Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

«Αναμνήσεις από την περασμένην πνευματικήν Λεμεσόν»


Μέρος δεύτερο

 Δεύτερο (και τελευταίο) μέρος που ο Νικόλαος Κλ. Λανίτης (1872-1958) δημοσίευσε, στο τεύχος ΙΕ  του 1950, στο κυπριακό λογοτεχνικό περιοδικό  «ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» το οποίο  εκδιδόταν από το 1934 μέχρι το 1956. Ένα σημαντικό όπως είπαμε για τη Λεμεσό και τους πνευματικούς της ανθρώπους, άρθρο του επιφανούς πνευματικού αυτού τέκνου της.
Πολυσχιδής και πολυσύνθετη προσωπικότητα, όπως γράψαμε και στο πρώτο μέρος, μια από τις μεγαλύτερες του 20ου αιώνα σ αυτή την πόλη, έζησε τη σύγχρονη ιστορία της και συνέβαλε δραστικά στη περήφανη διαμόρφωση της.
Επιφανής δικηγόρος, δημοτικός σύμβουλος, βουλευτής, εθνικός αγωνιστής, εθελοντής στους βαλκανικούς πολέμους, αθλητοπατέρας κυριολεκτικά και μεταφορικά,( υπήρξε από τους ιδρυτές του ΓΣΟ και πρόεδρος του για πολλά χρόνια, πατέρας της μεγαλύτερης κυπρίας αθλήτριας Δομνίτσας  Λανίτου), εκ των πρωτεργατών της λαϊκής εξέγερσης των Οκτωβριανών του 1931, εκτοπίστηκε στην επαρχία και εξορίστηκε στη συνέχεια στην Ελλάδα. Συγγραφέας πολλών επιστημονικών και ιστορικών βιβλίων για την Κύπρο και τη Λεμεσό.
Στο κείμενο του στα  «Κυπριακά Γράμματα» περιγράφει με γλαφυρότητα και μεγάλη συντομία αλλά  και χιούμορ, την πνευματική ζωή της Λεμεσού  από την Αγγλοκρατία μέχρι  τις πρώτες δεκαετίες του  20ου αιώνα, όπως την έζησε και ο ίδιος αλλά και συνέβαλε όπως είπαμε στη διαμόρφωση της:

«Διακεκριμένοι άνθρωποι του πνεύματος της παλαιάς Λεμεσιανής εποχής ήσαν οι Φραγκούδηδες. Ο Ευρυβιάδης Φραγκούδης εθεωρείτο στυλίστ της ε­ποχής εκείνης.  Ήταν ανταποκριτής της «Κλειούς» και κατόπιν της «Ημέρας» της Τεργέστης, θαυμάσιος χειριστής της παλαιάς καθαρευούσης. Είχαν επιδρά­σει επί του ύφους του οι Βυζάντιοι, ο Αλέξανδρος και ο Αναστάσιος. Είχαν τότε δι’ αυτού ακουσθή αι πρώται κραυγαί κατά της Αγγλικής διοικήσεως. Εξέδωκε και δίτομον εγχειρίδιον Ιστορίας και Χωρογραφίας της Κύπρου. Απέθανεν άγαμος εις την Αίγυπτον.
Αδελφός του Ευρυβιάδου ήταν ο άλλος θαυμάσιος τύπος της εποχής, γλωσσομαθής και λόγιος, ο Σωκράτης Φραγκούδης, βουλευτής Λεμεσού, του οποίου  ωραία ανέκδοτα εδημοσίευσα εις την «Έλλην. Δημιουργίαν» της 15ης Νοεμβρίου. Πατήρ του αξιομνήστου συγγραφέως, μαχητικού δημοσιογράφου, πολιτευόμενου και λογίου, ιδρυτού της Παντείου Σχολής, Γεωργίου Σ. Φραγκούδη.
Ιωάννης Καραγεωργιάδης

-Μεταξύ του πνευματικού κόσμου της παλαιάς Λεμεσού ήταν και ο Βασίλης Μιχαηλίδης, ο εθνικός ποιητής της Κύπρου. Έχουν πολλά γραφή δια τον εμπνευσμένον εθνικόν βάρδον.  Αξία λόγου είναι η περί αυτού μελέτη σημερινού λογίου της Λεμεσού, του κ. Παπαγγέλου, και δημοσιεύματα και μελέται του κ. Ιντιάνου και άλλων. Και πρέπει ακόμη να μελετηθή. Πολλαί του εμπνεύσεις, τας οποίας είχε πίνων κρασί εις το καφενείον του Καπαρά, είναι άξιαι μεγά­λων ποιητών. Αληθινά ποιητικά αριστουργήματα.
Μέσα στους παλαιούς Λεμεσιανούς λογίους ενθυμούμαι τον πρώτον μου δασκαλόν, τον Γεώργιον Μαληκίδην, χρηματίσαντα και αυτόν βουλευτήν Λε­μεσού. Εξεπροσώπει δια της γλώσσης τον βραδύν ρυθμόν της εποχής. Καλο-κτενισμένη καθαρεύουσα με μακροσκελείς ατέλειωτους προτάσεις. Ενάρετος άνθρωπος. Ήτο συλλογόπληκτος. Ο ιδρυτής της γηραιάς «Ισότητος», εις την οποίαν με σεβασμόν ατενίζω την εικόνα του. Και πόσα δεν ενθυμούμαι επει­σόδια των νεανικών μου χρόνων συνδεόμενα με την πολυλογίαν του και την λεπτολόγον εξονύχισιν των πάντων. Έζη τότε εις την Λεμεσόν μια ευφυής φυσιογνωμία της εποχής, την οποίαν οι νεώτεροι απελαμβάναμεν. Σπινθηρο­βόλος χιουμοριστής, ο Γεώργιος Μορίδης, πατήρ του ηθοποιού και
  Γεώργιος Μορίδης
πενθερός του επιφανούς συνθέτου Σόλωνος Μιχαηλίδου. Ό Μαληκίδης είχε καλέσει γενικήν συνέλευσιν προς «τροποποίησιν άρθρων τινών του καταστατικού χάρτου της Ισότητος». Είμεθα με τον Μενάρδον και είδαμεν τον Μορίδην μεταξύ του ακροατηρίου. «Προοιωνίζομαι τα βέλτιστα», μου λέγει ο Μενάρδος, και έτσι επήγαμεν και ημείς. «Κύριοι, λέγει μεταξύ άλλων ο Μαληκίδης, το άρθρον πρέπει να τροποποιηθή. Το άρθρον λέγει ότι ο προσφέρων λίρας πέντε είναι δωρητής, ο προσφέρων λίρας δέκα ευεργέτης και ο προσφέρων λίρας είκοσι μέγας ευεργέτης της « Ισότητος». Αλλά τότε πώς θα ωνομάζετο εκείνος που θα προσέφερε λίρας 100 ή500, ή και 1000;»
Και ο Μορίδης εγειρόμενος της θέσεως του, υπό τα περίεργα βλέμματα των παρεστώτων, φωνάζει με την βαρειάν του φωνήν: «Μέγας παράφρων, κύριε πρόεδρε». Δεν ήτο δυνατόν να προχώρηση η συνέλευσις και διελύθη.
 Ανδρέας Θεμιστοκλέους
Ήταν ευρύς ο κύκλος των λογίων της Λεμεσού της περασμένης γενεάς. Μεταξύ αυτών δύο διακεκριμένοι ιατροί. Ο Γεώργιος Διαγκούσης και ο Ιωάννης Καραγεωργιάδης. Ο πρώτος εδημοσίευσεν εκλεκτά ποιήματα εις την δημοτικήν.  Ένα, το ποίημα εις το παιδί του, που πέθανε φοιτητής στας Αθήνας, είχε εξαιρετικόν λυρισμόν και εδημοσιεύθη και ανεδημοσιεύθη. Και ως γλώσσα και ως ρυθμός και ως περιεχόμενον δεν ήτο καθόλου σύνηθες. Ο Καραγεωργιάδης εξέδωκε και ποιήματα και ειδύλλια εις υπερκαθαρεύουσαν. Ιατρός και επί έτη δήμαρχος Λεμεσού άφινε τας εργασίας του, εκλείετο εις το φαρμακείον του και έγραφε στίχους. Μόνον το γεγονός τούτο ήτο χαρακτηριστικόν της τότε πνευματικής κινήσεως. Φυσιογνωμία της παλαιάς πνευματικής Λεμεσού ήταν η Πολυξένη Λοϊζιάς. Μαθήτρια της Σαπφούς Λεοντιάδος (Λεοντιάς, εξ ού και το Λοϊζιάς) της Κων­σταντινουπόλεως: ήταν ίσως η πρώτη πνευματική γυναίκα της νεωτέρας Κύ­πρου.  Έγραψεν, εξέδωκεν, εδημοσίευσεν, απήγγειλε πολλά: Ποιήματα, θού­ρια, ειδύλλια. Μερικά ποιήματα έχουν εμπνεύσεις, όπως το προς την Μαρίαν την Συγκλητικήν.  Ένα ποίημα προς τον «Ναύαρχον Μιαούλην» το πολεμικόν σκάφος, είναι ενθουσιώδες και απηγγέλλετο τότε εδώ. Ως προς τα ειδύλλια, τα χαρακτηρίζει ένας λόγος του Μενάρδου: «Φράσιν δεν βρήκα τραγικήν εν­τός του ειδυλλίου, παρά μονάχα αυτήν εδώ: «Τιμάται σελινίου».
Πάντως η Πολυξένη Λοϊζιάς εδίδαξε καρποφόρως ως διευθύντρια του Παρθεναγωγείου δύο γενεάς Λεμεσιανών γυναικών.
Επί κεφαλής όλης της πνευματικής και πολιτικής ζωής της παλαιάς Λε­μεσού ήταν η αδρά εκείνη φυσιογνωμία του διδασκάλου του γένους Ανδρέου Θεμιστοκλέους, που εδίδαξε δύο Κυπριακάς γενεάς τα
Πολυξένη Λοϊζιάς
Ελληνικά γράμματα και την Ελληνικήν αρετήν. Την ώραν αυτήν την ιστορικήν, που η Ελλάδα αυτή εδώ του Νότου καλείται να σταθή απάνω στο βάθρον των εθνικών της δι­καίων για να πη εις τους σκληρούς ξένους και τον κόσμον ολόκληρον ότι μισεί την δουλείαν και απαιτεί να ζήση ελεύθερη, η σκέψις όλων μας ας στραφή ευγνώμων προς ένα των κυριοτέρων θεμελιωτών του βάθρου αυτού, τον Ανδρέαν Θεμιστοκλέους. Καταθέτω εις την ιεράν του μνήμην τα βαθύτατα σέβη μου.

 Έτσι έγραψα προχείρως όσα ήλθαν στον νουν μου από την περασμένην Λεμεσόν. Σκόρπια φύλλα απάνω στην περασμένη ζωή.  Αν ο θεός μου χαρίση ακόμη λίγα χρόνια, ίσως να μπορέσω ν' ασχοληθώ περισσότερον με τον πνευματικόν κόσμον της γενεθλίου μου πόλεως και να παρουσιάσω την περα­σμένην πνευματικήν και πολιτικήν της ζωήν ως ζηλευτόν παράδειγμα μιμή­σεως. Η παράδοσις που μας έσωσε χιλιάδες τώρα χρόνια ας καθοδηγή και τώρα τα βήματα μας μέσα στον δρόμον των πεπρωμένων μας, που τον φωτίζει άσβεστον το αθάνατον Ελληνικόν πνεύμα.»



    
  
  
    









 «Φράσιν δεν βρήκα τραγικήν εν­τός του ειδυλλίου, παρά μονάχα αυτήν εδώ: «Τιμάται σελινίου».


«Αναμνήσεις από την περασμένην πνευματικήν Λεμεσόν»


Μέρος πρώτο
 Ο Ν.Κλ. Λανίτης εθελοντής
στους Βαλκανικούς Πολέμους
Μέσα από τις στήλες του κυπριακού λογοτεχνικού περιοδικού «ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» που εκδιδόταν από το 1934 μέχρι το 1956, σταχυολογούμε, στο τεύχος ΙΕ  του 1950,  ένα σημαντικό για τη Λεμεσό και τους πνευματικούς της ανθρώπους, άρθρο του επιφανούς πνευματικού τέκνου της, Νικόλαου Κλ. Λανίτη(1872-1958).
Πολυσχιδής και πολυσύνθετη προσωπικότητα, μια από τις μεγαλύτερες του 20ου αιώνα σ αυτή την πόλη, έζησε τη σύγχρονη ιστορία της και συνέβαλε δραστικά στη περήφανη διαμόρφωση της.
Επιφανής δικηγόρος, δημοτικός σύμβουλος, βουλευτής, εθνικός αγωνιστής, εθελοντής στους βαλκανικούς πολέμους, αθλητοπατέρας κυριολεκτικά και μεταφορικά,( υπήρξε από τους ιδρυτές του ΓΣΟ και πρόεδρος του για πολλά χρόνια, πατέρας της μεγαλύτερης κυπρίας αθλήτριας Δομνίτσας  Λανίτου), εκ των πρωτεργατών της λαϊκής εξέγερσης των Οκτωβριανών του 1931, εκτοπίστηκε στην επαρχία και εξορίστηκε στη συνέχεια στην Ελλάδα. Συγγραφέας πολλών επιστημονικών και ιστορικών βιβλίων για την Κύπρο και τη Λεμεσό.
Στο κείμενο του στα  «Κυπριακά Γράμματα» που ακολουθεί περιγράφει με γλαφυρότητα και μεγάλη συντομία αλλά και με γλαφυρότητα -και χιούμορ ενίοτε- την πνευματική ζωή της Λεμεσού  από την Αγγλοκρατία μέχρι  τις πρώτες δεκαετίες του  20ου αιώνα, όπως την έζησε και ο ίδιος αλλά και συνέβαλε όπως είπαμε στη διαμόρφωση της:
«Ζητούν την συμβολήν μου τα «Κυπριακά Γράμματα» και ο τόσο καλός και ευγενικός διευθυντής των δια να  με διευκολύνη μου υποδεικνύει και το θέμα: «Αναμνήσεις»! Αλλοίμονον! Είναι μια υπόμνησις του γήρατος και εγώ θέλω να πιστεύω πως ζω ακόμη την περασμένην ζωήν και πως έχω να προσθέσω ακόμη κάποιες σελίδες σ' αυτήν. Και όμως είναι τόσον θελκτικόν εις αυτήν την ηλικίαν να στρέψη κανείς τον νουν του προς τα περασμένα, τα μάκρυνα περασμένα, που αφήνω ευχάριστα την σκέψιν μου να στραφή εξήντα και πλέον χρόνια πίσω.
Τον Ιούλιον του 1887 επήγαινα για πρώτη φορά, παιδί 14 χρόνων, στας Αθήνας, δια να καταταχθώ στο Γυμνάσιον, το Βαρβάκειον. Δυο στενοί συγγε­νείς μου και αχώριστοι παιδικοί φίλοι άνοιξαν τα πρώτα βήματα της ζωής μου, ο Γιώργος Φραγκούδης και ο Σίμος Μενάρδος. Ο πρώτος, δυνατός πεζοπό­ρος, φίλος του υπαίθρου και της γυμναστικής, ο δεύτερος συνεχιστής των Ελ­ληνικών παραδόσεων εις τον δρόμον του πνεύματος και
της επιστήμης. Εμείναμεν αχώριστοι εις όλην μας την ζωήν.  Όταν ο Σίμος, αριστούχος δύο επιστημών, της φιλολογίας και της νομικής, ήλθε στην Λεμεσόν, ανοίξαμε μαζί συνεταιρικόν «Δικηγορικόν Γραφείον Λανίτη και Μενάρδου». Εμοιράσαμεν την εργασίαν. Ό Σίμος επήρεν «εκ προθέσεως» τα λεγόμενα «πολιτικά», δηλ. χωραφοδουλειές, όπως έλεγαν οι πρακτικοί δικηγόροι της εποχής. Και διεξήγοντο συχνά οι έξης διάλογοι μεταξύ πελάτου και δικηγόρου, ειδικού, βλέπετε, δια τές χωραφοδουλειές:
—«Το χωράφι μου είναι στην τοποθεσίαν Βούππα».
—«Πώς το είπες; Βούππα; Μια στιγμή».
Ό Μενάρδος έπαιρνε το δευτεράκι του, εσημείωνε και άφηρείτο αναζη­τών την ετυμολογίαν. Αλλ' ο πελάτης εβιάζετο.
—«Βούππα, αφεντικό, που πάνω που την Άλασαν». —«΄Αλασα. Μια στιγμή.  Άλασα, Αλασία». —« Όχι αφεντικό.  Αλασία,  Άλασα».
Ό Μενάρδος εσηκώνετο, επερπατουσε εις το ευρύχωρον γραφείον, πα­ραπλεύρως της αστυνομίας, και ο χωρικός διέκοπτε τον ειρμόν των σκέψεων του.
—«΄Ιντα δκιαλοΐζεσαι, αφεντικό, η δουλειά εν κερδισμένη» !
Μετά 2—3 χρόνια ο συνεταιρισμός διελύθη. Ο Μενάρδος, βαδίζων δια της Βούππας και της  ΄Αλασας, ανήλθεν εις τας υψηλοτέρας πνευματικάς θέσεις των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και των Αθηνών. Εγράφαμε μαζύ εις την «'Αλήθειαν» του
Δημήτριος Νικολαΐδης-Λανίτης
Αριστοτέλους Παλαιολόγου, και κατόπιν του Μενελάου Φραγκούδη, ιδίως το «Δελτίον» υπό το όνομα «Δελτιογράφος». Είμεθα κατά τον Μποερικόν Πόλεμον υπέρ των Μποέρων.  Ένα δελτίον του δια τον «Τραπεζορήτορα της Βιρμιγχάμης», τον Ιωσήφ Τσάμπερλαιν, έμεινε ιστορικόν.
Είχαμε ευρύν φιλολογικόν κύκλον τότε εις την Λεμεσόν, η οποία είχεν παλαιοτέρας παραδόσεις. ΄Ητο τότε η Λεμεσός και το πολιτικόν και το πνευ­ματικόν κέντρον της νήσου. Ενθυμούμαι με συγκίνησιν τους λογίους των παι­δικών μου χρόνων. Ενθυμούμαι την εντύπωσιν από τας πρώτας ομιλίας της εποχής εκείνης. Εξαιρετικός ομιλητής ήταν ο Δημήτριος Νικολαΐδης Λανίτης, μαθητής του Κωνσταντίνου Ασωπίου. Μετά τον θάνατον εξεδόθησαν οι λό­γοι του. Πύρινοι λόγοι εις αμιγή καθαρεύουσαν.  Ήταν ο πρώτος διευθυντής της  Ανωτέρας Ελληνικής Σχολής Λεμεσού. Οι λόγοι του ήσαν αι κραυγαί του Σόλωνος προς του 'Αθηναίους, του Τυρταίου ήσαν οι στίχοι, του Φερραίου τα θούρια. Ο Δημήτριος, ο δάσκαλος βουλευτής Λεμεσού, έπεσεν επί των επάλξεων. Μεταβαίνων εις Λευκωσίαν διά το Νομοθετικόν ησθένησε καθ' οδόν και απέθανεν εν Λάρνακι.  Ήμην τότε μαθητής του Βαρβακείου εις τας Αθήνας.  Όταν μετά την μακράν απουσίαν μου επανήλθον εις Κύπρον ανεδίφησα παλαιά χαρτιά. Ευρήκα ένα γράμμα μου προς τους γονείς μου. ΄Ηρχιζεν έτσι: «Τεθλιμμένοι γονείς μου. Εκομισάμην την υμετέραν επιστολήν δι' ής μοι ανεκοινούτο, ότι το δρέπανον του θανάτου αφήρπασε τον θείον μου...»
 
 «Ονούφριος Ιασωνίδης,
 λόγιος απεριορίστου
 εκκεντρικότητος»
Ήτο η δευτέρα θλίψις που μου επροξένησε, μετά 69 χρόνια, ο θάνατος του θείου μου, η γλώσσα αυτής της επιστολής.
Περιέργους τύπους λογίων και μορφωμένων ανθρώπων είχε τότε η Λε­μεσός. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Ονούφριος Ιασωνίδης, λόγιος απεριορίστου εκκεντρικότητος. Είχε σπουδάσει εις την Οξφόρδην και προσεπάθει ν' αποδώση τα σονέτα του Σαίξπηρ εις αμιγή καθαρεύουσαν. Όταν μια φορά εδιάβασε τας μεταφράσεις του, εις τον Παρνασσόν, ο μακαρίτης ο Νίκος Λάσκα­ρης, εις των ευφυέστερων Ελλήνων της εποχής, μ' επλησίασε με σοβαρότητα και μου είπε: «Δεν μου λες, Λανίτη, τί του έκαμεν ο κακομοίρης ο Σαίξπηρ του Ιασωνίδη;»  Έκαμεν  ένα είδος πύργου στην Λεμεσόν και έμεινε μόνος μέχρι του θανάτου του. Κατεγίνετο και εις την ζωγραφικήν. Ο Εσταυρωμένος της Αγίας Νάπας είναι έργον του.  Όταν ετελείωσεν εκάλεσε τον ανεψιόν του Κλέωνα Περιστιάνην, και εζήτησε την γνώμην του. Και ο Κλέων με σοβαρό­τητα μεγάλου κριτικού του απήντησεν, ατενίζων το έργον: «θείε μου δεν του έφθαναν τόσα παθήματα του Χρίστου, ήταν ανάγκη να του πρόσθεσης και άλλο;». Είχεν επιτύχει μια φορά ως βουλευτής με αντίπαλον τον μακαρίτην Γεώργιον Παυλίδην, τον οποίον υπεστήριζα με πολλούς Λεμεσιανούς. Τον Ιασωνίδην υπεστήριζαν οι αγρόται εξ ευγνωμοσύνης προς την πάλαιαν οικογένειαν, η οποία ηγόραζε τες κουμανδαρίες της Πιτσιλιάς. Ο Ιασωνίδης εξέδωκε νικητήριον προκήρυξιν «Το πνεύμα, κύριοι, ενίκησε την ύλην». Εγώ είχα τότε παρατηρήσει, ότι ήτο τυπογραφικόν λάθος: «Το οινόπνευμα ενίκησε». Διεκόψαμεν τας σχέσεις μέχρι του θανάτου, του. Δεν ξεύρω τί απέγιναν τα χειρόγραφα του. Είχε συλλογάς ποιημάτων ερωτικών, πολιτικών και μετα­φράσεις. Μερικά είχαν δημοσιευθή εις την «Σάλπιγγα» του Χουρμουζίου.
 Στο επόμενο το δεύτερο και τελευταίο μέρος

  


  



Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Μια διάρρηξη στη Λεμεσό του ΄30 αντικείμενο περιέργειας

Το θύμα της διάρρηξης δήμαρχος
Χρ. Χατζηπαύλου
Σε εποχές οικονομικής κρίσης που συνοδεύονται κατά κανόνα και από κοινωνική και κάθε άλλου είδους κρίση, το έγκλημα συνήθως ανθεί και αυξάνεται.
Τις μέρες αυτές είχαμε στη Λεμεσό ληστεία «χολιγουντιανού τύπου», βόμβα, εμπρησμό, διαρρήξεις και άλλα.
Στις δεκαετίες του ΄20  και του ΄30 η Κύπρος και η Λεμεσός ζούσε και πάλιν δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες με φτώχεια ανεργία και πείνα με αποκορύφωμα την εθνική άλλα και κοινωνική ταυτόχρονα εξέγερση τον Οκτώβρη του 1931 με τα γεγονότα γνωστά στην ιστορία μας ως «τα οκτωβριανά».
 Παρ΄ όλα αυτά όμως το έγκλημα λιγοστό από ό,τι φαίνεται και συμπεραίνεται, αφού είναι χαρακτηριστικό και το δημοσίευμα της εφημερίδας «Αλήθεια» της Λεμεσού ημερομηνίας 18 Δεκεμβρίου 1931για μια απλή διάρρηξη με θύμα τον τότε δήμαρχο Λεμεσού Χρ. Χατζηπαύλου σε στυλ μάλιστα «ριφιφί» ( τρύπημα της στέγης και κάθοδος με σχοινί), που αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης στην πόλη και αξιοπερίεργο θέαμα που έκανε τους του λεμεσιανούς να τρέξουν να το δουν από κοντά.
 Αστυνομικοί της Λεμεσού
με τα αυστραλέζικα καπέλα
που αντικατέστησαν
το τούρκικο φέσι στις αρχές του ‘30
Κάτω λοιπόν από τον τίτλο «ΕΠΙΤΗΔΕΙΟΣ ΚΛΕΠΤΗΣ» και υπότιτλο «ΑΝΕΠΙΤΗΔΕΙΟΣ ΝΑ KPYΠTH ΚΛΟΠΗ ΕΙΣ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ», διαβάζουμε :
«Έχομεν καιρόν να ακούσωμεν κλοπήν εκτάκτου επιτηδειότητος εις το κεντρον της πόλεώς μας. Και μάλι­στα εις εποχήν που ουδείς ουχί μόνον μπορεί vu ξεμυτήση από την οικίαν του μετά τας 8 μ. μ. ένεκεν της κυ­βερνητικής διαταγής, αλλά και ένεκεν του Κέρφιου δεν μπορεί να έχη φώτα να φαίνωνται από τα παράθυρα του και τας θύρας του. Και εντούτοις την παρελθούσαν Τρίτην ενώ ο κ. Χριστ. Χατζηπαύλου, δήμαρχος μας, ανοίξας το εισόγειον γραφείον του εισηλθεν, ευρέθη πρό ενός ασυ­νήθους φωτισμού εντός αυτού προ­ερχομένου εκ της οροφής εκ της οποίας ένα σχοινίον με κόμβους εκρεμάτο προς τα κάτω και προ μιας ακαταστασίας των εν αυτώ αντικείμε­νων, την οποίαν κυρίως επρόδιδε το ανοικτόν συρτάριον του γραφείου του. Επρόκειτο πλέον περί καθαράς κλο­πής. Ο κλέπτης ανελθών εκ της όπι­σθεν ερήμου αυλής επί της οροφής με σχετικά εργαλεία, απέσπασε τα κεραμίδια, ήνοιξεν μιαν οπήν και κα­τήλθε δια σχοινίου εντός του γρα­φείου. Φαίνεται ότι απεπειράθη να ανοίξη το χρηματοκιβώτιον αλλά δεν το κατόρθωσε και τότε εστράφη προς το συρτάρι το οποίον εύκολα ήνοιξεν. ως καλός νοικοκύρης παρέλαβεν εξ αυτού ό,τι πολύτιμον και μη και ανενόχλητος απήλθεν.
 Όταν πλησίαζε 5 ο κόσμος
έτρεχε να κλειστεί στο σπίτι του
Ό κ. Χατζηπαύλου εξετάσας το συρτάρι εύρεν ότι είχον κλαπή λ.12 χάρτιναι, 500 δραχμαί εις χαρτί και άργυρον, έναν ωρολόγιον χρυσούν και άλλα μη πολύτιμα αντικείμενα. Ο διαρρήκτης έκλεψεν και ένα ζεύγος διόπτρων.
Η αστυνομία αμέσως ειδοποιήθη, τα λαγωνικά της ετέθησαν εις ενέργειαν και προ πάντων ο φοβερός δεκανεύς Τζυπρής αρ. 4710 με συμβοηθόν τον ζαπτιέν Τζεμάλ αρ.4046.
Ο πρώτος δεν εδίστασε να εννοήση ποίος ήτο ο δράστης. Έτρεξεν εις την οικίαν όπου έμενε και τον εζήτησεν. Τον πληροφόρησαν ότι ανεχώρησεν εις Λάρνακα. Εντός αυτο­κινήτου έτρεξαν προς συνάντησίν του. Τον συνάντησαν παρά την Τόχνην. Τον συνέλαβον, του είπον τί τρέχει και ο Κώστας Δημήτρη, καταγόμενος εξ Αγ. Ιωάννου, Πιτσιλλιάς αλλά από πολλού εργαζόμενος ως εργάτης εις Λεμεσόν, υποκείμενον γνωστόν δια την διαγωγήν του,   δεν είχεν καμμίαν συγκίνησιν, κανένα φόβον, αμέσως ωμολόγησεν. Τα κλαπέντα έφερεν μεθ’ εαυτού και τα παρέλαβον οι αστυνομικοί. «Το έκαμα πράγματι», είπε «εις τας 8 1/2 εισήλθον εις το γραφείον και εις τας 9 παρά τέταρτον είχα τελειώσει την δουλειάν μου. Εγνώριζα ότι είχεν εις το συρτάρι χρήματα διότι κατά την ημέραν της Δευτέρας εισήλθον και εζήτησα από τον κ. Χατζηπαύλον εργασίαν. Μου είπεν ότι δεν έχει αλλά ταυτοχρόνως τον είδον να βάζη χρήματα εντός του συρταρίου.»
Η κλοπή έκαμε μεγάλην αίσθησιν εις την πόλιν μας, ο κόσμος δε προσήρχετο επι τόπου δια να λύση την περιέργειαν του
Φαίνεται λοιπόν ότι σε διαφορετικές εποχές, διαφορετικά και τα ήθη ακόμα και η ηθική του εγκλήματος. Ίσως σ αυτό να συνέβαλλε και η σκληρή αγγλική διακυβέρνηση με τα αυστηρά αστυνομικά μέτρα που δεν άφηναν και πολλά περιθώρια για εγκλήματα.

Σημείωση: Τα σκίτσα όλα ανήκουν στον Γεώργιο Φασουλιώτη και είναι από τη σατιρική εφημερίδα «Το Γέλιο» που εξέδιδε την δεκαετία του ’30.

 «Και μάλι­στα εις εποχήν που ουδείς
ουχί μόνον μπορεί να ξεμυτίση
από την οικίαν του μετά τας 8 μ. μ.
ένεκεν της κυ­βερνητικής διαταγής»




Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Ο ζωολογικός κήπος της Λεμεσού και η ιστορία του


 
  Ο Κώστας Παρτασίδης με το δημοτικό του συμβούλιο
Γιορτάστηκαν αυτές τις μέρες τα δεύτερα γενέθλια του ανακαινισμένου ζωολογικού κήπου της Λεμεσού.
Να δούμε λοιπόν ιστορικά την απαρχή αυτού του κήπου σε μεγάλη συντομία όπως μας την περιγράφει ο δημοσιογράφος και μετέπειτα πρέσβης  μ. Κώστας Παπαδήμας  σε ένα ρεπορτάζ  του λίγο καιρό μετά που λειτούργησε, στο δεκαπενθήμερο περιοδικό «Τάιμς οφ Σάιπρους» ημερομηνίας 31 Ιουλίου 1957.
Να πούμε μόνο ότι ο ζωολογικός κήπος, μαζί  τότε και με την αναβάθμιση και όλου του δημοτικού κήπου, (ο οποίος δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα επί δημαρχίας Σώζου),  με  παιδικά παιγνίδια, λιμνούλες, σιντριβάνια και άλλα, έγινε επί της δεύτερης δημαρχίας του Κώστα Παρτασίδη (1953-1962).
Ο πρώτος υπεύθυνος
του ζωολογικού κήπου Ανδρέας Μαυρογένης
 με το πρώτο ζώο που αποκτήθηκε,
Λέει λοιπόν ο Παπαδήμας:
«Όταν ένας Λεμεσιανός αποφασίσει να σας μιλήσει για τα «αξιοθέατα» της πόλης του πρέπει νάχετε υπ' όψιν σας. πως οπωσδήπο­τε θ' ακούσετε και για τον Δημοτικό ή Δημόσιο — όπως τον λένε - κήπο της Λεμεσού. Δεν έχει άδικο σε τούτο γιατί η αλήθεια είναι πως απ' όλες τις πόλεις της Κύπρου η Λεμεσός έχει τον καλύτερο Δημοτικό κήπο. Βέβαια είναι και οι παιδικοί κήποι και τ' άλλα πάρκα της Λευκω­σίας - κι' αυτό για να μη θυμώσει ο κ. Δέρβης- ο δικός μας όμως κήπος  έχει την ιστορία του. Είναι μέρος από τη ζωή των τελευταίων πέντε γενεών της Λεμεσού. Από τις αρχές του εικο­στού αιώνα που ο κήπος μας θεμελιώθηκε (ή καλύτερα φυτεύτηκε αφού πρόκειται περί κή­που) από τον τότε προοδευτικό δήμαρχο και κα­τόπιν εθνικό ήρωα Χρ. Σώζο, πέρασε στη νεώ­τερη ιστορία τής Λεμεσού σαν ένα από τα καλύ­τερα έργα της.
Δεν μπορεί παρά ο κάθε Λεμεσιανός να έχει κάποια ανάμνηση από τον Δημοτικό κήπο είτε σαν μαθητής που τον έπαιρναν οι δάσκαλοι του περίπατο είτε όταν ύστερα πάλι θάδινε το πρώτο ραντεβουδάκι  στο   κορίτσι  της καρδίας του.
Κι' ύστερα, το φθινόπωρο της ζωής του, που θα είναι πια συν­ταξιούχος της ζωής, στον Κή­πο θα περάσει το ήσυχο και δροσερό του πρωινό κοντά στην πανέμορφη τεχνητή   λιμνούλα με τα πολύχρωμα σιντριβάνια. Έζησε και αυτός (ο κήπος) την ρομαντική του εποχή του παλιού καλού καιρού. Τα αιω­νόβια δένδρα του είδαν τις κόρες της παλιάς λεμεσιανής αριστοκρατίας, με τα μακριά ως τους αστράγαλους φορέματα τους και τα ομπρελίνα τους, να κάνουν τον περίπατο τους κάτω από την σκιά τους και να ικανοποιούνται  όταν θα μπορούσαν να δουν τον καλό τους έστω κι από... μισό μίλι μακριά.
Αργότερα στον τελευταίο πόλεμο τα δένδρα πάλι αυτά είδαν με κάποια αμηχανία να στρατοπεδεύουν κοντά στη ρίζα τους Ινδοί και  Άγγλοι στρατιώτες. Σήμερα ακούνε από κάποιο υπαίθριο σινεμά τη «βάρβαρη··· μουσική» του  Έλβις Πρέσλη.
Θυμάμαι που ύστερα από τον πόλεμο ο τότε Δήμαρχος εγκατέστησε στην πλατεία του καφενείου του Κήπου μια ορχήστρα και βάλτηκε να οργανώνει χορούς και εσπερίδες κάθε σαββατοκυρίακο, για την ψυχαγωγία του λαού. Αυτό κάποιος φίλος μου τότε το είχε χαραχτηρίσει σαν την «μεταπολεμική ρομαντική εποχή του λεμεσιανού προλεταριάτου».
Τώρα! Τώρα ο κήπος πήρε την μορφή που του ταιριάζει. Έγινε ένα εκσυγχρονισμένο πάρκο
που δεν έχει να ζηλέψη και πολλά πράγματα από τα πάρκα των γειτονικών χωρών.
Οι ξεχωριστοί παιδικοί κήποι με τα σύγχρονα παιγνίδια για παιδιά όλων των ηλικιών έγινε ο παράδεισος του παιδόκοσμου της Λεμεσού.
 Είναι χαρά θεού να βρεθής σ αυτό το μέρος μια Κυριακή με τις  χαρούμενες φωνές αυτών των πιτσιρίκων πού απολαμβάνουν ξέ­γνοιαστα τα παιγνίδια τους κι' αφήνουν και τις μάνες και τις νταντάδες τους να... ξενοιάσουν κι' αυτές λίγο.
Τώρα όμως θα σας μι­λήσω για το πιο μεγάλο καμάρι του Κήπου μας. Τον ζωολογικό κήπο! Ναι. μάλιστα! Μην εκπλήττεσθε!  Έχουμε ζωολογκό κήπο! Εγώ λέω πως μια μέρα ό ζωο­λογικός μας κήπος, θα προσελκύει εκατοντάδες τουρίστες  απ' όλα τα μέρη της Κύπρου.
θέλετε τώρα να μάθετε πώς άρχισε ο ζωολο­γικός μας κήπος;
Πριν μερικά χρόνια μια καλή κυρία τής Λεμεσού, πήρε δώρο ένα πιθηκάκι. Όταν μετά λίγο καιρό είχε γίνει ενοχλητικό στο σπίτι, η καλή κυρία σκέφτηκε να δωρίσει το πιθηκάκι στον Δήμαρχο. Αυτός πάλι με τη σειρά του, τού έκανε ένα κλουβί και το έβαλε μέσα στον κήπο για να το βλέπει κι' ο άλλος κόσμος. Ένα χε­λιδόνι όμως δεν φέρνει την  Άνοιξη, κι΄ ο Δή­μαρχος βάλτηκε να φτιάξη ένα πρώτης τάξης ζωολογικό κήπο. Γκαζέλια, πίθηκοι, και άλλα τροπικά ζώα και πουλιά αγοράστηκαν από την Αίγυπτο. Ύστερα από μακρόχρονη αλληλογρα­φία με τον συντηρητή των δασών απόκτησε ο κήπος μας και το πρώτο ζευγάρι από τα σπά­νια και περίφημα αγρινά της Κύπρου. Κά­ποιος δώρισε δυό παγώνια και ένας χωρικός μιά αλεπού. Γλάροι και φίδια, πάπιες και πα­παγάλοι και άλλα πολλά παράξενα ζώα και πουλιά, κάνουν την οικογένεια τού ζωολογικού μας κήπου.

Τεχνητά σπιτάκια, περιφραγμένοι χώροι σε φυσικό περιβάλλον και τεχνητές λιμνούλες, όλα μαζί κάνουν το βασίλειο του ζωολογικού μας κήπου που η φύλαξη του ανατέθηκε στον άξιο και αφοσιωμένο στη δουλειά του κ. Ανδρέα Μαυρογένη. Τον θαύμασα και τον ζήλεψα μια φορά όταν είδα πόσο εξοικειωμένα και αγαπη­μένα είναι τα ζώα μαζί του.
Όταν καμιά φορά, ξένε, θέλησεις να επισκεφθής τον κήπο μας, να θυμάσαι πως πρέπει να μπής μέσα από την κύρια είσοδο πούναι απέναν­τι από το μουράγιο της πόλης μας. 'Έτσι το πρώτο πράγμα που θα δεις θα είναι η λευκή προ­τομή του Χριστοδούλου Σώζου. Όταν την αντικρίσεις θάχη πολλά να σου πή για την ιστορία της Λεμεσού, και τον... κήπο της.»



 Φωτογραφίες  του 1957 από το ρεπορτάζ το Τάιμς οφ Σάιπρους.



Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Η Ρόζα και ο δυστυχής λανίτης

  Το «Βικώρια» (γνωστό και ως «Το μπαρ του Σκυριανίδη»)
και το «Ακταίον» 
Στα δυο προηγούμενα δημοσιεύματα μας ασχοληθήκαμε  με μεγάλη συντομία σε κάποιες πτυχές της πορνείας στη Λεμεσό σε άλλες εποχές.
Στο απόσπασμα  από τις παλαιές αναμνήσεις του Ευστάθιο Παρασκευά  με τίτλο «Αγγλική κατοχή και μπυραρίες», αναφερόταν ως υπότιτλος «Η Ρόζα και ο δυστυχής λανιτης», που όμως λόγω χώρου παραλείψαμε τα περί  του δυστυχούς λανίτη.
Αναγνώστες  μας ζήτησαν να μάθουν τι συνέβηκε με αυτόν τον «δυστυχη».
 Δημοσιεύουμε λοιπόν ολόκληρο το κεφάλαιο, αφού προτάξουμε και ένα σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο της Αγνής Μιχαηλίδου «Λεμεσός η παλιά πολιτεία» ως εισαγωγή στο θεμα.
Γράφει η Μιχαηλίδου:
 … «Μετά την αλλαγή κατακτητή στα 1878 άρχισε κι ο κόσμος, δειλά στην αρχή, να αλλάζει συνήθειες και να επιζητεί διαφορετικές ψυχαγωγίες. Στα υπάρχοντα καφενεία προστέθηκαν κι άλλα, για να εξυπηρετήσουν τις απαιτήσεις της εποχής και του αγγλικού στρατού. Στους ντόπιους επιχειρηματίες προστέθηκαν και μερικοί ξένοι, όπως η Ρόζα και ο σύζυγος της, που άνοιξαν μια μπυραρία, πράγμα άγνωστο ως τότε, όπου σύχναζαν, έκτος από τους στρατιώτες, και πολλοί νέοι της πόλεως. Η Ρόζα, όμορφη και πανέξυπνη, με τα φυσικά θέλγητρα και τις ελευθεριότητες της κατέκτησε την άπειρη νεολαία. Μια άλλη μπυραρία κατά τον ίδιο καιρό ήταν του Μαλτέζου Φελίτσε και της γυναίκας του
Ο Ηρακλής Σκυριανίδης,
ιδιοκτήτης του «Βικτώρια»
και πρώτος θεατρώνης της Κύπρου
Αμαλίας.  Άλλα καφενεία ήταν η «Κρή
νη», όπου επαιάνιζε ο «Μουσικός Θίασος Γερμανίδων», το καφενείο «Βικτώρια», γνωστό σαν «Μπαρ Σκυριανίδη», στην προκυμαία, όπου επίσης συχνά επαιάνιζε μουσική, το «Άκταίον», όπου ωραίες ξένες χορεύτριες χόρευαν εντυπωσιακούς χορούς και έκαναν ακροβατικά νούμερα. Η φήμη των νεαρών καλλιτέχνιδων έφθασε και στη Λάρνα­κα, από όπου γοητευμένοι από τις διηγήσεις πολλοί νέοι πήγαιναν ποδηλατώντας στη Λεμεσό, για να απολαύσουν το σπάνιο και ωραίο θέαμα.»
Λέει λοιπόν ο Παλαίμαχος («Ευστάθιου Παρασκευά –Παλαιμάχου, Παλαιαί αναμνήσεις. Η Λεμεσός κατά τον 19ον αιώνα».) 
«Η ΡΟΖΑ ΚΑΙ Ο ΔΥΣΤΥΧΗΣ ΛΑΝΙΤΗΣ.
Προ ολίγου χρόνου εδημοσιεύθη εις τον «Ν. Κυπρ. Φύλακα» της πρωτευούσης περιγραφή της Λευκωσίας την εποχήν της κατοχής της Αγγλίας εις την οποίαν μεταξύ άλλων έγραφε δια τες Μπυραρίες και γυναίκες μέσα σ' αυτές, έκαμε δε ειδικήν μνείαν για μιαν Ρόζαν και τα σαγηνευτικά κατορθώματα της. Η περιγραφή αυτή μου φέρει εις την μνήμην τον ρόλον που έπαιξεν η Ρόζα αυτή εις την Λεμεσόν κατά την εποχήν εκείνην, διότι μετά την Λευκωσίαν επεσκέφθη και την πόλιν μας και άνοιξε μπυραρίαν.
Την ενθυμούμαι. Ήτο ώμορφη, έξυπνη και είξευρε καλά την δουλειάν της να παρασύρη τους νέους εις το κέντρον της για να ξοδεύουν αλύπητα. Ενθυμούμαι ότι κατάφε­ρε μερικούς μεσήλικας και νέους  Έλληνας και Τούρκους να πηγαίνουν κάθε νύκτα στην Μπυραρίαν της και εξοδεύουν 2 και 3 λίρας την ημέραν.  Όταν εμυρίζετο κανένα πως είχε χρήματα τον ετραβούσε σαν σειρήνα μέχρις ότου τον έκαμνεν απένταρον οπότε τον έδιωχνε.
Θα διηγηθώ μιαν τοιαύτην περίπτωσιν.
Τότε κάποιος νέος Ανάστασης από την Λάνιαν επούλησε την πατρικήν κληρονομίαν του κινητά και ακίνητα και εισέπραξεν εις μετρητά και γραμμάτια 1300 λίρες, ως έλεγαν. Κατέβη εις την Λεμεσόν και ως νέος απεφάσισε να υπάγη να διασκέδαση εις κάποιαν μπυραρίαν. Κατά σύμπτωσιν εμπήκε στην μπυραρίαν της Ρόζας. Η γυναίκα αυτή φαίνεται τον εμυρίσθηκε ότι είχε χρήματα και τον κατάφερε να εξοδεύση περί τας 5 λίρας. Θα ήτο βέβαια ευτυχής εάν εκαταλάμβανε ότι είχε κακήν πείραν από την πρώτην επίσκεψίν του εις της Ρόζας και δεν ξαναπατούσε. Αλλά δυστυχώς όχι μόνον δεν επήγε πάλιν αλλά έφυγεν απ' εκεί από την πρώτην φοράν άσχημα ερωτευμένος με την Κίρκην αυτήν. Και δεν έλειπε από το πλευρό της. Κάθε νύκτα ξώδευε αλογάριαστα εις το μαγαζί της και δια να της κάμνει φορέματα συχνά. Έλεγαν ότι κάθε εβδομά­δα της έκαμνε και ένα φουστάνι και έδωκε διαταγήν εις τον Σοφοκλήν τον Καπάρα που είχε εστιατόριον εκεί κοντά να δίδει φαγητά πρωΐ, μεσημέρι  και βράδυ γι' αυτήν και για το προσωπικόν της Μπυραρίας.
Η τοιαύτη τρέλλα του νέου αυτού εκίνησε τον οίκτον πολλών συμπολιτών μας. Βλέπετε ήτο άλλη εποχή άλλα ήθη. Οι άνθρωποι την εποχήν εκείνην είχαν καλλίτερα αισθήματα από τους σημερινούς. Ήσαν πρόθυμοι και εύκολοι να τρέξουν για κανένα καλό δημόσιο ή ιδιωτικό. Δια τούτο μερικοί άρχισαν να λυπούνται τον Άναστάσην και ήθελαν να τον εμποδίσουν από το κατρακύλισμα που τον έσερνε το πάθος του προς την κοινήν αυτήν γυναίκα. Μερικοί από τους προύχοντες τον επλησίασαν τον εσυμβούλευσαν, του υπέδειξαν ποία θα είνε τα αποτελέσματα της τρέλλας του αυτής. Αυτός άκουε, παρεδέχετο και έδιδε υπόσχεσιν ότι δεν θα ξαναπήγαινε πλέον. Πράγματι ο νέος έκαμνε προσπάθειες να μείνει μακράν, αλλά η Ρόζα και ο Βήτας, ο σύζυγος της, ως έλεγε  ότι ήτο, έτρεχαν να τον αναζητήσουν. Όταν ή Ρόζα τον συναντούσε μαζί με τα παράπονα της έχυνεν άφθονα - κροκοδείλια ήθελε να πω - δάκρυα και έτσι ο ανόητος εραστής λησμονώντας την υπόσχεσιν του ανανέωνε τας σχέσεις και την ελα­φρότητα του βαλαντίου του.
Ενθυμούμαι μιαν ημέραν ο μακαρίτης Γιάγκος Άραούζος μ' έφώναξεν εις το γραφείον του και με ερώτησεν εάν γνωρίζω τον νέον αυτόν. Μόλις του απήντησα ότι τον είδα άλλα δεν έχω τας σχέσεις του, ο Ανάστασης επέρνα απ’ έξω. Του τον έδειξα και αμέσως του φωνάζει και έρχεται μέσα στο γραφείο. Εκεί ο καλός άνθρωπος άρχισε να τον συμβουλεύη. Του παράστηνε που θα καταντήση εάν εξακολουθεί αυτήν την άσωτην ζωήν. Ο νέος έδωκεν υπόσχεσιν ότι δεν θα ξαναπήγαινε, άλλα γρήγορα την ξέχασε διότι το ίδιο βράδυ πάλιν επήγε στο μαγαζί της Ρόζας και αυτήν την φοράν περισσότερον ερωτευμένος μαζί της.  Όταν ετσακώνουνταν έφευγε αυτός και επήγαινεν εις την μπυραρίαν της Αμαλίας και ξώδευεν αλύπητα δια να κάμη την Ρόζαν να σκάση.
… «ωραίες ξένες χορεύτριες  
χόρευαν εντυπωσιακούς χορούς 
και έκαναν ακροβατικά νούμερα».
 Έτσι σε λίγον καιρόν ο Δον Ζουάν αυτός κατέφαγεν όλα τα μετρητά και άρχισε να πουλή τα γραμμάτια που του είχαν δώσει οι αγοραστές των κτημάτων του. Όταν έγεινε γνωστό με πλησιάζει μιαν ημέραν ο μακαρίτης Γεώργιος Αποστολίδης και με παρακαλεί να δω τον Ανάσταση και να του προτείνω να του πουλήσει ένα γραμμάτιο αντί 30 λίρες. Ήτο οφειλέτης κάποιος Κολοσιάτης ο όποιος άμα έμαθε τες ασωτίες του δανειστού του ήθελε να επωφεληθή και να πλήρωση λιγώτερα. Επήγα και του επρότεινα 30 λίρες αλλά εκείνος δεν ήθελε να κατέβη κάτω από τές 50 λίρες, εχάριζε μόνον τους τόκους.  Έτσι αιματαιώθηκεν η αγορά αλλά το γραμμάτιον την άλλην ημέ­ραν επουλήθη δια 20 λίρας εις ένα Τούρκον ο οποίος είχε δήθεν το ρολόι της Ρόζας ενέχυρον.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ζωής το φαντάζεσθε, έμεινεν όχι μόνον απένταρος αλλά και εις τους δρόμους, κατάντησε της «εσχάτης υποστάθμης». Έπεινούσε κυριολεκτικώς και έκαμνεν ατιμίες δια να ζήση.  Όταν η Κυβέρνησις έγραφεν ανθρώπους δια να συνοδεύουν τα μουλάρια που τα έστελλαν στην Αλεξάνδρειαν, ο μακαρίτης ο Παπά Ηλίας εφρόντισε και έγραψαν και αυτόν, επήγεν στην Αλεξάνδρειαν και έκτο­τε δεν εστράφη στην Κύπρο.»


Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Η πορνεία σε άλλους καιρούς



Μέρος πρώτο

Σε καιρούς κρίσης, κάθε είδους, κοινωνικής, οικονομικής ηθικής, πολιτισμικής και άλλης, παρατηρείται ταυτόχρονα και έξαρση της πορνείας.
 Με αφορμή πρόσφατα συμβαίνοντα στον τόπο μας και φαινόμενα που παρατηρούνται στη χαλάρωση των ηθών και της κάθε λογίς πορνείας, θα πάμε πολλά χρόνια πίσω για να δούμε κάποιες πτυχές του θέματος στη Λεμεσό από την αγγλοκρατία και μετά μέσα από κάποιους ιστορικούς αλλά και δημοσιεύματα του τύπου της πόλης. Το θέμα είναι βέβαια μεγάλο και σχεδόν ανεξάντλητο αλλά λόγω χώρου θα περιοριστούμε σε μερικά από αυτά.
Ο λεμεσιανός Γεώργιος Φραγκούδης λέει ανάμεσα σε άλλα για τη Λεμεσό, στο βιβλίο του «Κύπρις» το 1890: «Ηθική μεγίστη επικρατεί εν τη πόλει από της εποχής όμως της Αγγλίας συμβαίνει ενταύθα, ως και εν ταις άλλαις δύο πόλεσι της Κύπρου, το εξής άτοπον, το οποίον δέον ταχέως να διορθωθή. Επί τη αγγελία της εις Κύπρον ελεύσεως των  Άγγλων προσέδραμον απανταχόθεν πασών των εθνικοτήτων διεφθαρμέναι γυναίκες, αίτινες ηνέωξαν εν ταις κεντρικωτέραις οδοίς διάφορα καταστήματα, ένθα πρόδηλος η διαφθορά και ζημία εις πόλεις τόσω μικράς και πτωχάς. Οι  Άγγλοι χάριν του στρατού υποστηρίζουσι τα καταστήματα ταύτα, άτινα όμως δια τούτο ηδύναντο να τα ιδρύσωσιν εν τω αγγλικώ στρατόπεδο και ουχί παρά τας οικίας φιλήσυχων και εντίμων πολιτών».
Ο «sanitary commissioner» της αγγλικής διοίκησης Dr. Barry γράφει στην έκθεση του το 1880 σχετικά:

«H Λεμεσός είναι ακόμη η μόνη πόλις της Νήσου, η οποία ίδρυσε τοιούτο (Αφροδισίων) Νοσοκομείον. Το ίδρυμα ανήκει τελείως εις τον Δήμον, της Κυβερνήσεως χορηγούσης μόνον φάρμακα και ιατρικήν περίθαλψιν. Από τα βιβλία φαίνεται ότι μόνον αι αραπίνες ιερόδουλοι επωφελούντο του ιδρύματος, και εξ αυτών 34 επεσκέπτοντο τον σταθμόν και εξητάζοντο υπό του ιατρού. Εκ τούτων οκτώ ήσαν εκ Κ)πόλεως, επτά εκ Βηρυτού, μία εκ Θεσσαλονίκης, μία εξ Αλεξανδρείας, δεκατρείς εκ Λεμεσού και τέσσαρες εκ Λευκωσίας. Δέκα οκτώ ήσαν ύπανδροι και δέκα εξ άγαμοι.»
Ο Κώστας Πιλαβάκης στο βιβλίο του «Η Λεμεσός σε άλλους καιρούς» αναφέρει για το θέμα:
«Φτωχούς, ζητιάνους και πόρνες είχαν βέβαια κι' οι άλλες πόλεις της Κύπρου  και στην πρωτεύουσα ανθούσε η επαιτεία και η πορνεία. Η Λεμεσός όμως δεχόταν διαρκώς φτωχούς όχι μόνο από την επαρχία της αλλά και από την επαρχία Πάφου. Όσο για τις πόρνες εξηγήσαμε προηγουμένως πώς αυξανόταν ο αριθμός τους με την «επιστράτευση» που γινόταν όταν κατέφθαναν Αγγλικά πολεμικά. Μερικές απ' αυτές έμεναν συνήθως και όταν τελείωνε το «πανηγύρι». Λεμεσιανές πόρνες, έκτος από τις φτωχές Τουρκάλες που κατοικούσαν σε χαμόσπιτα στην κοίτη του Γαρύλλη ή κοντά σ' αυτή — οι γυναίκες του Ποταμού, όπως τις έλεγαν — και πουλούσαν το κορμί τους για ασήμαντα πράγματα, ήταν ελάχιστες. Οι περισσότερες προέρχουνταν από το εξωτερικό ή από άλλες πόλεις και χωριά της Κύπρου. Δυο τρεις ήταν «τραβηγμένες» (παλλακίδες), όπως η Λίζα, η ΑDΑ και η Χρισταλλένη.  Από τις άλλες, τις «κοινές», ονομαστές ήταν η Ασπασία, η Φροσκού, η Φάνη, η Μαρίκα (από την Πόλη,) η Αναστασία η Κολοσσιατού, η  Άννα η Καρπασιτού, οι αδελφές Δέσποινα και Μυριάνθη από τη Σκάλα και μερικές Τουρκάλες - η Λαϊκκά, η Κεζιμπά. κ.ά. Επίσκεψη σ' αυτές πληρωνόταν από τρία ως πέντε σελίνια.

Οι περισσότερες κατοικούσαν στην πλατεία Κκεσογλουδιών (σήμερα πλατεία Ηρώων), υπήρχε όμως και οίκος ανοχής στην οδόν Γλάδστωνος (όπου σήμερα ο θερινός κινηματογράφος ΕΛΛΑΣ) σχεδόν έξω από την πόλη τότε — γνωστός ως «Κκερχανές του Κκέλη».
Η παρουσία ιεροδούλων στις γειτονιές πολύ ενωρίς άρχισε να θεωρείται ενοχλητική και προσβλητική. Τούρκικες οικογένειες σε αναφορά τους το 1881 προς τη Δημοτική επιτροπή ζητούσαν να μεταφερθή άλλου πορνείο στη γειτονιά τους. Ανησυχία εκφράζουν επανειλημμένα σημειώματα στην «Αλήθεια». Ήδη το 1911 (11 Μάρτ.) ζητείται «να ληφθούν μέτρα προς απομάκρυνσιν εκ των κεντρικωτέρων μερών της πόλεως γυναίκες ελευθέ­ρων ηθών — ειδεχθές θέαμα ηθικής εκλύσεως και προσβολής κατά της δη­μοσίας σεμνότητας». Και η «Αλήθεια» επανέρχεται —19 Αύγ. 1922 —για να επιστήσει την προσοχή του Δημάρχου και της Αστυνομίας για «τα γύναια τα εγκατασταθέντα εις πάσας τας συνοικίας της πόλεως αναιδώς εξηπλωμένα επί των καθισμάτων έξωθεν των κατοικιών των καπνίζοντα, βωμολοχούντα, περιφερόμενα δε εις τους δρόμους είτε πεζή είτε εφ' αμάξης και ραπίζοντα δια της θρασείας αναίδειας των την σεμνότητα και στην συστολήν…»
Γράφει ό Γ. Λουκάς,  στο βιβλίο του Τριακονταετής (1878-1908) Αγγλική Κατοχή, «Από της Κατοχής τα μεν καφφεία επολλαπλασιάσθησαν και εκαλλωπίσθησαν κατά μίμησιν των εν τω εξωτερικω, αλλά και αι χαμαιτύπαι της Αιγύπτου συνεισεπήδησαν όρμητικώς μετά του Αγγλικού στρατού εις την νήσον. . . .εν ταις πόλεσι δε και ταις κώμαις στίγματα ανεξάλειπτα κατέλιπον αύται και βλάβας ηθικάς τε και υλικάς ανεπανόρθωτους, ένεκεν της προς τα τοιαύτα ήττονος γνώσεως των νησιωτών, προς δε και της ιατρικής ελλείψεως και κηδεμονίας και προστασίας των Δημαρχείων, ην ο τότε Δήμαρχος Λεμησσού Καρύδης, εφήρμοσεν επί τίνα χρόνον, κατανοήσας την προβάλλουσαν φθοράν της Κύπριας νεότητας, άλλ' αποτυχών επί τέλους, μη τυχών υποστηρίξεως.»
Στην εφημερίδα ΣΑΛΠΙΓΞ  13 Ιουνίου 1914 διαβάζουμε :
«Ο κήπος μας κάθε απόγευμα γεμάτος, αλλά και τας νύκτας. Από θιασώτας και θιασώτιδας. Οι οποίοι σπεύδουν ν απολαύσουν  των ωραίων θελγήτρων του Κήπου. Προχθές όμως το απόγευμα, παρόλην την απαγόρεψη, κατά τους φίλους τους δημοτικιστάς, του ρέκτου επιμελητή του κήπου, διέσχισε την κεντρικήν αρτηρία του Κήπου και μία ιερόδουλος. Ο φύλαξ του κήπου μάταιον υπέδειξεν το τολμηρόν γύναιον ότι δεν επετρέπετο να διέλθη. Το γύναιον απήντησε ζιεμανφού ! Και διήλθεν. Και επέρασεν αφού εφιλοδώρησε με αρκετάς καπηλικάς  ύβρεις τον φύλακα, ο οποίος εζήτησε να της εμποδίση την διάβασιν. Και  ταύτα εις επήκοον κυριών και δεσποινίδων. Κύριε Γκρήνουτ, δεν νομίζετε ότι απαγορεύει ο νόμος την υπέρμετρον αυτήν ελευθεριότητα των πορνικών αυτών γυναίων τα οποία προσβάλλουν  κατά τοιούτον τρόπον  τα δημόσια ήθη; Ή θέλετε να χειροδηκήσουν οι πολίται
Και στην ίδια εφημερίδα στις 21 Αυγούστου 1914 :  
«Μετ' ευχαριστήσεως πληροφορούμε­θα, ότι η Αστυνομία μας ήρχισε να καταβάλλη ενεργείας προς εκδίωξιν εκ του Κέντρου της πόλεως μας, των γνωστών γυναίων, άτινα με τόσην περιφρόνησαν προς την κοινωνίαν έ­πηζαν τους Αφροδισίους ναούς των εντός του Κέντρου της Λεμεσού.
Ελπίζομεν όμως ότι θα περιστείλη η Αστυνομία μας και το κακόν τού ελευθέρου περιπάτου των τοιού­των ιεροδούλων εις μέρη ένθα συχνάζονται υπό εντίμων οικογενειών και μάλιστα τη συνοδεία νεαρών δανδήδων.».
Θα συνεχίσουμε στο επόμενο.



Φωτογραφίες αρχείου : :Κυπρίες ιερόδουλες άλλων εποχών

«Εαριναί Ιπποδρομίαι»

Τα πρώτα Ιπποδρόμια στην Κύπρο. Γκραβούρα, περιοδικό  “The Graphic” του Λονδίνου 2 Μαΐου 1879.


Με τον ερχομό των άγγλων στην Κύπρο ένα από τα πρώτα πράγματα που έφεραν στο νησί ήταν και οι ιπποδρομίες.
Σε μια γκραβούρα του 1879 που δημοσιεύθηκε στο αγγλικό περιοδικό  του Λονδίνου «The Graphic”, με τον τίτλο «introduction of British sports in Cyprus”  απεικονίζονται οι πρώτες ιπποδρομίες στη Κύπρο  και πιστώνονται από μελετητές ως πραγματοποιούμενες  στη Λάρνακα. Εντούτοις άλλες
γραπτές μαρτυρίες αναφέρουν ότι οι άγγλοι με την άφιξη τους στη Κύπρο το 1878 διοργάνωναν στο δρόμο του Ζακακιού τις πρώτες  ιπποδρομίες. Σύμφωνα με τον Ευστάθιο Παρασκευά-Παλαιμαχο : … «τόν χρόνον αυτόν έγειναν αι πρώται ιπποδρομίαι εις τον δρόμον του Ζακακιού με αφετηρίαν το άκρον του χωραφιού Μπεναρτή και τέρμα το σημερινόν Όθωμ. Νεκροταφείον.» (Ευστάθιου Παρασκευά-Παλαίμαχου «Παλαιαί αναμνήσεις-η Λεμεσός κατά τον 19
 έγειναν αι πρώται ιπποδρομίαι εις τον δρόμον του Ζακακιού με αφετηρίαν το άκρον του χωραφιού Μπεναρτή και τέρμα το σημερινόν Όθωμ. Νεκροταφείον.» (Ευστάθιου Παρασκευά-Παλαίμαχου «Παλαιαί αναμνήσεις-η Λεμεσός κατά τον 19ον αιώνα» έκδοση, επιμέλεια και εισαγωγή είχε ο γράφων και  το εξέδωσε το Κανάλι6 το 1996.)
Στην σημερινή δηλαδη Φραγκλίνου Ρούσβελτ απέναντι από τα εργοστάσια της ΚΕΟ και του παλιού κεραμείου.
Το 1880 οι λεμεσιανοί σε συνεργασία με τους άγγλους δημιουργούν τον ιππόδρομο κατά μήκος της κοίτης του ποταμού Γαρύλλη στο δρόμο των Πολεμιδιών. Το 1912  μάλιστα ιδρύεται και η πρώτη «Ιππική Εταιρεία Λεμεσού». Κατά τη διάρκεια των εαρινών και φθινοπωρινών ιπποδρομιών που εθεωρούντο σε όλη την Κύπρο και ως μέγα κοσμικό και όχι μόνο αθλητικό γεγονός έρχονται από όλες τις πόλεις μεγαλοαστοί και κοσμικοί που παίρνουν μέρος σε λαμπρές βεγγέρες, «σουαρέ ντανσάν» και πολυτελή δείπνα στα ξενοδοχεία και τις χορευτικές αίθουσες της εποχής  και σε άλλα κοσμικά  παρόμοια. 
Βέβαια με την τροπή που πείρε στη συνέχεια ο ιππόδρομος τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας ως κατεξοχή χώρος διεξαγωγής τζόγου και μορφών παρανομίας, θα μπορούσε να πει κάποιος «να μας λείπει». Ο ιππόδρομος, όταν πρωτοεμφανίστηκε στη Λεμεσό και συνέχιζε να υπάρχει για πολλές δεκαετίες, είχε μια άλλη εντελώς διαφορετική μορφή από αυτή που ξέρουμε σήμερα σ’ αυτόν της Λευκωσίας.
Ήταν ο λεμεσιανός ιππόδρομος ευκαιρία όπως είπαμε για μια κοσμική και ψυχαγωγική εκτός από καθαρά αθλητική, έκφραση ζωής, με  λαμπρές χοροεσπερίδες, «σουαρέ», «βεγγέρες», μεγαλοπρεπείς  δεξιώσεις και άλλες συναφείς εκδηλώσεις που προσέλκυαν νέους και κοσμικούς όχι μόνο της Λεμεσού αλλά όλης της Κύπρου.   

 Το 1912 ιδρύεται εξάλλου και  η «Ιππική Εταιρία Λεμεσού» και στα 1922 ο «Όμιλος Φιλίππων».
Γνωστοί πολιτικοί, κοινωνικοί και κοσμικοί παράγοντες της πόλης μετέχουν ενεργά στις εκδηλώσεις των ιπποδρομίων είτε ως διοργανωτές, είτε ως ιδιοκτήτες ίππων είτε ως απλοί αλλά φανατικοί φιλοθεάμονες και σύσσωμη η λεμεσιανή καλή κοινωνία της εποχής συμβάλλει στην επιτυχία των σχετικών εκδηλώσεων που τον συνοδεύουν. Όλα αυτά  μαρτυρεί και το δημοσίευμα μας από τον λεμεσιανό τύπο άλλων εποχών. Είναι από την εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού  9 Δεκεμβρίου 1910 όπου κάτω από τον τίτλο «Εαριναί Ιπποδρομίαι» λέει:
«Η επί των Ιπποδρομιών Επιτροπή συνελθούσα χθες απεφάσισε να προκηρύξη Εαρινάς Ιπποδρομίας, αι οποίαι θα λάβωσι χώραν εδώ την Δευτέραν και Τετάρτην της Διακαινησίμου, ήτοι 11/24 και 13/26 Απριλίου.
Η σχετική προκήρυξις μετά των κανονισμών υπό τους οποίους θα διεξαχθώσιν αι Ιπποδρομίαι θα δημοσιευθεί και θα αποσταλή εις τους ενδιαφερόμενους λίαν προσεχώς.
Ούτω οι Παγκύπριοι, οι Σκοπευτικοί Αγώνες και η ΄Εκθεσις τελούμενα εντός της αυτής εβδομάδος θα αποτελέσωσι μίαν σειράν εορτών και πανηγύρεων κοσμικών, αι οποίαι θα προσελκύσωσι βεβαίως θεατάς εξ απάσης της Νήσου.»
 Κατά παράδοξο λόγο, φωτογραφικό υλικό δεν βρέθηκε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, από τις ιπποδρομίες αυτές, Ένα σπάνιο όμως κινηματογραφικό ντοκουμέντο κατέγραψε από τις ιπποδρομίες ένας ρηξικέλευθος λεμεσιανός. Πρόκειται για την ταινία που γυρισεο Αντώνης Πηλαβάκης με την πρώτη κινηματογραφική μηχανή  που ήρθε στην Κύπρο από ιδιώτη κινηματογραφιστή το 1917. Από την ταινία αυτή απομονώσαμε κάποια πλάνα και τα μεταφέραμε εδώ και παρ' όλη την κακή ποιότητα τους δεν παύουν εντούτοις να είναι σπάνια και μοναδικά μέχρι στιγμής  ιστορικά φωτογραφικά ντοκουμέντα.