Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

«Έχει ο καιρός γυρίσματα».

Οι ρώσοι στη Λεμεσό άλλοτε και σήμερα.

 Θα ήταν ίσως η πιο ταιριαστή παροιμία, σχετική με το σημερινό μας θέμα, το οποίο είναι οι ρώσοι στην Κύπρο άλλοτε και σήμερα, η  παροιμία του τίτλου μας, «έχει ο καιρός γυρίσματα».

Γύρω στο 1920, μετά από τις καταστροφικές συνέπειες που έφερε στον κόσμο ο  Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι ρώσοι, (όπως και στον επόμενο πόλεμο, τον Β΄ Παγκόσμιο), πλήρωσε βαρύ τίμημα και μεγάλο μερίδιο από τις συνέπειες αυτές. Ακλούθησε μάλιστα την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 που σηματοδότησε την απαρχή  του σοσιαλιστικού καθεστώτος,  που συντάραξε τη χώρα  πολιτικά και οικονομικά.

Ένα τόπος λοιπόν που δέχθηκε κάποιο αριθμό εξαθλιωμένων προσφύγων ήταν και η Κύπρος και πιο ιδιαίτερα η Λεμεσός. Είναι μια πτυχή σχετικά άγνωστη στην ιστορία της πόλης μας.

Κάποιες δυστυχισμένες κοπέλες ήρθαν μαζί τους και στα χρόνια που ακλούθησαν, ως «καλλιτέχνιδες» στα καμπαρέ της πόλης. Χαρακτηριστικό είναι και το σκίτσο του Γιώργου Φασουλιώτη στη σατιρική του εφημερίδα «Το γέλιο», τέλη της δεκαετίας του 20- αρχές του 30. (Βλέπε σχετικό σκίτσο).

Μια μικρή γεύση του θέματος αυτού θα πάρουμε μέσα από ένα τρυφερό αλλά και πολύ σκληρό συνάμα κείμενο της Γεωργία Ματθαίου-Λοφίτου, παλιάς λεμεσιανής ποιήτριας δημοσιογράφου και λογίας στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» ημερομηνίας 29 Απριλίου 1921 θα δούμε στη συνέχεια.

Πριν ενενήντα  χρόνια, τα γεγονότα που περιγράφει η Λοφίτου, μας οδηγούν μοιραία σε κάποιες σκέψεις στο σήμερα που αν και άλλαξαν βέβαια τα οι ιστορικές συνθήκες  με το τότε, δεν μπορούμε να αποφύγουμε  κάνουμε κάποιες σκέψεις και κάποιους προβληματισμούς μέσα από κάποιες συγκρίσεις...

Ας δούμε όμως πρώτα το κείμενο κάτω από τον τίτλο, «ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ»: 

«Από πέντε και πλέον μήνες  κατοικούν εδώ κοντά μας,  απάνω εις το στρατόπεδο των Πολεμιδιών, μερικά από τα θύματα των τελευταίων αποτελεσμάτων του πανευρωπαϊκού πολέμου, μερικά φύλλα πεσμένα στον άνεμο.

Αυτοί οι άνθρωποι είνε Ρώσσοι, έχουν κάπου μια πατρίδα, κάποτε ανέπνευσαν τον ωραίον άνεμον της ελευθερίας και  ησθάνθησαν μέσα εις την ψυχήν των τας απολαύσεις της ζωής.

Αυτοί οι εγκαταλελειμμένοι ,αυτά τα ερείπια των σημερινών γεγονότων, αυτοί οι χριστιανοί δεν έχουν σήμερον Πατρίδα, δεν έχουν ούτε καν τους καθημερινούς πόρους της ζωής.

Ηλθαν σε μας κάποιαν πρωίαν θλιβεράν και σκοτεινήν , δίχως ψυχήν και δίχως αισθήματα. Έφεραν μαζύ τους τον βαθύ πόνον της απογνώσεως  και ερίχτησαν μέσα στον ουρανόν μας σαν πουλιά ξένα σπρωγμένα από την καταιγίδα και τον κεραυνόν.

Η Κυβέρνησις εφάνη κάπως καλή. Σε μια στιγμή ευσπλαχνίας έριξε λίγα ψίχουλα στα άρρωστα αυτά πουλιά  και τους παρεχώρησεν ένα άσυλον, οπωσδήποτε για να περάσουν τες κακές μέρες.

Εψηφίστηκε μάλιστα και  ένα κοντύλι και ένα μηνιαίο επίδομα παρεχωρήθη στους δυστυχισμένους αυτούς  από Λιρ. 150 περίπου. Το κοντύλι τούτο τελευταίως ηλαττώθη σε  Λιρ.80, καθώς μας λέγουν και τώρα τίποτε, ούτε οβολός πια γι’ αυτούς.

Όσοι μπορούν να εργάζωνται ρίχνονται με όρεξι στη δουλειά και φορτώνονται  ευχαριστημένοι το αχθοφορικό σακκί δίχως να νοιάζωνται αν τα χέρια τους κι’ οι πλάτες τους δεν είναι καμωμένες για τόσα βαρετά φορτία.

Είδαμεν γυναίκες δυστυχισμένες, γέρους αναπήρους και πληγομένους του πολέμου.

Όλοι αυτοί πέρασαν από μπροστά μας θλιμμένοι αδύνατοι ταπεινοί.

Δεν μας έτειναν το χέρι αλλά τα βλέμματα τους μας άγγιξαν τες ψυχές. Χθες ακόμα δυό δυστυχισμένοι  έδωσαν τέλος στη ζωή τους  με τραγικές αυτοκτονίες .Σήμερα μια άλλη πέθανε από θλίψη  και μαρασμόν.

Επιτέλους αυτός ο ολάκερος κόσμος που υποφέρει, πιστεύει τον θεόν τον οποίον πιστεύομεν. Δεν πρέπει να μείνουν να πεθάνουν έτσι σαν σκυλιά.

Δεν είναι ανάγκη βέβαια να στερηθούμεν για να τους συνδράμωμεν, αλλά κάτι από ό,τι μας περισσεύει. Ενα ασήμαντο ποσό ο καθένας μας για να γλυκάνωμεν λίγο όλες αυτές τες ψυχές που πονούν! ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΟΦΙΤΗ»

Ενενήντα  λοιπόν χρόνια μετά από τις αρχές  της δεκαετίας του ’20, η Κύπρος γέμισε και πάλιν από ρώσους. Όχι βέβαια ως πρόσφυγες από την άνοδο του σοσιαλιστικού συστήματος  ή του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και θύματα της άθλιας οικονομικής κατάστασης που ακολούθησε τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που προηγήθηκαν και ακολούθησαν αυτόν αλλά με την πτώση του, μέσα από τρεις κατηγορίες. Μερικοί, (τη δεκαετία του ’90 κυρίως), και πάλιν ως πρόσφυγες μιας οικονομικής  δυσπραγίας που  επικράτησε  στην άλλοτε κραταιά Σοβιετική Ένωση με το τέλος πλέον του σοσιαλιστικού καθεστώτος, ή ως οικονομικοί μετανάστες, έλληνες  ποντιακής καταγωγής  ή ρωσσοπόντιοι μεταμφιεσμένοι σε έλληνες. Ήρθαν επίσης δυστυχισμένα νεαρά κορίτσια από όλες σχεδόν τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες που σέρνονται στην πορνεία με τον πιο άγριο τρόπο εκμετάλλευσης...  Τέλος μια τρίτη μεγάλη κατηγορία είναι οι ρώσοι επιχειρηματίες και τραπεζίτες που εγκατέστησαν εδώ τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες τους ,προσφέροντας μια σημαντική ανάσα ζωής στην καταρρέουσα οικονομία μας. Ο αριθμός τους μάλιστα μαζί, με το καλοπληρωμένο προσωπικό τους, αποτελεί τον δεύτερο στο σύνολο του πληθυσμού της Λεμεσού.

Σ αυτούς να μην παραλείψουμε ασφαλώς να αναφέρουμε και τους ρώσους τουρίστες που αποτελούν πλέον τον κυριότερο αιμοδότη της τουριστικής μας βιομηχανίας και της οικονομίας μας γενικότερα.

 Μια σύγκριση επομένως  του 1920 με το σήμερα δικαιολογεί την παροιμία, «έχει ο καιρός γυρίσματα»…

 
ΦΩΤΟ 1 Η Γεωργία Λοφίτου, χορεύοντας, σε μια σπάνια φωτογραφία από την πρώτη ταινία που γυρίστηκε από κύπριο, τον λεμεσιανό Αντώνη Πηλαβάκη το 1917.

 ΦΩΤΟ 2 Αφίσα που κυκλοφόρησε στη Ρωσία το 1921 με σύνθημα « Θυμήσου αυτούς που πεινούν».

 ΦΩΤΟ 3 & 4  Πεινασμένα  και άστεγα προσφυγόπουλα ρωσάκια.

 ΦΩΤΟ 5  «…ρίχνονται με όρεξι στη δουλειά και φορτώνονται  ευχαριστημένοι το αχθοφορικό σακκί…».

ΦΩΤΟ 6  «Πως διασκεδάζουν οι ρωσσίδες. Ρωσσίδα και λεμεσιανός δανδής».

Φώτο 7  Ρωσίδες «καλλιτέχνιδες» του σήμερα.

Φόροι στους λυμπούρους, τους κοριούς και κουρκουτάδες.

  Η βαθιά οικονομική κρίση που ζούμε, έφερε και θα φέρει ακόμα περισσότερο, με τον ερχομό της τρόικα, θανατηφόρα χαράτσια και φαρμακερούς φόρους.

Οι φορολογίες στους πολίτες, είτε δημοτικές είναι αυτές, είτε κρατικές, είτε οποιουδήποτε άλλου είδους, ήταν και παραμένουν πάντοτε για τον λαουτζίκο, ένας εφιάλτης, ιδιαίτερα σε καιρούς χαλεπούς και οικονομικής ύφεσης.

Όμως συχνά γίνονται αφορμή και αντικείμενο σαρκαστικής σάτιρας, σαν να θέλουμε να ξορκίσουμε  το κακό που μας βρίσκει άμα αυτές γίνονται επαχθείς και αβάστακτες.

Κάτι τέτοιο γίνεται και στους δύσκολους καιρούς της αρχής της δεκαετίας του 30, όταν μετά την εξέγερση των «Οχτωβριανών του 31» ακολουθεί το μαύρο σκοτάδι της καταπιεστικής «παλμεροκρατίας» (από τον δικτάτορα κυβερνήτη Πάλμερ), που κράτησε δέκα χρόνια και γονάτισε τους εξαθλιωμένους οικονομικά κυπρίους με βαριές φορολογίες.

Σαν να μην έφταναν όμως όλα αυτά φαίνεται ότι έρχεται τότε (όπως και σήμερα) και ο Δήμος της πόλης να αυξήσει δυσβάστακτα τους δημοτικούς φόρους.

Βρισκόμαστε λοιπόν στο 1933, τρία χρόνια ύστερα από την ανάληψη για δεύτερη φορά (η πρώτη για ένα μόνο χρόνο 1926-27) ,της δημαρχίας από τον Χριστόδουλο Χατζηπαύλου , που κράτησε μέχρι το 1943, όταν έχασε τις εκλογές από τον αριστερό Πλουτή Σέρβα.

Για νάμαστε όμως δίκαιοι, η δημαρχία Χατζηπαύλου χαρακτηρίστηκε ως μια από τις πιο πλούσιες και αποδοτικές στην ιστορία της Λεμεσού και η δεκαετία 1930-1943 που διατέλεσε Δήμαρχος, ως η «χρυσή δεκαετία» της Λεμεσού από άποψη έργων υποδομής, πολλά από τα οποία απολαμβάνουμε μέχρι σήμερα ( το δημοτικό μέγαρο, τα δημοτικά λουτρά, δημόσια αποχωρητήρια, ασφαλτόστρωση πολλών δρόμων, στέγαση της μεγάλης δημοτικής αγοράς, δημιουργία των παιδικών εξοχών Πλατρών και πολλά πολλά άλλα).

Για να γίνουν επομένως όλα αυτά δεν υπήρχε, όπως δεν υπάρχει μέχρι και σήμερα άλλη συνταγή, (ούτε καν αυτή του… μαγικού ραβδιού), από την γνωστή και αιώνια μέθοδο της «μακράς χείρας» στις τσέπες των φορολογουμένων δημοτών!

Την μέθοδο λοιπόν αυτή σατιρίζει έμμετρα και σαρκαστικά ο Γιώργος Φασουλιώτης στη σατιρική του εφημερίδα «ΤΟ ΓΕΛΙΟ» ημερομηνίας 28 Μαΐου 1933 κάτω από τον τίτλο «ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟΥ»:

«Συνελθόντες τελευταίως εις σπουδαίας συνεδρίας

προς επίλυσιν δυσκόλων και μεγάλων ζητημάτων,

ως το της Ρυμοτομίας, των Λουτρών, της Λειψυδρίας,

κτήσιμον Παντοπωλείων, δημοσίων αποπάτων,

προκυμαίας, επαιτείας και ηλεκτροφωτισμού,

ευπρεπών Ουρητηρίων κι ασφαλτώσεως των δρόμων,

συμμορφούμενοι δεόντως  προς τον περί Δημαρχείων νόμον

εντελλόμεθα την λήψιν του εξής κανονισμού:

Επειδή παρετηρήθη ότ’ εις πλείστας ευκαιρίας

επληρώσατε τους φόρους άνευ διαμαρτυρίας

κι’ επειδή υπάρχει γνώμη  και μεγίστη βεβαιότης

ότι σας διακατέχει η αυτή καρτερικότης,

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ εψηφίσθη όπως υπό διαφόρους

τρόπους και κανονισμούς

σας αυξήσωμεν τους φόρους

και εν γένει τους δασμούς

και θα βάλωμεν τους φόρους πρώτα-πρώτα εις τα νοίκια

τα πτερά των ορνιθίων και των ζώων τα καλλίκια

εις τους γάτους, τα ποντίκια

κουρκουτάδες και σκουλήκια

εις τα χώματα, στους άμμους, εις τες πέτρες, στα χαλίκια

στες καρφίτσες, στα ρολόγια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια

στα βατράχια, στους καούρους στους κοργιούς και στους λυμπούρους,

σ’ όσους είνε ξυρισμένοι

σ’ όσους έχουν τα μουστάκια

σ’ όσους είνε παντρεμένοι

κι’ όμως δεν έχουν… παιδάκια

αλλά και εις όσους έχουν

για να μάθουν… να προσέχουν.

Φόρον σ’ όλας τας παρθένους

σ’ όλους τους ερωτευμένους

σ’ όλους τους διαζευγμένους

και τους ξαναπαντρεμένους.

Φόρους σ’ ότι θα φοράτε

καινουργή ή μπαλλωμένα

άσχετον αν τα χρωστάτε

ή αν είνε πλερωμένα.

Φόρους και εις ότι φάτε

φόρους και εις ότι πιήτε,

φόρους, φόρους ολοένα

ώσπου όλοι σας να βγήτε

ά σ σ ο ν   κ α ι  τ ρ ι α ν τ α έ ν α ».

 

Λεζάντα:

 

Φώτο 1 Σκίτσο του Χρ. Χατζηπαύλου από τον Γ. Φασουλιώτη στο «ΓΕΛΙΟ», αμέσως μετά την εκλογή του, το 1930.

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Φώτο 2 χαρακτηριστικό σκίτσο του Γ Φασουλιώτη στην εφημερίδα του, Το Γέλιο, για τις βαριές φορολογίες της δεκαετίας του ΄30.

 
 










Φώτο 3 Το δημοτικό μέγαρο Λεμεσού έργο της δημαρχίας Χρ. Χατζηπαύλου

 












Φώτο 4 Τα δημοτικά λουτρά ( απέναντι από το ΓΣΟ)