Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Η πλημμύρα στη Λεμεσό το 1894



Μέρος δεύτερο
Στο πρώτο μέρος είδαμε μέσα από τις παιδικές αναμνήσεις του Ευστάθιου Παρασκευά-Παλαιμαχου την περιγραφή των τρομερών πλημμυρών που έπληξαν τη Λεμεσό στις 31 Οκτωβρίου 1894 όσο και όπως τις θυμόταν  και τις περιγράφει στην εφημερίδα «Αλήθεια» της 1ης Ιανουαρίου 1937 σε ηλικία πλέον 77 ετών.
Πιο λεπτομερή , γλαφυρή αλλά και πιο τραγική στα όσα έφερε η πλημμύρα περιγραφή έχουμε στην εφημερίδα Αλήθεια λίγες μέρες  μετά, ημερομηνίας 8 Νοεμβρίου 1894.Η περιγραφή είναι ακόμη πιο φρικιαστική από εκείνη τού Παρασκευά και ο απολογισμός των νεκρών όπως αναφέρει είναι 22 άνθρωποι από τους οποίους οι πέντε χριστιανοί και 17 Οθωμανοί. Ο λόγος των δυσανάλογων αυτών απωλειών είναι ότι η τουρκική συνοικία βρισκόταν βασικά  γύρω από τις όχθες του πλημμυρίσαντος ποταμού Γαρύλλη αλλά και των φτωχών και ευτελών κατασκευών των υποστατικών τους.
 Θύμα των πλημμύρων ήταν όμως και η ίδια η εφημερίδα «Αλήθεια» που ξεκινά την περιγραφή τους γράφοντας:
«Απογοητευόμενοι και απηλπισμένοι  περιμαζεύοντες τα ναυάγια του Τυπογραφείου ημών μετά την φρικώδη  της παρελθούσης Δευτέρας καταστροφής , χαράττομεν πετούντι καλάμω ολίγας μόνον γραμμάς , ατελή, ατελεστάτην περιγραφήν εικόνος φρικώδους απογνώσεως . Εκ των ολίγων, άτινα τεταραγμένοι υπό το κράτος τοσαύτης  συγκινήσεως, παραθέτομεν σήμερον , ας  λάβωσιν  οι αναγνώσται ημών αμυδράν εικόνα της όλης καταστροφής. Πως δυνάμεθα να γράψωμεν άλλως τε  πλείονα όταν δεν απόμεινε ούτε μελάνιν ούτε χάρτης όπως σύρωμεν τας ολίγας ταύτας γραμμάς, τα δε στοιχεία του τυπογραφείου ημών και τούτου βεβλαμμένου ανευρίσκομεν   εκσκάπτοντες την παχυτάτην ιλύν , ήτις από της Δευτέρας καλύπτει όλην την πόλιν, οικίας, καταστήματα, αποθήκας, οδούς;»
 Αυθεντικήν  περιγραφήν  των πλημμυρών έχουμε και σε επιστολή νεαρής λεμεσιανής προς την αδελφή της στην Αθήνα πού δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εστία» των Αθηνών στις 21 Νοεμβρίου  1894:  «Κυπρία κόρη, ανήκουσα εις μίαν των εντελώς εκ της πλημμύρας καταστραφεισών οικογενειών της Λεμεσού, γράφει προς την εδώ αποκατεστημένην αδελφήν της, περιγράφουσα την επελθούσαν καταστροφήν με τας συγκινητικωτέρας εν τη αφέλεια της εκφράσεως λεπτομέρειας. Διηγείται τίνι τρόπω προϊδόντες τον κίνδυνον έσπευ­σαν μετά της οικογενείας της ζητούντες άσυλον εις γειτονικήν τινά νεόδμητον οικίαν, ένθα είχον ήδη συσσωρευθή περί τα τεσσαράκοντα άλλα άτομα. «Αλλά και εκεί-λέγει-ο κίνδυνος δεν ήργησε να μας επισκεφθή. Το νερό εις τας οδούς ανήρχετο εις δύο μέτρων ύψος. Ο κίνδυνος ήτο φοβερός. Εβλέπομεν βαίνοντα προς ημάς τον θά­νατον εκλαίομεν, εφωνάζαμεν, ενηγκαλιζόμεθα. Και επί τέλους, αφού είδομεν πίπτοντα τα πρώτα δωμάτια, απηλπίσθημεν και απεφασίσαμεν παρά να αποθάνωμεν υπό τα ερείπια, να πνιγώμεν εντός του ύδατος. Ερρίφθη πρώτος ο αδελφός μου από την ταράτσαν και κολυμβών έφθασεν εις τα ερείπια των καταπεσόντων δωματίων πατήσας δε έπ' αυτών μας εφώναζε να ριφθώμεν όλοι, ίσως ηθέλομεν σωθή. Πρώτην εμέ εφώναξε, διότι εγνώριζε το θάρρος μου. Αλλά πόθεν να ριφθώ, Θεέ μου; Εκ της ταράτσας εφοβούμην το νερό ανήρχετο ήδη εις ύψος μεγαλείτερον των τριών μέτρων. Απεφάσισα τότε να κρημνισθώ εκ της θύρας της τραπεζαρίας. Το παράδειγμα μου ηκολούθησαν και οι λοιποί και ούτως εμείναμεν εντός του ύδατος επί τεσσάρας όλας ώρας αναμένοντες τον θάνατον...  Ήδη, η θέσις μας είνε τω όντι αξία οίκτου. Ευρι­σκόμεθα άνευ κατοικίας, άνευ ενδυμάτων, άνευ χρημάτων! Δεν ηδύνηθη μεν ούτε μίαν βελόνην εκ της οικίας μας να σώσωμεν. Άλλα και πάλιν δεν απελπιζόμεθα, διότι ο Παντοδύναμος δεν θα μας αφήση να καταστραφώμεν εντελώς».
Τα μετά την πλημμύρα
Από κυβερνητικής πλευράς, σύμφωνα με δημοσίευμα  της Cyprus Gazette ημερ. 20 Νοεμβρίου 1894 ο Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου πήρε τηλεγράφημα από τον υπουργό Αποικιών δια του οποίου τον πληροφορούσε ότι η Αυτού Μεγαλειότητα  η βασίλισσα της Αγγλίας πληροφορήθηκε με μεγάλη λύπη για τις πλημμύρες και τις απώλειες και ζήτησε να έχει περισσότερη πληροφόρηση. Σε άλλο δημοσίευμα  της ίδιας κυβερνητικής εφημερίδας  ημερ. 21 Νοεμβρίου, ανακοινωνει ότι η βασίλισσα και πάλι δια του Υπουργού Αποικιών εκφράζει την βαθειά της συμπάθεια προς τους υποφέροντες από τις πλημμύρες λεμεσιανούς.
Όμως παρά τα ωραία λόγια,  σύμφωνα με τον ιστορικό Φίλιο Ζαννέτο, «το  Νομοθετικό Συμβούλιον της Κύπρου  είχεν εισέτι την αφελή αγαθότητα να προσδοκά, ότι η  Κυβέρνησις θα εδαπάνα εξ ιδίων δια την ασφάλειαν τής Λεμησσού, εξεπλάγη   ότε ανέγνωσεν εν τω τηλεγραφήματι του Υπουργού τών Αποικιών, την έγκρισιν τον όποιον εζήτησεν ο Αρμοστής, ίνα κανονισθή δαπάναις τών προσόδων τής νήσου η κοίτη του Γαρίλλη, ότι «ελυπείτο, ο Υπουργός, μή δυνάμενος να προτείνη τοιούτο τι τω Υπουργώ των Οικονομικών». «Η δαπάνη», έλεγεν, «αφορά σποπόν όλως τοπικόν και ημι-ιδιωτικόν», δεν  είναι λοιπόν δυνατόν να βαρύνη το χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου, διότι τούτο είναι κατ' ουσίαν ό,τι προτείνεται . Κατά τον εντιμότατον λοιπόν Υπουργόν το μεν έργον τής εξασφαλίσεως μιας υπό άμεσον διατελούσης κίνδυνον πόλεως ήτο τοπικόν, αι δέ πρόσοδοι τής νήσου  χρήμα τού Ηνωμένου Βασιλείου. Και όμως παρ' όλον το τερατωδώς παράλογον ήτο κατά μέγιστον μέρος πλέον ή αληθές.»
Μάλιστα , σύμφωνα πάντα με τον Φ. Ζαννέτο, αν και «η τοπική Κυβέρνησις έπραξε πολλαχώς το εαυτής καθήκον προς την παθούσαν πόλιν, δέν παρέλιπεν όμως εν ταύτω να πιέζη τας εισπράξεις της κατά τον συνήθη αύτης τρόπον, απαιτούσα τους φόρους και παρ' αυτών των αδυνατούντων ν' αποτίσωσιν αυτούς, ως εκ των ων υπέστησαν από τής πλημμύρας ζημιών»

Ο απολογισμός των ζημιών αυτών σε χρήμα ήταν 100.000 λίρες, ποσό υπέρογκο για την εποχή που ισούται με το μισό του ετήσιου προϋπολογισμού  της αποικίας της Κύπρου. Τρεις χιλιάδες άτομα έγιναν  άστεγοι σε ένα σύνολο πληθυσμού της Λεμεσού τότε των έξι χιλιάδων κατοίκων.
Ο ίδιος ο Κυβερνήτης της Κύπρου συνοδευόμενος από τον Αρχιμηχανικό και τον Δήμαρχο Δημοσθένη Χατζηπαύλου  περιηγήθηκε  την πόλη και έδωσε οδηγίες να σταλούν στρατιώτες και μηχανικοί για άμεσο καθαρισμό των δρόμων από τα ερείπια, κατεδάφιση ετοιμόρροπων υποστατικων  και της παραλίας από τα υλικά που συσσωρεύτηκαν εκει . Προς τον σκοπόν  αυτό όπως είδαμε κατέπλευσε στη Λεμεσό και το πολεμικό πλοίο Αρέθουσα με πεζοναύτες που ανέλαβαν αμέσως έργο. Παράλληλα με πρωτοβουλία της κυβέρνησης δημιουργείται παγκύπρια επιτροπή συλλογής χρημάτων για το Ταμείο Ανακούφισης που δημιουργήθηκε. Την επιτροπή  αποτελούσαν ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο Μουφτής της Κύπρου , ανώτεροι κυβερνητικοί λειτουργοί και άλλοι επιφανείς πολίτες. Όλες οι πόλεις αλλά  και το τελευταίο πιο μικρό  χωριό της Κύπρου εισέφεραν στον έρανο γενναιόδωρα και μέσα στα δύσκολα οικονομικά δεδομένα της εποχής, αποφέροντας συνολικά  2253 λίρες , έντεκα σελίνια και 3 γρόσια.
Η είδηση για τη μεγάλη καταστροφή ξεπέρασε τα όρια της Κύπρου και συγκλόνισε τον ανά τον κόσμο ελληνισμό.
Η ελληνική κυβέρνηση πρόσφερε το ποσό των 50.000 δραχμών ενώ παράλληλα σχηματίστηκε επιτροπή πανελλήνιου εράνου υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Η Κυπριακή Αδελφότης της Αιγύπτου πρόσφερε 100 λίρες ενώ παράλληλα σχηματίστηκε και εκεί  ειδική ερανική επιτροπή. Οι ελληνικές και κυπριακές  κοινότητες στην Αγγλία και σε άλλες χώρες όλου του κόσμου  σχημάτισαν επίσης ερανικές επιτροπές.
Οι πλημμύρες της Λεμεσού του 1894 μέσα στην τραγικότητα τους πρόσφεραν την ευκαιρία  να εκφραστεί ακόμα μια φορά η μεγαλοψυχία, η αλληλεγγύη  και η γενναιότητα των κυπρίων αλλά και των απανταχού ελλήνων προς πάσχοντας αδελφούς τους.
  


 Λεζάντες:
Φώτο. Οι πεζοναύτες του αγγλικού  πολεμικού πλοίου «Αρέθουσα» καθαρίζουν την παραλία από τα υλικά που μαζεύτηκαν από τα ερείπια των πλημμυρών

Φώτο Τα έκτατα παραρτήματα  της εφημερίδας της κυβέρνησης “Cyprus Gazette”.


Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Η πλημμύρα στη Λεμεσό το 1894



                                                     Μέρος πρώτο

«Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι» (Ο. Ελυτης), και με τις δυο πρώτες σταγόνες βροχής πλημμύρισε πάλι το ιστορικό κέντρο της Λεμεσού πριν λίγες μέρες.
Οι «συνήθεις ύποπτες» οδοί της Ελευθερίας  και Ειρήνης και οι πέριξ τότε , θύματα και πάλιν, πριν μερικές μέρες, της πιο μικρής βροχόπτωσης. Αν η βροχή διαρκούσε ακόμη λίγη ώρα θα έπνιγε την περιοχή όπως πολλές φορές έγινε στο παρελθόν. Και παρά τα έργα ανάπλασης που έγιναν εκεί, αλλά που όπως λένε οι περίοικοι, το κατάτροχο έγινε ανάποδα! Αντί δηλαδή  τα νερά να φεύγουν προς την Αγίου Ανδρέου και από εκεί στη θάλασσα έρχονται προς τα πίσω και πλημμυρίζουν τα εκεί υποστατικά!
Σε παλαιότερο δημοσίευμα μας αναφερθήκαμε σε δυο πλημμύρες που έγιναν στη Λεμεσό τον Οκτώβριο και Δεκέμβριο του 1880 προκαλώντας στη περιοχή εκείνη όχι μόνο φοβερές καταστροφές αλλά και πνιγμούς.
Αυτή τη φορά θα μιλήσουμε για μια άλλη μεγάλη πλημμύρα που έγινε στις 30 Οκτωβρίου 1894 όπως μας την περιγράφει  και πάλιν Ευστάθιος Παρασκευάς-Παλαίμαχος μέσα από σειρά άρθρων που δημοσίευε στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού το 1935-37, με τον γενικό τίτλο «Παλαιαί αναμνήσεις», αλλά και από άλλες πηγές που προέκυψαν από έρευνα μας.  
Κάτω από τον τίτλο «Ή μεγάλη πλημμύρα του 1894» μας περιγράφει ο Παλαίμαχος: «Εδώσαμεν εις το προηγούμενον φύλλον της «Αλήθειας» μιαν σκιαγραφίαν των πλημμυρών Λεμεσού κατά το 1880. Σήμερα θα δώσω εις τους αναγνώστες μου τα κατά την πλημμύραν της 30 Οκτωβρίου.
 Ή βροχή πού έπεφτε με μεγάλην ραγδαιότητα ήρχισε μόλις ανέτειλεν ο ήλιος και εξηκολούθησεν ακτάπαυστα έως τας 9 το πρωί. Κατόπιν εσταμάτα ολίγον και πάλιν ήρχιζεν εκ νέου. Εγώ τότε είχα μεταφέρει το πατρογονικόν μου σπίτι εις χάνι και εις το εσωτερικόν αυτού είχα ένα δωμάτιον ανώγειον που έμενα. Ευρίσκετο εις την γωνίαν της οδού Βικτωρίας και Σπάρτης όπου σήμερον το κατάστημα (μπακάλικο) του κ. Βασ. Βαρνάβα. Από το δώμα του χανιού παρετήρουν έξω εις τους δρόμους την κατάστασιν. Μόλις είχε σταματήσει η βροχή και βλέπω να περνά ο υπαστυνόμος κ. Τόμας Γκρήνουτ καβάλλα εις το άλογο του. Την στιγμήν εκείνην το νερόν ήτο άνωθεν των γονάτων του αλόγου του, μόλις δε επέρασεν η βροχή ήρχισε πάλιν και ήτο τόσον δυνατή ώστε το νερό να χύνεται κάτω εις τους δρόμους, από τα κροδώματα, διότι οι χολέτρες δεν επαρκούσαν. Τότε κατέβηκα στο χάνι και έλυσα όλα τα ζώα που ευρίσκοντο μήπως η πλημμύρα τα εύρη δεμένα και πνιγούν. Κατόπιν εκαβαλλίκευσα τον βόρδον και επροχώρησα στο σπίτι της αδελφής μου (ήτο τότε ύπανδρος) που ευρίσκετο στην οδόν Βικτωρίας έναντι της σημερινής οικίας του Γαβρ. Κουδουνάρη και ήτο υψηλότερον από τον δρόμον κατά τρία σκαλιά. Το νερό είχε περάσει το πρώτον σκαλί του σπιτιού και μετ' ολίγον έφθασε το τρίτον. Φεύγω τότε έφιππος και προχωρούσα προς το Κομεσαριάτο. Όταν έφθασα στο πρόχωμα της «Βαθειάς» βλέπω τον κ. Γκρήνουτ και 10-15 ζαπτιέδες να βάλλουν κλαδιά και χώμα επάνω στο πρόχωμα δια να κρατήσουν το νερόν να μην κατέβη εις την πόλιν όταν θα έφθανε στο χείλος της Βαθειάς. Μόλις με είδε μου λέγει: «Στράφου πίσω και ειδοποίησε όσους ενοριάτες μπορείς να φροντίσουν να σωθούν, διότι το νερόν του ποταμού είναι πάνω από το βεργί».
Αμέσως έσπευσα και ειδοποίησα όσους μπορούσα και έφθασα εις το σπίτι της αδελφής μου όπου το νερόν ήτο εις το κατώφλι. Καβαλλικεύω την αδελφήν μου, τον μικρόν υιόν της και την υπηρέτριαν της  μέσα στο δισάκκι εβάλαμεν ότι πολύτιμον είχεν- επάνω στον βόρδον και εγώ μέσα στο νερόν που με έχωνε ολίγον πάνω από τα γόνατα κρατούσα το ζώον και το οδηγούσα προς το Κομεσαριάτο, επειδή ήτο υψηλότερα. Φαντασθήτε τί τράβηξα μέσα στο κρύο νερό και το ρεύμα του. Δεν παρπατούσα αλλά έσερνα τα πόδια μου, διότι εάν εσήκωνα το πόδι μου μπορούσα να χάσω την ισορροπίαν από την δύναμιν του ρεύματος και να πέσω μέσα σ' αυτά. Εις την θέσιν που είναι σήμερον το σπίτι του κ. Θεοχάρη (γιατρού) το νερόν με έχωνε μέχρι της μέσης μου. Θα αναφέρω εδώ κάτι που μου έκαμεν εξαιρετικήν εντύπωσιν. Την στιγμήν αυτήν ήκουσα τα Ρωσσικά βόδια (τότε εισήγοντο χάριν του στρατού), που ήσαν μέσα εις το οικόπεδον του κ. Λοΐζου Νικολαΐδη (νυν κ. Κυριάκου Δρουσιώτη), να μουγκρίζουν με το μούγκρισμα που βγάζουν όταν μυρισθούν αίμα βοδινόν.  Όσον επροχωρούσαμεν το νερό και το ρεύμα ήσαν ολιγώτερα, παρετήρησα δε ένα σχοινί το οποίον ήτο δεμένον από το ένα μέρος εις το παράθυρον του σπιτιού του Παλαιομυλίτη και το άλλο εις την οικίαν του κ. Μυριάνθη, ήσαν δε  Άγγλοι στρατιώται που βοηθούσαν μαζί με το σχοινί τον κόσμον να πέραση. Άφηκα τους δικούς μου εις την οικίαν της κ. Σ. Κοντοπούλου, η ο­ποία είχε την καλωσύνην να μας προσκαλέση, έδεσα τον βόρδον κάπου εκεί και επήρα τον δρόμον προς τον ποταμόν.  Έφθασα εκεί όπου είναι το χάνι της Μαρίκκας και παρατηρούσα. Είδα μίαν απέραντον θάλασσαν. Το νερόν, κόκκινον, ήτο πάνω από το βεργί ένα πήχυν, εσχημάτιζε δε κύματα και έτρεχε προς την θάλασσαν με ορμήν. Αι κορυφαί των δένδρων των περιβολιών μόλις εφαίνοντο και το βάθος του νερού από το κάτω μέρος της κοίτης του πόταμου έως την έπιφάνειαν που ευρίσκετο ήτο οκτώ πήχεις περίπου.
 Όλα τα περί τον ποταμόν μικρόσπιτα παρεσύρθησαν, ένα γεφύρι επίσης. Ένα Τζαμί ολόκληρον εχάθη καί δεν έμεινε παρά ο μιναρές του που ήτο χωριστά και πετρόκτιστος. Μέρος της εκκλησίας του Άγιου Αντωνίου εχάθη, επίσης μαζί με ένα ελαιόδενδρον, το οποίον κατόπιν ευρέθη εις το κεφαλόσκαλον της αποβάθρας. Εις τας 2 μ.μ. το νερόν ολιγόστευε πολύ. Τότε     κατέβηκα εις το σπίτι της αδελφής μου, όπου είδα την πόρταν ανοιχτήν (την είχαμε κλείσει όταν έφυγα) και εμπρός της στοιβαγμένα καναπέδες, καρέκλες κτλ. Εις το χάνι βλέπω τους σταύλους πεσμένους και κάτω πλακωμένα και νεκρά μερικά βόδια και τέσσερεις-πέντε γαϊδάρους εις τον ηλιακόν. Είδα τρεις μούλες να ευρίσκονται επάνω εις μερικές τράβες και έτσι εσώθησαν. Ένα δε άλογον εσώθη, αφού ανέβη εις το μέσον της σκάλας του ανωγείου. Η πόρτα του καφενείου μου (είχα ένα μέρος του χανιού καφενείον) δεν υπήρχε και μου είπαν πώς το νερόν έφθασεν εις το ύψος τη ς πόρτας και την παρέσυρε.  Ένας Καστελλοριζιός, που ευρίσκετο εις το καφενείον μου, μου εδιηγήθη ότι έπιασε το σίδερο της κρεμαστής λάμπας και ανερριχήθη εις την «αρσέραν» (φεγγίτην) και έτσι εσώθη. Από τα σημάδια που άφηκε το νερόν αντελήφθηκα ότι εις τα πέριξ του καφενείου μου μέρη το νερόν έφθασεν εις τα επάνω καμαράκια των θυρών.
ΤΗΝ ΕΠΑΥΡΙΟΝ
Την επαύριον έφθασεν ό Αρμοστής Σένταλ δια να ίδη την καταστροφήν, εμπήκε δε εις τον λιμένα μας 'Αγγλικόν πολεμικόν, το όποιον νομίζω ότι ελέγετο «Αρέθουσα». Τούτο απεβίβασε πολλούς πεζοναύτας που εκρατούσαν σχοινιά, όπου δε έβλεπαν ετοιμόρροπον χτίριον το έδεναν με τα σχοινιά και το εκρήμνιζαν. Με τα σχοινιά αυτά απεπειράθησαν να κρημνίσουν τον μιναρέν του Τζαμιού που  είχε παρασυρθή. Δεν το κατόρθωσαν, διότι ήτο πολύ στερεός. Τότε έφεραν δυναμίτιδα και τον ετίναξαν εις το αέρα. Ενθυμούμαι δε ότι ούτε με το πρώτον ούτε με το δεύτερον φυσίγγιον έπεσε ο μιναρές· οι Τούρκοι έλεγαν: Δεν θέλει ο Θεός!-και έγινεν ανάγκη να μεταχει­ρισθούν τρίτον και δυνατώτερον φυσίγγιον.
ΑΛΛΑΙ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑΙ
Θύματα του κατακλυσμού αυτού υπήρχαν περί τα 20, το πλείστον Τούρ­κοι. Από τα σπίτια των ιδικών μας δεν έπεσε παρά το σπίτι Υψαρίδη (νυν νέα οικία Βασίλη Πετρίδη) το όποιον δυστυχώς είχε πλακώσει ολόκληρον την οικογένεια που εκάθητο μέσα με ενοίκιον.
Εις την Τουρκικήν συνοικίαν εσημειώθησαν πολλαί καταρεύσεις οικιών, διότι ήσαν χτισμένες από πλιθάρια. Εις την οδόν Βικτωρίας, (σημ. ημέρα Ειρήνης) ένεκα των προηγουμένων πλημμύρων, τα σπίτια είχαν διορθωθη καλά και κανένα δεν έπεσε. Μετά το 1894 έγινεν η νέα κοίτη του πόταμου (Γαρύλλη) και εκτίσθη «βεργκίν» δυνατόν και έτσι το νερό του πόταμου δεν έρχεται εις την πόλιν αλλά χύνεται εις την θάλασσαν δια της κοίτης που έγινε τότε μέσον Τσιφλικουδιού.
Στην επόμενη έκδοση, στο δεύτερο μέρος θα δούμε μιαν άλλη μαρτυρία, αυτή μιας άγνωστης νεαρής που περιγράφει πως έζησε αυτή την πλημμύρα με επιστολή της στην εφημερίδα «Εστία» των Αθηνών. Επίσης μέσα από την εφημερίδα της κυβέρνησης  (Gazette) του 1894 και 95, τί ακολούθησε της πλημμύρας.

Λεζάντες:
Φώτο 1 Ο Ευστάθιος Παρασκευάς
Φώτο 2 «Εις την θέσιν που είναι σήμερον το σπίτι του κ. Θεοχάρη (γιατρού) το νερόν με έχωνε μέχρι της μέσης μου».
Φώτο 3. «Μέρος της εκκλησίας του Άγιου Αντωνίου εχάθη»
Φώτο 4. Μια μοναδική φωτογραφία του Ν. Φόσκολου της ανατίναξης του μιναρέ από τους άνδρες του πολεμικού πλοίου «Αρεθούσα»

Και τα πρώτα τηλέφωνα στη Λεμεσό


Ο παγκόσμιος πυρετός στο αίμα και η αδρεναλίνη στα ύψη από την κυκλοφορία του νέου iphone 5 ! Η Κύπρος απόλυτα εναρμονισμένη με την παγκοσμιοποίηση  δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση.. Οι «κατζετάκηδες», κυρίως οι νέοι, πετάνε τα «παλιάς τεχνολογίας» πλέον 4S για να πάνε στο 5. Κι ας τους λένε πως υπάρχει κρίση και πως πρέπει να μαζευτούν. Κι ας τους λέει ο πατέρας ο… «i-paid» (κατά το γνωστό ανέκδοτο που κυκλοφορεί), πως οι διαφορές είναι ελάχιστες και πως μάλιστα το νέο i-phone5, στο πρώτο τουλάχιστον στάδιο στη Κύπρο ίσως να έχει και προβλήματα λειτουργίας. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν τίποτα.  Διότι πως να κυκλοφορούν με τα παλιά i-phone και να καταξιώνονται κοινωνικά; Σε μια κοινωνία της υπερκατανάλωσης που εμείς οι μεγάλοι φτιάξαμε, τους γαλουχήσαμε και τους μεγαλώσαμε με την «ανάγκη» χρήσιμων και άχρηστων αγαθών στην εποχή της χλιδής των παχιών αγελάδων και του νεοπλουτισμού;
Ένα από τα αγαθά της κοινωνίας αυτής είναι και το αγαθό της τηλεφωνίας που  όμως με την εξέλιξη της, όλο και περισσότερο κινδυνεύουμε από χρήσιμο και αναγκαίο αγαθό να μας γίνει τυρρανία και εφιάλτης. Η ενσύρματη, η κινητή, η δορυφορική, η με εικόνα,  η μέσω του διαδικτύου και δεν συμμαζεύεται, μας κάνει ολοένα και πιο πολύ εξαρτώμενους σκλάβους της παρά να αποτελεί αυτή η ίδια  μέσο εξυπηρέτησης μας.
Υπήρξαν εποχές που η απουσία του μέσου αυτού, όπως και πολλών παρόμοιων, αποτελούσε σημαντική έλλειψη και η εμφάνιση του ζωτικής σημασίας στην επικοινωνία αλλά και την ομαλή λειτουργία της καθημερινής ζωής των ανθρώπων.
Το τηλέφωνο, με εξαίρεση την τοποθέτηση σε ορισμένα κυβερνητικά γραφεία, πρωτοπαρουσιάστηκε στη Λεμεσό μεταξύ των σημαντικών τότε για την οικονομία του τόπου κρασοχωριών και των Μανδριών που ήταν το κέντρο τους,το 1881. Τρία δηλαδή μόλις  χρόνια μετά την αγγλική κατοχή.
 Από τότε όμως κύλησε αρκετό νερό στο αυλάκι και χωρίς ουσιαστικές αλλαγές μέχρι το 1914 που η φιλοπρόοδη οικογένεια της Λεμεσού, η οικογένεια Γιορδαμλή, ξενικά δειλά-δειλά -  και πάλιν πρώτη από όλες τις πόλεις της Κύπρου η Λεμεσός- να εγκαταστήσει ένα στοιχειώδες τηλεφωνικό κέντρο με τα λίγα πρώτα ιδιωτικά  τηλέφωνα στην οδό Σαλαμίνος. Η ιδιωτική εταιρία τηλεφωνίας Γιορδαμλή από το 1925 λειτουργούσε πλέον πάνω σε οργανωμένη επαγγελματική βάση  και εξυπηρέτησε για πολλά χρόνια- πάντα μέσα στα περιορισμένα πλαίσια μιας μικρής ιδιωτικής εταιρείας, αλλά και των οικονομικών δυνατοτήτων πελατών της- για πολλά χρόνια μέχρι το 1936  που η ιδιωτική πρωτοβουλία παραμερίζεται και η αγγλική εταιρεία British Wires αναλαμβάνει  την γενική τηλεφωνική σύνδεση  με πόλεις και χωριά.  
Είναι τότε που με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του τόπου παρουσιάζεται και η αυξημένη ανάγκη αλλά και οι αυξημένες απαιτήσεις για τηλεφωνική εξυπηρέτηση, όπως βγαίνει μέσα από  το σχετικό κείμενο του λεμεσιανού δημοσιογράφου Τέμπλαρ, όπως αυτό  δημοσιεύεται στην «Αλήθεια» της Λεμεσού ημερομηνίας 23 Απριλίου 1937 με τίτλο «ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΛΕΦΩΝΩΝ»:
«Εις την τελευταίαν σας έκδοσιν ανεγράφετε ότι ο αριθμός των τηλεφώνων ανέρχεται σήμερον εις 112 τον αριθμόν και καταλήγετε εις την ευχήν ότι δεν πρέπει να λείψη  από καμμίαν οικίαν ή κατάστημα ή γραφείον το τηλέφωνον.
Η ευχή σας βέβαια είναι πολύ δικαία. Αι αντιλήψεις όμως και αποφάσεις της Εταιρείας ως προς την τιμήν των τηλεφώνων νομίζομεν ότι  προσκρούουν πρός τας  αντιλήψεις του  λεμεσιανού και εν γένει παγκύπριου κοινού, όπερ ευρίσκει ότι η δαπάνη της  κατοχής τηλεφώνου είνε υπερβολική. Και ως απόδειξιν, λίαν χαρακτηριστικήν φέρομεν αυτήν την πόλιν της Κύπρου που είνε τόσον προηγμένη εις το εμπόριον και βαδίζει γενικώς στερεά πρός την πρόοδον και ερωτώμεν είνε ικανοποιητικός ο αριθμός των τηλεφώνων της; Βέβαια όχι διότι εν τη πραγματικότητι έχει μόνο 60-70 τηλέφωνα, δι’ ιδιωτικήν χρήσιν, δεδομένου ότι τα υπόλοιπα κατέχονται υπό των κυβερνητικών και δημοτικών γραφείων.
Είμεθα εις θέσιν να βεβαιώσωμεν εξ ερεύνης μας, ότι μέγας αριθμός καταστηματαρχών και οικογενειαρχών θα ήτο διατεθειμένος να εγκαταστήση τηλέφωνον και δεν το κάμνει διότι το ποσόν των λ.7-10 το θεωρεί υπέρ τας δυνάμεις του.
 Η Εταιρεία, ήτις είνε αληθές με τόσην τελειότητα και ακρίβειαν εγκατέστησε και λειτουργεί το χρήσιμον τούτο όργανον συνεννοήσεως,οφείλει να αναθεωρήσει την ταρίφαν της ως προς την τιμήν, δεδομένου ότι είνε οικονομική αρχή το «εν τη καταναλώσει το κέρδος»









Φωτογραφίες:

1. Ο πρωτοπόρος της αστικής τηλεφωνίας της Κύπρου Γεώργιος Γιορδαμλής με τη σύζυγο του  Μαριγώ που εκτελούσε και τα καθήκοντα της πρώτης τηλεφωνήτριας.

2. Το εξώφυλλο του πρώτου τηλεφωνικού καταλόγου της Κύπρου, το 1929

3. Οι αδελφές Ευανθία και Ελευθερία Γιορδαμλή κόρες του Γεώργιου, πρώτες τηλεφωνήτριες από το 1925.

4,5  Από τo πρώτo τηλέφωνα στη Λεμεσό στο παγκοσμιοποιημένο i-phone 5…