Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Περάστε κόσμε!


 
Μπήκαμε για καλά στη εορταστική περίοδο. Οι φωτεινές γιρλάντες και τα χριστουγεννιάτικα δέντρα στους δρόμους άναψαν και οι βιτρίνες των μαγαζιών στολιστήκαν και περιμένουν τη πελατεία εν μέσω οδυνηρής οικονομικής κρίσης. Όμως, έλλειψη χρημάτων στάση εμπορίου.

«Τούτες τις άγιες μέρες» όπως, τυπικά πια, συνηθίσαμε  να  λέμε, τα πάντα, χρόνια τώρα, περιστρέφονται γύρω από τα ψώνια, τα δώρα και τις προετοιμασίες για τα  χλιδάτα μας ρεβεγιόν και τα σπάταλα δείπνα. Το εμπόριο σε απόλυτη θεοποίηση και όχι η ενανθρώπιση του Θεού, ήταν οι πρωταρχικές μας αξίες στην σύγχρονη κοινωνία της υπερκατανάλωσης. Όμως αυτά που ξέραμε σε άλλες εποχές τέτοιες μέρες θα πρέπει άραγε να τα ξεχάσουμε;

Το εμπόριο και η αγορά για να κινηθεί απαιτεί βέβαια και τα μέσα προβολής και προώθησης τους. Φέτος το εμπόριο θα χρειαστεί σίγουρα ακόμα περισσότερες προσπάθειες για να πείσουν ένα καταναλωτή που, είτε δεν έχει είτε κι αν έχει, από το ψυχολογικό κλίμα που δημιουργείται καθημερινά όλο και περισσότερο, μαζεύεται και δεν ξοδεύει.

Τα ίδια όμως τα μέσα που δημιουργούν, δίκαια ή άδικα, αλλά σίγουρα υπερβαλλόντως, αυτό το κλίμα από την άλλη περιμένουν κι αυτά την πολυπόθητη διαφήμιση που θα επιτρέψει και σ αυτά την επιβίωση τους η οποία διαγράφεται επίσης ζοφερή κι αβέβαιη.

 Σήμερα, ευτυχώς ή δυστυχώς, τα μέσα αυτά διαφήμισης και προβολής προσφέρονται  άπειρα και πολυποίκιλα. Τα «μίντια» προσφέρονται –με το αζημίωτο βέβαια- να διαμεσολαβήσουν μεταξύ παραγωγής και καταναλωτή για να  κινηθεί το μουδιασμένο εμπόριο. Ακόμα και με παραπλανητικές και με ηθικά ανεπίτρεπτες συχνά  μεθόδους. Φτάνει αυτές να εξυπηρετούν τον στόχο τους.

Ήταν εποχές όπου όλα αυτά δεν υπήρχαν και όμως οι άνθρωποι, φτωχοί και ολιγαρκείς οι περισσότεροι, ίσως να ήταν και πιο  ευτυχισμένοι.

Στο τέλος λοιπόν του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου, στη Λεμεσό οι εφημερίδες, ήταν το μοναδικό μέσο διαφήμισης και προβολής των αναγκών της αγοράς κι αυτές δύο- τρεις  όλες κι όλες. Για διαφημιστές ούτε που να το σκέφτεστε βέβαια.

Υπήρχαν όμως ποιητές! Και μάλιστα ποιητές του ύψους ενός εθνικού ποιητή του, Βασίλη Μιχαηλίδη που όμως ζούσε μέσα στην φτώχεια και την ανέχεια και για να συμπληρώνει τον πενιχρό μισθό που του έδιδε το Δημαρχείο της πόλης ως νοσοκόμου, φαρμακοποιού και υγειονομικού επιθεωρητή, στο τέλος  αναγκαζόταν, ανώνυμα βέβαια, να λειτουργεί ως ένα είδος πρωτόγονου και αφελούς ίσως διαφημιστή και να φτιάχνει έμμετρες διαφημίσεις για λογαριασμό εμπόρων της Λεμεσού που δημοσιεύονται στον τύπο της εποχής υπό μορφή ανακοίνωσης-διαφήμισης.

Απολαύστε λοιπόν δύο από τις πάρα πολλές που βρίσκουμε διάσπαρτες στον τύπο της πόλης μας την εποχή εκείνη. Τα λεμεσιανά εμπορικά καταστήματα του Ιωαννίδη και του Αγαθάγγελου διέθεταν τα πάντα για βρώσιν, πόσιν, ομορφιά και πάσα νόσο…:

 «Αγγελία όπως-όπως

Να τη μαθ’ όλος ο τόπος.

Σαπούνια ωραιότατα και μυρωδιές ωραίες
π’ αυτά που νέες κάμνουσι και αυτές τις πλέον γραίες.
Σαπούνια πικραμύγδαλο, βιολέττα, γλυκερίνη,
που εις το δέρμα τίποτα κηλίδας δεν αφήνει.
Όλα τα είδη παστιλλιών και μέντας για το βήχα
και εν ωραιότατον υγρόν να μεγαλών’ η τρίχα.
Σκόνιν δια κάθε δόντι σαπημένο είτε μη,
και ωραιοτάτην πούτρα
δια κάθε είδους μούτρα
σε συμφέρουσαν τιμή.
Ωραιότατα για γάμους και κηδείας κουφεττάκια.
Πριλαντίν για τους σπανούς για να βγάλουνε μουστάκια
Κοσμετίκ για μουστακάδες να τα κάμουνε οξείες.
Αμμονίακον ωραίον δια τες αποπληξίες.
«Μέλισσαν» λαμπρόν υγρόν δια τας στενοχωρίας
και Κολκρέμ ως βαζελίνας δια τας Κομ-ιλ-φό Κυρίας
Έφερε στο μαγαζί του ο σιορ Ιωαννίδης
Π’ άλλο είναι να τ’ ακούς κι άλλο είναι να τον  ίδεις.
Κι αντιπρόσωπος τυγχάνει σε μιαν τράπεζαν γνωστήν
του Κου Α. Πρασίνου, εις τον κόσμον ξακουστήν.»
(Εφημερίδα  Σάλπιγξ 11.10.1903. Υπογραφή με το ψευδώνυμο «Ένας»).

 
«Ειδοποίησις σπουδαία και πουμπουριστή συνάμα
Και αληθινή σαν άγιος κι όχι ψεύτικη ρεκλάμα.

 Βούτυρον λαμπρόν για μπρέκφαστ και λαμπρά πισκοτ’ αφράτα
και φαγώσιμα ακόμα πλείστα σε κουτιά βαλμένα
που’ναι και εις την Αγγλίαν και παντού επαινεμένα.
Στερεούς λαμπρούς σουγιάδες, όπου κόβουν σαν ξουράφι
στερεούς σαν το διαμάντι, βαρετούς σαν το χρυσάφι
και πορτομονέ που κρύβουν τον παρά από τους κλέφτες.
Άλμπουμ για φωτογραφίες και περίφημους καθρέφτες.
Μυρωδιές για τες κυρίες και διάφορα λουλούδια
και ποιότητος αρίστης  σε πολύ κομψά ποτζούδια.
Εκλεκτά λαμπρά σαπούνια που μοσχοβολούν οι τόποι
όπου τα θαυμάζουν όλοι και Ανατολή κ’ Ευρώπη.
Της πρωτοχρονιάς παιγνίδια που χαρίζουν στα παιδάκια.
Σέλλες δια τους αππάρους και για πιάνα τραπεζάκια.
Όλ’ αυτά είν’ εξ Αγγλίας από μέσ’ απ’ το Λονδίνον
από την πηγήν που βγαίνει πάντοτε το πράγμα φίνον.
Τρέξατε στ’ Αγαθαγγέλου να τα βρείτε μαζωμένα
κι αν αργήσετε ολίγον τότε θάναι πουλημένα.»
(Εφημερίδα Σάλπιγξ 19.12.1898)









 Ο εθνικός μας ποιητής και…διαφημιστής Βασίλης Μιχαηλίδης   

 
 
 
 
 
 
 
 «Σαπούνια πικραμύγδαλο, βιολέττα, γλυκερίνη, Που εις το δέρμα τίποτα κηλίδας δεν αφήνει»

 
 
 
 
 
 
 
 
 
« Όλα τα είδη παστιλλιών και μέντας για το βήχα»

 
 
 
 
 
 
 
 
                                 «Της πρωτοχρονιάς παιγνίδια που χαρίζουν στα παιδάκια».






«Βαζελίνας δια τας Κομ-ιλ-φό (καθώς πρέπει) Κυρίας»

 
 
 
 
   
 
 
 
 
 
 
«Και ωραιοτάτην πούτρα δια κάθε είδους μούτρα»

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
«Μυρωδιές για τες κυρίες και διάφορα λουλούδια
και ποιότητος αρίστης  σε πολύ κομψά ποτζούδια.»

 
 
 
 
 
 
                                              «Σκόνιν δια κάθε δόντι σαπημένο είτε μη»