Κομπογιαννίτες και τσαρλατάνοι με τον ερχομό της
αγγλοκρατίας
Λίγες μόνο μέρες μετά την ανακήρυξη της Κύπρου ως
ανεξάρτητου κράτους και ο Πάνος Φασουλιώτης, δημοσιογράφος και έκδοτης,
περιγράφει στην εφημερίδα του «Παρατηρητής», τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη του 1960, μέσα από αφηγήσεις που μάζεψε από
παλιότερους λεμεσιανούς, κάποια
σημαντικά γεγονότα από τα πρώτα χρόνια της βρετανικής κατοχής.
Μέρος τέταρτο
Ο σουλτάνος Αμπτούλ Χαμίτ Β΄ |
Είδαμε
στο προηγούμενο τρίτο μέρος περί του εξ Ελλάδος αφιχθέντος κομπογιαννίτη που
ισχυριζόμενος ότι ήταν γιατρός του σουλτάνου Αμπτούλ Χαμήτ πουλούσε στους
λεμεσιανούς νερό της θάλασσα βάφοντας το χρωματιστό και έδινε διάφορες
θεραπείες δια «πάσαν νόσον» μέχρι να αποκαλυφθεί η απάτη του. Συνεχίζουμε τώρα
πάνω στο ίδιο θέμα.
«Για
τα εκατομμύρια των εγχρώμων των Βρεττανικών Αποικιών υπήρχαν οι Μάγοι και Ιθαγενές θεραπευτές που
τους φρόντιζαν εις τες αρρώστειες των. Προς τους λευκούς δυσπιστούσαν και η
Βρεττανική Κυβέρνησι δεν εννοούσε να τους εξαναγκάση να αποφεύγουν τους
Ιθαγενείς και προτιμούν τους λευκούς. Η
ιδία τακτική εφαρμοζόταν και στην Κύπρο, ως αποικία που ήταν, αδιάφορο
αν ο Κύπριος είχε και δικούς του από Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια διακεκριμένους
μάλιστα επιστήμονες. Η Κυβέρνησι βέβαια κανένα δεν ημπόδιζε να συμβουλεύεται
τον διπλωματούχον διαπρεπή μάλιστα γιατρό του, όπως ήταν τότε στην Λευκωσία ο
Δέρβης, ο Γλυκύς, Φοινιεύς και Θεοδότου. Στην Λάρνακα ο Ρόπας και αργότερα ο
Στίνης. Στην Λεμε σό
τον παληόν καιρό ο Ελβετός διαπρεπής παθολόγος, βοτανολόγος και
βιολόγος Κάστανος, αργότερα ο Καραγεωργιάδης, Διαγκούσης, Θωμαΐδης, Δημάκης και
Πιερίδης, ούτε όμως και γνοιαζόταν για τους κινδύνους που άγνοροι της
καταστάσεως ιθαγενείς και αφελείς διέτρεχαν από τσαρλατάνους και
κομπογιαννίτες.
Πέρασε μισός και πέραν αιώνας για να παραδεχθή να
θεσπίση σχετικόν προστατευτικόν νόμο. Δεν έννοούσε να θίξη τες αποικιακές
παραδόσεις και τόν Κύπριον τον ήθελε στο ίδιο σκαλοπάτι καθυστερήσεως και
πρωτογονισμού ιστάμενον όπως και τον κοινόν στάσιμον, σκοτεινόψυχον άνεξελικτον
μαύρον.
Η επέμβασις
που αναφέρω του Μίτσιελ, έγινε από
ατομικήν του πρωτοβουλίαν και
γιατί συνεδέετο με στενήν φιλία με όλες τες καλές οικογένειες της Λεμεσού που εκτιμούσε και εθαύμαζε
τον βαθμόν του πολιτισμού της ως πόλεως
και την ηθικήν ανωτερότητα των ανθρώπων της.
Επενέβη προσωπικά ο Διοικητής με κίνδυνον να του γίνη από το Υπουργείον, σε
περίπτωσι και ο κομπογιαννίτης παρεπονείτο
παρατήρησις δια παράνομον ενέργειαν.
Τον ανεζήτησε δια του υπαλλήλου του
Διοικητηρίου μ. Μυλωνά, ενός θαυμασίου τύπου Ανθρώπου πού ζούσε ως
πριν λίγα ακόμη χρόνια και που συνώδευε
τον Μίτσιελ εις τες περιοδείες, του εις
τα χωριά και τού έκαμνε με τα λίγα πρακτικά του αγγλικά τον μεταφραστήν.
Έστειλε είπαμε, ο Διοικητής Μίτσιελ τον
Γραμματέα του να οδήγηση τον γιατρόν του Αμπτούλ Χαμήτ. όπως διελαλείτο για τον επιστήμονα τσαρλατάνο, στο
Διοικητήριο.
Όταν ούτος άκουσε την
εντολή που είχε ο Μυλωνάς από μέρους του
Διοικητού, ρώτησε τι θα τον ήθελε. Ο
Μυλωνάς με το χιούμορ που τον χαρακτήριζε του είπε: Έλα και σαν πηγαίνομεν θα σου πω τι σε
θέλει. Σαν ξεκίνησαν τού λέγει ψιθυριστά:
Τον έπιασε ευκοιλιότης και σε θέλει να του την σταματήσης.
Ό Διοικητής άμα τον είδε3
καλοντυμένον σοβαρόν και με εμφάνισιν που ενέπνεε εμπιστοσύνης σκέφτηκε πως δεν ήταν εύκολο να του
μιλήση εις αυστηρόν τόνον για να
τον εκφοβίση και επιτύχη το ποθούμενον
την χωρίς βασικήν δικαιολογίαν εκδίωξι
του. Τον δέχτηκε με προσήνεια και του μίλησε σε παραπειστικό ύφος. Τον ρώτησε από πού καταγόταν και τον
σκοπόν τής εις Κύπρον επισκέψεως, παραμονής και εξασκήσεως του επαγγέλματος.
Ο ψευτογιατρός που καταταράκτηκε με την πρόσκλησι που του εγένετο
και περισσότερο με το χορατό τού Μυλωνά που τούχε πει το περί
ευκοιλιότηιος τού Διοικητού. Είχε χάσει το ηθικό του και εν αγνοία τής ανυπαρξίας
νόμου προστατευτικού των αποίκων
από τους ανεπιστήμονες και
τσαρλατάνους, διακατύχετο κατά την συνομιλίαν από αίσθημα ανασφαλείας και!
φόβου, που τον
ανάγκασε να ομολογήση την περί τό άτομο του πραγματικότητα
και την όλην αλήθεια. «Κατάγομαι ομολόγησε από την Σαμψούντα κ' εκπαιδεύτηκα
εις 'Ελληνικό Σχολέιο της Κωνσταντινουπόλεως.
Το επάγγελμα μου είναι υπάλληλος
εις καπνεμπορικόν οίκον της Κων/πόλεως. Ακολούθησα τον προϊστάμενο μου
εις Αίγυπτο.
Εκεί δυσαρεστήθηκα μαζί του, συνάντησα εις Αλεξάνδρειαν ένα Τούρκον φίλο μου
ιδιοκτήτην καραβιού που θάπαιρνε κενά βαρέλια και άλλο φορτίο εις
Λεμεσόν, τον παρακάλεσα να με δεχθή ως επιβάτη και ένα πρωί ξεμπάρκαρα εδώ. Σ'
ένα καφενείο που κάθησα, κάποιος άνθρωπος τού λιμανιού που με είχε οδηγήση,
κατά παράκληση του φίλου μου καπετάνιου, άκουσα να λέγη στο γκαρσόνι «Κύτταξε
τι θα πάρη ο γιατρός». Σε λίγο με προσέγγισε ο ιδιοκτήτης του κέντρου, ο όποιος
μου πρόσφερε το ποτό, κουβεντιάσαμε για διάφορα ζητήματα και με τιροσκάλιοι σε
γεύμα. Σ' αυτό παρακάθησαν και δυο άλλοι, που ο ένας παρεπονείτο για το στομάχι
του. Τον συνεβούλευσα να τρώγη χόρτο, φρούτα και να αποφεύγη τα τηγανιτά και
το αλάτι. Δεν του μίλησε ως γιατρός, άλλ' ως γνώστης κάποιου είδους διαίτης.
Την
άλλη μέρα που ξαναπήγα εκεί, προσήλθαν μερικοί
που μου ζητούσαν συμβουλές για την υγεία τους. Σε κανένα, ποτέ δεν είπα
ότι είμαι γιατρός.»
Ο
Μίτσιελ, που μπήκε στο νόημα της όλης υποθέσεως και αντελήφθη ότι εύκολα και
ακίνδυνα θα μπορούσε ν' απαλλάξη τους ιατρούς της Λεμεσού και ικανοποίηση, τους
φίλους του που του ανέθεσαν να ενεργήση για την απομάκρυνσι του, παρετήρησε:
«Δεν είπες ότι ήσουνα γιατρός και το πιστεύω, Αν έλεγες πως ήσουνα, η θέσις σου θάταν κρίσιμη. Μα
αφού δεν έκαμες τέτοια δήλωσι σε απαλλάττω κάθε κατηγορίας. Το σφάλμα είναι ότι
συμπεριφερόσουν ως γιατρός και δεχόσουν δώρα και χρήματα. Το μόνον που σε
συμβουλεύω είναι να φύγης το συντομώτερο». Και ο μη αυτόκλητος αλλ’ υπό άλλων,
αδιαμαρτυρήτως όμως, αποδεχθείς τον τίτλον του
ιατρού, υποσχέθηκε να εγκαταλείψη την Λεμεσό με την πρώτη στον λιμένα
της άφιξι του Τούρκου φίλου του καραβοκύρη, όπως και εγένετο.»
Στο
επόμενο η συνέχεια και το τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου