Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

«Αναμνήσεις από την περασμένην πνευματικήν Λεμεσόν»


Μέρος δεύτερο

 Δεύτερο (και τελευταίο) μέρος που ο Νικόλαος Κλ. Λανίτης (1872-1958) δημοσίευσε, στο τεύχος ΙΕ  του 1950, στο κυπριακό λογοτεχνικό περιοδικό  «ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» το οποίο  εκδιδόταν από το 1934 μέχρι το 1956. Ένα σημαντικό όπως είπαμε για τη Λεμεσό και τους πνευματικούς της ανθρώπους, άρθρο του επιφανούς πνευματικού αυτού τέκνου της.
Πολυσχιδής και πολυσύνθετη προσωπικότητα, όπως γράψαμε και στο πρώτο μέρος, μια από τις μεγαλύτερες του 20ου αιώνα σ αυτή την πόλη, έζησε τη σύγχρονη ιστορία της και συνέβαλε δραστικά στη περήφανη διαμόρφωση της.
Επιφανής δικηγόρος, δημοτικός σύμβουλος, βουλευτής, εθνικός αγωνιστής, εθελοντής στους βαλκανικούς πολέμους, αθλητοπατέρας κυριολεκτικά και μεταφορικά,( υπήρξε από τους ιδρυτές του ΓΣΟ και πρόεδρος του για πολλά χρόνια, πατέρας της μεγαλύτερης κυπρίας αθλήτριας Δομνίτσας  Λανίτου), εκ των πρωτεργατών της λαϊκής εξέγερσης των Οκτωβριανών του 1931, εκτοπίστηκε στην επαρχία και εξορίστηκε στη συνέχεια στην Ελλάδα. Συγγραφέας πολλών επιστημονικών και ιστορικών βιβλίων για την Κύπρο και τη Λεμεσό.
Στο κείμενο του στα  «Κυπριακά Γράμματα» περιγράφει με γλαφυρότητα και μεγάλη συντομία αλλά  και χιούμορ, την πνευματική ζωή της Λεμεσού  από την Αγγλοκρατία μέχρι  τις πρώτες δεκαετίες του  20ου αιώνα, όπως την έζησε και ο ίδιος αλλά και συνέβαλε όπως είπαμε στη διαμόρφωση της:

«Διακεκριμένοι άνθρωποι του πνεύματος της παλαιάς Λεμεσιανής εποχής ήσαν οι Φραγκούδηδες. Ο Ευρυβιάδης Φραγκούδης εθεωρείτο στυλίστ της ε­ποχής εκείνης.  Ήταν ανταποκριτής της «Κλειούς» και κατόπιν της «Ημέρας» της Τεργέστης, θαυμάσιος χειριστής της παλαιάς καθαρευούσης. Είχαν επιδρά­σει επί του ύφους του οι Βυζάντιοι, ο Αλέξανδρος και ο Αναστάσιος. Είχαν τότε δι’ αυτού ακουσθή αι πρώται κραυγαί κατά της Αγγλικής διοικήσεως. Εξέδωκε και δίτομον εγχειρίδιον Ιστορίας και Χωρογραφίας της Κύπρου. Απέθανεν άγαμος εις την Αίγυπτον.
Αδελφός του Ευρυβιάδου ήταν ο άλλος θαυμάσιος τύπος της εποχής, γλωσσομαθής και λόγιος, ο Σωκράτης Φραγκούδης, βουλευτής Λεμεσού, του οποίου  ωραία ανέκδοτα εδημοσίευσα εις την «Έλλην. Δημιουργίαν» της 15ης Νοεμβρίου. Πατήρ του αξιομνήστου συγγραφέως, μαχητικού δημοσιογράφου, πολιτευόμενου και λογίου, ιδρυτού της Παντείου Σχολής, Γεωργίου Σ. Φραγκούδη.
Ιωάννης Καραγεωργιάδης

-Μεταξύ του πνευματικού κόσμου της παλαιάς Λεμεσού ήταν και ο Βασίλης Μιχαηλίδης, ο εθνικός ποιητής της Κύπρου. Έχουν πολλά γραφή δια τον εμπνευσμένον εθνικόν βάρδον.  Αξία λόγου είναι η περί αυτού μελέτη σημερινού λογίου της Λεμεσού, του κ. Παπαγγέλου, και δημοσιεύματα και μελέται του κ. Ιντιάνου και άλλων. Και πρέπει ακόμη να μελετηθή. Πολλαί του εμπνεύσεις, τας οποίας είχε πίνων κρασί εις το καφενείον του Καπαρά, είναι άξιαι μεγά­λων ποιητών. Αληθινά ποιητικά αριστουργήματα.
Μέσα στους παλαιούς Λεμεσιανούς λογίους ενθυμούμαι τον πρώτον μου δασκαλόν, τον Γεώργιον Μαληκίδην, χρηματίσαντα και αυτόν βουλευτήν Λε­μεσού. Εξεπροσώπει δια της γλώσσης τον βραδύν ρυθμόν της εποχής. Καλο-κτενισμένη καθαρεύουσα με μακροσκελείς ατέλειωτους προτάσεις. Ενάρετος άνθρωπος. Ήτο συλλογόπληκτος. Ο ιδρυτής της γηραιάς «Ισότητος», εις την οποίαν με σεβασμόν ατενίζω την εικόνα του. Και πόσα δεν ενθυμούμαι επει­σόδια των νεανικών μου χρόνων συνδεόμενα με την πολυλογίαν του και την λεπτολόγον εξονύχισιν των πάντων. Έζη τότε εις την Λεμεσόν μια ευφυής φυσιογνωμία της εποχής, την οποίαν οι νεώτεροι απελαμβάναμεν. Σπινθηρο­βόλος χιουμοριστής, ο Γεώργιος Μορίδης, πατήρ του ηθοποιού και
  Γεώργιος Μορίδης
πενθερός του επιφανούς συνθέτου Σόλωνος Μιχαηλίδου. Ό Μαληκίδης είχε καλέσει γενικήν συνέλευσιν προς «τροποποίησιν άρθρων τινών του καταστατικού χάρτου της Ισότητος». Είμεθα με τον Μενάρδον και είδαμεν τον Μορίδην μεταξύ του ακροατηρίου. «Προοιωνίζομαι τα βέλτιστα», μου λέγει ο Μενάρδος, και έτσι επήγαμεν και ημείς. «Κύριοι, λέγει μεταξύ άλλων ο Μαληκίδης, το άρθρον πρέπει να τροποποιηθή. Το άρθρον λέγει ότι ο προσφέρων λίρας πέντε είναι δωρητής, ο προσφέρων λίρας δέκα ευεργέτης και ο προσφέρων λίρας είκοσι μέγας ευεργέτης της « Ισότητος». Αλλά τότε πώς θα ωνομάζετο εκείνος που θα προσέφερε λίρας 100 ή500, ή και 1000;»
Και ο Μορίδης εγειρόμενος της θέσεως του, υπό τα περίεργα βλέμματα των παρεστώτων, φωνάζει με την βαρειάν του φωνήν: «Μέγας παράφρων, κύριε πρόεδρε». Δεν ήτο δυνατόν να προχώρηση η συνέλευσις και διελύθη.
 Ανδρέας Θεμιστοκλέους
Ήταν ευρύς ο κύκλος των λογίων της Λεμεσού της περασμένης γενεάς. Μεταξύ αυτών δύο διακεκριμένοι ιατροί. Ο Γεώργιος Διαγκούσης και ο Ιωάννης Καραγεωργιάδης. Ο πρώτος εδημοσίευσεν εκλεκτά ποιήματα εις την δημοτικήν.  Ένα, το ποίημα εις το παιδί του, που πέθανε φοιτητής στας Αθήνας, είχε εξαιρετικόν λυρισμόν και εδημοσιεύθη και ανεδημοσιεύθη. Και ως γλώσσα και ως ρυθμός και ως περιεχόμενον δεν ήτο καθόλου σύνηθες. Ο Καραγεωργιάδης εξέδωκε και ποιήματα και ειδύλλια εις υπερκαθαρεύουσαν. Ιατρός και επί έτη δήμαρχος Λεμεσού άφινε τας εργασίας του, εκλείετο εις το φαρμακείον του και έγραφε στίχους. Μόνον το γεγονός τούτο ήτο χαρακτηριστικόν της τότε πνευματικής κινήσεως. Φυσιογνωμία της παλαιάς πνευματικής Λεμεσού ήταν η Πολυξένη Λοϊζιάς. Μαθήτρια της Σαπφούς Λεοντιάδος (Λεοντιάς, εξ ού και το Λοϊζιάς) της Κων­σταντινουπόλεως: ήταν ίσως η πρώτη πνευματική γυναίκα της νεωτέρας Κύ­πρου.  Έγραψεν, εξέδωκεν, εδημοσίευσεν, απήγγειλε πολλά: Ποιήματα, θού­ρια, ειδύλλια. Μερικά ποιήματα έχουν εμπνεύσεις, όπως το προς την Μαρίαν την Συγκλητικήν.  Ένα ποίημα προς τον «Ναύαρχον Μιαούλην» το πολεμικόν σκάφος, είναι ενθουσιώδες και απηγγέλλετο τότε εδώ. Ως προς τα ειδύλλια, τα χαρακτηρίζει ένας λόγος του Μενάρδου: «Φράσιν δεν βρήκα τραγικήν εν­τός του ειδυλλίου, παρά μονάχα αυτήν εδώ: «Τιμάται σελινίου».
Πάντως η Πολυξένη Λοϊζιάς εδίδαξε καρποφόρως ως διευθύντρια του Παρθεναγωγείου δύο γενεάς Λεμεσιανών γυναικών.
Επί κεφαλής όλης της πνευματικής και πολιτικής ζωής της παλαιάς Λε­μεσού ήταν η αδρά εκείνη φυσιογνωμία του διδασκάλου του γένους Ανδρέου Θεμιστοκλέους, που εδίδαξε δύο Κυπριακάς γενεάς τα
Πολυξένη Λοϊζιάς
Ελληνικά γράμματα και την Ελληνικήν αρετήν. Την ώραν αυτήν την ιστορικήν, που η Ελλάδα αυτή εδώ του Νότου καλείται να σταθή απάνω στο βάθρον των εθνικών της δι­καίων για να πη εις τους σκληρούς ξένους και τον κόσμον ολόκληρον ότι μισεί την δουλείαν και απαιτεί να ζήση ελεύθερη, η σκέψις όλων μας ας στραφή ευγνώμων προς ένα των κυριοτέρων θεμελιωτών του βάθρου αυτού, τον Ανδρέαν Θεμιστοκλέους. Καταθέτω εις την ιεράν του μνήμην τα βαθύτατα σέβη μου.

 Έτσι έγραψα προχείρως όσα ήλθαν στον νουν μου από την περασμένην Λεμεσόν. Σκόρπια φύλλα απάνω στην περασμένη ζωή.  Αν ο θεός μου χαρίση ακόμη λίγα χρόνια, ίσως να μπορέσω ν' ασχοληθώ περισσότερον με τον πνευματικόν κόσμον της γενεθλίου μου πόλεως και να παρουσιάσω την περα­σμένην πνευματικήν και πολιτικήν της ζωήν ως ζηλευτόν παράδειγμα μιμή­σεως. Η παράδοσις που μας έσωσε χιλιάδες τώρα χρόνια ας καθοδηγή και τώρα τα βήματα μας μέσα στον δρόμον των πεπρωμένων μας, που τον φωτίζει άσβεστον το αθάνατον Ελληνικόν πνεύμα.»



    
  
  
    









 «Φράσιν δεν βρήκα τραγικήν εν­τός του ειδυλλίου, παρά μονάχα αυτήν εδώ: «Τιμάται σελινίου».


«Αναμνήσεις από την περασμένην πνευματικήν Λεμεσόν»


Μέρος πρώτο
 Ο Ν.Κλ. Λανίτης εθελοντής
στους Βαλκανικούς Πολέμους
Μέσα από τις στήλες του κυπριακού λογοτεχνικού περιοδικού «ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» που εκδιδόταν από το 1934 μέχρι το 1956, σταχυολογούμε, στο τεύχος ΙΕ  του 1950,  ένα σημαντικό για τη Λεμεσό και τους πνευματικούς της ανθρώπους, άρθρο του επιφανούς πνευματικού τέκνου της, Νικόλαου Κλ. Λανίτη(1872-1958).
Πολυσχιδής και πολυσύνθετη προσωπικότητα, μια από τις μεγαλύτερες του 20ου αιώνα σ αυτή την πόλη, έζησε τη σύγχρονη ιστορία της και συνέβαλε δραστικά στη περήφανη διαμόρφωση της.
Επιφανής δικηγόρος, δημοτικός σύμβουλος, βουλευτής, εθνικός αγωνιστής, εθελοντής στους βαλκανικούς πολέμους, αθλητοπατέρας κυριολεκτικά και μεταφορικά,( υπήρξε από τους ιδρυτές του ΓΣΟ και πρόεδρος του για πολλά χρόνια, πατέρας της μεγαλύτερης κυπρίας αθλήτριας Δομνίτσας  Λανίτου), εκ των πρωτεργατών της λαϊκής εξέγερσης των Οκτωβριανών του 1931, εκτοπίστηκε στην επαρχία και εξορίστηκε στη συνέχεια στην Ελλάδα. Συγγραφέας πολλών επιστημονικών και ιστορικών βιβλίων για την Κύπρο και τη Λεμεσό.
Στο κείμενο του στα  «Κυπριακά Γράμματα» που ακολουθεί περιγράφει με γλαφυρότητα και μεγάλη συντομία αλλά και με γλαφυρότητα -και χιούμορ ενίοτε- την πνευματική ζωή της Λεμεσού  από την Αγγλοκρατία μέχρι  τις πρώτες δεκαετίες του  20ου αιώνα, όπως την έζησε και ο ίδιος αλλά και συνέβαλε όπως είπαμε στη διαμόρφωση της:
«Ζητούν την συμβολήν μου τα «Κυπριακά Γράμματα» και ο τόσο καλός και ευγενικός διευθυντής των δια να  με διευκολύνη μου υποδεικνύει και το θέμα: «Αναμνήσεις»! Αλλοίμονον! Είναι μια υπόμνησις του γήρατος και εγώ θέλω να πιστεύω πως ζω ακόμη την περασμένην ζωήν και πως έχω να προσθέσω ακόμη κάποιες σελίδες σ' αυτήν. Και όμως είναι τόσον θελκτικόν εις αυτήν την ηλικίαν να στρέψη κανείς τον νουν του προς τα περασμένα, τα μάκρυνα περασμένα, που αφήνω ευχάριστα την σκέψιν μου να στραφή εξήντα και πλέον χρόνια πίσω.
Τον Ιούλιον του 1887 επήγαινα για πρώτη φορά, παιδί 14 χρόνων, στας Αθήνας, δια να καταταχθώ στο Γυμνάσιον, το Βαρβάκειον. Δυο στενοί συγγε­νείς μου και αχώριστοι παιδικοί φίλοι άνοιξαν τα πρώτα βήματα της ζωής μου, ο Γιώργος Φραγκούδης και ο Σίμος Μενάρδος. Ο πρώτος, δυνατός πεζοπό­ρος, φίλος του υπαίθρου και της γυμναστικής, ο δεύτερος συνεχιστής των Ελ­ληνικών παραδόσεων εις τον δρόμον του πνεύματος και
της επιστήμης. Εμείναμεν αχώριστοι εις όλην μας την ζωήν.  Όταν ο Σίμος, αριστούχος δύο επιστημών, της φιλολογίας και της νομικής, ήλθε στην Λεμεσόν, ανοίξαμε μαζί συνεταιρικόν «Δικηγορικόν Γραφείον Λανίτη και Μενάρδου». Εμοιράσαμεν την εργασίαν. Ό Σίμος επήρεν «εκ προθέσεως» τα λεγόμενα «πολιτικά», δηλ. χωραφοδουλειές, όπως έλεγαν οι πρακτικοί δικηγόροι της εποχής. Και διεξήγοντο συχνά οι έξης διάλογοι μεταξύ πελάτου και δικηγόρου, ειδικού, βλέπετε, δια τές χωραφοδουλειές:
—«Το χωράφι μου είναι στην τοποθεσίαν Βούππα».
—«Πώς το είπες; Βούππα; Μια στιγμή».
Ό Μενάρδος έπαιρνε το δευτεράκι του, εσημείωνε και άφηρείτο αναζη­τών την ετυμολογίαν. Αλλ' ο πελάτης εβιάζετο.
—«Βούππα, αφεντικό, που πάνω που την Άλασαν». —«΄Αλασα. Μια στιγμή.  Άλασα, Αλασία». —« Όχι αφεντικό.  Αλασία,  Άλασα».
Ό Μενάρδος εσηκώνετο, επερπατουσε εις το ευρύχωρον γραφείον, πα­ραπλεύρως της αστυνομίας, και ο χωρικός διέκοπτε τον ειρμόν των σκέψεων του.
—«΄Ιντα δκιαλοΐζεσαι, αφεντικό, η δουλειά εν κερδισμένη» !
Μετά 2—3 χρόνια ο συνεταιρισμός διελύθη. Ο Μενάρδος, βαδίζων δια της Βούππας και της  ΄Αλασας, ανήλθεν εις τας υψηλοτέρας πνευματικάς θέσεις των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και των Αθηνών. Εγράφαμε μαζύ εις την «'Αλήθειαν» του
Δημήτριος Νικολαΐδης-Λανίτης
Αριστοτέλους Παλαιολόγου, και κατόπιν του Μενελάου Φραγκούδη, ιδίως το «Δελτίον» υπό το όνομα «Δελτιογράφος». Είμεθα κατά τον Μποερικόν Πόλεμον υπέρ των Μποέρων.  Ένα δελτίον του δια τον «Τραπεζορήτορα της Βιρμιγχάμης», τον Ιωσήφ Τσάμπερλαιν, έμεινε ιστορικόν.
Είχαμε ευρύν φιλολογικόν κύκλον τότε εις την Λεμεσόν, η οποία είχεν παλαιοτέρας παραδόσεις. ΄Ητο τότε η Λεμεσός και το πολιτικόν και το πνευ­ματικόν κέντρον της νήσου. Ενθυμούμαι με συγκίνησιν τους λογίους των παι­δικών μου χρόνων. Ενθυμούμαι την εντύπωσιν από τας πρώτας ομιλίας της εποχής εκείνης. Εξαιρετικός ομιλητής ήταν ο Δημήτριος Νικολαΐδης Λανίτης, μαθητής του Κωνσταντίνου Ασωπίου. Μετά τον θάνατον εξεδόθησαν οι λό­γοι του. Πύρινοι λόγοι εις αμιγή καθαρεύουσαν.  Ήταν ο πρώτος διευθυντής της  Ανωτέρας Ελληνικής Σχολής Λεμεσού. Οι λόγοι του ήσαν αι κραυγαί του Σόλωνος προς του 'Αθηναίους, του Τυρταίου ήσαν οι στίχοι, του Φερραίου τα θούρια. Ο Δημήτριος, ο δάσκαλος βουλευτής Λεμεσού, έπεσεν επί των επάλξεων. Μεταβαίνων εις Λευκωσίαν διά το Νομοθετικόν ησθένησε καθ' οδόν και απέθανεν εν Λάρνακι.  Ήμην τότε μαθητής του Βαρβακείου εις τας Αθήνας.  Όταν μετά την μακράν απουσίαν μου επανήλθον εις Κύπρον ανεδίφησα παλαιά χαρτιά. Ευρήκα ένα γράμμα μου προς τους γονείς μου. ΄Ηρχιζεν έτσι: «Τεθλιμμένοι γονείς μου. Εκομισάμην την υμετέραν επιστολήν δι' ής μοι ανεκοινούτο, ότι το δρέπανον του θανάτου αφήρπασε τον θείον μου...»
 
 «Ονούφριος Ιασωνίδης,
 λόγιος απεριορίστου
 εκκεντρικότητος»
Ήτο η δευτέρα θλίψις που μου επροξένησε, μετά 69 χρόνια, ο θάνατος του θείου μου, η γλώσσα αυτής της επιστολής.
Περιέργους τύπους λογίων και μορφωμένων ανθρώπων είχε τότε η Λε­μεσός. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Ονούφριος Ιασωνίδης, λόγιος απεριορίστου εκκεντρικότητος. Είχε σπουδάσει εις την Οξφόρδην και προσεπάθει ν' αποδώση τα σονέτα του Σαίξπηρ εις αμιγή καθαρεύουσαν. Όταν μια φορά εδιάβασε τας μεταφράσεις του, εις τον Παρνασσόν, ο μακαρίτης ο Νίκος Λάσκα­ρης, εις των ευφυέστερων Ελλήνων της εποχής, μ' επλησίασε με σοβαρότητα και μου είπε: «Δεν μου λες, Λανίτη, τί του έκαμεν ο κακομοίρης ο Σαίξπηρ του Ιασωνίδη;»  Έκαμεν  ένα είδος πύργου στην Λεμεσόν και έμεινε μόνος μέχρι του θανάτου του. Κατεγίνετο και εις την ζωγραφικήν. Ο Εσταυρωμένος της Αγίας Νάπας είναι έργον του.  Όταν ετελείωσεν εκάλεσε τον ανεψιόν του Κλέωνα Περιστιάνην, και εζήτησε την γνώμην του. Και ο Κλέων με σοβαρό­τητα μεγάλου κριτικού του απήντησεν, ατενίζων το έργον: «θείε μου δεν του έφθαναν τόσα παθήματα του Χρίστου, ήταν ανάγκη να του πρόσθεσης και άλλο;». Είχεν επιτύχει μια φορά ως βουλευτής με αντίπαλον τον μακαρίτην Γεώργιον Παυλίδην, τον οποίον υπεστήριζα με πολλούς Λεμεσιανούς. Τον Ιασωνίδην υπεστήριζαν οι αγρόται εξ ευγνωμοσύνης προς την πάλαιαν οικογένειαν, η οποία ηγόραζε τες κουμανδαρίες της Πιτσιλιάς. Ο Ιασωνίδης εξέδωκε νικητήριον προκήρυξιν «Το πνεύμα, κύριοι, ενίκησε την ύλην». Εγώ είχα τότε παρατηρήσει, ότι ήτο τυπογραφικόν λάθος: «Το οινόπνευμα ενίκησε». Διεκόψαμεν τας σχέσεις μέχρι του θανάτου, του. Δεν ξεύρω τί απέγιναν τα χειρόγραφα του. Είχε συλλογάς ποιημάτων ερωτικών, πολιτικών και μετα­φράσεις. Μερικά είχαν δημοσιευθή εις την «Σάλπιγγα» του Χουρμουζίου.
 Στο επόμενο το δεύτερο και τελευταίο μέρος