Μέρος δεύτερο
«Η Γυναίκα και τα δικαιώματα της στον
έρωτα»
Ας έλθουμε λοιπόν στο θέμα μας με το σημαντικό και ρηξικέλευθο άρθρο της
στην Εφημερίδα «παρατηρητής», αφού στο προηγούμενο πρώτο μέρος γνωρίσαμε την
Έλλη Μιχαηλίδου και τη συσχέτιση της με την Μαρία Βοναπάρτη.
Την εποχή
εκείνη στη ραγδαία αναπτυσσόμενη Λεμεσό, «καθώς πρέπει» κύριοι της αστικής και μεγαλοαστικής τάξης της
πόλης γκαστρώνουν τις δούλες τους ( μιλώ με όρους της εποχής) και στη συνέχεια
τις διώχνουν για να διώξουν την ντροπή από το σπίτι τους και να αποκατασταθεί έτσι και η «καθώς πρέπει» κοινωνική ηθική τάξη της εποχής. Εκείνες καταλήγουν συνήθως στα μπουρδέλλα
της πόλης και τα «μούλικα» τους στα ορφανοτροφεία ή στη ζητιανιά. Τέτοια κλασική
περίπτωση ο γνωστός τύπος της εποχής, ο Αρκοντής. Υπεράνω λοιπόν όλων η ηθική
τάξη άρα και η καταπίεση επιθυμιών και παθών της γυναίκας και απόλυτη υποταγή
της στον άντρα αφέντη. Μπορεί να παρουσιάζομαι
λίγο σκληρός για τη Λεμεσό της εποχής εκείνης όμως την ιστορική αλήθεια δεν
έχει κανένας το δικαίωμα να την αποκρύβει και να την παρασιωπά, πολύ περισσότερο ο ομιλών
που υπηρετεί με πάθος την λαμπρή ιστορία της Λεμεσού και την αναδεικνύει με πολλούς τρόπους σε όλες τις θετικές της
εκφάνσεις και πλευρές. Μέσα
λοιπόν σ αυτό το υποκριτικό κοινωνικό κλήμα της εποχής, μια νεαρή κυρία της πόλης αποφασίζει να σηκώσει από μόνη
της το βάρος της αποτίναξης του ζυγού
της καταπίεσης και της ψευδοηθικής και να κάνει κάτι πολύ, μα πολύ επαναστατικό,
με τα μέτρα της εποχής της.
Στέλλει ένα πρώτο άρθρο στην εφημερίδα της Λεμεσού «Παρατηρητής»
στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1947 με τίτλο «Η γυναίκα και η εξίσωσης της με
τον άντρα» στο οποίο καταγγέλλει ανάμεσα σε πολλά άλλα την υποκριτική κοινωνία
που ζει και την ανάγκη να αποτινάξει η σύγχρονη με αυτή γυναίκα το ζυγό της ανδρικής και κοινωνικής καταπίεσης.
Ενθαρρυμένη από την ευνοϊκή ανταπόκριση που είχε ανάμεσα στις γυναίκες
του κύκλου της αλλά και σε πολλούς προοδευτικούς άνδρες, αποφασίζει ένα
δεύτερο, μεγαλύτερο άλμα και δημοσιεύει
στην ίδια εφημερίδα έκδοσης 16 Μαρτίου ένα δεύτερο άρθρο με τον επαναστατικό
για την εποχή τίτλο «Η Γυναίκα και τα δικαιώματα της στον έρωτα».
Η
γλώσσα της τολμηρή, ρηξικέλευθη και «σερνική», μα ταυτόχρονα τρυφερά θηλυκή και
ρομαντική. Μια κραυγή διαμαρτυρίας, ακόμα και απελπισίας θα μπορούσαμε να πούμε,
μέσα σε ένα κοινωνικό όπως είπαμε περίγυρο μιας μικροαστικής Λεμεσού
της δεκαετίας του 40 με την υποκριτική ψευδοηθική της.
Το παραθέτουμε αυτούσιο: «Η
κοινωνία με τα υποκριτικά ήθη και έθιμα της επιτρέπει στους άνδρες κάθε
ελευθερία στον έρωτα και την θεωρεί μάλιστα πολύ φυσική, ενώ απεναντίας
επιβάλλει στη γυναίκα μιαν πουριτανική αγνότητα η οποία την εξαναγκάζει να ζη
μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα υποκρισίας και φανατισμού.
Και
πραγματικά στο σεξουαλικό ζήτημα η γυναίκα υστερεί πολύ από τον άνδρα, δεν
υπάρχει καμμιά ελευθερία γι' αυτή. Όλα πρέπει να τ ' απολαύση εγωιστικά ο
άνδρας ο οποίος φαντάζεται ότι όλα χωρίς εξαίρεση, είναι στη διάθεση του, όλα
καμωμένα για την απόλαυση του.
Αυτός
να γλεντήση, αυτός να διασκέδαση δηλ. να πλανέψη, ν' αδικήση, να καταστρέψη το
πάν στο πέρασμα του αρκεί να διασκέδαση εγωιστικά αυτός, μονάχα αυτός.
Ο άνδρας λοιπόν, ο φοβερός αυτός εκμεταλλευτής της γυναίκας, που τόσα
χρόνια την είχε υποχείριο του και την μεταχειριζότανε σα σκλάβα του, έχει τον
άγριο εγωϊσμό που από μικρό παιδί του φυτέψανε στο μυαλό οι δικοί του, ότι
είναι άνδρας κι έτσι αφού είναι άνδρας έχει ελεύθερο πεδίο δράσεως: μπορεί να
κάνη ότι θέλει για να γλεντήση τη ζωή του όσο το δυνατό πιο ευχάριστα
αδιαφορώντας για τις αδικίες που σκορπά γύρω του, για τις δυστυχισμένες αυτές
γυναικείες υπάρξεις τες οποίες αφού μολύνη με τα βρώμικα του χέρια τες πετά
στον δρόμο σα κουρέλια για να βρεθή δίχως άλλο πάλι, κανένα άλλο πειναλέο
κινάριο να τες παραπλανέση με τη σειρά του και να τες εγκατάλειψη στη τύχη τους
όπως κάνανε προηγουμένως οι άλλοι. Και τότε είναι εύκολο να μαντεύση κανείς την
τύχη των δυστυχισμένων αυτών γυναικών οι οποίες δεν είναι άλλο παρά θύματα της
εγωπάθειας και σαρκολατρείας των ανδρών. Αλοίμονο σ' αυτές σαν τύχη και παραστρατήσουνε άθελα
τους. Θα τους κλείση κατάμουτρα την πόρτα η κοινωνία ολόκληρη. Καμμιά χαρά,
καμμιά ευτυχία δεν τες περιμένει πια.
Παντού περιφρονημένες, παντού
καταδιωγμένες αναγκάζονται άθελα τους ν' ακολουθήσουνε τον δρόμο που τους
χαράξανε άλλοι. Κι' όπως το θαλασσοδερμένο καράβι που το κτυπούνε απ' όλες τις
μεριές τα μανιασμένα στοιχεία της φύσεως χωρίς να κατορθώση να βρή κάποιο
απάνεμο ακρογιάλι για ναμπόρεση ν'αράξη έτσι κι' οι δυστυχισμένες αυτές
γυναικείες υπάρξεις, ριγμένες μέσα στην
φουρτουνιασμένη αυτή ανθρωποθάλασσα που λέγεται «κοινωνία», βρίσκονται μια μέρα
ανυπεράσπιστες στην κτηνώδη διάθεση του ενός και του άλλου χωρίς ποτέ να
μπορέσουνε να βρούνε το ειρηνικό λιμάνι της ζωής τους. Και
ποιος είναι ο υπαίτιος γι αυτά όλα; Ποιος άλλος παρά ο τόσον ατομικιστής, ο
μέχρι παθολογίας υλιστής και σαρκολάτρης άνδρας. Αυτός που δεν νοιάζεται για
κάθε του βέβηλη πράξη, που δεν συναισθάνεται το σφάλμα του γιατί έχει πωρωμένη
τη συνείδηση του. Μπορεί να κάνει τα αίσχιστα χωρίς το ελάχιστο να ερυθριάση
γιατί βασίζεται πάνω στην ελευθερίαν αυτή την λεγομένη «πολυγαμία» που του
δίνει ή μάλλον που αυτός ο ίδιος δίνει στο δικό του φύλο. Και μήπως όλοι τους
δεν εφαρμόζουνε την ίδια τακτική; Δεν βαδίζουνε με το ίδιο πνεύμα προς τον ίδιο
καταστρεπτικό σκοπό; να χυμίζουνε σαν «αρπακτικά όρνεα» πάνω στη λεία που
κυνηγούνε απλώς και μόνο για να ικανοποιήσουνε το τόσο ατομικιστικό ανδρικό
«Εγώ» τους.
Κανένας όμως δεν θα
κατακρίνη τες πράξεις τους, κι' όλοι ανεξαιρέτως θα τους υπερασπίσουνε. Γιατί
όμως αυτό; «Γιατί είναι άνδρες,» θα σου απάντηση ο χαζόκοσμος, και «πρέπει να
γλεντήσουνε τη ζωή τους». Απεναντίας η γυναίκα είναι πάντα ο αποδιοπομπαίος
τράγος. Κάθε της λέξη, κίνηση, πράξη θα σχολιασθή. Όλοι θα στραφούνε εναντίον
της για να την κατηγορηθούνε. Την ονομάζουνε ανήθικη γιατί έτυχε ν' αγαπήση ένα
άνδρα, ο οποίος με πλάνα λόγια και χίλιες δυο ψεύτικες υποσχέσεις κατόρθωσε να
την ξεγελάση - ηρωισμός βλέπετε αυτός, να ξεγελάση κανείς μια γυναίκα - και δεν
ονομάζουνε ανήθικον αυτόν τον ίδιον άνδρα ο οποίος έχει ξεγελάσει τόσες και
τόσες γυναίκες, έχει περπατήσει πάνω σε τόσα θύματα για να ρουφήξη και την
τελευταία μικρούτσικη σταλαματιά μήπως και του ξεφύγη καμιά - από το ποτήρι της
ηδονής. Πρέπει λοιπόν η γυναίκα να υφίσταται τόσος εξευτελισμούς τόσα
δεινοπαθήματα μόνο και μόνο για την εγωϊστική απόλαυση του «άρρενος»;
Γιατί λοιπόν
να υπάρχη η ανισότης αυτή μεταξύ των δύο φύλων; Γιατί ο άνδρας νάναι ελεύθερος
να κάνει ότι θέλει; Γιατί μονάχα αυτός ν'απολαμβάνη εγωιστικά τον έρωτα εις
βάρος της γυναίκας; Η μήπως ο Έρως, ο φτερωτός αυτός γυιός της Αφροδίτης είναι
αποκλειστικά γεννημένος γι αυτόν; Ποιος τούδωσε το δικαίωμα αυτό; Η φύσις; Μα
μήπως αυτή θάτανε τόσο άδικη απέναντι στη γυναίκα - το ωραίο αυτό κομψοτέχνημα
της - από του να της στερή το υπέρτατο αυτό αγαθό της το οποίον ονομάζεται
«Ερως»; Όχι, χίλιες φορές όχι. Η φύσις έχει δώσει στη γυναίκα τα ίδια
δικαιώματα στον έρωτα όπως και στον άνδρα και όποιος ζήτηση να την περιφρόνηση
είτε από σεμνοτυφία, είτε από εγωϊσμό, αργά ή γρήγορα θα εκδικηθή. Προς
τι λοιπόν η πουριτανική αυτή υποκρισία; Γιατί πάντα να θέλουμε τη γυναίκα να
παρουσιάζεται καμουφλαρισμένη; Μήπως δεν είναι κι' αυτή καμωμένη από σάρκα και
οστά όπως ο σύντροφος της άνδρας; Δεν ζεί κάτω από τον ίδιον ουρανό; Δεν
αναπνέει τον ίδιον αέραν; Δεν υποτάσσεται κι αυτή σαν αυτόν -όπως και κάθε τι
που υπάρχει στο ζωικό και φυτικό βασίλειο -στον ισχυρότερο νόμο της φύσεως
πούναι ο νόμος της αγάπης;
Είναι καιρός πια να τινάξουμε
τον ζυγό των μεσαιωνικών αυτών αντιλήψεων οι οποίες φωλιάζουνε μέσα σε πνεύματα
πολύ οπισθοδρομικά. Το ετοιμόρροπο αυτό οικοδόμημα οφείλει να κατάρρευση μια
ώρα γρηγορότερα καθώς και οι φραγμοί που μας χωρίζουνε από το αρχαίο ελληνικό
πνεύμα. Μονάχα μ' αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να γεφυρώσουμε το απέραντο χάος
που από αιώνες τώρα μας χωρίζει από το αθάνατο ελληνικό μεγαλείο.
Οι
αρχαίοι Έλληνες θεωρούσανε τον έρωτα ως το αίσθημα το πιο ωραίο, το πιο ιερό,
το πιο ενάρετο, αυτό πού τους εξύψωνε, πού τους ενέπνεε να γράφουνε τα'
αριστουργήματα τους, αυτό πού τους χάριζε τα νειάτα, τη χαρά αυτή της ζωής. Γι
αυτό είχανε στήσει κι' άγαλμα του Υμέναιου με την ακόλουθη αφιέρωση: « Στον
Υμέναιο που βραδύνει τον ερχομό των γηρατειών». Ο Έρως ήτανε γι αυτούς κάτι το
φυσικό, το απαραίτητο για κάθε άνθρωπο είτε άνδρας ήτανε είτε γυναίκα, γι αυτό
και συνηθίζανε να λέγουν: « ουκ αισχρόν ουδέν των αναγκαίων βροτοίς» το ίδιο
ακριβώς που λέγουνε οι σημερινοί Άγγλοι οι οποίοι το πήρανε λαθραίως από τους
Ελληνες: «what is natural is not descraceful» δηλ. κάτι πού είναι φυσικό δεν είναι κι' ατιμωτικό.
Πιο
κάτω ο Βολταίρος λέγει: « Ο άνθρωπος είναι πάρα πολύ αδύνατος για να δαμάση την
φύση». Και τέλος η ιατρός Gina Jombrosi : «Είναι μάταιο ν' αντιτίθεται κανείς σ' ότι θέλει η
φύσις». Όλες αυτές οι τόσον γνωστικές σκέψεις και τόσες άλλες πόχουνε γραφτεί
κι' εξακολουθούνε ακόμη να γράφωνται για τον έρωτα δεν αφορούσανε μονάχα το
ανδρικό φύλο αλλά και το γυναικείο μαζύ. Γι αυτό λοιπόν τον λόγο ο έρως δεν
πρέπει να θεωρείται ανηθικότης, ούτε διαφθορά, αλλ' ότι φυσικό κι' επομένως αγνό, καθάριο,
άδολο. Η γυναίκα στενάζει κάτω απ' τη βαρεία άλυσο
που τη δεσμεύει κι' ασφυκτιά μέσα στο πυκνό σκοτάδι που την περιλούζει.
Τα
νεανικά της χρόνια διαβαίνουνε κουκουλωμένα μέσα στον πένθιμο γεροντικό μανδύα.
Τα σφριγηλά της νειάτα φωνάζουνε: «Αγάπη! Αγάπη!» αλλά η φωνή της χάνεται,
πνίγεται κάτω από το βαρύ πέπλο της υποκρισίας. Η αλυσοδεμένη της καρδιά θέλει
να σπάση τα δεσμά για να πηδήση έξω ελεύθερη, στον ήλιο στον καθαρό αέρα στο
φως. Θα το κατορθώση όμως κάποτε; Γιατί όχι, όταν υπάρχει θέλησις, υπάρχει
τρόπος. Κι ο τρόπος αυτός είναι ο
ακόλουθος:
Κάθε γυναίκα οφείλει να διεκδίκηση τα
δικαιώματα της στον έρωτα, την υπέρτατη αυτή χαρά της ζωής, να διακήρυξη, σαν
ανθρώπινο όν, το δικαίωμα που έχει κι' αυτή στην αναζήτηση της ατομικής
ευτυχίας μέσα στα όρια του ιδίου δικαιώματος του άρρενος. Κι αυτό θα επιτευχθή
όταν εμείς οι ίδιες οι γυναίκες, στρέψουμε τα νώτα σε κάθε ανιφεμινιστική ιδέα.
Με τέτοιο τρόπο θ' αφήσουμε τη γυναίκα ελεύθερη ν' ακολουθήση την φωνή της
καρδιάς της, ελεύθερη ν' αγαπήση και ν' αγαπηθή γιατί η αγάπη - ο Έρως - ο
τυφλός αυτός θεός, συνηθισμένος να πετά φιλελεύθερα, με διάπλατα ανοιχτές τις
φτερούγες του, και να σκορπά τριγύρω τα μαγικά του τόξα, δεν ανέχεται κανένα
περιορισμό, όσο τον δεσμεύει κανείς τόσο και πιο πολύ θεριεύει.
Το ζήτημα αυτό της
χειραφετίσεως της γυναίκας και της εξισώσεώς της με τον άνδρα, απασχολεί πολύ
τον θηλυκόκοσμο ο οποίος περιμένει ανυπομόνως, την απολύτρωση του από την
σεξουαλική σκλαβιά, γιατί πραγματικά είναι τόσο άδικο για μια γυναίκα να
υφίσταται τες συνέπειες ενός παράλογου κοινωνικού νόμου, μιας απηρχαιομένης
κοινωνικής προλήψεως και σκωροφαγομένης νοοτροπίας, χωρίς να μπορή να τα
μετατρέψη γιατί δεν της το επιτρέπουνε οι κοινωνικές συνθήκες, τα κοινωνικά
αυτά λεγόμενα «κατά συνθήκη ψεύδη» κάτω από τα οποία φωλιάζει η υποκρισία και ο
Φαρισαϊσμός.»
Στη συνάντηση μου
με την Έλλη (λίγο καιρό πριν φύγει από τη ζωή, όταν καταπλακώθηκε από αυτοκίνητο
σε διάβαση πεζών, στον παραλιακό δρόμο λαιμητόμο της Λεμεσού όπου βγήκε για να περπατήσει), μου διηγήθηκε τα παρεπόμενα της δημοσίευσης
του άρθρου αυτού.
Ο πατέρας της δεν το είχε διαβάσει και το αγνοούσε.
Στην επόμενη όμως έκδοση του «Παρατηρητή»
διάβασε τυχαία προαγγελία δημοσιεύματος σε προσεχή έκδοση κυρίας της Λεμεσού
που θα απαντούσε στην Έλλη Μιχαηλίδου διαφωνώντας για τα λεγόμενα της. Έτρεξε
αμέσως σπίτι με την εφημερίδα υπό μάλης και σείοντας την με θυμό τη ρώτησε τι
έγραψε για να της απαντούν. Τότε ομολόγησε «το αμάρτημα της». Έξαλλος ο πατέρας
της έτρεξε στον Πάνο Φασουλιώτη, τον εκδότη του «Παρατηρητή», επιτιμώντας τον
για την δημοσίευση των άρθρων της κόρης του χωρίς εκείνος να ρωτηθεί και να το
γνωρίζει. Τότε έκατσε και έγραψε μαζί με τον Πάνο μια «επιστολή», βάζοντας εν
αγνοία της το όνομα της από κάτω, που δημοσιεύτηκε στην επόμενη έκδοση, με την
οποία δήλωνε ότι όσα δημοσίευσε στα άρθρα της «δεν ευσταθούν» και τα ανακαλούσε
! Όταν η Έλλη Μιχαηλίδου το πληροφορήθηκε κλειδώθηκε στο δωμάτιο της και έκλεγε
λέει για τρείς μέρες!
Λεζάντες:
Φώτο 1 Έλλη Μιχαηλίδου
Φώτο 4 Η Έλλη
Μιχαηλίδου κατά τη συνάντηση μας λίγο
πριν φύγει από τη ζωή κάτω από τραγικές συνθήκες
Φώτο 5 Πάνω από το πιάνο της
, μαζί με τις φωτογραφίες όλων των μεγάλων μουσουργών και η μεταλλική αυτή
πλακέτα με το ρητό που αποτελούσε «μπούσουλα» στη ζωή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου