Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Πρόσωπα και συμβάντα κατά το 1870 εις Λεμεσόν


 
                                                                            Μέρος Β΄

                                 

 Συνέχεια των αναμνήσεων του  Ευστάθιου Παρασκευά όπως μας τις άφησε σε
λεπτομερείς περιγραφές ο παλιός αυτός λεμεσιανός  μέσα από σειρά άρθρων που δημοσίευε με το ψευδώνυμο «Παλαίμαχος», στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού  στη δεκαετία του 1930, με τον γενικό τίτλο «Παλαιαί αναμνήσεις». Αποτελούσαν αναμνήσεις του από το 1869 που δέκα σχεδόν χρονών παιδάκι ήρθε από το Πισσούρι στη Λεμεσό για να φοιτήσει στο τότε «Αλληλοδιδακτικό Γυμνάσιο». Τις αναμνήσεις αυτές ο γράφων τις μάζεψε και μαζί και με κάποια σχετικά άρθρα τού επίσης παλιού λεμεσιανού σημαντικού διανοούμενου λαογράφου  Ξενοφώντος Φαρμακίδη, τις έκανε βιβλίο με δική του επιμέλεια και εκτενή εισαγωγή με τίτλο «Ευστάθιου Παρασκευά –Παλαιμάχου, Παλαιαί Αναμνήσεις. Η Λεμεσός κατά τον 19ον αιώνα».  

Λέει  λοιπόν ο Παλαίμαχος:

« Σήμερον θα δώσω εις τους αναγνώστας μου μερικά από τα κυριώτερα συμβάντα κατά το 1870 το δεύτερον έτος της μαθητείας μου εις Λεμεσόν.

Οι παλαιότεροι θα ενθυμούνται, είτε οι ίδιοι είτε από τους γονείς τους, ότι από το 1870 και τρία χρόνια κατόπιν ήτο η τόσον γνωστή «Αστοχία» που πείνασε ο κόσμος στην Κύπρο, ένεκα της ελλείψεως βροχών.  Έτσι το 1870 ήτο ο πρώτος χρόνος της δυστυχίας.


Η Λεμεσός γύρω στο 1870 φωτογραφημένη από το καμπαναριό της Φραγκοκλησιάς που μόλις είχε τελειώσει τη χρονιά εκείνη.
Κατά τον χρόνον αυτόν ήρχισε το κτίσιμον της Φραγκοκλησιάς το οποίον ετελείωσε την ημέραν του Αγ. Αντωνίου του αυτού χρόνου. Ήτο η ημέρα του κατακλυσμού. Ενθυμούμαι και δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι την ημέραν αυτήν προ μεσημβρίας  έγεινεν ο μεγαλύτερος σεισμός που δεν ξανάγεινε μέχρι σήμερον. Μποτίλιες έπεσαν από τα ράφια και έσπασαν, τζάρες,  δαμιτζάνες ανεποδογυρίσθησαν. Δεν είχαμεν θύματα διότι τότε εις την Λεμεσόν τα πλείστα σπίτια της ήτο από πλινθάρια και έτσι δεν έπεσε κανένα σπίτι. Και αυτός ο μεγάλος σεισμός της 17 Ιουνίου 1896 δεν μπορούσε να συγκριθή με αυτόν του 1870.

Τότε είχε διορισθή δια πρώτην φοράν Σχολάρχης ο αείμνηστος Διδάσκαλος Ανδρέας Θεμιστοκλέους· είχε διδάξει τον χρόνον αυτόν τα μαθήματα της τελευταίας τάξεως του Σχολαρχείου με μαθητάς τους μακαρίτας Λάμπρον Θ. Ρωσσίδη, Γεώργιον Θ. Μορίδην, Ευαγόραν Νικολαΐδη, Κωνσταντίνον Σολωμονίδην, Νικόλαον Δ. Υψαρίδην, Μιλτιάδην ΄Εβερτ (αδελφόν της μακαρίτιδος Ελένης Καραγεωργιάδου ιατρού) και ο Χριστόδουλος του  Έξαρχου. Αυτοί ήσαν οι πρώτοι απόφοιτοι πάντες από το Σχολαρχείον με σχολάρχην τον Αντρέαν.

 

ΜΙΑ ΑΞΕΧΟΥΣΑ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ

 

Την εποχήν αυτήν ύπήρχον εξέχουσαι φυσιογνωμίαι εις την Λεμεσόν για τας οποί­ας ανέφερα εις το προηγούμενον σημείωμα μου του 1869. Αι ίδιαι υπήρχαν και κατά το υπό περιγραφήν έτος, ουδενός αποθανόντος. Ουχ ήττον μία εξέχουσα προσωπικότητα δεν ανέφερα εις το παρελθόν επειδή ήθελα να γράψω λεπτομέρειας περί αυτής και το πράττω σήμερον. Πρόκειται περί του αειμνήστου Χριστοδουλή τού τότε ονομαζόμενου Χριστοδουλή του Χατζηπαυλή του πάππου του σημερινού δημάρχου και αδελφών του και των τέκνων Δημοσθένους Χατζηπαύλου.

Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Ντυμένος με την συνήθη ενδυμασίαν της τότε εποχής δηλ. βράκαν, ζιμπούνι γιλέκο, σάρπα και ποδίνες πάντοτε λουστραρισμένες, ήτο τύπος καλωσύνης και χρηστότητας, δια τούτο εθεωρείτο πολυσέβαστον πρόσωπον από όλους τους συμπολίτας του. Ήτο έμπορος και βιομήχανος ιδρύσας το εργοστάσιον οινοπνευμάτων το οποίον διετήρησαν κατόπιν οι υιοί του Δημοσθένης και Δημήτριος και ήδη οι εγγονοί του Χριστόδουλος, Αντώνιος και Δήμος.  Όσοι ευτύχησαν να εργασθούν εις το κατάστημα και εργοστάσιον του έγειναν κατόπιν με την βοήθειαν του καλοί έμποροι και καλοί πολίτες. Εκρίθη δια τας γενναίας συνδρομάς και δωρεάς του υπέρ Ιερών σκοπών. Τούτο πιστοποιεί και ο φίλος μου κ. Αρ. Πηλαβάκης εις το βιβλίον του «η Λεμεσός και τα Σχολεία της» όπου φαίνεται ότι κατέβαλε το πλείστον των δαπανών της ανεγέρσεως του Ναού Αγ. Ανδρόνικου, που εθεμελιώθη το 1830 και επερατώθη το 1850. Σύζυγος τούτου ήτο η αείμνηστος  Εσθήρ, προστάτις των ορφανών, αδελφή του αείμνηστου Γεωργίου Κακαθύμη του πρώτου εμπόρου των χαρουπιών και εφόρου και ταμία των Σχολείων κατά το έτος τούτο.

Μαζί με τα τόσα προσόντα του ο Χριστοδουλής του Χατζηπαυλή διεκρίθη καί ως άψογος οικογενειάρχης μορφώσας και αποκαταστήσας τα παιδιά του, ήτοι Δημοσθένην, Δημήτριον, Μαριούν μητέρα του ήρωος Χριστοδούλου Σώζου, Αρίστην Θ. Βέρα και την ζώσαν σεβαστήν δέσποινα Πηνελόπην Κ. Ρωσσίδου. Τον θάνατον του έκλαυσεν όλη η πόλις.

 

Ο ΣΑΪΤ ΠΑΣΑΣ ΕΙΣ ΛΕΜΕΣΟΝ

Κατά την εποχήν αυτήν επεσκέφθη την Λεμεσόν ο Διοικητής της Κύπρου Σαΐτ Πασάς. Ό Καϊμακάμης ειδοποίησε τους προεστούς και τους δασκάλους ότι θα φθάσει εις την πόλιν ο Διοικητής και απεφασίσθη να του κάμουν καλήν υποδοχήν. Ο διδά­σκαλος μας Γ. Λουκάς έκαμε και ετόνισε ένα τραγούδι και μας το εδίδαξε να το τραγουδούμεν και την ημέραν της αφίξεως μας ωδήγησεν εκεί όπου είνε σήμερον η παράγκα της κ. Αλεξάνδρας Κίρζη. Προεστοί χριστιανοί και Τούρκοι έφιπποι έτρεξαν εις τον ποταμόν της Γερμασόγειας προς υποδοχήν. ΄Εφεραν λοιπόν τον Πασάν εν συνοδεία απ' έξω δε από το σπίτι του Παναή της Παπαδιάς, νυν οικία κυρίας Πιερή εσταμάτησεν ο επίσημος ξένος και η συνοδεία του και ημείς εψάλαμεν το τραγούδι με επί κεφαλής τον Γεώργιον Ευθύβουλον και Νικόλαν Μαυρομούστακον που ήσαν και μεγαλύτεροι και πιο καλλίφωνοι και κατόπιν η συνοδεία προχώρησε και ημείς διελύθημεν.

Την επαύριον ο Παυλής Πελεντρίδης ο λεγόμενος Παυλή Μπέης έκαμε χορόν εις το σπίτι του όπου και είχεν ετοιμάσει και δωμάτιον δια να κοιμηθή ο Πασάς.  Το σπίτι του ήτο εκεί όπου είνε σήμερον εις την προκυμαίαν τα μαγαζιά και η οικία της άνω ρηθεί­σης κυρίας Αλεξάνδρας Κίρζη. Ήτο μία μεγάλη οικία κατώγειος, προ της εισόδου ήτο μία βεράντα με 5 καμάρες και κατόπιν άλλες δύο κομμένες με γυαλιά. Μέσα είχε Σάλες, σαλόνια και πολλά δωμάτια.

Τότε εγώ ήμουν οικότροφος εις το σπίτι του πατρός του διδασκάλου μου Γ. Λουκά, έμεινε δε εις αυτό και ο ίδιος ο οποίος είχε προσκληθεί εις τον χορόν τον παρεκάλεσα να με πάρει μαζί του, άλλα μου είπεν πως  δεν επιτρέπεται  η μεγάλη μου όμως επιθυ­μία να υπάγω και να ιδώ πρώτην φοράν χορόν με έδωσε την έμπνευσιν να του προτεί­νω να αφήσει το επανωφόρι του να το φέρω εγώ, το όποιον και εδέχθη. Πράγματι ολίγην ώραν επήρα το επανωφόρι και έτσι τα κατάφερα να εισχωρήσω εις το σπίτι.

 

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΗΜΠΕΗ

Μόλις εμπήκα μέσα εθαύμασα τον πλούτον του σπιτιού του Παυλήμπεη μέσα στο οποίον εδίδετο ο χορός προς τιμήν του διοικητού της Κύπρου Σαΐτ Πασά. Εις την σάλα είδα τον Πασάν εκάθητο εμπρός σε ένα ωραίο τραπέζι μαζί με άλλους. Επάνω εις το τραπέζι αυτό υπήρχαν ωραία ποτήρια και «τζαϊκά» με τα πιατάκια τους και 2-3 μποτίλιες. Τότε ηρώτησα τι πίνουν και μου είπαν ότι είνε η περίφημη μαστίχα της Χίου. Ηρώτησα επίσης και δια τα πράγματα που ήσαν επάνω στο τραπέζι, διότι μου εφάνηκαν ασυνήθιστα και εκατάλαβα ότι ήσαν πολύτιμα. Μου είπαν ότι τα ποτήρια και οι μποτίλιες ήσαν από κρύσταλλον και τα τσαϊκά με τα πιατάκια τους ήσαν «φαρφουρένια. Πρώτην φοράν έβλεπα τέτοια πράγματα και ήκουσα τέτοιαν ονομασίαν. Ο χορός άρχισεν, ήτο όλος ο καλός κόσμος της Λεμεσού με τες ωραίες της εποχής, ο Πασάς δεν εχόρεψε αλλ' έπινε με μερικούς εις το τραπέζι από το οποιον δεν εκινήθη. Εννοείται έπαιρναν και έφερναν διαφόρους μεζέδες που φαντάζομαι πόσον εκλεκτοί θα ήταν.

Αλλ' η περιέργεια μου δεν εσταμάτησεν έως εδώ, δια τούτο ήθελα να δω και να περιεργασθώ και το δωμάτιον όπου θα έμενεν ο Πασάς να κοιμηθεί ύστερα από τον χορόν. Επλησίασα στην πόρτα όπου έβλεπα καλά μέσα. Είδα μίαν μεγάλην «καριόλαν» με «ουμπρέλλαν» και ουρανόν, όπως εσυνηθίζετο τότε εις τα καλά σπίτια. Η ουμπρέλλα ήτο σκεπασμένη με βελούδον κεντημένον από τιρτίρι (κλωστήν) χρυσόν και εις τα άκρα της εκρέμμοντο φλόκοι χρυσοί πάλιν από τιρτίρι. Η χρυσή αυτή κλω­στή ήτο άφθονη και εις τα σκεπάσματα όπου εσχηματίζοντο με αυτήν έβλεπα κλαδιά διαφόρων σχημάτων και σχεδόν το ρούχο των σκεπασμάτων δεν εφαίνετο. Δεν έβλεπες επάνω ει την καριόλαν παρά κεντήματα από χρυσάφι και εις τα άκρα χρυσούς φλόκκους. Τα σινδόνια που μόλις εφαίνοντο ήσαν κεντημένα με «πιπίλαν» επίσης τα μαξιλαροκεντήματα. Το ταπέτο εις το δάπεδον ήτο πολύ ωραίον. Ενθυμούμαι ότι έφυγα με τόσον θαυμασμόν από ό,τι πλούσιον είδα που όταν εκοιμήθηκα έβλεπα είς τον ύπνον μου την μεγαλοπρέπειαν του σπιτιού του Παυλήμπεη.

 

Η ΑΝΥΨΩΣΙΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ

Την επαύριον το μεσημέρι ο Γεώργιος Ακάμας έκαμε του Πασά τραπέζι όπου παρεκάθησαν ο Καϊμακάμης Φεττή Εφένδης και μερικοί άλλοι χριστιανοί και Τούρκοι, ήτο δε τόση η ευχαρίστησις του διοικητού από τας περιποιήσεις που του έκαμαν εις την Λεμεσόν, ώστε οι έξυπνοι τότε προύχοντες να επωφεληθώσι της ψυχολογικής του στιγμής και να ζητήσουν κάτι. Και εζήτησαν ως χάριν όπως επιτρέψει να υψώνεται εις τον ιστόν της εκκλησίας Αγ. Νάπας η σημαία της, η οποία, ως είδομεν εις άλλον σημείωμα είχε απαγορευθή να υψώνεται. Μόλις τούτο έγεινε γνωστόν εις την πόλιν όλοι οι ναυτικοί της πόλεως έτρεξαν και εδιόρθωσαν τον ιστόν και ύψωσαν την σημαίαν προ της αναχωρήσεως του Πασά.

Ο αείμνη­στος Γιάγκος Αραούζος είχε 3 Μπουμπαρτοκάϊκα που εταξείδευαν εις την Αττάλειαν και Μερσίναν
 

ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΝΤΑ

Κατά το έτος τούτο απέθανεν η Αικατερίνη Φραγκούδη μήτηρ του αειμνήστου Σωκράτη Φραγκούδη και μάμμη του διακεκριμένου συμπολίτου μας κ. Γ. Φραγκούδη. Την αυτήν εποχήν ο περιβόητος Τζεσνόλης πρόξενος της Αμερικής ήρχισε τας ανασκαφάς του εις την Επισκοπήν της επαρχίας μας. Είνε γνωστόν ότι εσύλησε τον τόπον από περίφημα αρχαία αγάλματα και άλλα αντικείμενα.

  Ο αρχαιοκάπηλος Τσεσνόλα
Η συγκοινωνία τότε μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου εγείνετο με ιστιοφόρα εφόρτωναν κρασιά και έπαιρναν και επιβάτες επίσης δε και επιστολάς αφού η συγκοινωνία με το εξωτερικόν ήτο σπανία. Πλοίαρχοι που ήσαν ιδιοκτήται πλοίων ή εδούλευαν με μισθόν, ήσαν  οι Νικόλας Γεωργιάδης, Γεώργιος Λάμπης, Παναγής Λιβέρδος, Δημήτριος Μαρνέρος, Αντώνης Κυρηνιώτης, Μπεναρδής και Γεώργιος Τσαγγαρίδης. Ο αείμνη­στος Γιάγκος Αραούζος είχε 3 Μπουμπαρτοκάϊκα που εταξείδευαν εις την Αττάλειαν και Μερσίναν, είχε δε επίσης και ένα πλοίον μεγάλον συντροφικόν με τον Τρύφωνα Ηλιάδην. Αυτό εταξείδευεν εις την Ευρώπην με πλοίαρχον τον καπετάν Αλέξη. Ενθυμούμαι ότι όταν έφθαναν τα καΐκια του Αραούζου εις το λιμάνι της Λεμεσού ύψωναν την Τουρκικήν σημαίαν και έρριπταν κανονιοβολισμούς, τους οποίους όταν ηκούαμεν ελέγαμεν ότι έφθασε κανένα καΐκι του Αραούζου και έτσι ήτο η διαταγή του ιδιοκτήτου. Μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου ο Αραούζος ηγόρασε μιαν γολέτταν και έβαλε για καπετάνιον της κάποιον Κάσιον Ηλίαν Νουάραν ο οποίος επήρε το καράβι και έφυγε χωρίς ποτέ ο ιδιοκτήτης του να μάθη τι έγεινε και το καράβι και ο καπετά­νιος. Ο Θεός ξεύρει εάν εναυάγησαν ή ο καπετάνιος το επήρε και το εσφετερίσθη. Που να μάθη κανείς τότε με την έλλειψιν μέσων συγκοινωνίας.»

 

«Είχε δε επίσης και ένα πλοίον μεγάλον συντροφικόν με τον Τρύφωνα Ηλιάδην. Αυτό εταξείδευεν εις την Ευρώπην»

 

 
  

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Η Λεμεσός του 1870


Πώς ήτο και πώς είναι σήμερον
Μέρος Α’

Ευστάθιος Παρασκευάς
Θα επανέλθουμε πάλι στον Ευστάθιο Παρασκευά  για να θυμηθούμε μαζί του μέσα από τις «παλαιές» του «αναμνήσεις» για  πράγματα και θαύματα άλλων εποχών για τη  Λεμεσό.
Λεπτομερείς περιγραφές μας άφησε ο παλιός αυτός λεμεσιανός  μέσα από σειρά άρθρων που δημοσίευε με το ψευδώνυμο «Παλαίμαχος», στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού  στη δεκαετία του 1930, με τον γενικό τίτλο «Παλαιαί αναμνήσεις». Αποτελούσαν αναμνήσεις του από το 1869 που δέκα σχεδόν χρονών παιδάκι ήρθε από το Πισσούρι στη Λεμεσό για να φοιτήσει στο τότε «Αλληλοδιδακτικό Γυμνάσιο». Τις αναμνήσεις αυτές ο γράφων τις μάζεψε και μαζί και με κάποια σχετικά άρθρα τού επίσης παλιού λεμεσιανού σημαντικού διανοούμενου λαογράφου  Ξενοφώντος Φαρμακίδη, τις έκανε βιβλίο με δική του επιμέλεια και εκτενή εισαγωγή με τίτλο «Ευστάθιου Παρασκευά –Παλαιμάχου, Παλαιαί αναμνήσεις. Η Λεμεσός κατά τον 19ον αιώνα». Να επισημάνουμε μόνο ότι όταν  λέει «σήμερον» εννοεί το 1935 που το έγραψε.
Λέει   λοιπόν ο Παλαίμαχος:
«Θέλω να φαντασθώ ένα παιδί Λεμεσιανό που έφυγεν από την Λεμεσόν και επήγεν στα  ξένα. Και θέλω να φαντασθώ το ίδιο παιδί να επιστρέφει εις την Λεμεσό αφού επί 65 χρόνια δεν την ξαναείδε, τώρα βέβαια γέρος ασπρομάλλης και ρυτιδωμέ­νος. Με ποίαν έκπληξιν θα στέκει να θαυμάζη πόσον επροόδευσεν η πόλις του, πόσον εμεγάλωσε, πόσον επολιτίσθηκε. Θα τρίβη τα μάτια του όταν θα βλέπη την σημερινήν Λεμεσόν και θα κάμνη συγκρίσεις με την Λεμεσόν του 1870. Θα γυρεύη τα χωράφια που έπαιζε με τα άλλα παιδιά χωρίς να έχουν τελειωμό. Θα γυρεύει το σπίτι του τάδε και του τάδε που ήτο γειτονικό του και στον τόπο τους θα βλέπει ωραία νέα σπίτια μοντέρνα που εκτίσθησαν. Ας αφήσωμεν που θα γυρεύει και τα σπίτια που ήταν κτι­σμένα εις την θάλασσαν, αυτά θα καταλάβη πως τα ρίξαν δια να γείνη η ωραία μας προκυμαία. Πολλά τέλος πάντων θα γυρεύει να δη αλλά μάταια, πέρασαν, χάθηκαν, τάφαγε η πρόοδος, ο πολιτισμός, το φιλοπρόοδο των κατοίκων της.
Ο παραλιακός δρόμος της Λεμεσού κατά την εποχή
που περιγράφει ο Παρασκευάς
Γιατί η Λεμεσός του 1870 ήτο μία μικρά πόλις με 4500 κατοίκους που εκάθηντο εις μικρά σπίτια τα περισσότερα από πλιθάρια και εκυκλοφορούσαν το περισσότερο μέσα σε μονοπάτια των χωραφιών που ήταν ατελείωτα. Γιατί δεν υπήρχαν ούτε άμαξόδρομοι ούτε χαληνόδρομοι (έτσι ελέγαμε τότε τους μικρούς δρόμους των πόλεων). Ούτε άμαξες υπήρχαν, ούτε αποβάθρα, ούτε προστατευτικά προχώματα, ούτε Νοσοκομείον, Γυμναστήριον, Πτωχοκομείον, Δημόσιος Κήπος κτλ. Δεν είχαμε επίσης ούτε νερόν τρεχάτον, ούτε φώτα εις τους δρόμους, ούτε ηλεκτρικά, ούτε Δημοτικήν Αγοράν, Σφαγείον, Καπνεργοστάσιον, Τηλεγραφείον, Ταχυδρομείον και θέατρα. Δεν είχαμεν ακόμη κτηματικούς φόρους, ούτε τίτλους μας έδιναν δια τα σπίτια μας (μούλκ). Η κοι­νωνική κίνησις μικρά και μονότονη.
Λεμεσός, παραλιακή οδός 1878
Τα άνω που γράφω δεν υπήρχαν εις την πόλιν μας. Μα τότε τι υπήρχε και πώς   εζούσεν ο κόσμος και πώς επερνούσεν. Από μνήμη θυμάμαι μερικά και ας μου επιτρέψουν οι αναγνώσται της «Αληθείας» και οι 15 χιλιάδες και πλέον σημερινοί κάτοικοι Λεμεσού να τους τα περιγράψω. Θα μάθουν έστω και σε λίγα λόγια μίαν σύντομην παλαιάν ιστορίαν της πόλεως των, θα μάθουν μερικά από την ζωήν και κίνησιν (θα ήθελα να ειπώ ακινησίαν) των πατέρων των και θα εύρισκα δίκαιο στον φανταστικό ξενητευμένο Λεμεσιανό που ανέφερα πάρα πάνω.
Γεώργιος Λουκά
 Αρχίζω από το νερό. Η πόλις υδρεύετο από τους λάκκους. Εις την ένορίαν Καθολικής καθένας είχε νερό στο σπίτι του, διότι εις την περιφέρειαν εκείνην το νερό ήτο «γλυκύ» και η ενορία Αγ. Νάπας επρομηθεύετο το νερόν της από νεροφόρους μερι­κοί όμως είχαν τους μαύρους - σκλάβους των (πολλαί οικογένειαι είχαν μαύρους που τους αγόραζαν από καπετάνιους που τους έφερναν από την Αφρικήν) - και τα ζώα των και έφερναν νερόν από το χωρίον Πύργον. Οι Λάκκοι που εθεωρείτο το νερόν τους καλόν εις την πόλιν ήσαν: ο λάκκος του Συντελλή ο οποίος ήτο πλησίον της παλαιάς γέφυρας του Αγ. Αντωνίου, οι λάκκοι της Τζαμούδας, του Λοϊζή του Κακκιντίρη εις την οδόν Ανεμόμυλου, τώρα οδός Βικτωρίας και του Πιτσιακκούρα εις την σημερινήν οδόν Ελευθερίας.
Είπα παραπάνω ότι δεν υπήρχαν φώτα την νύκτα εις την πόλιν. Η πόλις έπλεε εις βαθύ σκότος και δια να βγή κανείς την νύκτα έξω έπρεπε να βαστά φανάρι. Εάν δεν εβαστούσε φανάρι τον συνελάμβανεν το «Κόλι» και τον εκρατούσε εις τον αστυνομικό σταθμόν έως το πρωί το «Κόλι» αυτό ήτο 6-8 «Ττοπσήδες» (στρατιώτες) που επεριπολούσαν την νύκτα. Τακτικά μόλις έδυε ο ήλιος κάθε ημέραν ένας «Τοπσής» ανέβαινε εις το υψηλότερον μέρος του φρουρίου και εφώναζε τρεις φοράς: «Ε! Ε! Ε!», εσήμαινε ότι μετά την στιγμήν εκείνην δεν μπορούσε να βγή άνθρωπος χωρίς φανάρι. Κάποτε ελαμβάνετο απόφασις να απαγορευθή γενικώς η έξοδος από τα σπίτια· τότε εδίδετο διαταγή και ένας «τελλάλης» εφώναζε: «Φενέρ Φενερτζής πυρ οι τζίκμασι τισιαρί που άξάμ, τα γιασάκτιρ» ήτοι «με φανάρι ή χωρίς φανάρι απόψε να μη βγή κανείς είνε απαγορευμένο». Αλλοίμονον σε κείνον που θα παρήκουε, τον συνελάμβαναν και τον έσπαζαν στο ξύλο.
Τα φαγώσιμα ο κόσμος αγόραζε εις τα μαγαζιά, γιατί δεν υπήρχε δημοτική αγορά, χορταρικά, φρούτα και τα τοιαύτα, επωλούντο είτε εις τους δρόμους είτε εις τα μαγαζιά. Το κρέας το επρομηθεύοντο από ώρισμένα μέρη της πόλεως όπου εσφάζοντο τα ζώα (δεν υπήρχαν σφαγεία) και επωλούντο εις κομμάτια επί τόπου: υπήρχαν τα λεγό­μενα «μπογάζια» (σταθμοί) όπου συνηθίζετο η σφαγή και η πώλησις των ζώων το ένα ήτο πλησίον του καφενείου του Κοντονικόλα, το άλλο αντίκρυ της αποθήκης κρασιών του μακαρίτη Ακάμα και το τρίτον εις το παρά την θάλασσαν άκρον της σημερινής οδού Μακεδονίας οπού το μη υπάρχον πλέον σπίτι Θ. Μαύρου.

Ταχυδρομείον:

Τα γράμματα της Ευρώπης τα έπερνε ο κκερατζής Κωσταντής ο Σίννος εις την Λάρνακα δια να τα παραλάβη το Αυστριακό ατμόπλιο, τα δε γράμματα της Αιγύπτου τα έπαιρναν οι καπετάνιοι που φόρτωναν κρασιά, ενθυμούμαι δε τον καπετάν Νικολήν (παππού του συμπολίτου μας κ. Χριστ. Γεωργιάδη, τον Γιορκάτζην Λαμπήν, πατέρα του σημερινού καπετάν Λάμπρου και οι καπετάνιοι Παναής, Λιβέρδος, Μαρνέρος και Μπεναρτής.

Τηλεγραφείον:
Δεν υπήρχεν εν τη πόλει μας τηλεγραφείον και δια να τηλεγραφήση ένας έστελλεν επίτηδες απεσταλμένον εις την Λάρνακα - επληρώνετο 4 μετζίτια (το μετζίτι ήτο περίπου 3 1/2 σελ.) - ο οποιος τα παρέδιδεν εις το Τουρκικόν τηλεγραφείον.
Καπνεργοστάσια: Κάθε καπνοπωλείον ήτο και εργοστάσιον, δηλαδή κάθε καπνοπώλης έκοπτε τον καπνόν εις το μαγαζί του.  Επωλείτο εις χύμα και εστοίχιζαν ένα εικοσαράκι (30 παράδες σημερινούς τα 12 1/2 δράμια).

Καϊμακάκης, Δικαστήρια, Αστυνομία:
Ο ιατρός Λουί ντε Καστάν
Καϊμακάμης (διοικητής) ήτο τότε ο Σιεκκιρζατές. Το Ταβή ήτο το μόνον υπάρχον δικαστήριον και το αποτελούσαν ο Κάδης, ως πρόεδρος, δύο Οθωμανοί και δύο Χριστιανοί, ως πάρεδροι. Επί κεφαλής της αστυνομίας ήτο ένας γιούμπασης (εκατόνταρχος) και είχε τους Σεϊμένιδες του που έφεραν εις την μέσην ένα «συνακλίκκι» με δύο πιστόλες με «αθκιάτζια» και μαχαίρι μεγάλο που ελέγετο «Κουλεκλίνα».
Εν σχέσει προς τους φόρους δεν υπήρχον τότε ούτε ο κτηματικός ούτε άλλος, παρά επλήρωνε κάθε κάτοικος το λεγόμενο «μυρί», δηλαδή επροκηρύσσετο το ποσόν που θα επλήρωνε κάθε πόλις ή χωρίον και ώριζαν πόσα θα αναλογούσεν εις τον κάθε κάτοικον ανάλογα προς την οικονομικήν του θέσιν. Εννοείται ότι τον φόρον αυτόν επλήρωναν μόνον οι «ραγιάδες» παντρεμένοι και εξαιρούντο οι άγαμοι, αι γυναίκες και οι ξένοι υπήκοοι. Η Κυβέρνησις δια την πληρωμήν του φόρου αυτού δεν έδέχοντο άλλο νόμισμα παρά τα είκοσαράκια, πεσλίκια και εξάρια, τα οποία δια τούτο έλαβαν και το όνομα «μυρίτικα». Δια να πλήρωση κανείς ένα χρέος εάν έδιδεν από τα νομίσματα αυτά, ελογαριάζοντο τα 97 ½   γρ. 100 γρ., η διαφορά των 2 ½  γροσιών εέλέγετο «άτζιο». Εκυκλοφορούσαν σχεδόν όλα τα ξένα νομίσματα εις την πόλιν μας.

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΣ

Θα αναφέρω παρακάτω τα της Χριστιανικής κοινότητας Λεμεσού, επίσης δε και ένα κοινωνικόν γεγονός πού μου έκαμε τότε μεγάλην εντύπωσιν καίτοι ήμουν ακόμη μαθητής.
Η Κοινότης μας διατηρούσε ως σχολεία, το Δημοτικόν, το Ελληνικόν και το Παρθεναγωγείον. Του Δημοτικού διδάσκαλος ήτο ο Γιώργος Λουκάς και βοηθός του ο Κωνσταντινίδης. Του Ελληνικού ο Ανδρέας Θεμιστοκλέους. Υπήρχε και διδάσκαλος της Γαλλικής, ο Σιμάς εκ (Κρήτης). Και τα δύο άνω σχολεία εστεγάζοντο εις κτίρια μέσα εις το προαύλιο της παλαιάς Εκκλησίας Αγ. Νάπας. Το Παρθεναγωγείον εστεγάζετο εις το σπίτι Γεωργίου Κακαθύμη νυν ανώγειος κ. Κλεάνθης Παπαδοπούλου εις την οδό Ελένης Παλαιολογίνας και είχε διεθύντριαν την Ελένην Καραγεωργιάδου (Αθηναίαν) και βοηθόν την  Άννα του Ζαβρού.
Ιατροί ήσαν τότε ο Καστάν και ο Ι. Καραγεωργιάδης, οι οποίοι έκαμναν και τα φάρμακα δια τους αρρώστους των διότι δεν υπήρχον φαρμακεία.
Προξενεία, υπήρχαν διάφορα με προξένους δικούς μας το πλείστον. Ο Σωκράτης Φραγκούδης ήτο πρόξενος της Ιταλίας, ο Ευρυβιάδης Φραγκούδης της Σουηδίας, ο Γεώργιος Ακάμας της Γαλλίας και Αμερικής. Μόνο ο  Έλλην Πρόξενος ήτο σταλμένος από την Ελλάδα και ελέγετο Χαραλαμπάκης.
ΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Κατά το 1870 επεσκέφθη την πόλιν ο γεν. Διοικητής της Νήσου Σαΐντ Πασάς.  Ήμουν μαθητής του σχολείου τότε και ενθυμούμαι ότι εξήλθον δια να τον προϋπαντή­σουν όλοι οι προύχοντες της πόλεως έως τον ποταμόν της Γερμασόγειας. Καβάλλα ο Πασάς επροπορεύετο και ακολουθούσαν οι συμπολίται μας και αυτοί καβάλλα επί αλόγων. Όλοι εσταμάτησαν πλησίον στο σπίτι του Παυλήμπεη (νυν οικία κ. Αλεξάνδρας Κίρζη) όπου ο διδάσκαλος Γεώργιος Λουκά που ήτο και ψάλτης της Αγ. Νάπας και οι μαθηταί του (μεταξύ αυτών και εγώ) ετραγουδήσαμεν το «Καλώς ήλθες Ηγεμών». Ο Πασάς κατέλυσε κατόπιν εις το Κονάκι. Την επαύριον τον εφιλοξένησε ο Παυλήμπεης εις το σπίτι του, ο όποιος την νύκτα έδωκε χορόν προς τιμήν του. Παρέστη ο Πασάς ο οποίος όμως δεν εχόρευσε και οι προύχοντες με τας γυναίκας των. Εχόρευαν βέβαια τους τότε Εύρωπ. χορούς, πόλκαν, μαζούρκαν, κατρίλιες κλπ. Μεγάλη ευθυμία είχε επικρατήσει εις τον χορόν και ο διοικητής έφυγε πολύ ευχαρι­στημένος. Και ο Ακάμας προσεκάλεσε τον Πασάν εις τραπέζι εις το οποίον παρέστη. Τόση ήτο η φιλοξενία του χριστιαν. στοιχείου προς τον επίσημον επισκέπτη, ώστε αυτός προ της αναχωρήσεως του έδωκεν άδειαν να ανυψούται η εκκλησιαστική σημαία (με σταυρόν και εικόνα της Παναγίας) εις τον ιστόν της Εκκλησίας της Αγ. Νάπας.»

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

Λεμεσός, πόλη ποιητική


Ήταν εποχές που η πόλη μας, η Λεμεσός, υπήρξε άκρως ποιητική , ρομαντική άρα και ερωτική! Κι η ποίηση ήταν τρόπος ζωής.
Ονούφριος Ιασωνίδης
Σήμερα δε  νομίζω να ισχυρίζεται κανείς πως ζούμε σε μια ρομαντική και ποιητική εποχή. Και σίγουρα η ποίηση είναι κάθε άλλο παρά ένα από τα συστατικά στοιχεία της. Ίσως μάλιστα όσοι ασχολούνται ακόμη με αυτή, θεωρούνται και «γραφικοί» από τους σύγχρονους  κυνηγούς του εύκολου κέρδους και της υπερκατανάλωσης σε εποχή μάλιστα βαθειάς κρίσης. Κρίσης όχι μόνο οικονομικής μα και θεσμών και αξιών.
Από τα σπλάχνα της όμως βγήκε σωρεία ποιητών όπως οι : Σίμος Μενάρδος, Αντώνης Ιντιάνος, Γλαύκος Αλιθέρσης, Δημητρός Μ. Δημητριάδης-Ντόριαν, Ευέλθων Πιτσιλλίδης   ( σατιρικός ποιητής), Πυθαγόρας Δρουσιώτης, Λώρος Φαντάζης και πολλοί άλλοι καθώς και οι νεότεροι όπως οι  Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος Ανδρέας Παστελλάς Πίτσα Γαλάζη, Ρόης Παπαγγέλου, Κύπρος Τόκας, Βάσος Βενιζέλος, Έλλη Παιονίδου και πολλοί άλλοι πιο νεότεροι. Στα σπλάχνα της εξάλλου δέχτηκε και φιλοξένησε για να δημιουργήσουν το ποιητικό τους έργο ο εθνικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης, ο Νίκος Νικολαΐδης ο Γιάννης Λέφκης και άλλοι.
Στις δεκαετίες του ’10, του ’20 και του  ’30 αυτή η πόλη γνώρισε πνευματική άνθηση μοναδική και πνευματικοί  άνθρωποι και ποιητές με πρωτοπόρο τον Αιμίλιο Χουρμούζιο δημιούργησαν  πνευματικά, κοινωνικά και γλωσσικά  κινήματα και εξέδιδαν λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η Αβγή, πρωτοποριακά σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο ενώ οι εφημερίδες της δημοσίευαν στις πρώτες σελίδες τους δημιουργίες  λεμεσιανών ποιητών.
Παράλληλα οι λεμεσιανοί συνωστίζονταν σε αίθουσες λογοτεχνικών καφενείων όπως το Ακταίον και το Αθήναιον, σε λέσχες όπως η «Ισότης» και η «Ένωσις» και σε κινηματόγραφους όπως το Ριάλτο και το Γιορδαμλή, για να παρακολουθήσουν διαλέξεις για την ποίηση και τη λογοτεχνία γενικότερα ή να ακούσουν ρεσιτάλ απαγγελίας.
 Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Αγγλοκρατίας άρχισαν τέτοιες δραστηριότητες. Ο διανοούμενος και ποιητής Ονούφριος Ιασωνίδης, (1846-1916) μετέτρεψε την κατοικία του στο κατεξοχήν φιλολογικό σαλόνι της Λεμεσού και μέσω του τύπου προσκαλούσε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα απαγγέλλοντας τους δικά του ποιήματα και μεταφράσεις δικές του σονέτων του Σαίξπηρ και ποιημάτων του Μπάιρον. Το 1881 δίδει την πρώτη ίσως λογοτεχνική διάλεξη στην Κύπρο, με θέμα τον ποιητή J. Milton.
 Στο πόντε του παραλιακού καφενείου «Ακταίον» ο Δημ. Λιπέρτης πρωτοπαρουσίασε    ένα βράδυ Κυριακής, του Ιούλιου, του 1923 τα ποιήμα­τα της συλλογής του «Τζιυπριώτικα τραούδκια», που μόλις είχαν τότε εκδοθεί.
Τεύκρος Ανθίας
Μέσα από τις στήλες των λεμεσιανών εφημερίδων σταχυολογούμε εδώ μερικές από τις δεκάδες τέτοιες δραστηριότητες, κατά τη δεκαετία του ‘40.
Εφημερίδα «Χρόνος» 11 Φεβρουαρίου 1940: «Θέατρον Ριάλτο. Την προσεχή Παρασκευήν ώραν 6.30 μ.μ. ρεσιτάλ απαγγελίας της καθηγητρίας απαγγελίας δ. Νίκης Αδάμ.»
 Εφημερίδα «Χρόνος», 4 Δεκεμβρίου 1943:  «Ο ΚΥΠΡΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ. Η πόλις μας θα έχει την χαράν να ακούση αύριον Κυριακήν στο θέατρο «Ριάλτο» και ώρα 10.30 π.μ. τον γνωστότατον Κύπριον ποιητήν Τεύκρον Ανθίαν, στο ρεσιτάλ απαγγελίας που θα δώση εορτάζοντας την 20ετηρίδα του. Κάθε εγκώμιο ή κριτική για τον λογοτέχνην Ανθίαν, που αφιέρωσεν μια ολόκληρη ζωή για την ποίηση και την τέχνη και ιδιαιτέρως για να ανυψώση  το πνευματικό επίπεδο του Κυπρίου, νομίζομε πως δεν θα είχε  τη θέση του.
Υπενθυμίζομεν μόνο πως είναι καθήκον κάθε  συμπολίτη μας να τιμήση  τον Κύπριον ποιητή στην αναμνηστική αυτήν εορτήν του, διότι τιμώντας τον τιμά και την πόλιν μας.»
Για το ρεσιτάλ αυτό ο αείμνηστος Κύπρος Τόκας μας διηγιόταν πως σε μια κατάμεστη αίθουσα συνωστίστηκαν για να τον ακούσουν άνθρωποι κάθε ηλικίας αλλά κυρίως κάθε κοινωνικής τάξης, από τους αριστοκράτες και τους διανοουμένους μέχρι τους μικρομεσαίους και τους εργάτες.
«Χρόνος»3 Απριλίου 1943:
«ΡΕΣΙΤΑΛ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑΣ
Η διαμένουσα εν τη πόλει μας κ. Μαίρη Λεμού δίδει την προσεχή Τρίτη εις το θέατρον  Γιορδαμλή  Ρεσιτάλ Απαγγελίας , κατά το οποίον θα απαγγείλη μερικά από τα εκλεκτότερα   ποιήματα Ελλήνων και Κυπρίων ποιητών.
Η εφημερίς  μας συνιστά θερμότατα εις τους συμπολίτας μας όπως προσέλθωσι εις την εν λόγω καλλιτεχνικήν εσπερίδα και τιμήσωσι μιάν εκλεκτήν Ελληνίδα καλλιτέχνιδα την οποίαν η τραγική μοίρα του πολέμου την έφερε μέχρι της νήσου μας δια να ζήσει μεταξύ ημών ως πρόσφυξ.
Δια τους μη γνωρίζοντας την κ. Λεμού  δίδομεν μερικάς λεπτομερείας της καλλιτεχνικής της διαδρομής εις την Ελλάδα. Η κ. Μαίρη Γιατρά Λεμού, είναι διπλωματούχος της Δραματικής Σχολής του Βασιλικού Θεάτρου εργάστηκε στο ημικρατικό θέατρο Κοτοπούλη, πρωταγωνίστησε στον «Ίωνα»  του Ευριπίδη  που επαίχθη εις το Στάδιο με σκηνοθέτη τον Ελληνολάτρη  κ. Λίνο Καρζή  και υπήρξε από τα στελέχη της Λαϊκής Σκηνής  του σκηνοθέτη Καρόλου Κουν.
Μαίρη Λεμού              
Σημειωτέον ότι κατά το ρεσιτάλ της κ. Λεμού θα συμπράξη και εις ένα μονοπρακτάκι και η εκ Βαρωσίων Κυπρία καλλιτέχνις δ. Ναταλία Μιχαηλίδη, την οποίαν η πόλις μας πρώτην φοράν θα έχη την  ευκαιρίαν  να την παρακολουθήση από σκηνής εις θεατρικό έργο.
 Και τέλος 15 Μαΐου 1943:
«ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΠΑΛΑΜΑ
Το υπό των καθηγητών του Γυμνασίου Λεμεσού και του Συλλόγου Αποφοίτων της πόλεως μας διοργανωθέν φιλολογικόν μνημόσυνον Παλαμά, συνεκέντρωσε εκατοντάδας συμπολιτών μας και εστέφθη υπό πλήρους επιτυχίας.
Ο γνωστός Παλαμιστής κ. Γιάγκος Ηλιάδης δι’ ωραιοτάτης και εμβριθιστάτης ομιλίας ανέλυσε το έργο του Παλαμά και ο Γυμνασιάρχης κ. Ν .Ξιούτας  ωμίλησε  επίσης με βαθειάν στοργήν δια τον μεγάλον μας ποιητήν. Η χορωδία του «Άρη» υπό την διεύθυνσιν του κ. Σολ. Μιχαηλίδη ετραγούδησε σχετικά ποιήματα, απηγγέλθησαν δε ποιήματα του ποιητή.»


  Γιάγκος Ηλιάδης