου καιρού της Κατοχής φυσιο­γνωμίες που μετοίκησον εις Κύπρον και οι περισσότερες παρέμειναν μέχρι τού θανάτου των, ήσαν οι αδελφοί Κρίστιαν, πολιτικοί μηχανικοί και αρχιτέκτο­νες. Εξ αυτών ο Πέρσυ απέθανε εις βαθύ αλλά θαλερό γήρας πριν λίγα χρόνια. Το παρά τον Δη­μόσιον Κήπο διώροφο σπίτι τού κ. Ζήνωνος Ρωσσί­δη, που χρησίμευε για αρκετά μετά την Κατοχή χρόνια ως κατοικία τού εκάστοτε Δικαστού, ως και το παρέκει σημερινό ακόμη σπίτι τού Διοικητού και άλλα κυβερνητικά κτί­ρια, ήταν σχέδια των Κρίστιαν.
Ένας άλλος, από τους εις Κύπρον αποδήμους τής εποχής εκείνης εκ Σμύρνης επίσης καταγόμενος, ήτο ο Φώσκολος, ο πρώτος εις Κύπρον αφιχθείς φωτογράφος και που παρέμεινε μέχρι τού θανάτου του εις Λεμεσόν.
Τον ίδιον σχεδόν καιρό κατέφθασαν γιατροί εξ  Ελλάδος και άλλοι επιστή­μονες.
                                                          Έπεται συνέχεια
Η πρώτη πανοραμική φωτογραφία
 της Λεμεσού, από τον Φώσκολο,
 τέλη του 19
ου αιώνα.


Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΠΑΛΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ


Λίγες μόνο μέρες μετά την ανακήρυξη της Κύπρου ως ανεξάρτητου κράτους και ο Πάνος Φασουλιώτης, δημοσιογράφος και έκδοτης, περιγράφει στην εφημερίδα του «Παρατηρητής», τον Αύγουστο του 1960, μέσα από αφηγήσεις που μάζεψε από παλιότερους λεμεσιανούς, κάποια γεγονότα από τα πρώτα χρόνια της βρετανικής κατοχής το 1878 και λίγο μετά.
Πολύ ενδιαφέροντα τα όσα περιγράφει, που τα ντύνουμε με φωτογραφίες από το αρχείο μας αφού οι αφηγήσεις αυτές δεν συνοδεύονταν από φωτογραφίες.
Θα τα μεταφέρουμε εδώ σε συνέχειες λόγω μεγάλης σχετικά έκτασης.
Γράφει λοιπόν ο Πάνος Φασουλιώτης:

                                                     Μέρος Α'.
«Δεν γράφουμε, είπομεν, σελίδες ιστορίας, αλλά σε  συντομία διατυπώνουμε αναμνήσεις αφηγήσεων που μας εγένοντο από παλαιούς που έζησαν την εποχή των πρώτων ήμε­ρων τής  Βρεττανικής Κατοχής.
Πρόκειται περί θέματος που η από οκταημέρου επελθούσα  μεταπολίτευσι τού δίδει όλην την ομορφιά και δροσερότητα της επικαιρότητας.
Με την αποβίβασι λοι­πόν στην Λάρνακα- πούταν ως επίνειο  της πρω­τευούσης, Λευκωσίας, έδρα και των Προξενείων και γι' αυτό η πιο γνωστή στον έξω κόσμο -του Μεγάλου Αρμοστού, η υποδοχή του από τον εκπρόσωπον της  Αυτοκεφάλου Ελλην. Ορθοδόξου Εκκλησίας  Μητροπολίτην  Κιτίου και μετάβασί του εις Λευκωσίαν, άρχισε σύγχρονα η αποβίβασι Βρεττανικών Μητροπολιτικών και Α­ποικιακών στρατευμάτων εις Λάρνακα, Λευκωσίαν  και  Λεμεσόν.
Ο δρόμος του Κομμισαριάτου
(σημερινή οδός Λεοντίου του Α΄)
 «πούταν ο ωραιότερος τής Λεμεσού».
Στην πόλι μας η μεταφορά στρατευμάτων, που άρχισε από τες πρώτες μέρες  μ΄ ένα. τάγμα
Μητροπολιτικών, συνεχίστηκε για λίγον  ακόμη καιρό με Αποικιακά, ιδίως Ινδιάνι­κα. Οι αποβιβάσεις  εγέ­νοντο εις μικρά χρονικά διαστήματα και ανάλογα με τες εγκαταστάσεις που άρχισαν πυρετωδώς για την στέγασί των.
Η Λεμεσός, όπως και άλλοτε εγράψαμε, είχε τότε πληθυσμόν μόλις πέντε  χι­λιάδας, η δε έκτασίς της, με επίκεντρον την Αγιάναπαν επεκτεινόταν προς ανατολάς ως την Φραγοκκλησιάν που στο ενδιάμεσο από τον Μπιλιάρ­δο (σημερινό Ντελίς) σχε­δόν δεν υπήρχαν σπίτια, προς βορράν ως την οδόν Αθηνών, δυσμάς ως το μεγάλο Τουρκικό  Τζαμί,
Ο Κίτσενερ (καθήμενος δίπλα στο θεοδόλιχο)
 επί τω έργω της χαρτογράφησης.
Υπήρχε η Αρναουτογειτονιά που κατοικείτο αποκλειστικά από Τούρ­κους και προς την βο­ρειοδυτικήν πλευρά έφθα­νε ως την Εκκλησιά Κα­θολική, που πλησίον της υπήρχαν μερικά αραιά τουρκόσπιτα γύρω στην Τζαμούδα. Παραπέρα όλος ο χώρος, γνωστός υπό την επωνυμία «Κομμισαριάτο», που πήρε το όνομα αυτό από την ανέγερσι  παράγγων προς στέ­γασι των πρώτων στρα­τευμάτων Κατοχής και όπου είχε την έδρα του ο στρατιωτικός Διοικητής, Κομμισάριος, όπως τον αποκαλούσε ο λαός. Οι παράγγες αυτές διετηρήθησαν ως πριν λίγα χρό­νια, πριν ανεγερθούν οι σημερινές κατοικίες τής Κας Κρυσταλλίας Παυλί­δη. Και στες δυο πλευρές τού κατασκευασθέντος τότε δρόμου, πούταν ο ωραιότερος τής Λεμεσού ανηγέρθησαν παντοειδείς στρα­τιωτικοί καταυλισμοί και εις όλην την κατά βάθος της  έκτασι. Υπήρξε εποχή που έτυχε να στρατωνισθούν   σ΄ αυτές τα πρώτα χρόνια της Κατοχής 5 και 6 χιλ., περισσότεροι του πληθυσμού της Βρεττανοί στρατιώτες.    
Ο περιβόητος Ζαχάρωφ
Αργότερα άρχισε η ανέγερσι παράγγων στους λόφους των Πολεμιδιών που επελέγησαν ως οι πιό υγιεινοί και κατάλληλοι για τον σκοπόν τής δια­μονής τής έν Κύπρω εδρευούσης στρατιωτιωτικής δυνάμεως που μετά παρέλευσιν αρκετών ετών η δύναμις τής Φρουράς ελαττώθηκε εις ένα λόχον. Πριν τής ελαττώσεως αυτής και όταν διετηρείτο τάγμα, λοχαγός τού μηχανικού τμήματος μιαν εποχή, ήτο ο Κίτσενερ που υπήρξε Αρχιστράτηγος των Βρεττανικών Δυνά­μεων κατά τον 1ον Παγκόσμιον πόλεμο. Σε μιάν παράγγα προ ολίγων α­κόμη ετών φαινόταν χα­ραγμένο από τον ίδιο στον τοίχο το όνομά του. Εις αυτόν είχε ανατεθεί και το πρώτο σχεδιάγραμ­μα τού χάρτου τής νήσου.
Οι καταυλισμοί τού Κομμισαριάτου χρησιμοποιούν­ταν καθ΄ όλην την ειρη­νική, ως τον 1ον Παγκόσμιο, περίοδο ως αποθήκες των Δημοσίων Έργων, οι δε περισσότερες παράγγες των Πολεμιδιών πα­ρέμεναν ως τότε κενές, γιατί η φρουρά, πριν μεταφερθή εις Λευκωσία, δεν υπερέβαινε τον λόχον.Κάθε χρόνο, που γινό­ταν η αλλαγή με νεοφερ­μένους από την Μητρόπολι στρατιώτες, ο κόσμος συγκεντρωνόταν στην αποβάθρα για να παρα­κολούθηση το θέαμα της αποβιβάσεως και ανόδου των εις Πολεμίδια.
Με την Κατοχή, πολλοί από διάφορα μέρη, των γειτονικών χωρών, Λιβάνου Συρίας και Σμύρνης, ως και από την Ελλάδα μετοίκησαν προς εξεύρεσι εργασίας και άλλοι για επι­χειρήσεις και σταδιοδρομία εις την νέαν Βρετταν. Αποικίαν. Μεταξύ αυτων συμπεριλαμβάνοντο επιχειρη­ματίες, τεχνίτες, βιοτέχνες, μικροκεφαλαιούχοι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες και επιστήμονες, γιατροί και δικηγόροι.
 Ο Γεώργιος Ρωσσίδης
Το γεγονός της Βρεττανικής Κατοχής είχε κάμει, είπαμεν, πολλούς από ξένες χώρες να μετοικήσουν στην Κύπρο προς εξεύρεσι τύχης και γιατί θάβρισκαν ευκαιρίες σταδιοδρομίας σ' έναν τόπο που επικρατούσε επί 3 αιώνες το σκοτάδι της τουρκικής σουλτανικής κυριαρχίας.
Μεταξύ των πρώτων που κατέφθασαν στην πόλι μος ήταν κι΄ ένας έλλην άπό τήν Σμύρνη, ο οποίος ε­πέτυχε αμέσως την εξασφάλισι τών συμβολαίων τροφοδοσίας τών εις Κύ­προν κατοχικών στρατευμάτων, που ο αριθμός των ήτον μεγάλος και το εκ της τροφοδοσίας των κέρ­δη σημαντικά.
Ο ελληνικής καταγωγής αυτός Σμυρνιός  ήταν   ο κοτοπινά   εξελιχθείς εις διεθνούς φήμης   μεγαλοε­πιχειρηματία και μεγιστά­να του πλούτου Ζαχάρωφ. Το γραφείο και οι αποθήκες του βρίσκονταν  εκεί πούναι σήμερα το ταχυδρομι­κό κτίριο. Το ανώγειο, όπου στεγάζεται το  Κτηματολόγιο και  πριν λίγο καιρό το Διοικητήριο, δεν υπήρχε τότε. Ήταν ένα μικρό, ως μας αφηγούντο, σπίτι καμωμένο από πέτρα και πλιθάρι με χωματένια στέγη. Πήρε στην ύπηρεσία του τον νεαρωτερον των τριών αδελφών Ρωσσιδών Γεώργον που ευρίσκοντο εις την υπηρεσία του θείου των  μεγαλεμπόρου και μοναδικού Κυπρίου εξαγωγέως Κακαθύμη.
  Γεώργιος Κακαθύμης
Εις τον Γεώργιον Ρωσσίδην, με την εκ Κύπρου αναχώρησίν του, ξεχώρισε και όλας τας  επιχειρήσεις του ο Ζαχάρωφ, τες οποίες καλλιέργησε και μεγάλωσε  αργότερα με την ίδρυση τής Εταιρείας Ρωσ­ιδών η οποία είχε διαδεχθεί και τας επιχειρήσεις Κακαθύμη και κατέστη, για μια εποχή, ο σημαντικότερος εμποροβιομηχανικός οίκος τής Κύπρου. Ο Ζαχάρωφ, ως τροφοδότης του βρεττανικού στρατού, εμερίμνησε για την κατασκευή καταλλήλου δρόμου συνδετικού της Λεμεσού με το Τρόοδος θερινόν καταυλισμόν των βρεττανικών στρατευμάτων. Είχαν κατασκευασθεί οι εις τσαντίρια  στρατώνες και κατόπιν απεφασίσθη η ανέγερσις του Κυβερνείου. Προ της κατασκευής του, τόσον ο Μέγας Αρμοστής ως και όλα τα ανώτατα στελέχη της Κυβερνήσεως παρέμεναν εις τέντες. Η μεταφορά  προμηθειών τού στρατού διεξήγετο  με γαϊδούρια  και μουλάρια δι' ενός μονοπατιού, πράγμα που δυσκόλευε τον κοντρακτόρον.»
  «Είχαν κατασκευασθεί οι εις τσαντίρια  στρατώνες και κατόπιν απεφασίσθη
 η ανέγερσις του Κυβερνείου.»

                                  Στο επόμενο η συνέχεια.
  

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Λεμεσιανά αφηγήματα-Παλιά κτίρια με ιστορία

        
                                Μέρος τέταρτο (τελευταίο)
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος από μια σειρά δημοσιευμάτων που ο Πάνος Φασουλιώτης δημοσίευσε σε συνέχειες  στην εφημερίδα του, Παρατηρητής από τις 26 Νοεμβρίου μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου 1959 υπό τον τίτλο «Λεμεσιανά αφηγήματα-παληά κτίρια με ιστορία» ξετυλίγεται η ιστορία αυτού του δρόμου αλλά και άλλες σημαντικές πληροφορίες για τη Λεμεσό, Θα τα δούμε λοιπόν κι εμείς σε συνέχειες, διατηρώντας το ύφος γραφής και την ορθογραφία τους και θα σχολιάζουμε εκεί και όπου αν χρειάζεται:
Από την επίσκεψη
του Νίκου Καζαντζάκη
στην Κύπρο το 1926.
Στο Τρόοδος με τον
λεμεσιανό διανοούμενο
φίλον του Ευγένιο Ζήνωνος 
«Η σημερινή οδός Δημήτρη Μητρόπουλου, παλιότερα «οδός Αγοράς», είναι από τις αρχαιότερες οδούς της Λεμεσού, γνωστή παλιότερα και ως «ο δρόμος με τις καμάρες»  που κατέληγε στην «Πλατεία της Κουνναπιάς». Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων φθάνοντας μέχρι τον μεσαίωνα. Ο δρόμος αυτός με την τόσο βαριά ιστορία και σημασία για την πόλη επιλέγηκε πρόσφατα να φιλοξενήσει μιας αμφιβόλου αξίας και σοβαρότητας «τουριστική ατραξιόν, τον…  «δρόμο της δόξας».
Καταλήγει λοιπόν ο Φασουλιώτης:
«Σ’ ένα από τα καφενε­δάκια της Κουνναπιάς υπη­ρετούσε ένα ωρίμου ηλι­κίας γκαρσόνι που τον θεω­ρούσε η πελατεία που σύ­χναζε και που η πλειονότητα της ήταν κάτοικοι της Λεμεσού, βιοτέχνες, τε­χνίτες και μικροκαταστηματάρχες, περίεργο τύπο.
Και άλλοτε, παλαιότερα, σε προηγούμενο σημείω­μα μου ως πολλοί εκ των αναγνωστών τού Παρατηρητού θα θυμούνται, περί την επίσκεψι Καζαντζάκη στην Κύπρο, αναφέρθηκα στην ιδιοτυπία ενός γκαρσονιού που διέτασσε το κάμωμα τού κα­φέ να γίνεται, όχι όπως ο κάθε πελάτης τον ήθελε αλλά όπως αυτός έκρινε να ταιριάζη στην φάτσα του. Όταν λ. χ. ο πελάτης ζητούσε γλυκύ, τον παράγγελνε σκόπιμα μέτριον τον δε μέτριο, μπορούσε να τον κάμη γλυκύ ή σκέττο.
«Ο Ανδρέας Θε­μιστοκλέους
ο μέγας Δι­δάσκαλος
και Σχολάρχης τής Λεμεσού»

Η παραγγελία κανονιζόταν σύμφωνα με το δικό του κριτήριο και την ατομική του, για τον χαρακτήρα και το ύφος τού πελάτη, αντίληψι, την ο­ποίαν πάλι εξαρτούσε από την φάτσα τού παραγγέλ­λοντος. Κάποιος που επανειλημμένα διαμαρτυρόταν ότι ο καφές που παράγ­γειλε δεν ήταν όπως τον συνήθιζε δηλ. γλυκύς, αλλά μέτριος, ο πλαϊνός του τούπε: «μην περιμένης να γίνη αυτό που θέλεις, γιατί κατά την γνώμη τού Μήτσου, η φάτσα σου είναι για μέτριο και όχι για γλυκύ. Εσύ δεν άκουσες που είπε, μόλις τού έκαμες την παρατήρησι πως  δεν σου έφερε ό,τι παράγγειλες: «Είναι τούτα μούτρα για γλυκύ»; Ο Κα­ζαντζάκης, που έτυχε να τού αναφέρω τον τύπο τού Μήτσου, μου εξέφρασε την επιθυμία να τον γνωρίση. «Ψυχανάλυσι δια τού καφέ.  Θάθελα μούπε να δω τι καφές μού ταιριάζει».
Στους Μέρικους, μεταξύ άλλων επίλεκτων πολιτών που καθημερινά σύχναζαν στο καφενεδάκι Ριαλά, ήταν και ο Ανδρέας Θε­μιστοκλέους ο μέγας Δι­δάσκαλος και Σχολάρχης τής Λεμεσού. Αφού εκτε­λούσε τα πρωινά του κα­θήκοντα ως καλός σπιτονοικοκύρης, με την μετάβασι στο παντοπωλείο και την αποστολή των ψωνίων με τον καλαθά  στο σπίτι, ο ίδιος περνούσε, πριν πάει στο Σχολείο που στεγαζόταν κατά τα πρώ­τα, ως το 1896, χρόνια στο ανώγειο Άγ. Νάπας, από τους Μέρικους και για καμιά ώρα καθόταν διηγούμενος, διδάσκων και αναπτύσσων διάφορα θέματα προς όλους που τον προσήγγιζαν για να τον ακούσουν.
Ο συγγραφέας των άρθρων,
 επιφανής δημοσιογράφος,
Πάνος Φασουλιώτης
Στο πρώτο αυτό Σχο­λείο, το καλούμενο ελλη­νικό, πούταν συνέχεια προηγουμένου πούχε ιδρυθεί το 1819, ο Ανδρέας διαδέχθηκε το 1870 τον Δημήτριον Βενετοκλήν -υπήρχαν μόνον τρεις τάξεις και ο Θεμιστοκλέους ήταν ο μόνος χωρίς κανένα βοηθό δάσκαλος. Αργότε­ρα το έκαμε ο ίδιος πεντατάξιο και προσέλαβε τότε και βοηθούς.  Ο Ανδρέας δεν δίδασκε  μόνον εις το σχολείο του τους μαθητές που ενεγράφοντο κατ’ έτος σ’ αυτό, αλλά γινό­ταν ως γνωστό δάσκαλος και εθναπόστολος σ’ όλα τα κέντρα και καφενεία που σύχναζε και που πάντα περιστοιχιζόταν από παλαιούς μαθητές και φίλους.
Η αγάπη, η θερμουργός προς την πατρίδα αγάπη, και ο θαυμασμός του προς το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και την λατρεία για την σοφία των προγόνων μας, ήτο απερίγραπτη. Ήταν ο πρώτος που τόλμησε, κα­τά τα πρώτα χρόνια της Βρεττανικής Κατοχής, να ύψωση  την Ελληνική σημαία στον αυλόγυρο της Αγίας Νάπας. Αργότερα, πολύ αργότερα απετόλμησαν, επί Καταλάνου θαρρώ, να υψώσουν και στην Λευκωσία την γαλα­νόλευκη.
Στες διηγήσεις, επί δια­φόρων θεμάτων που έκαμνε, πρωτεύουσαν  θέσι είχε πάντα ο  Όμηρος, η Ιλιάδα και Οδύσσεια, τα κατορθώματα και μεγαλουργήματα των ομηρικών ηρώων και ένδοξων προγόνων.
Μια μέρα ένα έγκριτο μέλος της  Λεμεσιανής κοινωνίας, μεγαλέμπορος των χαρουπιών, απ’ εκείνους που έκαμναν εξαγωγές στο Τριέστι, όπως συνήθιζε ο λαός να λέγη την Τεργέστη, και που συχνά άκουε τον Ανδρέα να αναφέρη τον Όμηρο τον ρώτησε: «Δεν μου λες Δάσκαλε ποιος είναι αυτός ο Όμηρος;». Ο Δάσκαλος που θώρησε βλασφημία την ερώτησι, με πρωτοφανή αγανάκτησι που ένας Έλληνας αγνοούσε τον μεγαλήτερο ποιητή των αιώνων του απάντησε: «Χαρουπέμπορος εις το Τριέστι». Και ο μεγαλέμπορος κατάπληκτος διερωτάται, «Περίεργο και δεν τον ξέρω». «Και όμως εκείνος θα σε ξέρη», του λέγει ο Ανδρέας και προσθέτει: «Γράψε του με καμιάν προσφοράν χαρουπιών».
«Δεν μου λες Δάσκαλε
ποιος είναι αυτός
ο Όμηρος;».
Μιαν άλλη φορά, στους Μέρικους πάλι, που η συνδιάλεξι επεξετάθη επί πολλές ώρες, γιατί είχε σχολική αργία και μπορούσε να παραμείνη  περισσότερον καιρόν ιστορούσε, ως μου αφηγήθη­κε, εκλιπών τελευταίως προσφιλής μαθητής και συνεργάτης του κατόπιν στο πεντατάξιο Ελληνικό Σχολείο, παλαιές δόξες τού Κυπριακού λαού κατά ξένων κατακτητών και ιδιαιτέρως την ναυμαχία που είχε γίνει στον πλη­σίον τής Επισκοπής όρμο  τής Λεμεσού, μεταξύ τού Κυπριακού στόλου τού Αντιβασιλέως τής Νήσου Ιωάννου Ιβελίνου και ολοκλήρου τού Γερμανικού υπό τον στρατηγόν Φίλιγγερ, ο οποίος και κατατροπώθηκε από το Κυπρ. ναυτικό και τον στρατό.
Ολόκληρη ή Φραγκιά, είπε ο δάσκαλος, πέρασε ως κατακτητής απ’ εδώ και εξαφανίστηκε. Έφυγε και ο Τούρκος και θα φύγη, ετόνισε για δεύτερη φορά και ο Εγ­γλέζος και μόνον εμείς, οι μικροί και ανίσχυ­ροι ανθέξαμε στον όγ­κο τής δυνάμεως των με­γάλων κατακτητών. Παραμένομεν, όπως και τα δένδρα μας εις τα εδάφη μας και θα καταστούμεν, τέλεψε προφητεύων, μια μέρα, ενωμένοι με την Ελλάδα, κυρίαρχοι του τό­που μας.»

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Λεμεσιανά αφηγήματα-Παλιά κτίρια με ιστορία

Το τρίτο μέρος από μια σειρά δημοσιεύματων που ο Πάνος Φασουλιώτης δημοσίευσε σε συνέχειες  στην εφημερίδα του, Παρατηρητής από τις 26 Νοεμβρίου μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου 1959 υπό τον τίτλο «Λεμεσιανά αφηγήματα-παληά κτίρια με ιστορία» ξετυλίγεται η ιστορία αυτού του δρόμου αλλά και άλλες σημαντικές πληροφορίες για τη Λεμεσό, Θα τα δούμε λοιπόν κι εμείς σε συνέχειες, διατηρώντας το ύφος γραφής και την ορθογραφία τους και θα σχολιάζουμε εκεί και όπου χρειάζεται:
Η σημερινή οδός Δημήτρη Μητρόπουλου, παλιότερα «οδός Αγοράς», είναι από τις αρχαιότερες οδούς της Λεμεσού, γνωστή παλιότερα και ως «ο δρόμος με τις καμάρες»  που κατέληγε στην «Πλατεία της Κουνναπιάς». Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων φθάνοντας μέχρι τον μεσαίωνα. Ο δρόμος αυτός με την τόσο βαριά ιστορία και σημασία για την πόλη επιλέγηκε πρόσφατα να φιλοξενήσει μιας αμφιβόλου αξίας και σοβαρότητας «τουριστική ατραξιόν, τον…  «δρόμο της δόξας».

                                                            Μέρος τρίτο

«Η δευτέρα αγορά, που με την δημιουργία της,
επί δημαρχείας
  Χατζηπαύλου,
κατέστρεψε την
αρ­χαία ιστορική πλατεία της κουναπιάς »
 Η δευτέρα αγορά, που με την δημιουργία της, επί δημαρχείας  Χατζηπαύλου, κατέστρεψε την αρ­χαία ιστορική πλατεία της κουναπιάς θα μπορούσε κάλλιστα να γίνη πέραν της οδού Γλάδστωνος, βορεινήν πλευρά, προς την οποίαν επεκτεινόταν και επεκτείνεται η πόλις. Αλλ’ η ατομικιστική  αντίληψι της τότε Δημοτ. Αρχής ενήργησε καθ’ ολοκληρία αντίθετα προς την θέλησι των Δημοτών.
Στον περίβολο της Αγ. Νάπας εθάπτοντο πριν γίνη το άνω νεκροταφείο, οι νεκροί.
Ως τώρα υπάρχουν ταφόπλακες που με­ρικές αναγράφουν ονόματα σημαινόντων προσώ­πων, ως του Δαυίδ που η προσωπικότης και δράσι του αναφέρεται σε ιστορικές σελίδες σημειωθεισών καταδιώξεων, υπό των Τουρκικών Αρχών, ομογενών κατά το 1821. Το ωραίον επίσης γλυπτόν ομοίωμα αετού πούναι κοντά στο αδιέξοδο της οικείας Ηρακλή Μιχαηλίδη πίσω στην Αγ. Τράπεζα τής κατεδαφισθείσης, με την ανοικοδόμησι του σημερινού περικαλλούς Καθεδρ. Ναού, παληάς εκκλησίτσας όπου σήμερα υψώνεται η Στήλη των πεσόντων με εγχάρακτα τα ονόματα τών κατά τους Βαλκανικούς πολέμους πε­σόντων Λεμεσιανών εθε­λοντών. Κάτω από τον αετό βρίσκεται ο τάφος ενός επίλεκτου μέλους της αρχαίας οικογενείας Ια­σωνίδη αδελφού τού εκ μητρός πάππου τής οικογενείας Θ. Περιστιάνη της πόλεώς μας. Αυτός ήτο και ο πρώτος που εισήγαγε και εγκατέστησε ευρωπαϊκό διυλιστήριο στην Κύπρο: Το είχε
τοποθετήσει εις Λεμεσό και κατασκεύασε το πρώτο κονιάκ. Ο Χριστόδουλος Χατζηπαύλου, πάππος των διευθυντών του σημερινού αρχαίου και μεγάλου Οινοπνευματοβιομηχανικού Οίκου της πόλεως μας διετέλεσε μέλος τού τεχνικού προσωπικού του άνω βιομηχανικού οίκου Ιασωνίδη, ο οποίος ήτο και ο τελευταίος που ετάφη εις τον περίβολο 'Αγ. Νάπας.
«κτίριο που στεγαζόνταν όλα τα Κυβερνητικά
 όπως περιγράψαμε, Γραφεία και παράπλευρα
 το ισκερό δασύλλιο της 
 πλατείας των Μέρικων.»
Κατά την ταφήν του, η οποία σκοπίμως, ως θα εξηγήσω παρά κάτω, είχε γίνει κατά τας αυγινάς  ώρας, έλαβεν χώραν διαπληκτισμός δύο αντιτιθεμένων μερίδων της πόλεως. Το επεισόδιο, ως μου το αφηγήθηκαν παλαιότεροι, συνέβη υπό τις ακόλουθες συνθήκες και είχεν αφορμή την επιμονή  της οικογενείας, των φίλων και εκτιμητών του θανόντος να ταφή εις τον περίβολο του ναού και ουχί εις το νέο πρωτοδημιουργηθέν νεκροταφείο. Ως τότε  κανένας της καλής ευπορούσης  τάξεως δεν είχε αποθάνει και τα μέλη της γνωστής διακεκριμένης αυτής οικογενείας δεν ευνοούσαν απομάκρυνσι ενός επιλέκτου μέλους της εκ των οικογενειακών των τάφων.
Η ομάδα που είχε την πρωτοβουλία δημιουργίας ενοριακού νεκροταφείου, επέμενε εις την άποψιν της  περί σεβασμού της ληφθείσης αποφάσεως και συμμορφωσι όλων των ενοριτών χωρίς εξαίρεσι να σταματήση η ενταφίασι  εις τον περίβολο της Εκκλησίας, που την τριγύρισαν κατοικίες και κατέστη το σημαντικώτερο κέντρο τής πόλεως.
Οι περί την οικογένειαν του αποθανόντος επέμεναν στην ταφήν του στην Αγ.Νάπα και προς αποφυγήν της ματαιώσεώς της, μετέφεραν και τοποθέτησαν, μετά την αυγινήν νεκρώσιμον τελετήν, τον νεκρόν εις τον εν βία ανοιγέντα τάφον ο οποίος ήτο ως μου αφηγήθηκε πρόσωπο που παρέστη στην ταφή, σε μήκος μικρότερος τού σώματος τού νεκρού.
 .Tούρκικο καφενείο (γύρω στα 1915-1925)
στην
  είσοδο της  οδού Αγοράς.
Στο άκρον δεξιά διακρίνονται οι κάμαρες 
Οι αντιτιθέμενοι, που μόλις το πληροφορήθηκαν έσπευσαν να παρεμποδί­σουν την ταφήν, δοκίμασαν να ματαιώσουν αυτήν αλλά δεν το κατώρθωσαν, γιατί εν τω μεταξύ έφθασε η Αστυνομία η οποία διά­λυσε την συγκέντρωσιν. Ο νεκρός λόγω τού στενού τάφου τοποθετήθηκε με σκευρωμένα τα σκέλη.
Ο διακεκριμένος αυτός συμπολίτης μας ήτο και ο τελευταίος κάτοικος Λεμεσού που το κοσμικό υλι­κό του περίβλημα καλύφθηκε από τα χώματα του περιβόλου τού σημερινού Καθεδρικού μας Ναού.
«Στην πλατεία τής Κουνναπιάς,
με το γειτονικό τζαμί,
πούταν τον καιρό τής καταλήψεως
τής Κύπρου από τον Τούρκον
επιδρομέα Ορθόδοξος,
όπως λένε ναός εις μνήμην
 της Αγίας Παρασκευής,
διεξάγοντο αγοραπωλησίες. »
 Όπως εις την αρχαίαν εποχήν oι Έλληνες και κατόπιν κατ’ απομίμησί των οι  Ρωμαίοι, τες Αγορές των, τών παραθαλάσσιων πόλεων, συνήθιζαν να τες ανεγείρουν εις τες προκυμαίες, έτσι και η Αγορά τής Λεμεσού, η μόνη στο είδος της σ’ ολόκληρη την νήσο, άρχιζε από την πλα­τεία της Κουναπιάς, που την ιστορήσαμε στα προηγούμενα και επεκτεινομέ­νη δια των Καμάρων (αψίδων), πούταν μια στοά μήκους 130 περίπου ποδών, έφτανε στην προκυμαία. Εκεί ήταν από τότε η σημερινή   αποβά­θρα με το τελευταίως πυρποληθέν, νεόκτιστο τότε, κτίριο που στεγαζόνταν όλα τα Κυβερνητικά όπως περιγράψαμε, Γραφεία και παράπλευρα το ισκερό δασύλλιο της  πλατείας των Μέρικων.
Στην πλατεία τής Κουνναπιάς, με το γειτονικό τζαμί, πούταν τον καιρό τής καταλήψεως τής Κύπρου από τον Τούρκον επιδρομέα Ορθόδοξος, όπως λένε ναός εις μνήμην της Αγίας Παρασκευής, διεξάγοντο αγοραπωλησίες.
Εκεί βρισκόταν, όπως έχουμε πει και το μεγάλο Παντοπωλείο (Α' Δημοτ. Αγορά) από το οποίο τα δύο σχεδόν τρίτα του πληθυσμού της Λεμεσού προμηθευόνταν τα ψώνια των.
Οι χωρικοί εκεί κατέβαιναν και σύχναζαν στα καφενεδάκια και μαγειριά της πλατείας που η κίνησι και ζωηρότητα της, ιδίως κατά τες πρωινές ώρες ως το μεσημέρι, ήταν κατά την αρχαία έκφρασι «πλήθουσα».
Στην Κουνναπιά με τα καφενεδάκια και κέντρο της οι χωρικοί και εκ της μεσαίας και λαϊκής τάξεως κάτοικοι της πό­λεως, αντάλλασσαν σκέ­ψεις και συζητούσαν επί
επικαίρων θεμάτων και ζητημάτων που αφορού­σαν τες επαγγελματικές των ασχολείες και άλλες υποθέσεις.
Στους Μέρικους, μέλη τής ευπορούσης τάξεως, μεγα­λέμποροι, επιστήμονες, δάσκαλοι και διανοούμενοι, έκαμναν το ίδιο. Μετά την επίσκεψι των στο παντοπωλείο και αφού απέστελ­λαν τα ψώνια με τους καλαθάδες, μια επαγγελ­ματική τάξι που υπήρχε ως τελευταία και που έχει ήδη ολότελα εκλείψει, στα σπίτια των και που η αμοιβή για την μεταφορά δεν υπερέβαινε το μισό γρόσι, διόμισυ δηλ. σημερινά  μίλς, μετέβαιναν στους Μέρικους για να πά­ρουν τον πρωινό τους καφέ. Η τιμή τού καφέ ήταν εις την κουναπιά και τα λαϊκά γενικά κέντρα μια δεκάρα, δηλ. μ’ ένα γρόσι καλυπτόταν η αξία τεσσάρων καφέδων, εις τους Μέρικους, πλατεία Δικαστηρίων, τρεις εις το γρόσι. Το ίδιο και στο Ακταίο και τους άλλους παραλιακούς καφενέδες, ως ήτο ο καφενές τού Μιχά­λη Φούρναρη απέναντι τού σημερινού καταστήμα­τος Παύλου Λοΐζου και πούχε πόντε  μικρότερο τού Ακταίου, εντός της θαλάσσης. Εις τες Λέσχες, ΄Ενωσις και Ισότης, ο καφές ετιμάτο προς μισό γρόσι και τα άλλα ποτά, ως εισαγομένη μπύρα και κονιάκ, ουίσκυ δεν σερβιριζόταν σε κέντρα, εις ανάλογες χαμηλές τιμές. Το ουΐσκυ υπήρχε μόνον στο Αρμοστείο στην Λευ­κωσία και στην Λεμεσό στο σπίτι του Άγγλου Διοικητού και σ’ ένα δυό αρχοντικά της εποχής ε­κείνης σπίτια της Λεμεσού.


                                                               Στο επόμενο το τέταρτο και τελευταίο μέρος