Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Περί του κινηματογράφου στη Λεμεσό του ΄30

Μέρος δεύτερο


 . Το θέατρο Χατζηπαύλου στην οδό Αγίου Ανδρέου
Συνέχεια και πάλι για την χρυσή εποχή του κινηματογράφου στη Λεμεσό κατά την οποία όπως είδαμε από τα πρώτα κιόλας χρόνια του ΄30 αποκτά δυο λαμπρές για την εποχή αίθουσες, το Γιορδαμλή (1931) και το Ριάλτο ( 1933) ενώ το 1930 το θέατρο Χατζηπαύλου ανακαινίζεται  εκ βάθρων, μεγαλώνει η αίθουσα του και εκεί οι επιχειρηματίες του κινηματογράφου «Πανόραμα» Α/φοί Χρυσοχού φέρνουν αρχές του 1932 πρώτοι σε όλη την Κύπρο τον ομιλούντα κινηματογράφο.
Τις αναμνήσεις τους από την εποχή αυτή δυο επιφανών λεμεσιανών της τέχνης και ένα σχετικό δημοσιογραφικό κείμενο  θα δούμε στη συνέχεια.
Μιχάλης Κακογιάννης
Ο διεθνούς φήμης συμπολίτης μας σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης  λέει ανάμεσα σε άλλα σχετικά με τις πρώτες εφηβικές κινηματογραφικές του συγκινήσεις :
 «Πήγαινα και κινηματογράφο, σ’ ένα χειμερινό, το Μαξίμ. Μια από τις πρώτες ταινίες που είχα δει ήταν γαλλική, περί έρωτος. Υπήρχε ένα «amour» στον τίτλο και ήταν ομιλούσα, parlant. Ο ήχος όμως ήταν αίσχος, δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Έτσι, όταν κάποια στιγμή ένας από τους ηθοποιούς είπε «bonjour», μια λέξη επιτέλους διακριτή, σύσσωμο το κοινό απάντησε επίσης με ένα ηχηρό «bonjour».                                                                                                                                       Την ίδια εποχή, γύρω στο 1930, είχα δει και το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο.»
Να σημειώσουμε ότι αναφέρεται στο «Μαξίμ» το οποίο όμως την εποχή εκείνη ήταν «Θέατρο Χατζηπαύλου» και εκεί έκαναν προβολές ταινιών του κινηματογράφου τους  «Πανόραμα» όπως είπαμε. Πολύ μετά μετονομάστηκε σε «Μαξίμ» όπου μάλιστα ήταν ανάμεσα σε άλλα και οικογενειακό καμπαρέ,  και αφού εντωμεταξύ οι αδελφοί Χρυσοχού μεταφέρθηκαν στο ιδιόκτητο τους «Ριάλτο».  
 
Μιχάλης Πιτσιλλίδης
Στις δικές του νεανικές αναμνήσεις, ο λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας Μιχάλης Πιτσιλλίδης αναφέρει:
«Ένα επίμονο κουδούνισμα έδωσε το σύνθημα πως σε λίγο θ' αρχίσει η παράσταση, που κα­λύφθηκε από το βουητό του ενθουσιασμού μας. Με το δεύτερο κουδούνισμα, οι φωνές μας τράνταξαν το θέατρο, ενώ ο πιανίστας πήρε τη θέση του κι άνοιγε την παρτιτούρα του πάνω στο αναλόγιο. Το τρίτο κουδούνισμα χτύπησε μέσα σε σκοτάδι κι εμείς σχεδόν φοβισμένοι τρεμάμενοι από συγκίνηση μεί­ναμε μουλωχτοί, μη μπορώντας να δούμε τα δυο μας νύχια. Ξαφνικά μια δέσμη φωτεινές αχτίδες τοξεύτηκαν από αντίκρυ πάνω στον φρεσκοβαμμένο τοίχο κι εμείς καθαυτό κρα­τούσαμε την αναπνοή μας από τη λαχτάρα μας, ενώ ο πιανίστας άρχισε να πασπατεύει παιγνιδιάρικα τα πλήχτρα του πιάνου με τα δά­χτυλα του. Κάποια εγγλέζικα γράμματα πα­ρουσιάστηκαν πάνω στο φωτισμένο τοίχο κι ύστερα, ω του θαύματος! Άμαξες, άνθρω­ποι, ζώα, να κινούνται μέσα σε δρόμους, σπί­τια, όλα εκεί μπροστά μας, πάνω στον τοίχο του θεάτρου Χατζηπαύλου.  Ένας άνθρωπος άδραξε μια κολώνα την ταρακούνησε με μα­νία μέχρι που την γκρέμισε, άρπαξε άλλη την γκρέμισε κι αυτή, παρ' το ανάχτορο κάτω!... Πράματα και θάματα μέσα στου Χατζηπαύλου, τα 'λεγα το βράδυ σ' όλους στο σπίτι κι ο πατέρας μου είπε πως είδαμε το έργο "Σαμψών και Δαλιδά.
 Ύστερα από με­ρικά χρόνια, νέες λαχτάρες στο θέατρο Χατζηπαύλου. Η Λεμεσός γέμισε φυλλάδια πως "Απόψε θα προβληθεί το έργον "Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο". Ταινία ομι­λούσα και άδουσα. Τρέξατε όλοι να θαυμά­σετε! Ουδεμία υπερτίμησις. Γενική είσοδος γρόσια 2.»
Τέλος σε ενα ενδιαφέρον για την εποχή που γράφτηκε, κείμενο, από την εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού, ημερομηνίας 2 Ιουλίου 1937, του παλιού δημοσιογράφου και ερασιτέχνη θεατράνθρωπου, Μιχάλη Αντωνιάδη που ακολουθεί βγαίνει μέσα από μια αφέλεια ίσως και το κλίμα της εποχής του. Να θυμίσουμε ότι βρισκόμαστε σε εποχή παγκόσμιας πνευματικής παρακμής που διαπνέεται από την επικράτηση του ναζισμού και φασισμού στην Ευρώπη και στα πρόθυρα ενός παγκόσμιου πολέμου. Ο κινηματόγραφος όμως κυρίως του Χόλλυγουντ  αλλά και της Ευρώπης  βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του τη δεκαετία αυτή και δίνει διαχρονικά αριστουργήματα με πρωταγωνιστές και σκηνοθέτες θρύλους..
Με πρόφαση μια «κινηματογραφική κριτική» επιχειρεί και ο ίδιος μια ψυχογραφία των διάφορων εποχών για να καταλήξει στη δική του.
Φέρει τον τίτλο «Η ΧΑΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ» και αξίζει, για πολλούς λόγους, να  παρακολουθήσουμε τι λέει:
«Αν ο καθένας μας ρίξει μια ματιά στα περασμένα μια φωτεινή αχτίνα στα ίχνη των ξεχασμένων πια έργων, ξεκαθαρίζοντας το μονοπάτι που ενώνει τα φιλμ των πρώτων παιδικών μας χρόνων με τα σημερινά, έχει δε πάντοτε υπόψι του και την ανάλογη εποχή είναι φυσικό να ομολογήσει πως: Ο κινηματογράφος δεν υπήρξε μονάχα ένα σχολείο για την ανθρωπότητα μα έγεινεν κι ο ερμηνευτής των μεγάλων ψυχολογικών καταστάσεων της.
Σύμφωνα με τα διάφορα ρεύματα αντιλήψεως του πλήθους, της ψυχικής του κρίσεως, της εγκεφαλικής του ανησυχίας, της εθνολογικής του ταραχής, ο επιχειρηματίας αποδίδει στην οθόνη την αντιπροσωπευτικήν εικόνα της ζωής και των αισθημάτων του κόσμου.
Παραδείγματα άπειρα. Στην εποχή του πλατωνικού έρωτα, ο ντουνιάς πλημμύρισε από ρωμαντικά φιλμ. Η εποχή των ιδεολογιών έβαλε σε άπειρα έργα την στάμπα της. Η αμέσως μεταπολεμική με τον χαρακτηριστικόν αντιμιλιταρισμόν της μας χάρισε εκατοντάδες πολεμικές δημιουργίες του φακού ζωγραφίζοντας με καταπλήσσουσαν  τέχνην ζωγράφου το αποτρόπαιο ανθρωπομακελιό, σ όλο το τρομακτικό μεγαλείο του.
 "Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο".
 Ταινία ομι­λούσα και άδουσα.
Ακολουθεί η εποχή των αφοπλισμών και της αέναης προσπάθειας «προς τόνωσιν του πατριωτικού φρονήματος».
Σ’ αφτή την εποχή κάνουμε σταθμό εφόσον πρόκειται περί της τωρινής δικής μας εποχής .
Η οθόνη τρόμαξε από τα τραντάγματα  των ετοιμαζομένων πολυβόλων και τους δαιμονισμένους θορύβους των πτητικών μηχανών. Ο φακός βάλτηκε να πνίξει με τις εκάστοτε θάλασσες τις παραγεμισμένες με υποβρύχια και τους ωκεανούς τους παραφορτωμένους από τα αντιτορπιλλικά, καταδρομικά, θωρηκτά αεροπλανοφόρα.
Στην καινούργια τούτη μανταλιτέ των Κινημ. Εταιρειών  οφείλεται η δημιουργία της «Παραμονής της Ναυμαχίας» του Λερμπιέ και η επιτυχία της «Χαραυγής της Δόξας» του ιδίου.
Με τέχνην εξαιρετική πετυχαίνει  ο Λερμπιέ να μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα της ναυτικής ζωής και ειδικά της ζωής των δοκίμων με την ευθυμία τους και την ξεχνιασιά, τα γυμνάσια, τις παρελάσεις, φιλοδοξίες, ερωτισμούς, την αλληλεγγύη και φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα τους. Πολύ ζωντανές και φυσικές οι ψυχολογικές  συγκρούσεις που γεννάει το δράμα της αντιμετώπισης  πατέρα και γυιού που και οι δυό αγαπάνε  την ίδια γυναίκα. Έργο από τα σπάνια όσον αφορά την σκηνοθεσία  που εκτός του μεγαλειώδικου, έχει κάτι ποιητικό, το θεατρικώτατο».