Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης και ένα ατελείωτο σενάριο.

Ανάμεσα στα δεκάδες εκατοντάδες έργα που μου κληροδότησε ο Δάσκαλος Κωστής Κολώτας βρίσκεται και ένας φάκελος με τον τίτλο «Βασίλης».  Σ αυτόν περιλαμβάνεται ένα ατελείωτο σενάριο για τη ζωή και το έργο του εθνικού μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη που θα μπορούσε να γίνει είτε θεατρικό έργο είτε κινηματογραφικό έργο.

Εξ υιοθεσίας λεμεσιανός  ο ποιητής μας  αφού έζησε τα πιο πολλά χρόνια της ζωής του στην πόλη μας όπου και πέθανε το 1917, με πολλές ταλαιπωρίες πρέπει να ομολογήσουμε.

Εκτός από το σενάριο βρήκα και κάποιες ενδιαφέρουσες σημειώσεις για τη ζωή του που θα αποτελούσαν βάση για την εξέλιξη του σεναρίου. Ανάμεσα σ αυτές  και η πιο κάτω σημείωση, ατέλειωτη κι αυτή, με τον τίτλο «Οι συνθήκες της ζωής του  την περίοδο που έγραφε την ΑΝΕΡΑΔΑΝ», με τη δική της ιστορική αξία, που λέει:


Ευτέρπη Μιχαηλίδη- Αραούζου,
ο ανομολόγητος μεγάλος
και ανικανοποίητος έρωτας
του ποιητή που τον ενέπνευσε
να γράψει την «Ανεράδα». «Δεν είχε καμιά επαγγελματική κατοχύρωση. Ως υπάλληλος του Δήμου Λεμεσού, στο νοσοκομείο της πόλης, συχνά κινδύνευσε να χάσει τη δουλεία του. Βέβαια την εποχή κείνη κανένα σχεδόν επάγγελμα δεν είχε κατοχύρωση. όμως  τα οικονομικά του Δήμου, που ανά  πάσαν στιγμή κινδύνευε να τον αναγκάσουν να κλείσει το νοσοκομείο,  ήταν ένας εφιάλτης για τον ποιητή, που πολλές φορές αναγκαζόταν να σκύβει το κεφάλι, να ταπεινώνεται, να σιωπά, μπροστά στο φάσμα της ανεργίας και της πείνας.


Ο φίλος του Βασίλη,
Μιχαήλ Ηρ.Μιχαηλίδης, (δήμαρχος Λεμεσού 1913-14),
 στο σπίτι του συναντούσε ο ποιητής
την αδελφή του Ευτέρπη.
Το περιβάλλον ήταν πρωτόγονο:  Ένα νοσοκομείο-πτωχοκομείο.  Ένα παλιό κτήριο με  γύρω στα 15 κρεβάτια και που δέχεται πτωχούς ασθενείς για θεραπεία, μάλλον για να τους περιθάλψει στις τελευταίες μέρες του βίου των. Οι περισσότερο εισαγόμενοι δεν έβγαιναν ζωντανοί, κι άλλοι δεν έβγαιναν γιατί δεν είχαν πού να πάνε και πώς να ζήσουν. Ο ποιητή ήταν κι ο ίδιος αναγκασμένος να διαμένει και να ζει σ΄αυτό το νοσοκομείο και σ΄αυτό το περιβάλλον. Ζούσε λοιπόν καθημερινά και όλη μέρα, μέσα στην ανθρώπινη δυστυχία και τον ανθρώπινο πόνο.

Ο πρώτος διορισμός του ποιητή ήταν  “ Βασίλειος νοσοκόμος προσωρινώς και διά την εποπτείαν των σφαγείων”.  Και λίγο αργότερα διαβάζουμε στα ίδια πρακτικά: “Βασίλειος επιστάτης του πτωχοκομείου και επόπτης των εν τω σφαγείω σφαζομένων ζώων. Το συμβούλιο θεωρεί καλόν όπως ούτος ξαναγίνει και εκμάθει την φαρμακοποιίαν”    Και τό ωράριο, όπως διαβάζουμε από τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης “ πάντες οι υπάλληλοι  οφείλουσι να είναι εις τα εργασίας των από των ανατολών του ηλίου μέχρι των 12 μεσημβρινής  και από τας 2 ώρας μ.μ. μέχρι των δυσμών αυτού”
Σπύρος Αραούζος,
 δήμαρχος Λεμεσού 1914-1920,
 σύζυγος της«Ανεράδας»
 Ευτέρπης Αραούζου

Κατά τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Λεμεσό, κάποιοι βιογράφοι του μιλούν για ένα σφοδρό κι αποτυχημένο έρωτα. Λένε, (ο Γιάννης Λέφκης) ότι ερωτεύτηκε παράφορα μια πλουσικόρη της Λεμεσού, αδελφή ενός φίλου του. Να σημειώσουμε εδώ ότι στην μεγάλη προσπάθεια του ποιητή να ανέβει κοινωνικά, έκανε παρέα, όπως και στη Λάρνακα πριν, με «αριστοκράτες» νέους της εποχής.

Ο έρωτας λοιπόν αναπτύχθηκε  γιατί ο ποιητής μπορούσε να πηγαίνει και στο σπίτι της κόρης, πράγμα αδύνατο σε εκείνη την εποχή. Κι ακριβώς για τον έρωτά του αυτό έγραψε κάποια ποιήματά του ο ποιητής κι ανάμεσα τους και η Ανεράδα. Τελικά όμως, όπως συχνά συμβαίνει στην εποχή εκείνη ή συχνά αρέσκονται οι σύγχρονοι να φαντάζονται, η κόρη παντρεύτηκε άντρα της τάξεώς της. Κι έτσι ο ποιητής απογοητευμένος, ζήτησε την παρηγοριά στο ποτό  που θα τον οδηγήσει στον αλκοολισμό.

Βέβαια αυτό είναι πιθανόν, όμως φαίνεται είναι επηρεασμένο από παρόμοιες ρομαντικές ιστορίες και ειδύλλια της εποχής εκείνης.  Ας θυμηθούμε τον ατυχή έρωτα του Αχιλλέα Παράσχου και την επιστροφή των ερωτικών του επιστολών που τον ενέπνευσε να γράψει τον παροιμιώδη στίχο “τον κεραυνόν εις φάκελλον ευώδη κεκλεισμένον”»





Ο Βασίλης Μιχαηλίδης (στο μέσον) με τους τρόφιμους του Πτωχοκομείου Λεμεσού το 1916, λίγο πριν πεθάνει. Στο άκρο δεξιά η διευθύντρια Στυλιανή Πισήρη στα χέρια της οποίας ξεψύχησε ο ποιητής ομολογώντας της τον μεγάλο του έρωτα και ζητώντας της να βάλει στο φέρετρο του ένα ξερό λουλούδι που του έδωσε η Ευτέρπη όταν επισκέφτηκε το Πτωχοκομείο ως πρώτη κυρία Λεμεσού και το έκρυβε σαν ακριβό φυλακτό.

  



Η Ανεράδα όπως την φαντάστηκε
 σε χαρακτικό του ο χαράκτης Χαμπής
    στο ομώνυμο βιβλίο που έκανε
 και το αφιέρωσε στη μνήμη του φίλου
 του Κωστή Κολώτα.






             Δύο αποσπάσματα της Ανεράδας σε χαρακτικά του Χαμπή από το ομώνυμο βιβλίο.