Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Τα ρομαντικά καλοκαιρινά βραδάκια της Λεμεσού



Τα καλοκαιρινά βραδάκια της Λεμεσού ήταν- και παραμένουν πάντα- αισθησιακά, ερωτικά, ρομαντικά…

Με την γλυκιά της  ζέστη (υπερβολική είναι αλήθεια καμιά φορά), ακόμα και με τις υγρές της νύκτες, η Λεμεσός το καλοκαίρι γίνεται ιδιαίτερα ερωτική πόλη. Οι καλοκαιρινές της διασκεδάσεις μοναδικές και ξεχωριστές από κάθε άλλη πόλη. Που αλλάζουν βέβαια  χώρο και τρόπο ανάλογα με τις  δεκαετίες και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Σίγουρα πάντα όμως με τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Τέτοιες λοιπόν  καλοκαιρινές νύκτες ετοιμάζονταν  να ζήσουν οι λεμεσιανοί και στις αρχές τις δεκαετίας του ’30 όπως μαρτυρεί το δημοσίευμα της λεμεσιανής εφημερίδα ς «Αλήθεια» του 1930 που ακολουθεί.
Σε εποχές  δύσκολες από την οικονομική και πολιτική καταπίεση του άγγλου κατακτητή, με τις βαριές φορολογίες και τους ανελεύθερους νόμους που θα καταλήξουν στη λαϊκή αγανάκτηση και εξέγερση  του Οκτώβρη του 1931 εναντίον των αποικιοκρατών, τη γνώστη ως  τα  «Οκτωβριανά».
Μέσα λοιπόν από τις γραμμές του χρονογραφήματος του λεμεσιανού δημοσιογράφου Γεωργίου Ταλιαδώρου-Τέμπλαρ πληροφορούμαστε πως:
«Αρχισεν εις τα ξενύχτηκα κέντρα η τακτική ζωή και κίνησις των ξενύχτηδων.Ολοι οι σπάνιοι Λεμεσιανοί τύποι θ’ αρχίσουν να μαζεύωνται στου ιστορικού και γνωστοτάτου Σουλειμάνη, στου Μεμμέτη, στο Κιτ-Κατ και σε όλα εκείνα τα εύθυμα κέντρα και θα διαλύονται όταν αρχίζουν να βγαίνουν αι πρώτες αχτίνες του ήλιου.
Ο Σουλειμάνης αυτός κατήντησε τύπος παγκοσμίου φήμης. Ερχονται ξένοι και εξέχουσαι μάλιστα  φυσιογνωμίες και ζητούν να επισκεφθούν το ιστορικό και απλό καφενεδάκι του. Δεν θα ξεχάσω το γεγονός που όταν η υπέροχος τραγωδός μας κυρία Μαρίκα Κοτοπούλη επεσκέφθη την πόλιν μας πρώτη εζήτησε να γνωρίση και επισκεφθή τον Σουλειμάνη και το καφενεδάκι του. Αφίνω τώρα τους αμέτρητους άλλους ξένους καλλιτεχνικούς τύπους που  επέρασαν αλησμόνητες καλλιτεχνικές νύκτες.
Ακούστε τι θα έχουμε το καλοκαίρι μας. Δύο θερινούς κινηματογράφους, ένα οπερεττικόν ελληνικόν  θίασον, έναν Τουρκικόν οπερεττικόν θίασον, δύο γκαρακιόζηδες, έναν θίασον ανδρικέλλων και μαργιονεττών. Θα λειτουργούν δε και περί τα 100 εξοχικά κέντρα, μεταξύ των οποίων θα ξεχωρίζουν ως πάντοτε το του Μ.Φούρναρη, τού Πελλόγιαννου και τα δύο του κομεσσαριάτου καφενεία.
Εις τού Φούρναρη θα παίζεται υπό των γνωστών χαρτοπαικτών και των δύο φύλων το απαραίτητο ραμί το οποίον  εκεί επάνω με την δροσιάν του καφενείου και το κρύο  του νερό θα παρατείνεται  όπως και πέρυσι μέχρι των πρωινών ωρών.
Φίλη κυρία ραμίστρια πρώτης γραμμής μας έλεγεν μεθ’όρκου, αν και στους όρκους των γυναικών δεν πρέπει και πολύ πολύ να πιστεύωμεν, ότι πέρυσι διαρκούσης της θερινής περιόδου, έχασεν εις το καφενείον του Φούρναρη Λίρας Αγγλίας 84-19-4 ½ . Εννοείται πως αν θέλετε το πιστεύετε και σεις  και εγώ που το πρωτάκουσα.
Η μικρή αποβάθρα παρά την οικίαν του κ. Χ. Στρίγκου γεμίζει κάθε απόγευμα από μαθητάς και μαθητρίας αι οποίαι εγκατέληψαν την μεγάλην αποβάθρα και περνούν εκεί…ωραία τας απογευματινάς των ώρας…Χωρίς να τους κοιτούν βέβηλα και ενοχλητικά μάτια…
Και έτσι τώρα η μεν μεγάλη αποβάθρα θα μένη για τους μεγάλους, η δε μικρά για τους μικρούς, που ξέρουν καλλίτερα να γλεντούν την ζωήν των…»
Να σημειώσουμε πως «του Σουλεϊμάνη, του Μεμμέτη και το Κιτ-Κατ» ήταν καφενεία στα Κεσσογλούδια και αργότερα στην ονομασθείσα ως Πλατεία Ηρώων. Τα «εξοχικά» κέντρα ήταν στην οδό Γλάδστωνος αφού τότε ο δρόμος αυτός ήταν εκτός πόλεως και… «εξοχικός», του  μεν Φούρναρη, εκεί που σήμερα είναι το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού και το καφενείο του Πελλόγιαννου , λίγο πιο πέρα στην απέναντι πλευρά εκεί που σήμερα είναι  Συνεργατική Τράπεζα. Ο Πελλόγιαννος τύπος μποέμ παλληκαρά έδερνε … άμα χρειαζόταν και κατά προτίμηση άγγλους και τούρκους. Λίγα χρόνια μετά (1939) δημιούργησε  το περιβόητο εξοχικό κέντρο «Ρομάντζο» στο Κομισαριάτο, στη σημερινή Λεοντίου του Α’. Στο Κομισαριάτο βρισκόταν τότε το καφενείο του Τζιώρτζη
Η μικρή αποβάθρα «παρά την οικίαν του Χ.Στρίγκου» ήταν η γνωστότερη ως «αποβάθρα των Φράγκων».

Οι δύο θερινοί κινηματογράφοι που αναφέρει ο Τέμπλαρ ήταν ο κινηματογράφος Κυπριανού και ο κινηματογράφος «Παράδεισος» των αδελφών Γιορδαμλή.
Ένα άλλο δημοσίευμα-διαφήμιση της 9ης Αυγούστου 1930 ( βλέπε σχετική φωτογραφία), διαφήμιζε ότι από την επόμενη στον κινηματογράφο Κυπριανού θα άρχιζε η προβολή της «υπερπαραγωγής του 1930 Χριστίνα με την ωραιότεραν και ενδοξοτέραν καλλιτέχνιδα της οθόνης Ζανέτ Γκαίηνορ.» Παρόλο που η ταινία ήταν ομιλούσα  οι λεμεσιανοί θα την έβλεπαν ως βουβή γιατί ομιλών κινηματογράφος στη Λεμεσό ήλθε δυο  χρόνια μετά από τους αδελφούς Χρυσοχού που εντωμεταξύ νοίκιασαν τον κινηματογράφο του Κυπριανού ονομάζοντας τον «Πανόραμα». Και μια ακόμα μικρή λεπτομέρεια, η ταινία ήταν παραγωγή του 1929 και όχι του 1930 όπως διατείνεται η διαφήμιση.
Αυτά εν ολίγοις από τα πολλά «πράγματα και θαύματα» ( και θεάματα) συνέβαιναν στη μικρή μα τόσο ερωτική μας Λεμεσό των αρχών της δεκαετίας του ’30.
   
Λεζάντες

Φώτο1. Πλατεία Κκεσόγλιδων (μετέπειτα Πλατεία Ηρώων): καφενεία Broadway και Κιτ-κατ
Φώτο 2. Η αποβάθρα των Φράγκων και η οικία Στρίγκου στο βάθος δεξιά
Φώτο 3. Ο δρόμος του Κομισσαριάτου καλούμενος και ως Promenade ( περίπατος)
Φώτο 4. (χωρίς λεζάντα)
Φώτο 5 -6. Αφίσα του έργου «Χριστίνα» και Ζανέτ Γκαίηνορ
Φώτο 7. Μαρίκα Κοτοπούλη, θαμώνας του καφενείου του Σουλεϊμάνη.





Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Ο Καζαντζάκης στη Λεμεσό



Μέρος τρίτο

             Συνέχεια και τέλος του αφιερώματος της επίσκεψης του Νίκου Καζαντζάκη στη Λεμεσό τον Μάιο και Ιούνιο του 1926 με το δεύτερο μέρος του κειμένου του Πάνου σουλιώτη στην εφημερίδα του «Παρατηρητής» της Λεμεσού στις 6 και 13 Μαρτίου 1958 κάτω από τον τίτλο:

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
          Τον προσκάλεσα στο  «Ακταίο» για να πάρουμε  καφέ. Σάν καθήσαμε και από τα πρώτα λόγια πού ανταλλάξαμε, άρχισε να δημιουργήται ανάμεσα μας ατμόσφαιρα οικειότητος που σ' έκαμνε να νοιώθης άνετα και ευχάριστα σα νάχες κοντά σου ένα παληό φίλο κι όχι διάσημο διανοούμενο κι' ανώτερον πνευματικόν άνθρωπο που μόλις και για πρώτη φο­ρά έκαμνες την γνωριμία του. Μου φάνηκε την πρώτη στιγμή που τον αντίκρυσα μεγαλύτερο, απ' ό,τι διεπίστωσα κα­τόπιν, στην ηλικία.  Η μορφή του τον έδειχνε με περισσότερα χρόνια απ' ό,τι στην πραγματικότητα είχε. Σ' αυτό συνέτειναν ίσως τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, το υψηλό αδυνατισμένο ίσως σώμα και το μελαχροινό χρώμα.
Τον ρώτησα τες εντυ­πώσεις του για το νησί μας  που για πρώτη φορά το επισκεπτόταν.
«Είχα αληθινή»,  μούπε, «λα­χτάρα να ρθω και γνωρίσω το νησί της Αφροδίτης.  Αν και λίγες μέρες έχει που βρί­σκομαι εδώ, νοιώθω πως δεν είναι όμοιο με τες γειτονικές και πολύ κον­τινές ακόμη ολοτρόγυρα του χώρες.  Έχει διαφο­ρετικό κλίμα που σ' αυτό ασφαλώς θα οφείλεται και η μεγάλη γονιμότητα της γης του, όπως και η λα­τρεία της Αφροδίτης, θεάς της γονιμότητας».
Τα δάση των χαρου­πιών με τους χωρικούς τρυγητές του μαύρου καρ­πού—ήταν Αύγουστος που είχε έρθει —του πρόσφερναν θέαμα γνωστό και στο νησί του και που το χαιρόταν τώρα για την γνησιότητα του τοπίου και των ανθρώπων. Τον παραξένευε το δάσος των καρποφόρων αυτών δένδρων πούταν ανάμικτα με ελιές και που έμοια­ζαν σαν από τη φύσι δο­σμένα και όχι από ανθρώ­πινο χέρι φυτεμένα. Η παρατήρησί του, πρόσεξα πως περιείχε μιαν πραγ­ματικότητα, γιατί εκείνο που γίνεται στην Κρήτη και γενικά στην Ελλάδα και τες άλλες χώρες, ιδίως με την ελιά που φυτεύε­ται προγραμματισμένα και σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα και κανόνες της δενδροκαλλιεργείας, το ίδιο δεν συνέβαινε ως τότε στον τόπο μας. Τες χα­ρουπιές και τες ελιές, εκτός βέβαια μερικών πο­λύ γέρικων ελιών, φραγκοελιών καλουμένων, που τες φύτεψαν οι Ενετοί και κατοπινά δι' υποχρεω­τικής για ένα διάστημα νομοθεσίας οι Τούρκοι, οι περισσότερες φυτεύτη­καν από τα κοπάδια των κατσικιών και τα πουλιά που τες έσπερναν με τα κόπρανα τους.
Η επιθυμία του ήταν να μπορέση να ξανάρθη και να μείνη περισσότερον καιρό, για να γνωρίση, όπως μούλεγε τον τόπο και τους ανθρώπους του.  Ήξερε προσωπικά από την Αθήνα κατά την φοι­τητική του περίοδο —άρ­χισε σπουδές νομικής και πήρε και δίπλωμα —τον Γιώργο Μαρκίδη, τον γνω­στό ποιητή και επιστή­μονα διανοούμενο πρώην Δήμαρχον Λευκωσίας, που τον αντάμωσε στην Λευ­κωσία και δέχτηκε για μια σχεδόν βδομάδα την φιλοξενία του.
Σε τούτο το μεταξύ συ­νέχιζε ρουφώντας τον καφέ του. Μου φάνηκε πως πιθανό ο καφές που παραγγέλθηκε να μη ήταν στην γεύση και νοστιμάδα όπως θα τον ήθελε και τον ρώτησα πώς τον βρίσκει. Καλός είναι.
Είμαι βέβαιος πως δεν είναι ο καφές που συνηθίζετε. Δεν είναι  κι' εύκολο να βρίσκης όπου πας τες συνήθειες  και τα γούστα σου.
-Σας  ρωτώ  σ' αυτό απάνω γιατί  έχω  υπόψι μιαν σχετικήν περί καφέ χαρακτηριστικήν ιστορία και του  διηγήθηκα το α­κόλουθο περιστατικό: Υ­πάρχει  κάποιος, σε λαϊκό εδώ καφενείο,  γκαρσόνι, πού ποτέ δεν σου κάμνει τον καφέ  που ζητάς, δεν συμμορφώνεται  δηλ. με το γούστο σου, αλλά τον καφέ που, κατά  την ατο­μική του γνώμη, ταιργιάζει  με την φάτσα σου, όπως  λέγει, δηλ. το σουλούπι σου στο όποιο κα­θρεφτίζεται, κατά την γνώ­μη του, ο εσώτερος άν­θρωπος ο χαρακτήρας του πελάτη. Ζητάς, λόχου χάρι,  καφέ με ολίγη  και σου  φέρνει σκέτο η γλυ­κύ και σου δίνει μέτριο. Καμιάν  προσοχή δεν δίνει στες διαμαρτυρήσεις και παρατηρήσεις  του πελάτη, ούτε και  στες απειλές πως θα εγκατάλειψη το καφενείο του. Εμμένει στην άποψι του ψιθυρί­ζοντας κάθε φορά που του γίνεται σχετική παρατήρησι απ' εκείνους που αγνοούν την περίεργη θεω­ρία των περί καφέ αντιλήψεων του: «Είναι αυτή φάτσα για γλυκύ; ο κα­φές του πρέπει ναναι σκέττος.  Αν δεν του αρέσει ας μην ξαναπατήση».
-Μπορεί να φαίνεται η θεωρία του  περίεργη,  μάναι  πολύ κοντά στην πραγματικότητα,  θάθελα, αν διάθετα καιρό, να γνω­ρίσω  αυτόν τον τύπο που πιστεύει στην δυνατότητα ψυχαναλύσεως δια του καφέ.
Την συνομιλία μας διέ­κοψε ένας ασυνήθης θό­ρυβος που προερχόταν από την θάλασσα και την προσοχή του απέ­σπασε η εικόνα μιας μεγάλης αγέλης γλάρων. Τα πουλιά πετούσαν, εκβάλλοντας τους συνήθεις κρωγμούς των, πολύ σιμά στο μέρος, άκρυα του πόντε, που καθόμαστε και προσπάθαγαν με κάθετες βουτιές απάνω στα σιγοκίνητα, απ' το δυτικό αε­ράκι που φυσούσε, κύμματα ν' αρπάξουν όχι ψάρια, αλλά κομμάτια κουλούρια που τους τα πετούσε κά­ποιος γνωστός τύπος ιδιότροπου συμπολίτη μας. Με­ρικά παιδάκια που στεκόντουσαν κάτω στην πα­ραλία προσπάθαγαν  με λάστιχα να σκοτώσουν γλάρους. Ο κύριος που με απλοχεριά και καπρίτσιο, που φαινόταν πως έτρεφε τα πετεινά της θάλασσας, εξοργιζόταν για την εγκληματικότητα των παιδιών τα οποία απειλητικά απόδιωχνε λέγον­τας: «Εγώ προσπαθώ να τα ξεφοβίσω παληόπαιδα και σεις τα σκοτώνετε»;
Οι πιτσιρίκκοι που με τες φοβέρες του τους στε­ρούσε μια χαρά, απαντού­σαν: «Δεν δκιας θκιέ σε μας τα κουλλούρκα τζιαί πετάσσεις τα στους γλάρους; ΄Ηντα σε κόφτει αν τους σκοτώσουμε; Εν δικοί σου τζιαί θυμώνεις; Εν της θάλασσας».
Ό Νίκος με ρώτησε την σημασία του διαλόγου, που δεν  μπόρεσε και  δικαίως να  τον  ερμηνεύση,  όπως βέβαια  θα συνέβαινε  και μ'  ένα Κύπριον  αν τύγχαινε ν ακούση τον ίδιο διάλογο στην κρητική ντοπιολαλιά. Το συμβάν αυτό έδωκε αφορμή να κάμουμε συλλογισμούς για τους αν­θρώπους και τα άλλα πλάσματα της φύσεως. Ο Καζαντζάκης βρήκε πολύ δικαιολογημένες τες αξιώσεις των πιτσιρίκων, πούθελαν κι' αυτοί με τον δικό τους τρόπο να διασκεδάσουν σκοτώνοντας  τους γλάρους που ανήκαν στην θάλασσα όπως   διατείνοντο, όπως πάλι και ο εκκεντρικός κύριος  είχε όλο το δίκαιο να νοιώθη ευχάριστησι προστατεύοντας και διατρέφοντάς τους.
Βρήκαμε όμως πολύ δικαιολογημένην και λογικήν την προβολή απαιτήσεως των παιδιών να ζητούν κι εκείνα μερίδιον των κουλουριών και να θεωρούν άδικο το προς τους γλάρους πέταμα των. Γιατί τα πετεινά του ουρανού μπορούν μόνα και χωρίς την βοήθεια κανενός, πλην εκείνης του  Παντοδυνάμου θεού, να εξεύρουν την τροφή των και ικανοποιήσουν τας  ανάγκας των, ενώ ο άνθρωπος είναι παντελώς ανίκανος να πράξη το ίδιο και το χειρότερο.
Εξαρτάται στο ζήτημα αυτό της οικονομικής επάρκειας, από τον συνάνθρωπο του, από τον οποίον δεν βρίσκει σχεδόν ποτέ κατανόησι και συμπάθεια.
Περιορισθήκαμε να πα­ρακολουθούμε τον διασκεδάζοντα εκκεντρικόν κύριον, ενώ όλη μας η συμπάθεια στρέφονταν στα παιδιά που τα κυττάζαμε και τα θεωρούσαμε την στι­γμή εκείνη ως ένα ζωντανό και ανάγλυφο σύμβολο, της αγωνιζομένης εργα­τιάς, που διεξήγε μιαν ά­νιση πάλη κατά της κεφαλαιοκρατίας - έκτοτε βέ­βαια τα πράγματα, μετά τον δεύτερον ιδίως παγκόσμιο, ριζικά και θεμε­λιακά άλλαξαν υπέρ των εργατών - για την οικονο­μική των επιβίωσι και αποκατάστασι.
Την άλλη μέρα πήγε στην Πάφο προς επίσκεψι του αρχαίου και ξακουστού ναού της θεάς του Κάλλους, Αφροδίτης. Τες εντυπώσεις του από την διαδρομή και επίσκεψί του, τες διάβασαν οι αναγνώστες μας σε προηγούμενη έκδοσι του «Παρατηρητού». Αυτά από τον Φασουλιώτη.
Στις 4 Ιουνίου 1926 ένα μικρό δημοσίευμα στη στήλη «ΖΩΗ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΙΣ» στην εφημερίδα «Χρόνος» της Λεμεσού κάτω από τον τίτλο «ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ»  έλεγε, έτσι απλά, σχεδόν ασήμαντα, πως:
«Δια του τελευταίου Λλόϋδ επέστρεφαν εις Αθήνας αι καλλιτέχνιδες δ. Παπαϊωάννου, δημοσιογράφος δ. Σαμίου και ο Έλλην λόγιος  κ. Ν. Καζαντζάκης.»
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι πρόκειται για τις αδελφές Μαρίκα και Καίτη Παπαϊωάννου,  διάσημες πιανίστριες και αδελφικές φίλες του Καζαντζάκη. Η Μαρίκα έδωσε μάλιστα κατά την εδώ επίσκεψη της ρεσιτάλ πιάνου στο καλλιτεχνικό καφενείο «Ακταίον» της Λεμεσού.
Την Μαρίκα παντρεύτηκε το 1941, ο λεμεσιανός Αιμίλιος Χουρμούζιος που όμως το 1926 δεν βρισκόταν στη Λεμεσό αφού είχε ήδη ένα χρόνο πριν εγκατασταθεί  μόνιμα στην Αθήνα. Την γνώρισε πολύ αργότερα  μέσω του Καζαντζάκη αφού τον Χουρμούζιο με τον οποίον συνδεόταν  επίσης με αδελφική φιλία.

   
Λεζάντες φωτογραφιών:

Φώτο 1 Ο Νίκος Καζαντζάκης με την Ελένη Σαμίου και τις αδελφές Παπαϊωάννου στην Παλαιστίνη το 1926 από όπου ήλθαν στην Κύπρο
Φώτο 2 Γεώργιος Μαρκίδης διανοούμενος και αργότερα Δήμαρχος Λευκωσίας, συμφοιτητής και φίλος του Καζαντζάκη.
Φώτο 3 Ο Καζαντζάκης με τον λεμεσιανό διανοούμενο  Ευγένιο Ζήνων σε εκδρομή στο Τρόοδος.
Φώτο 4 Στο ίδιο σημείο με την προηγουμένη φωτογραφία ποζάρει με τις αδελφές Παπαϊωάννου
Φώτο 5 Το περίφημο καλλιτεχνικό καφενείο Ακταίον όπου η Μαρίκα Παπαϊωάννου έδωσε το ρεσιτάλ πιάνου
Φώτο 6 Χρόνος 4 Ιουνίου 1926

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Ο Καζαντζάκης στη Λεμεσό


Μέρος δεύτερο

           Στο πρώτο μέρος, στην περασμένη έκδοση της «Φωνής της Λεμεσού» είδαμε για τον ερχομό του Νίκου Καζαντζάκη στην Κύπρο και ιδιαίτερα στη Λεμεσό τον Μάιο-Ιουνιο του 1926 από την «αριστερή», ας πούμε, σκοπιά του λεμεσιανού διανοουμένου και ποιητή Γιάννη Λέφκη, όπως την περιγράφει στο βιβλίο του «Οι ρίζες» και μέσα από τις στήλες της σοσιαλιστικής εφημερίδας «Ο Νέος Άνθρωπος»
Στη συνέχεια θα δούμε (σε δύο μέρη) το μεγάλο αυτό γεγονός για τον πολιτισμό της Λεμεσού και της Κύπρου, που όμως πέρασε τότε σχεδόν απαρατήρητο, από τη σκοπιά ενός τέως αριστερού και φανατικού στη συνέχεια αντιαριστερού, διανοούμενου και εκδότη της εφημερίδας «Παρατηρητής», Πάνου Φασουλιώτη.
Στις εκδόσεις της εφημερίδας του ημερομηνίας 6 και 13 Μαρτίου 1958 , λέει κάτω από τον τίτλο:
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Το σημείωμα   αυτό  για τον μεγάλο νεοέλληνα συγγραφέα Νίκο  Καζαντζά­κη, αποτελεί, όπως και  το άλλο πού δημοσίευσα  πριν λίγο καιρό  στον «Παρατηρητή» για τον Νίκο Νικολαΐδη εδάφιο του βιβλίου «Η Λεμεσός».[1] Σ' αυτό, πού ελ­πίζω  πώς σύντομα θα εκδώσω, περιέχονται αφηγήματα,  που θέμα τους έχουν την, πριν μισό αιώνα και πέραν, ζωή της πόλεως μας και του κόσμου της. Τα πρόσωπα πού αναφέ­ρονται είναι πραγματικά και η αφήγηση της δράσεως των ως και τα ποικίλα  συμβάντα και σημαντικά γεγονότα π' ανιστορούνται αληθι­νά κομμάτια, στενά συν­δεμένα  κ'  εξαγόμενα από μια  περίοδο της Ιστορίας της.
Το κάθε αφήγημα είναι αυ­τοτελές και ανεξάρτη­το, όπως άλλωστε και η ζωή και δράσι κάθε ατόμου κι οικογένειας  ενός τόπου, αποτελεί ανεξάρτητη οντότητα, που είναι όμως αναπό­σπαστο στην πραγματι­κότητα τμήμα ενός ομοιογενούς,  όπως στην δική μας περί Λεμεσού περίπτωση και ενιαίου συνόλου, που κινείται στη γη της Λεμεσού, ζει στο Λεμεσιανό περιβάλλον κι' αναπνέει την ίδια ατμόσφαιρα, της Λεμεσού.
Ό άειμν. Νίκος Καζαν­τζάκης είχε επισκεφθεί πριν 32 χρόνια την Κύπρο και τον συνόδευε στο ταξείδι του αυτό και η δεύτερη γυναίκα του Κα Σαμίου[2]. Η πρώτη, ήταν η Γαλά­τεια, συγγράφισσα επίσης και γνωστή σε μας εδώ τότε με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Πετρούλα Ψη­λορείτη. Ο σύζυγος της, ο Νίκος Καζαντζάκης, εί­χε το ίδιο ψευδώνυμο, Ψηλορείτης. Κι' οι δυο συνεργάζονταν στον Νουμά, το επαναστατικό όρ­γανο του δημοτικιστικού αγώνα, που τον διεύθυνε με παρρησία ο τίμιος άνθρωπος και ηρωικός αγωνιστής Ταγκόπουλος.
Οι λιγοστοί φιλολογούντες την εποχή εκείνη στην Λεμεσό και πολύ λιγώτεροι στες άλλες πόλεις, διαβάζαμε με φανατισμό και αγάπη τον Νουμά - διατηρώ ως τώρα με στορ­γή όλους τους τόμους του - κι' αγαπούσαμε κάθε συ­νεργάτη του. Με την καθοδήγησι και ενθάρρυνσι του μ. Μενελάου Φραγκούδη πρωτεργάτη, την ε­ποχή πού αναφέρουμε στην πόλι μας -προηγήθησαν ο Μενάρδος,  ο Νικ. Κλ. Λανίτης και άλλοι - της ιδέας,  διεξαγάγαμεν  και μείς με τον δικό μας τρόπο και τα πενιχρά μας μέσα τον αγώνα και την προπαγάνδα για την διάδοση της δημοτικής. Αλληλογραφούσαμε με τους λογοτέχνες αγωνιστές της Αθήνας και παίρναμε τες καθοδηγήσεις των. Κρατώ ακόμα γράμμα του Ψυχάρη, πού συνώδευε τα βιβλία του μαζί μ' εκείνα του Πάλλη, Τριανταφυλλί­δη και άλλων κορυφαίων δημοτικιστών που μούχε στείλει και στο οποίον με συνέχαιρε για το τόλμη μα και την παλληκαριά μου να βγάζω εφημερίδα γραμμένην στην δημοτι­κή. Εννοούσε τον «Πυρ­σό» πούταν συνάμα και η πρώτη Κυπριακή Σοσιαλιστική εφημερίδα.
Από τον εκεί κύκλο του Νουμά πήρε και το δι­κό μου όνομα. Με ζήτησε άμα έφθασε στην Λεμεσό και κάποιος τον ωδήγησε στο γραφείο μου.
Ήταν ένα Αυγουστιά­τικο, θυμάμαι, δειλινό που μπήκε στο γραφείο μου, που στεγαζόταν τότε σ΄ ένα εκεί κοντά, αντικρύ σχε­δόν του ιστορικού καφε­νείου «Ακταίου» παρά την προκυμαία μικρό μαγαζά­κι, πούναι σήμερα κου­ρείο. Είχε τες ήμερες ε­κείνες σταματήσει, κατό­πιν ενός χρόνου ζωή, την έκδοση του ο «Πα­ρατηρητής» της Α' πε­ριόδου. Εκδιδόταν σε μεγάλο σχήμα και σε δυο γλώσσες, Αγγλικήν και Ελληνικήν, κάθε δεκαπέν­τε μέρες. Ήταν η πρώτη Αγγλοελληνική εφημε­ρίδα της Κύπρου και  έζησε ένα χρόνο και δυο μήνες.  Όταν λέμε Α' περίοδος εννοούμε υπό την ίδια σημερινή επωνυμία. Προηγουμένως εκδιδόταν ο «Πυρσός» που μετονομάστηκε σε  «Παρατηρητής ». Η δεύτερη περίοδος άρ­χισε τον 'Οκτώβρη του 1928 και συνεχίζεται ως τώρα.
 Όπως με χαρά είχα γνωρίσει τον Νίκο Νικολαΐδη, τον Κύπριο λογο­τέχνη, με συγκίνησι και ιδιαίτερη ευχαρίστησι  αντίκρυσα και τον Νίκο Καζαντζάκη, που δεν είχε βέβαια τότε την αίγλη της διεθνούς φήμης των ολί­γων προ του θανάτου του ετών, όπως και κάθε  Έλληνα λογοτέχνη άμα τύγχαινε να ρθή στην πόλι μας. Φορούσε, θυ­μάμαι, ένα γκρίζο ελα­φρό κοστούμι, με ξεχειλι­σμένο, αλά μπάϊρον γιακκά άσπρου ποκαμίσου, που κάλυπτε αρκετό μέρος του πέττου του κοστουμιού του. Στο χέρι κρατούσε μιαν, ακαθαρίστου σχήμα­τος και γκρίζου χρώμα­τος με στίγματα μαύρα, ρεπούμπλικαν, που τα χά­λια της έδειχναν πως σπά­νια θα εκτελούσε τον προορισμόν της ως καλύμματος της κεφαλής του επισκέπτη μου.
Με κύτταξε μ’ ένα επί­μονο διαπεραστικό βλέμμα. Τα μάτια του σπινθήρισαν ανάμεσα στες βαθουλές κόγχες που σκιαζόντανε από πυκνά φρύδια  πούμοιαζαν σαν θαμνοβλάστησι στον γείσο βράχου. Τα σφιχτόδετα χείλη του διέστειλαν ένα συγκρατη­μένο μειδίαμα και αυτοσυστήθηκε: «Νίκος Καζαντζάκης». Με ευχάριστη έκπληξι τούπα: « Ό Ψηλο­ρείτης;»  Κούνησε με μια ελαφρά κίνησι της κεφα­λής και  μειδιώντας πάν­τα, το χέρι λέγοντας σε αργό ύφος: « Έρχομαι», συνέχισε, ενώ καθόταν στη μια από τες δυο καρέκλες που διάθετα στον μι­κρό χώρο, «από την Λάρνακα. Για σάς μου μίλησαν στον Νουμά και ιδιαίτερα σας σύστησε ο Πάργας.» 
 Ήταν ο διευ­θυντής του Αλεξανδρινού λογοτεχνικό περιοδικού «Γράμματα» μ. Στέφανος Πάργας που ποτέ δεν είχα απαντηθεί ούτε και γνωριστεί μαζί του παρά μονάχα με αλληλογραφία. Υπήρξε ειλικρινής ιδεο­λόγος, καλός φίλος και ένθερμος υποστηρικτής, όχι μόνον με λόγια αλ­λά και έμπρακτα με χρη­ματική εισφορά του «Πυρ­σού» και των πρώτων Ιδεαλιστικών, Σοσιαλιστικών μας στην Λεμεσό α­γώνων.
«Ήθελα να δω και τον κ. Φραγκούδη[3]», μούπε. Τον πληροφόρησα ότι έμενε στές Πλάτραις.

Στην επόμενη έκδοση το τρίτο και τελευταίο μέρος 

Φώτο1 Πάνος Φασουλιώτης
Φώτο 2 Ελένη Σαμίου αργότερα Καζαντζάκη
Φώτο 3 Ο «Πυρσός», η πρώτη κυπριακή σοσιαλιστική εφημερίδα.
Φώτο 4 Ο εκδότης της «Αλήθειας» της Λεμεσού και διανοούμενος Μενέλαος Φραγκούδης.
Φώτο 5 Νίκος και Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη


[1] Δυστυχώς το βιβλίο αυτό όχι μόνο δεν εκδόθηκε ποτέ αλλά μέχρι σήμερα τουλάχιστον δεν βρέθηκε πουθενά. Σκόρπια μόνο αποσπάσματα  του βρίσκονται δημοσιευμένα σε κάποιες εκδόσεις του «Παρατηρητή»
[2] Με την Ελένη Σαμίου διατηρούσαν τότε και για πολλά χρόνια δεσμό πριν παντρευτούν, το 1945.
[3] Ο Καζαντζάκης εννοούσε τον σημαντικό λεμεσιανό Μενέλαο Φραγκούδη, διανοούμενο, συγγραφέα δημοσιογράφο  και εκδότη της εφημερίδας «Αλήθεια», φανατικό δημοτικιστή.