Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Κι όμως το νηστικό αρκούδι χορεύει...!

Χαρακτηριστικό εξώφυλλο του σατιρικού περιοδικού «Το Γέλιο» του Γιώργου Φασουλιώτη του 1934. Το κοινό της παρέλασης απαρτίζεται από ζητιάνους!


Το λεμεσιανό καρναβάλι μέσα από την μακραίωνη ιστορία του γνώρισε μέρες λαμπρές και πέρασε μέρες δύσκολες. Συμβάδιζε πάντα ανάλογα και με τις αντίστοιχες επικρατούσες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Κατά τους βαλκανικούς πολέμους  για παράδειγμα όπως και κατά την περίοδο του αγώνα 55-59 και τα χρόνια που ακλούθησαν την τουρκική εισβολή του 1974 και άλλες, ατονούσε εντελώς και κάθε καρναβαλίστικη δραστηριότητα αναστέλλεται.
Όμως αντίθετα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, φτώχειας και δυσκολιών όπως αυτή που περνάμε  και σήμερα ή ακόμα και χειρότερα,  φούντωνε και θριάμβευε,  διαψεύδοντας την παροιμία-κανονα που λέει πως το νηστικό αρκούδι δεν χορεύει,  αλλά επιβεβαιώνοντας την άλλη παροιμία πως «η φτώχεια θέλει καλοπέραση»!
Θα πάμε λοιπόν στη δεκαετία του 1930 μια από τις πιο δύσκολες δεκαετίες της σύγχρονης ιστορίας μας, όχι μόνο λόγω της επικρατούσας στο διάστημα του μεσοπόλεμου παγκόσμιας οικονομικής κρίσης αλλά επιπρόσθετα και λόγω της καταπιεστικής αγγλικής κατοχής με τις βαριές φορολογίες και την σκληρή δικτατορική παλμεροκρατία που επιβλήθηκε μετά από την εθνική εξέγερση των οκτωβριανών του 1931.
Μέσα από τρία δημοσιεύματα των λεμεσιανών εφημερίδων της εποχής δίδεται ανάγλυφη η εικόνα των λεγόμενων μας.
Εφημερίδα Χρόνος 27 Φεβρουαρίου 1931: «ΟΙ ΑΠΟΚΡΕΩ
Τόση γαλήνη! Και είχε πληρέστατο δίκαιο συνομιλητής μου. Το νευρικό σύστημα του ανθρώπου κουράζεται το ίδιο με την υπερβολική γαλήνη όπως και με τη μεγάλη τρικυμία. Έτσι επέρασε η πρώτη Κυριακή των καρναβαλιών. Οι παθητικές φωνές που άλλοτε διαλαλούσαν της κολομπίνας το τρελό φιλί και οι πλάνοι πιερότοι που εύθυμα σκορπούσανε  στον αέρα τα μικροσκανδαλάκια , δεν ακούστηκαν φέτος. Δεν συναντήσαμε στον δρόμο καμμιά εύθυμη παρέα κρυμμένη κάτω από την προστατεύουσα μαύρη μάσκα να μας κάμη κανένα αστείο πείραγμα , ούτε περνώντας από τα διάφορα καμπαρέ και τες ταβέρνες φτιάσανε στα φτιά μας  τα τρελλά γέλια και της σαμπάνιας τα ανοίγματα. Δεν είδαμε άρματα γεμάτα αμέριμνους και γελαστούς μασκαράδες. Τίποτε από αυτά.
Μια φρικτή κουραστική γαλήνη. Και γυρνώντας τους σιωπηλούς δρόμους θυμούμαστε με συγκίνηση πώς περνούσαμε άλλοτε τες μέρες αυτές. Γέλια τραγούδια αμεριμνησία  χαρά. Μια ολιγόλεπτη ευτυχία τέλος πάντων ικανή όμως να μας αποζημιώση για την ολόχρονη εντατική εργασία μας. Σήμερα όμως; Στο πέρασμα των ίδιων δρόμων δεν βλέπουμε παρά πρόσωπα κατσουφιασμένα από τες φροντίδες. Ο καθένας και μια τραγωδία. Όλοι παλιάτσοι άβαφτοι αλλά πραγματικοί. Όλοι ανεβασμένοι στη σκηνή αλλά δίχως να υπάρχη κανένας να μας χειροκροτήση διότι είναι όλοι το ίδιο δυστυχείς. Και προς τι να ντυνόμαστε κλόουν όταν το ρούχο στοιχίζει τόσον ακριβά, αφού μάλιστα είμαστε πιο φυσικοί αμασκάρευτοι; Προς τι αι κολομπίναι να κρυφτούν κάτω από τη μάσκα για να δώσουν ένα κλεφτό φιλί όταν αδιάντροπα δίδουν χιλιάδες υπό τα όμματα και τα χειροκροτήματα της κοινωνίας; Προς τι οι πιερόττοι για να λένε τα σκανδαλάκια , όταν όλοι τα ξέρουν; Και προχωρώ τον άχαρο νυχτερινό μου περίπατο. Κάποια βιασμένα λυπητερά ακόρντα πιάνου ξεφεύγουν από ένα νυκτερινό κέντρο. Οι θαμώνες μόλις μετρώνται στα δάκτυλα τη μιας μου χειρός. Πένθιμα τα ακόρντα λες και κλαίνε μια δυστυχία. Τα σερπαντέν τα κομφετί και όλη αυτή η γαλλική εισαγωγή δεν έχουν φέτος κατανάλωσι. Ο κόσμος δεν πετά φέτος τα λεφτά του στους δρόμους. Δεν τα πετά διότι δεν έχει. Και φυσικά δίχως  λεφτά δεν υπάρχει κέφι. Αμ καλά, νηστικιά αρκούδα χορεύει; Και κέφι δεν εννοώ πως δεν έχουν γι αυτούς τους λίγους  ελάχιστους με τα πραγματικά κεφάλαια και το προσποιητό κέφι, γι αυτούς με τα ονομαστικά κεφάλαια , αλλά εννοώ το κέφι του κοσμάκη. Αυτούς που ζούνε στο περιθώριο της κοινωνίας και που γλεντούσαν μια φορά τον χρόνο. Κάθε Καρναβάλι. Κάθε χρόνο μια φορά το έριχναν κι αυτοί έξω. Φέτος όμως πώς; Πόσος κοσμάκης την Κυριακή θα κάνη απόκρεω με ελιές και κρεμμυδάκια! Είναι λυπητερό και πραγματικό γιατί έτσι κατήντησε τον κόσμο η φετινή παγκόσμια κρίσις . Χτες είδα άνθρωπο ντυμένο με ξεσχισμένο παντελόνι, ψαθάκι και ξεθωριασμένη βελάδα. Μερικά παιδάκια τον πήραν για μασκαράτα και του έκαναν πρόγκα. Δεν ήταν παρά ένας δυστυχής ελεηθείς με διαφόρων εποχών καλύμματα για να σκεπάζη τη γύμνια του.
Και φέτος καρναβάλια δεν θα έχουμε; Με ξαναρωτά ο φίλος μου. Τι να πω του ανθρώπου; Κάμνοντας προβλέψεις όπως στες ιπποδρομίες  του απαντώ: Γκανιάν θάναι η γκαμήλα, πλασέ η αρκούδα, απαραίτητες δια χρηματισμόν μασκαράτες και μερικά παιδάκια. Ας είδομεν.»
Παρόλη όμως την αρχική απαισιοδοξία και το «μουρμουρητό» του συντάκτη, το άρθρο συμπληρώνεται ως ακολούθως:
«Και όμως. Αι προβλέψεις μου δεν επαληθεύθησαν. Την περασμένην Κυριακήν είχαμε τα ζωηρότερα καρναβάλια. Ο τόπος που πεινά είναι ο τόπος που διασκεδάζει και περισσότερον.» 
Εφημερίδα Χρόνος 5 Φεβρουαρίου 1934: «ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΟΠΕΡΑΣΗ
Εισερχόμεθα εις το Τριώδιον και η πόλις μας ετοιμάζεται να υποδεχθή τον καρνάβαλον εν τυμπάνοις και χοροίς. Τα κοστούμια τον μασκαράτων ξεσκονίζονται, οι τζάζ-μπάντ χορδίζουν τα όργανα των, ο  κοριτσόκοσμος ανυπομονεί και αι αίθουσαι των χορών καθαρίζονται. Επεκράτησε βλέπετε να διασκεδάζωμεν κατά τες Αποκρηές υπό οιασδήποτε συνθήκας. Είτε πλούσιοι είμεθα είτε πτωχοί είνε ανάγκη να κρύψωμεν το πρόσωπον μας υπό το προσωπείον και να γλεντήσωμεν. Εις την ιδικήν μας περίπτωσιν μάλιστα η παροιμία «η φτώχεια θέλει καλοπέραση» εφαρμόζεται πλήρως. Διότι όσο πτωχαίνομε τόσο θέλουμε και να καλοπερνούμε. Και είναι γεγονός ότι μόνον κάτω από μια μάσκα μπορεί κανείς να καλοπεράση και να κρύβει το κενόν του βαλάντιον.»
Παρατηρητής 9 Φεβρουαρίου 1934 :«Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΙΚΩΝ
Δια την προσεχή εβδομάδα μας αναγγέλλονται χοροί πάσης αποχρώσεως. Χοροί μεταμφιεσμένων και μη, χοροί αμεταμφιέστων  και χοροί απαιτούντες μίαν πλήρη μεταμφίεσιν.   Ολόκληρος σχεδόν η προσεχής εβδομάς θα περάση εν μέσω χορευτικής ευθυμίας και υπό τους ήχους της κορυβαντιώσης τζαζ. Εάν κρίνω μεν εκ των προη­γουμένων ετών και της  διαθέσεως του κοινού όλοι οι προαναγγελλόμενοι χοροί θα στεφθώσιν υπό πλή­ρους επιτυχίας. Η επιτυχία δε αυτή έκτος του ότι θα ικανοποί­ηση τους διοργανωτάς, θα σημειώση και το έξης αποτέλεσμα. Θα διάψευση δηλαδή την παροιμίαν  ότι «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει». Οι συμπολίται μας έστω και νηστικοί θα χορεύσωσι και θα παραχορεύσωσι μάλιστα.»
Έτσι και φέτος λοιπόν , εν μέσω της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και τις χίλιες μύριες δυσκολίες που εδώ περνάμε, οι χοροί θα δώσουν και θα πάρουν και οι συμμετοχές στη μεγάλη παρέλαση θα ξεπεράσουν κάθε προηγούμενο!!
 Σκίτσο από το ίδιο περιοδικό του 1931 στο οποίο οι κύπριοι βουλευτές σέρνοντας το άρμα των φόρων μαστιγώνονται από τον άγγλο Κυβερνήτη.

Στη δύσκολη οικονομικά δεκαετία του ’50 όπου οι κύπριοι μεταναστεύουν ομαδικά για να επιβιώσουν, ο Κύπρος Τόκας αναπαριστά αυτή τη φυγή με την καρναβαλιστική αυτή αναπαράσταση το 1951 με τίτλο «Η κυπριακή νεολαία καταδιωγμένη από το φάσμα της ανεργίας» .