Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010
«Θεέ μου και να πέθαινα ένα Σαββάτο βράδυ».
Σάββατο 26 Νοεμβρίου του 1917, πεθαίνει σε ηλικία 68 χρονών περίπου,(λέμε περίπου γιατί η ακριβής ημερομηνία γέννησης του αποτελεί αντικείμενο συζήτησης από τους ερευνητές του έργου του) στο δημοτικό Πτωχοκομείο της Λεμεσού (εκεί που σήμερα έγινε ο χώρος στάθμευσης του Εναερίου), ο εθνικός βάρδος της Κύπρου: ο Βασίλης Μιχαηλίδης. Πεθαίνει Σάββατο προς Κυριακή όπως περίπου το ήθελε πάντα και το κατέγραψε και σε στίχο που τον απάγγελλε συχνά με μια πικρή θλίψη στο πρόσωπο, στα τελευταία του χρόνια: «Θεέ μου και να πέθαινα ένα Σαββάτο βράδυ
την Κυριακή με το πρωί να κατεβώ στον Άδη».
Λίγους μήνες πριν στέλλει στην εφημερίδα της Λεμεσού «Σάλπιγξ» το κύκνειο του άσμα, το τελευταίο του ποίημα με τίτλο, " Το Όρομαν του Ρωμιού".
Η εφημερίδα το δημοσιεύει στις 14 Ιανουαρίου 1917 με το ακόλουθο σημείωμα:
«Το επόμενον ποίημα» — μας γράφει από το Πτωχοκομείον, όπου διαιτάται ο ατυχής Κύπριος ποιητής —«φρονώ είναι το τελευταίον μου, διότι εκλονίσθη το νευρικόν μου σύστημα και αισθάνομαι εγγύς τον θάνατον μου».
Η "Σάλπιγξ" εκτιμώσα ιδιαιτέρως την ποιητικήν φαντασίαν του εμπνευσμένου Κυπρίου ποιητού, κ. Βασίλη Μιχαηλίδη, δημοσιεύει τούτο ευχαρίστως εις τας στήλας της με τας ευχάς της, όπως το νέον έτος του χαρίση πλήρη την υγείαν.»
Κτυπημένος από τον αλκοολισμό αλλά και από την κατάθλιψη της εγκατάλειψης και του ανικανοποίητου έρωτα του, πεθαίνει μερικούς μήνες μετά. Όμως ως γνήσιος οραματιστής δημιουργός και παρά την ψυχική και σωματική του κατάσταση το τελευταίο του ποίημα δεν μπορούσε παρά νάναι ένα ποίημα με όραμα. Αισιοδοξίας και ελπίδας, έστω και ανικανοποίητης.
Οραματίζεται την πραγμάτωση των εθνικών ονείρων, της Μεγάλης Ιδέας, την απελευθέρωση δηλαδή της Πόλης κα λέει ανάμεσα σε άλλα:
«Μέσ' στον Μάν π' αθθίζουν ούλα, που τζ' οι κάμποι ομορφίζουν
τζ' όπου πας τζ' όπου δκιαλλάξης οι αθθοί μουσκομυρίζουν,
ξημερώματα μιας Τρίτης ανεφάνησαν καράβκια
τζ' έρκουνταν στα Δαρδανέλλια τζ' ήταν κάμποσα κομμάδκια•
είχαν τον γαρπήν στην πρύμην τζαι τον γραίον ομπροστά τους
τζαι που τον βασμόν που κάμναν οι ανέμοι στα σσοινιά τους,
επετάχτηκεν η «Έλλη» απού μέσα στον γιαλόν της
με δκυο άστρα απού κάτω που την λούραν των βρυδκιών της
τζ' εις τα τζύμματα εστάθην τζαι σγιάν αμαζόνας κόρη
έβαλεν φωνήν μιάλην απού σύγκλυσεν τα όρη:
— Έλα, πέρκαλλέ μου, έλα, έλα ξακουστέ του κόσμου,
απού τότες, απού τότες καρτερά σε ο γιαλός μου
τα καράβκια σου σαν πρώτα με τες αρκοντιές τες πρώτες
να τόνε στολίζουν πάλε σγιαν τον εστολίζαν τότες.»
« Έκοβκεν ο ήλιος στράταν τζ' ήρτεν πκιον το μεσημέριν
τζ' έμπηκεν τζι' ο πέρκαλλός μας μέσ' στην Πόλην με τασκέριν
τζ' έκατσεν τζι' ο μαυρατός του στης Αγιάς Σοφκιάς την τρούλλην
τζαι σεισμός ευτύς μιάλος έσουσεν την Πόλην ούλλην
τζι' οι νεκροί εσηκωστήκαν,
που τα μνήματα εβκήκαν
τζ' εσμιχτήκαν με τον κόσμον που εβούραν σύνομπλά του.»
«Τότε τα καράβκια αρκέψαν τζαι που ούλες τες μερκές της
εφανήκαν τζι' ακούστηκαν οι στραπές τζ' οι πουμπουρκές της
τζι' άκουες τζαι μέσα τζ' έξω την Ελληνικήν τρομπέτταν
τζαι παντού τζαι μέσα τζ' έξω ο ατός εφτεροπέταν•
τζ' εκατάλαβεν η Πόλη τζ' ο γιαλός τζαι τα βουνά της,
πως ο Πλάστης εβουλήθην τζ' ήρτασιν τα πρωτινά της•
τζ' οι καμπάνες εφατσήσαν τζαι οι εκκλησιές αννοίξαν
μιλιούνια τότες νύμφες εσυνάχτησαν τζ' εσμίξαν
πιθυμίες τζαι ορπίες τζαι τυραννισμένες σόρτες,
τζ' εκουντήσασιν τζι' αννοίξαν της Αγιάς Σοφκιάς οι πόρτες
τζ' έμπηκεν ο Κωνσταντίνος τζ' άρκεψεν δοξολογία.»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου