Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Η πλημμύρα στη Λεμεσό το 1894



                                                     Μέρος πρώτο

«Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι» (Ο. Ελυτης), και με τις δυο πρώτες σταγόνες βροχής πλημμύρισε πάλι το ιστορικό κέντρο της Λεμεσού πριν λίγες μέρες.
Οι «συνήθεις ύποπτες» οδοί της Ελευθερίας  και Ειρήνης και οι πέριξ τότε , θύματα και πάλιν, πριν μερικές μέρες, της πιο μικρής βροχόπτωσης. Αν η βροχή διαρκούσε ακόμη λίγη ώρα θα έπνιγε την περιοχή όπως πολλές φορές έγινε στο παρελθόν. Και παρά τα έργα ανάπλασης που έγιναν εκεί, αλλά που όπως λένε οι περίοικοι, το κατάτροχο έγινε ανάποδα! Αντί δηλαδή  τα νερά να φεύγουν προς την Αγίου Ανδρέου και από εκεί στη θάλασσα έρχονται προς τα πίσω και πλημμυρίζουν τα εκεί υποστατικά!
Σε παλαιότερο δημοσίευμα μας αναφερθήκαμε σε δυο πλημμύρες που έγιναν στη Λεμεσό τον Οκτώβριο και Δεκέμβριο του 1880 προκαλώντας στη περιοχή εκείνη όχι μόνο φοβερές καταστροφές αλλά και πνιγμούς.
Αυτή τη φορά θα μιλήσουμε για μια άλλη μεγάλη πλημμύρα που έγινε στις 30 Οκτωβρίου 1894 όπως μας την περιγράφει  και πάλιν Ευστάθιος Παρασκευάς-Παλαίμαχος μέσα από σειρά άρθρων που δημοσίευε στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού το 1935-37, με τον γενικό τίτλο «Παλαιαί αναμνήσεις», αλλά και από άλλες πηγές που προέκυψαν από έρευνα μας.  
Κάτω από τον τίτλο «Ή μεγάλη πλημμύρα του 1894» μας περιγράφει ο Παλαίμαχος: «Εδώσαμεν εις το προηγούμενον φύλλον της «Αλήθειας» μιαν σκιαγραφίαν των πλημμυρών Λεμεσού κατά το 1880. Σήμερα θα δώσω εις τους αναγνώστες μου τα κατά την πλημμύραν της 30 Οκτωβρίου.
 Ή βροχή πού έπεφτε με μεγάλην ραγδαιότητα ήρχισε μόλις ανέτειλεν ο ήλιος και εξηκολούθησεν ακτάπαυστα έως τας 9 το πρωί. Κατόπιν εσταμάτα ολίγον και πάλιν ήρχιζεν εκ νέου. Εγώ τότε είχα μεταφέρει το πατρογονικόν μου σπίτι εις χάνι και εις το εσωτερικόν αυτού είχα ένα δωμάτιον ανώγειον που έμενα. Ευρίσκετο εις την γωνίαν της οδού Βικτωρίας και Σπάρτης όπου σήμερον το κατάστημα (μπακάλικο) του κ. Βασ. Βαρνάβα. Από το δώμα του χανιού παρετήρουν έξω εις τους δρόμους την κατάστασιν. Μόλις είχε σταματήσει η βροχή και βλέπω να περνά ο υπαστυνόμος κ. Τόμας Γκρήνουτ καβάλλα εις το άλογο του. Την στιγμήν εκείνην το νερόν ήτο άνωθεν των γονάτων του αλόγου του, μόλις δε επέρασεν η βροχή ήρχισε πάλιν και ήτο τόσον δυνατή ώστε το νερό να χύνεται κάτω εις τους δρόμους, από τα κροδώματα, διότι οι χολέτρες δεν επαρκούσαν. Τότε κατέβηκα στο χάνι και έλυσα όλα τα ζώα που ευρίσκοντο μήπως η πλημμύρα τα εύρη δεμένα και πνιγούν. Κατόπιν εκαβαλλίκευσα τον βόρδον και επροχώρησα στο σπίτι της αδελφής μου (ήτο τότε ύπανδρος) που ευρίσκετο στην οδόν Βικτωρίας έναντι της σημερινής οικίας του Γαβρ. Κουδουνάρη και ήτο υψηλότερον από τον δρόμον κατά τρία σκαλιά. Το νερό είχε περάσει το πρώτον σκαλί του σπιτιού και μετ' ολίγον έφθασε το τρίτον. Φεύγω τότε έφιππος και προχωρούσα προς το Κομεσαριάτο. Όταν έφθασα στο πρόχωμα της «Βαθειάς» βλέπω τον κ. Γκρήνουτ και 10-15 ζαπτιέδες να βάλλουν κλαδιά και χώμα επάνω στο πρόχωμα δια να κρατήσουν το νερόν να μην κατέβη εις την πόλιν όταν θα έφθανε στο χείλος της Βαθειάς. Μόλις με είδε μου λέγει: «Στράφου πίσω και ειδοποίησε όσους ενοριάτες μπορείς να φροντίσουν να σωθούν, διότι το νερόν του ποταμού είναι πάνω από το βεργί».
Αμέσως έσπευσα και ειδοποίησα όσους μπορούσα και έφθασα εις το σπίτι της αδελφής μου όπου το νερόν ήτο εις το κατώφλι. Καβαλλικεύω την αδελφήν μου, τον μικρόν υιόν της και την υπηρέτριαν της  μέσα στο δισάκκι εβάλαμεν ότι πολύτιμον είχεν- επάνω στον βόρδον και εγώ μέσα στο νερόν που με έχωνε ολίγον πάνω από τα γόνατα κρατούσα το ζώον και το οδηγούσα προς το Κομεσαριάτο, επειδή ήτο υψηλότερα. Φαντασθήτε τί τράβηξα μέσα στο κρύο νερό και το ρεύμα του. Δεν παρπατούσα αλλά έσερνα τα πόδια μου, διότι εάν εσήκωνα το πόδι μου μπορούσα να χάσω την ισορροπίαν από την δύναμιν του ρεύματος και να πέσω μέσα σ' αυτά. Εις την θέσιν που είναι σήμερον το σπίτι του κ. Θεοχάρη (γιατρού) το νερόν με έχωνε μέχρι της μέσης μου. Θα αναφέρω εδώ κάτι που μου έκαμεν εξαιρετικήν εντύπωσιν. Την στιγμήν αυτήν ήκουσα τα Ρωσσικά βόδια (τότε εισήγοντο χάριν του στρατού), που ήσαν μέσα εις το οικόπεδον του κ. Λοΐζου Νικολαΐδη (νυν κ. Κυριάκου Δρουσιώτη), να μουγκρίζουν με το μούγκρισμα που βγάζουν όταν μυρισθούν αίμα βοδινόν.  Όσον επροχωρούσαμεν το νερό και το ρεύμα ήσαν ολιγώτερα, παρετήρησα δε ένα σχοινί το οποίον ήτο δεμένον από το ένα μέρος εις το παράθυρον του σπιτιού του Παλαιομυλίτη και το άλλο εις την οικίαν του κ. Μυριάνθη, ήσαν δε  Άγγλοι στρατιώται που βοηθούσαν μαζί με το σχοινί τον κόσμον να πέραση. Άφηκα τους δικούς μου εις την οικίαν της κ. Σ. Κοντοπούλου, η ο­ποία είχε την καλωσύνην να μας προσκαλέση, έδεσα τον βόρδον κάπου εκεί και επήρα τον δρόμον προς τον ποταμόν.  Έφθασα εκεί όπου είναι το χάνι της Μαρίκκας και παρατηρούσα. Είδα μίαν απέραντον θάλασσαν. Το νερόν, κόκκινον, ήτο πάνω από το βεργί ένα πήχυν, εσχημάτιζε δε κύματα και έτρεχε προς την θάλασσαν με ορμήν. Αι κορυφαί των δένδρων των περιβολιών μόλις εφαίνοντο και το βάθος του νερού από το κάτω μέρος της κοίτης του πόταμου έως την έπιφάνειαν που ευρίσκετο ήτο οκτώ πήχεις περίπου.
 Όλα τα περί τον ποταμόν μικρόσπιτα παρεσύρθησαν, ένα γεφύρι επίσης. Ένα Τζαμί ολόκληρον εχάθη καί δεν έμεινε παρά ο μιναρές του που ήτο χωριστά και πετρόκτιστος. Μέρος της εκκλησίας του Άγιου Αντωνίου εχάθη, επίσης μαζί με ένα ελαιόδενδρον, το οποίον κατόπιν ευρέθη εις το κεφαλόσκαλον της αποβάθρας. Εις τας 2 μ.μ. το νερόν ολιγόστευε πολύ. Τότε     κατέβηκα εις το σπίτι της αδελφής μου, όπου είδα την πόρταν ανοιχτήν (την είχαμε κλείσει όταν έφυγα) και εμπρός της στοιβαγμένα καναπέδες, καρέκλες κτλ. Εις το χάνι βλέπω τους σταύλους πεσμένους και κάτω πλακωμένα και νεκρά μερικά βόδια και τέσσερεις-πέντε γαϊδάρους εις τον ηλιακόν. Είδα τρεις μούλες να ευρίσκονται επάνω εις μερικές τράβες και έτσι εσώθησαν. Ένα δε άλογον εσώθη, αφού ανέβη εις το μέσον της σκάλας του ανωγείου. Η πόρτα του καφενείου μου (είχα ένα μέρος του χανιού καφενείον) δεν υπήρχε και μου είπαν πώς το νερόν έφθασεν εις το ύψος τη ς πόρτας και την παρέσυρε.  Ένας Καστελλοριζιός, που ευρίσκετο εις το καφενείον μου, μου εδιηγήθη ότι έπιασε το σίδερο της κρεμαστής λάμπας και ανερριχήθη εις την «αρσέραν» (φεγγίτην) και έτσι εσώθη. Από τα σημάδια που άφηκε το νερόν αντελήφθηκα ότι εις τα πέριξ του καφενείου μου μέρη το νερόν έφθασεν εις τα επάνω καμαράκια των θυρών.
ΤΗΝ ΕΠΑΥΡΙΟΝ
Την επαύριον έφθασεν ό Αρμοστής Σένταλ δια να ίδη την καταστροφήν, εμπήκε δε εις τον λιμένα μας 'Αγγλικόν πολεμικόν, το όποιον νομίζω ότι ελέγετο «Αρέθουσα». Τούτο απεβίβασε πολλούς πεζοναύτας που εκρατούσαν σχοινιά, όπου δε έβλεπαν ετοιμόρροπον χτίριον το έδεναν με τα σχοινιά και το εκρήμνιζαν. Με τα σχοινιά αυτά απεπειράθησαν να κρημνίσουν τον μιναρέν του Τζαμιού που  είχε παρασυρθή. Δεν το κατόρθωσαν, διότι ήτο πολύ στερεός. Τότε έφεραν δυναμίτιδα και τον ετίναξαν εις το αέρα. Ενθυμούμαι δε ότι ούτε με το πρώτον ούτε με το δεύτερον φυσίγγιον έπεσε ο μιναρές· οι Τούρκοι έλεγαν: Δεν θέλει ο Θεός!-και έγινεν ανάγκη να μεταχει­ρισθούν τρίτον και δυνατώτερον φυσίγγιον.
ΑΛΛΑΙ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑΙ
Θύματα του κατακλυσμού αυτού υπήρχαν περί τα 20, το πλείστον Τούρ­κοι. Από τα σπίτια των ιδικών μας δεν έπεσε παρά το σπίτι Υψαρίδη (νυν νέα οικία Βασίλη Πετρίδη) το όποιον δυστυχώς είχε πλακώσει ολόκληρον την οικογένεια που εκάθητο μέσα με ενοίκιον.
Εις την Τουρκικήν συνοικίαν εσημειώθησαν πολλαί καταρεύσεις οικιών, διότι ήσαν χτισμένες από πλιθάρια. Εις την οδόν Βικτωρίας, (σημ. ημέρα Ειρήνης) ένεκα των προηγουμένων πλημμύρων, τα σπίτια είχαν διορθωθη καλά και κανένα δεν έπεσε. Μετά το 1894 έγινεν η νέα κοίτη του πόταμου (Γαρύλλη) και εκτίσθη «βεργκίν» δυνατόν και έτσι το νερό του πόταμου δεν έρχεται εις την πόλιν αλλά χύνεται εις την θάλασσαν δια της κοίτης που έγινε τότε μέσον Τσιφλικουδιού.
Στην επόμενη έκδοση, στο δεύτερο μέρος θα δούμε μιαν άλλη μαρτυρία, αυτή μιας άγνωστης νεαρής που περιγράφει πως έζησε αυτή την πλημμύρα με επιστολή της στην εφημερίδα «Εστία» των Αθηνών. Επίσης μέσα από την εφημερίδα της κυβέρνησης  (Gazette) του 1894 και 95, τί ακολούθησε της πλημμύρας.

Λεζάντες:
Φώτο 1 Ο Ευστάθιος Παρασκευάς
Φώτο 2 «Εις την θέσιν που είναι σήμερον το σπίτι του κ. Θεοχάρη (γιατρού) το νερόν με έχωνε μέχρι της μέσης μου».
Φώτο 3. «Μέρος της εκκλησίας του Άγιου Αντωνίου εχάθη»
Φώτο 4. Μια μοναδική φωτογραφία του Ν. Φόσκολου της ανατίναξης του μιναρέ από τους άνδρες του πολεμικού πλοίου «Αρεθούσα»

Και τα πρώτα τηλέφωνα στη Λεμεσό


Ο παγκόσμιος πυρετός στο αίμα και η αδρεναλίνη στα ύψη από την κυκλοφορία του νέου iphone 5 ! Η Κύπρος απόλυτα εναρμονισμένη με την παγκοσμιοποίηση  δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση.. Οι «κατζετάκηδες», κυρίως οι νέοι, πετάνε τα «παλιάς τεχνολογίας» πλέον 4S για να πάνε στο 5. Κι ας τους λένε πως υπάρχει κρίση και πως πρέπει να μαζευτούν. Κι ας τους λέει ο πατέρας ο… «i-paid» (κατά το γνωστό ανέκδοτο που κυκλοφορεί), πως οι διαφορές είναι ελάχιστες και πως μάλιστα το νέο i-phone5, στο πρώτο τουλάχιστον στάδιο στη Κύπρο ίσως να έχει και προβλήματα λειτουργίας. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν τίποτα.  Διότι πως να κυκλοφορούν με τα παλιά i-phone και να καταξιώνονται κοινωνικά; Σε μια κοινωνία της υπερκατανάλωσης που εμείς οι μεγάλοι φτιάξαμε, τους γαλουχήσαμε και τους μεγαλώσαμε με την «ανάγκη» χρήσιμων και άχρηστων αγαθών στην εποχή της χλιδής των παχιών αγελάδων και του νεοπλουτισμού;
Ένα από τα αγαθά της κοινωνίας αυτής είναι και το αγαθό της τηλεφωνίας που  όμως με την εξέλιξη της, όλο και περισσότερο κινδυνεύουμε από χρήσιμο και αναγκαίο αγαθό να μας γίνει τυρρανία και εφιάλτης. Η ενσύρματη, η κινητή, η δορυφορική, η με εικόνα,  η μέσω του διαδικτύου και δεν συμμαζεύεται, μας κάνει ολοένα και πιο πολύ εξαρτώμενους σκλάβους της παρά να αποτελεί αυτή η ίδια  μέσο εξυπηρέτησης μας.
Υπήρξαν εποχές που η απουσία του μέσου αυτού, όπως και πολλών παρόμοιων, αποτελούσε σημαντική έλλειψη και η εμφάνιση του ζωτικής σημασίας στην επικοινωνία αλλά και την ομαλή λειτουργία της καθημερινής ζωής των ανθρώπων.
Το τηλέφωνο, με εξαίρεση την τοποθέτηση σε ορισμένα κυβερνητικά γραφεία, πρωτοπαρουσιάστηκε στη Λεμεσό μεταξύ των σημαντικών τότε για την οικονομία του τόπου κρασοχωριών και των Μανδριών που ήταν το κέντρο τους,το 1881. Τρία δηλαδή μόλις  χρόνια μετά την αγγλική κατοχή.
 Από τότε όμως κύλησε αρκετό νερό στο αυλάκι και χωρίς ουσιαστικές αλλαγές μέχρι το 1914 που η φιλοπρόοδη οικογένεια της Λεμεσού, η οικογένεια Γιορδαμλή, ξενικά δειλά-δειλά -  και πάλιν πρώτη από όλες τις πόλεις της Κύπρου η Λεμεσός- να εγκαταστήσει ένα στοιχειώδες τηλεφωνικό κέντρο με τα λίγα πρώτα ιδιωτικά  τηλέφωνα στην οδό Σαλαμίνος. Η ιδιωτική εταιρία τηλεφωνίας Γιορδαμλή από το 1925 λειτουργούσε πλέον πάνω σε οργανωμένη επαγγελματική βάση  και εξυπηρέτησε για πολλά χρόνια- πάντα μέσα στα περιορισμένα πλαίσια μιας μικρής ιδιωτικής εταιρείας, αλλά και των οικονομικών δυνατοτήτων πελατών της- για πολλά χρόνια μέχρι το 1936  που η ιδιωτική πρωτοβουλία παραμερίζεται και η αγγλική εταιρεία British Wires αναλαμβάνει  την γενική τηλεφωνική σύνδεση  με πόλεις και χωριά.  
Είναι τότε που με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του τόπου παρουσιάζεται και η αυξημένη ανάγκη αλλά και οι αυξημένες απαιτήσεις για τηλεφωνική εξυπηρέτηση, όπως βγαίνει μέσα από  το σχετικό κείμενο του λεμεσιανού δημοσιογράφου Τέμπλαρ, όπως αυτό  δημοσιεύεται στην «Αλήθεια» της Λεμεσού ημερομηνίας 23 Απριλίου 1937 με τίτλο «ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΛΕΦΩΝΩΝ»:
«Εις την τελευταίαν σας έκδοσιν ανεγράφετε ότι ο αριθμός των τηλεφώνων ανέρχεται σήμερον εις 112 τον αριθμόν και καταλήγετε εις την ευχήν ότι δεν πρέπει να λείψη  από καμμίαν οικίαν ή κατάστημα ή γραφείον το τηλέφωνον.
Η ευχή σας βέβαια είναι πολύ δικαία. Αι αντιλήψεις όμως και αποφάσεις της Εταιρείας ως προς την τιμήν των τηλεφώνων νομίζομεν ότι  προσκρούουν πρός τας  αντιλήψεις του  λεμεσιανού και εν γένει παγκύπριου κοινού, όπερ ευρίσκει ότι η δαπάνη της  κατοχής τηλεφώνου είνε υπερβολική. Και ως απόδειξιν, λίαν χαρακτηριστικήν φέρομεν αυτήν την πόλιν της Κύπρου που είνε τόσον προηγμένη εις το εμπόριον και βαδίζει γενικώς στερεά πρός την πρόοδον και ερωτώμεν είνε ικανοποιητικός ο αριθμός των τηλεφώνων της; Βέβαια όχι διότι εν τη πραγματικότητι έχει μόνο 60-70 τηλέφωνα, δι’ ιδιωτικήν χρήσιν, δεδομένου ότι τα υπόλοιπα κατέχονται υπό των κυβερνητικών και δημοτικών γραφείων.
Είμεθα εις θέσιν να βεβαιώσωμεν εξ ερεύνης μας, ότι μέγας αριθμός καταστηματαρχών και οικογενειαρχών θα ήτο διατεθειμένος να εγκαταστήση τηλέφωνον και δεν το κάμνει διότι το ποσόν των λ.7-10 το θεωρεί υπέρ τας δυνάμεις του.
 Η Εταιρεία, ήτις είνε αληθές με τόσην τελειότητα και ακρίβειαν εγκατέστησε και λειτουργεί το χρήσιμον τούτο όργανον συνεννοήσεως,οφείλει να αναθεωρήσει την ταρίφαν της ως προς την τιμήν, δεδομένου ότι είνε οικονομική αρχή το «εν τη καταναλώσει το κέρδος»









Φωτογραφίες:

1. Ο πρωτοπόρος της αστικής τηλεφωνίας της Κύπρου Γεώργιος Γιορδαμλής με τη σύζυγο του  Μαριγώ που εκτελούσε και τα καθήκοντα της πρώτης τηλεφωνήτριας.

2. Το εξώφυλλο του πρώτου τηλεφωνικού καταλόγου της Κύπρου, το 1929

3. Οι αδελφές Ευανθία και Ελευθερία Γιορδαμλή κόρες του Γεώργιου, πρώτες τηλεφωνήτριες από το 1925.

4,5  Από τo πρώτo τηλέφωνα στη Λεμεσό στο παγκοσμιοποιημένο i-phone 5…