Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Παλαιστές στη Λεμεσό, τότε που η πάλη σήμαινε λεβεντιά, φιλότιμο και εθνική αξιοπρέπεια.


Aπό αρχαιοτάτων χρόνων στην ιστορία ο ελληνισμός ανήγαγε την πάλη ως το ύψιστο άθλημα ρώμης και λεβεντιάς. Οι αρχαίοι έλληνες εκτιμούσαν ιδιαίτερα τους παλαιστές γιατί το αγώνισμα απαιτούσε δύναμη, τέχνη και εξυπνάδα. Ο λαός λάτρευε τους μεγάλους πρωταθλητές της πάλης ως ημίθεους. Στη λαμπρή περίοδο του κλασσικού Ελληνικού πολιτισμού οι Έλληνες εκπαιδεύονται μαζικά στο Παγκράτιο ως αθλητική δραστηριότητα αλλά και ως πολεμική τέχνη ταυτόχρονα. «Κλασθέντων αυτοίς ξιφών τε και δοράτων, πολλά ταις χέρσι γυμναίς έπραξαν…πάλη δε και Παγκράτιον ως ες το πρόσφορον τω πολέμω εύρηται» λέει ο Φιλάστρατος.
Το Παγκράτιο υμνήθηκε πάρα πολύ και έφτασε να γίνει «των εν Ολυμπία το κάλλιστον» σύμφωνα πάντα με τον Φιλόστρατο. Η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη του Παγκρατίου Αθλήματος υπάρχει στο στίχο 586 των «Αργοναυτικών» που περιέχουν πληροφορίες μέχρι και τη δωδέκατη χιλιετία π.Χ. Το όνομα του προέρχεται από το παν-κράτος που δηλώνει αυτόν που κατέχει την εξουσία, αυτόν που νικά με την απόλυτη δύναμη-γνώση.
Κατά τον Πλούταρχο ευρέτης του Παγκρατίου είναι ο Θησεύς, ο οποίος με το Παγκράτιο νίκησε τον Μινώταυρο και κατά τον Παυσανία ο Ηρακλής.
Σημαντικές είναι οι πληροφορίες μας παρέχει και ο Ρήγας Φεραίος σε έργο του με τον τίτλο «Ολυμπία» από το πρωτότυπο έργο του Ιταλού Μεταστάσιου, όπου αναφέρει ότι το Παγκράτιο μαζί με τα άλλα αρχαιοελληνικά αγωνίσματα υπάρχει, «…μέχρι της σήμερον εις την Θεσσαλίαν αλλά και εις όλην την Ελλάδαν».
«Τοις κείνων ρήμασι» λοιπόν «πειθόμενοι» και ως συνέχεια της ιστορίας του ελληνικού πνεύματος, ο λαός μας συντηρεί την ύψιστη αυτή αθλητική αλλά και πολεμική και λεβέντικη παράδοση δια μέσου των αιώνων και την μεταφέρει στην σύγχρονη εποχή μέσα από την τουρκοκρατία και την αγγλοκρατία.
Η πάλη και ιδιαίτερα το παγκράτιον αποτελούσε ένα αγαπημένο λαϊκό άθλημα και θέαμα που όμως έδινε ταυτόχρονα και την ευκαιρία στον υπόδουλο λαό να εκφράσει δια μέσου του συναισθήματα πατριωτικά και αλυτρωτικά.
Ο Γεώργιος Φραγκούδης, το επιφανέστατο αυτό τέκνο της Λεμεσού στο πρώτο του ουσιαστικά βιβλίο από τα πολλά που έγγραψε στη συνέχεια πάνω δεκάδες θέματα, το «Κυπρις» που συνέγραψε παρακαλώ σε ηλικια 19 χρονών λέει :
«Κατά δέ τους γάμους των πλουσίων, τάς εορτάς και τάς πανηγύρεις, τα παλληκάρια του χωρκού επιδίδονται εις διαφόρους ασκήσεις, λείψανα των μεγάλων των αρχαίων αγώνων. Η πάλη είναι η συνηθεστέρα και κυριωτέρα των ασκήσεων τούτων, διεξάγεται δε πεισματωδέστατα. Έκαστη κώμη, καθώς έχει τους τραγουδιστάς αυτής, έχει και τους παλαιστάς της, οίτινες ηττώμενοι υπό ξένων προσάπτουσιν όνειδος εις την γενέτειραν, ενώ τουναντίον νικώντες, τιμήν και κλέος ούτως ωρισμένα χωρία φημίζονται σήμερον διά τους παλαιστάς των, οίτινες ηυτύχησαν να τιμήσωσι την Πατρίδα εν ταις παλαίστραις των εορτών και πανηγύρεων. Υπό τον ήχον των οργάνων συμπλέκονται πολλάκις ημίγυμνοι οι παλαισταί, και μανιωδώς παλαίουσι μέχρις εξαντλήσεως, ο δε νικητής ανευφημείται πανηγυρικώτατα, και η ταχύπτερος φήμη διαλαλεί εις τα πέριξ το ένδοξον όνομα του. Όσοι δ’ εκ, τούτων διακρίνονται δι υπερβάλλουσαν ρώμην, απολαύουσι παγκυπρίου φήμης, θεωρούνται πρόσωπα σεβαστά και κατά τας πανηγύρεις προσκαλούνται πολλάκις, όπως λαμπρύνωσιν αυτάς, παλαίοντες προς αλλήλους. Σχηματίζεται τότε μέγας εκ θεατών κύκλος, καθαίρεται η παλαίστρα και τοποθετούνται γύρωθεν αυτοσχέδιοι ευταξίαι. Συγκίνησις και σιγή επικρατεί, ψιθυρισμοί δε μόνον υποδέχονται τους παλαιστάς σιωπηλούς βαίνοντας προς αλλήλους εξ αντιθέτου διευθύνσεως. Γυμνοί σχεδόν και ασάνδαλοι, ελαίω ηλειμμένοι, επιδεικνύουσιν εις το πλήθος τους ισχυρούς των μυς και μειδιώντες ποιούσι στροφάς τινας, κτυπούσι τας χείρας επί του εδάφους, και τείνοντες αυτάς προς αλλήλους, συμπλέκονται. Τότε δύναται τις να θαυμάση ου μόνον την ρώμην, αλλά και την τέχνην περί την πάλην, ήτις πολλάκις διαρκεί επί πολύ και επαναλαμβάνεται, εάν ουδείς ανεδείχθη νικητής, ενίοτε δε και αποβαίνει επικίνδυνος δια τον ηττώμενον. Όταν ο εις των αντιπάλων ήναι ΄Ελλην και ο έτερος Τούρκος, η πάλη προσλαμβάνει εθνικόν χαρακτήρα και οι θεαταί διαιρούνται εις δύω αντίθετα στρατόπεδα. Ο νικητής απολαύει μεγάλων τιμών, λαμβάνει χρηματικά δώρα, το δε νικήσαν στρατόπεδον ονειδίζει τους ηττηθέντας. Εσχάτως προσεκλήθησαν εις πάλην εν Λεμησσώ είς Έλλην και εις Τούρκος. Κόσμος πολύς συνέρρευσεν εις το θέαμα και φανατισμός μέγας ανεπτύχθη εκατέρωθεν παρά προσδοκίαν ενίκησεν ο Τούρκος, οι δε Τούρκοι εξήλθον εις μεγάλην ανά την συνοικίαν των, νικητήριον διαδήλωσιν κατόπιν συνέβη το εναντίον και οι Έλληνες ανταπέδωκαν τα ίσα. Εκ τούτου μικρού δείν συνέβαινε ρήξις.
Η ρώμη τόσον εκπλήσσει τον λαόν, τόσον επιβάλλεται εις το πλήθος, ώστε οι παλαιωτάδες ούτοι περιβάλλονται υπό μυθολογι¬κής τίνος αίγλης, ως ο αρχαίος Ηρακλής και ο μεσαιωνικός Ακρί¬τας, οι δημώδεις ποιηταί κρούουσιν υπέρ αυτών τας χορδάς της λύρας των, και ο λαός αποδίδει την μεγάλην αυτών ισχύν εις μικράν τίνα ουράν, ην φαντάζεται, ότι ούτοι φέρουσιν όπισθεν. Μεγαλοποιούσι πάν ό,τι ακούσωσι και υπό το πρίσμα της νηπιώδους αυτών φαντασίας φαντάζονται αυτούς μετακινούντας τοίχους, φέροντας επ' ώμων ογκώδεις λίθους, και διάφορα άλλα υπερφυσικά περί αυτών διηγούνται. Κατά τον Ησύχιον, την Κυπρίαν πάλην εκάλουν τινές μεν πάμμαχον, άλλοι δε άγροικον καί απάλαιστρον, διότι ατέχνως επάλαιον οι Κύπριοι. Ό Ησύχιος, λέγων πάμμαχον πάλην, εννοεί βεβαίως το παγκράτιον, όπερ και σήμερον παίζεται εν Κύπρω μετά λακτισμάτων (πάτσος, κλώτσος).
Ο σημαντικός καταγραφέας γεγονότων και τόπων της Λεμεσού του 19ου αιώνα Ευστάθιος Παρασκευάς περιγράφοντας στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού το 1937 συμβάντα στη πόλη κατά το έτος 1871 λέει: «Εις το 1871 εκτίσθη το πρώτο προς την θάλασσαν καφενείον στηριζόμενον επάνω σε κολόνες ιδιοκτήτης του κτήματος ήτο ό αείμνηστος Δημήτριος Νικολαΐδης. Εις αυτό ήρχετο ο καλός κόσμος και εις αυτό έγεινεν ή γνωριμία δύο δυνατών παλαιστών, του Αβράμη από του Μόρφου και του Ισμαήλ Αράπη από την Αύδήμου, ηγνωριμία αυτή κατέληξεν εις συνεννόησιν μεταξύ των όπως παλαίσουν. Όταν έγεινε γνωστόν, ο δρόμος και το καφενείον εγέμισ«ν από Χριστιανούς και Τούρκους. Όλος αυτός ο κόσμος συνώδευσε τους παλαιστάς ως το Κονάκι (το σπίτι όπου σήμερον είνε η αστυνομία) όπου επήγαν δια να ζητήσουν την άδειαν του Καϊμακάμη Σιεκερζατέ. Ανέβηκαν επάνω και κατόπιν ο κόσμος τους είδε εις το Κιόσκι, όπου ό διοικητής τους ωμίλησεν. Τους λέγει, βλέπετε αυτό το πλήθος από Χριστιανούς και Τούρκους; Νομίζετε ότι εάν νικήσει ο Χριστιανός θα το ανεχθούν οι Τούρκοι; Ή εάν νικήση οΤούρκος θα το ανεχθούν οι Χριστιανοί; Θα γείνουν καυγάδες και πόλεμος μεταξύ των και έτσι θα αναστατωθή ή πόλις. Δεν σας δίδω άδειαν και να χωρισθήτε με φιλίαν και να υπάγετε στην δουλειάν σας. Έτσι δεν έγεινεν η πάλη και ο κόσμος έχασεν έναν θέαμαν που τόσον εσπάνιζε την έποχήν εκείνην. Ίσως να είχε δίκαιον ο Καϊμακάμης.
Και οι δύο ήσαν καλά παλληκάρια αλλά ο Ισμαήλ ήτο πελώριος. Δεν έχω συναντήσει μέχρι σήμερον τοιούτον άνθρωπον ήτο πελάτης του πατέρα μου και ήρχετο συχνά το σπίτι μας, δεν μπορούσε να καθίσει σε κοινόν κάθισμα, ήτο πολύ μικρόν γι' αυτόν, διά τούτο εκάθητο επάνω στο ψαθί όπου εβάλλαμεν και μαξιλάρια δια να ακουμβά. Εντούτοις με όλον αυτόν τον όγκο του, έτρεχε πολύ περισσότερον από μίαν αίγα εις απόστασιν δύο μιλίων.
Ο Αβράμης γνωστός τότε με το όνομα «Μορφίτης» ήτο υψηλού αναστήματος μετρίου πάχους. Είχε παλαίσει με άλλους Χριστιανούς και Τούρκους εις άλλα μέρη και τους είχε νικήση όλους• ήτο ο Τζιμ Λόντος της εποχής του.»
Μια παρόμοπια περιγραφή έχουμε και από τον λεμεσιανό ιστορικό και εξέχοντα λαογράφο, τον Ξενοφώντα Φαρμακίδη, στην ίδια εφημερίδα το 1935 που λέει:
«Απέναντι της αλευρομηχανής του μακαρίτου Αριστοκλή Πηλαβάκη νυν μηχανή κ. Πολ. Ευθυμιάδη και απέναντι της οικίας του κ. Σωτήρη Κοντοπούλου, εκεί όπου υψούται ευμεγέθης ιτέα, ήτο ανεμόμυλος εξ ού έλαβε και το όνομα η μικρά ολιγάριθμος τότε συνοικία. Απέναντι αυτού εξετείνετο ευρύ οικόπεδον, όπου τώρα ευρίσκονται αι οικίαι Γιακουμή Ιακωβίδη και Ιακ. Χατζηλοΐζου και τινές νεόδμητοι.
Εις το οικόπεδον τούτο κατά η περί το έτος 1890, διεξήχθη, κατόπιν αδείας της αστυνομίας, πάλη μεταξύ ξένου, τούρκου αιθίοπος, συστηματικού παλαιστού, όστις περιήρχετο τας πόλεις της Ανατολής, επιδεικνύων την έκτακτον ρώμην του και του Χριστιανού Αβράμη Μορφίτη, ως εκ Μόρφου καταγομένου, αρκετά ρωμαλέου, χαίροντος παγκυπρίου φήμης. ΄Ητο ο Κουταλιανός της Κύπρου. Δια το θέαμα της πάλης αυτής, ήτις προσέλαβε χαρακτήρα εθνικού ενδιαφέροντος, συνέρρευσεν άπασα η πόλις. Ο Αβράμης συνείθιζε να διεξάγει την πάλην γονατιστός. Εισήλθον αμφότεροι γυμνοί εις την κονίστραν και ο μεν οθωμανός ήτο αλειμμένος με γλοιώδη ουσίαν, ο δε Αβράμης ουχί. Αφού εχαιρετίσθησαν, μετά 2-3 γύρους συνεπλάκησαν. Ο Αβράμης κατά το σύνηθες εγονάτισε και εζήτησε να συλλάβη τον αντίπαλον του από τας κνήμας, ούτος δε επιδεξίως απέφυγε τούτον και δια μιάς ωθήσεως τον ξήπλωσε κατά γης. Τι δε συνέβη τότε ήτο αφάνταστον.
Οι Οθωμανοί ύψωσαν τον νικητήν επ ώμων και τον περιέφερον εν θριάμβω ανά πάσας τας οδούς της πόλεως μετ’ αλαλαγμών και μουσικών οργάνων. Οι Χριστιανοί εξ εντροπής διεσκορπίσθηαν περίλυποι εις τας οικίας των.
Ελέχθη, υποστηρίχθη, εβεβαιώθη βραδύτερον, ότι η ήττα του Αβράμη ωφείλετο εις δωροδοκίαν. Ότι δε τούτο ήτο αληθές απεδείχθη από τον πρόωρον θάνατον του, όστις λέγεται επήλθε εκ της λύπης και των τύψεων της συνειδήσεως του.
Οι χριστιανοί βαρέως έφερον την αισχύνην αυτήν και έπρεπε να την απαλύνωσι. Κατά του οθωμανού παλαιστού αντέταξαν τον Χριστοφήν Κολλούφην εκ του χωρίου Μονής, όστις τον αντίπαλον του κατέρριψεν, ως «δέμα χόρτου». Η πάλη αύτη διεξήχθη 15 μέρες μετά την πρώτην εις το ίδιον οικόπεδον. Οι χριστιανοί περιέφεραν τον νικητήν εν θριάμβω ανά τας χριστιανικάς συνοικίας πρωτοστατούντος και προεξάρχοντος του τότε γνωστού αρχιλεμβούχου Παπαηλία, όστις συνήθροισε δι’ εράνων ικανόν ποσόν χρημάτων εις αμοιβήν του νικητού»
Πρωτοπαλλήκαρα της πάλης και της άρσης βαρών στα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ο Μιχάηλ Φούρναρης, ο Μιχαήλ Φυτός και ο Ιωάννης Μαρνέρος «γνωστός» κατά τα γραφόμενα του Χριστάκη Σαββίδη « Πανελληνιονίκης στην ελευθέρα πάλη του οποίου τα χέρια ως τα βαθειά του γηρατειά διατηρούσαν την δύναμη την νεανική, τα χέρια του έσφιγγαν όπως την «τανάλια» στη χεραψία του. Κέρδισε χρυσούν μετάλλιο στην Ελληνορωμαϊκή Πάλη 79 κιλών στην Αθήνα το 1935.»
Για τον Μιχαήλ Φούρναρη εξ άλλου ο ίδιος λέει:
«Στα παλιά χρόνια ο Μιχάλης Φούρναρης έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και θαυμασμού για την ρωμαλεότητα του από τους Λεμεσιανούς. Διεκρίνετο δια την σωμα¬τική του δύναμη. Με μεγάλη ευκολία μπορούσε στο αγώνισμα του "διτζίιμη" στις γιορτές του Πάσχα, να ση¬κώσει πάνω από τους ώμους του το διτζίμη - μια μεγάλη πέτρα - βάρους τριάκοντα οκάδων. Επίσης συμμετείχε σαν αθλητής του Γ.Σ.Ο. στους Παγκύπριους αγώνες στίβου στα αγωνίσματα "άρσης βαρών δι' ενός χεριού και δια δύο χεριών", όπου εξήρχετο νικητής. Δύο φορές αναδείχθηκε παγκυπριονίκης στο αγώνισμα άρσης βαρών το 1899 και το 1900. Ο Μιχαήλ Φούρναρης διεκρίνετο και στο αγώνισμα της πάλης και ουδέποτε ηττήθηκε.
Το 1900 στους Παγκύπριους αγώνες πάλης αγωνίσθηκε με το ισάξιο του παλικάρι Μ. Κωνσταντά και ύστερα από αγώνα πάλης, που κράτησε μια ώρα η οργανωτική επιτροπή ανακήρυξε και τους δύο ισόπαλους. Οι παλιοί Λεμεσιανοί ενθυμούνται τον Μιχαήλ Φούρναρη σαν πρωτοπαλίκαρο του Συναχωριού και τον Πελλόγιαννο σαν πρωτοπαλίκαρο της Τζαμούδας. Αυτοί οι δύο έλυσαν τις δια¬φορές των Συναχωριωτών και Τζαμουλιωτών, όταν εδημιουργούντο επεισόδια μεταξύ των σε ταβέρνες, πάνω στο μεθύσι τους.»
Ανοίγοντας εδώ μια μικρή παρένθεση να επισημάνω πως οι λεμεσιανοί συνεχίζοντας και εδώ την ελληνική παράδοση κατά το σπαρτιάτικο ρητό ««άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες» που ερμηνεύεται ως : «εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι σας»... , δεν παρέλειπαν με κάθε ευκαιρία να διχάζονται και να διαπληκτίζονται: τζαμουλιώτες και καθολιτζιάτες, κυρηναϊκοί και κιτιακοί, ενωτικοί και ανθενωτικοί, ενδοτικοί και ανένδοτοι, δεξιοί και αριστεροί, εθνικόφρονες και αγγλόφιλοι, μακαριακοί και γριβικοί και δε συμμαζεύεται! Αναλάμβαναν λοιπόν τότε οι παλαιστές και τα πρωτοπαλίκαρα των γειτονιών να καθαρίσουν για την πάρτη τους!
Κάνοντας όμως τώρα ένα άλμα στο χρόνο λόγω… χρόνο ερχόμαστε στο 1931
Μια πολύ δύσκολη χρονιά, από τις πιο δύσκολες θάλεγα, στη σύγχρονη Ιστορία της Κύπρου. Μέσα από την οικονομική ανέχεια, με την ανεργία και τους εξοντωτικούς φορομπηχτικούς και δασμολογικούς νόμους, την πολιτική και κοινωνική αποικιοκρατική καταπίεση με ανελεύθερους νόμους που θεσμοθετεί το αγγλικό καθεστώς και την ποδηγέτηση της ελληνικής παιδείας των Κυπρίων, που θα οδηγήσουν τελικά στο ξέσπασμα του κοινωνικού και εθνικού κινήματος γνωστού ως «τα οκτωβριανά» τον Οκτώβρη του ιδίου έτους, οι κύπριοι ψάχνουν στηρίγματα και εθνικά ερείσματα να αντέξουν και να αντισταθούν.
Οι διεθνείς νίκες και τα κατορθώματα ενός έλληνα παλληκαριού που θριαμβεύει την εποχή εκείνη στις ΗΠΑ και γίνεται γνωστός ανά το παγκόσμιο ως πρότυπο ελληνικής λεβεντιάς και παλληκαριάς του πρωτοπαλαιστή Τζιμ Λόντου αποτελούν έτσι ένα από τα ερείσματα αυτά του κυπριακού λαού.
Οι νίκες και τα κατορθώματα του καταλάμβαναν ολόκληρα πρωτοσέλιδα στις λεμεσιανές εφημερίδες και αποτελεί πλέον ένα μεγάλο εθνικό ίνδαλμα. Έτσι που όταν τον Ιούνιο του 1937 μέσα στη σκοτεινή περίοδο της παλμερικής δικτατορίας, έρχεται για επίσκεψη στην Κύπρο, ο λαός της Λεμεσού τον υποδέχεται σχεδόν παραληρώντας από ενθουσιασμό και εθνική υπερηφάνεια.
Σύμφωνα με τον Χριστάκη Σαββίδη και πάλιν : « Κατά την επίσκεψη του Τζίμ Λόντου στη Λεμεσό το 1937 ολόκληρος ο λαός της Λεμεσού του επεφύλαξεν αποθεωτική υποδοχή. Τα σχολεία και τα καταστήματα έκλεισαν και όλοι συναθροίστηκαν στο τελωνείο και με επικεφαλής τη φιλαρμονική και τας Αρχάς της πόλης εν παρελάσει πορεύθηκαν στο Στάδιο Γ.Σ.Ο. όπου τον προσεφώνησεν ο δήμαρχος της πόλης.»
Για τον γυναικόκοσμο της Λεμεσού αποτελούσε επιπλέον και ίνδαλμα και πρότυπο του απόλυτου αρσενικού, ενώ τα ζαχαροπλαστεία της πόλης κατασκεύασαν τούρτες και πάστες δίδοντας τους το όνομα του.
Αυτά λοιπόν συνέβαιναν στη μικρή μας πόλη τότε που η πάλη δεν ήταν απλώς ένα άθλημα σαν όλα τα άλλα.

Η μελέτη αυτή αποτελεί την εισήγηση μου στο Δ Συμπόσιο Πρποφορικής Ιστορίας με θέμα τον Αθλητισμό στη Λεμεσό που διοργάνωσε το 2008 το  Ιστορικό Αρχείο και Κέντρο Μελετών του Δήμου Λεμεσού.