Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Ο Καζαντζάκης στη Λεμεσό


Έκλεισαν τις μέρες αυτές 86 ακριβώς χρόνια από την πρώτη και μοναδική επίσκεψη στην Κύπρο και τη Λεμεσό, του γίγαντα της παγκόσμιας λογοτεχνίας Νίκου Καζαντζάκη. Την σημαντική αυτή επίσκεψη θα τη δούμε,  σε δυο και ίσως, αν χρειαστεί και σε τρείς συνέχειες, μέσα κυρίως από ένα ενδιαφέρον κείμενο του λογοτέχνη Γιάννη Λέφκη στο βιβλίο του «Οι ρίζες» (σελ. 169) και σε ένα ακόμα πιο ενδιαφέρον δημοσίευμα του λεμεσιανού δημοσιογράφου και εκδότη του «Παρατηρητή» Πάνου Φασουλιώτη στην εφημερίδα του τον Μάρτιο του 1958 κάτω από τον τίτλο «Συνάντηση και γνωριμία μου με τον Νίκο Καζαντζάκη».

Μέρος πρώτο

Η Ιστορία μας αρχίζει με ένα δημοσίευμα στα «ψιλά» μιας μόνο εφημερίδας της Λεμεσού, του «Χρόνου» ημερομηνίας 28 Μαΐου 1926  κάτω από τον τίτλο «Σύντομοι ειδήσεις» που έλεγε πως,
«Αφίχθη εις την πόλιν μας κατόπιν μακράς περιοδείας του ανά την Ανατολήν  ο δημοσιογράφος κ. Νίκος Καζαντζάκης,   συντάκτης    της  γνωστής  μεγάλης Ελληνικής εφημερίδος
«Ελεύθερος Τύπος».
Λέει λοιπόν ο Λέφκης:
«Μόλις μάθαμε τον ερχομό του, σκεφτήκαμε να τον καλέσουμε στο Εργατικό Κέντρο Λεμεσού να μιλήσει στους εργάτες.
Δεν ήτανε ακόμα ο πολύ μεγάλος και ξακουσμένος συγγραφέας που έγινε αργότερα. Είχε όμως πάει στη Ρωσία κι είχε δει και γνωρίσει από κοντά, τον καινούργιο κόσμο που γενιότανε μεσ' από τις στάχτες και τα αίματα της μεγάλης Επανάστασης του Οχτόβρη, της μεγάλης Επανάστασης των αιώνων. Κ έχοντας δει αυτή τη νέα κοσμογονία θα ήτανε σε θέση, καλύτερα απ' όποιον άλλο, να μιλήσει στους εργάτες της Λεμεσού γι' αφτήν.
Του έγινε πρόσκληση από το Εργατικό Κέντρο. Κι εκείνος πρόθυμα δέχτηκε και μίλησε στους συγκεντρωμένους εργάτες.
Στο τέλος της ομιλίας του μια ομάδα κοριτσιών, μ' επικεφαλής την αδερφή του Σκελέα[1], Κλειώ, του πρόσφερε ανθοδέσμη από κόκκινα γαρούφαλλα. Μα καθώς ανάμεσα σ' αφτά, ήτανε κι ένα λίγο κόκκινο - λίγο κίτρινο, εκείνος χαριτολογώντας με νόημα είπε: «απορώ πως σας ξέφυγε αφτό το επαμφοτερίζον».
Σχετικά μ' εκείνη την ομιλία, ο «Νέος Άνθρωπος»[2] της 1/6/1926, έγραφε:   «ύστερα από πρόσκληση της επιτροπής του Εργατικού Κέντρου Λεμεσού επισκέφτηκε προχτές Σάββατο το Εργατικό Κέντρο ο δημοσιογράφος κι ανταποκριτής του «Ελεύθερου Τύπου» της Αθήνας κ. Ν. Καζαντζάκης που για 2 ώρες μίλησε στους εργάτες....
Και στο κατοπινό φύλλο, των 15/6/1926, δημοσίευε κάτω από τον τίτλο « Ένας ξένος», το πιο κάτω κείμενο μου:
-Πήγα κι εγώ στο Κέντρο τη νύχτα που ο κ. Καζαντζάκης ήρθε να μας βρει και να κουβεντιάσει μαζί μας. Είχα αργήσει κιόλας λίγο γιατί τ' αφεντικό μου καβγάδιζε πως τα κέρδη ήτανε λίγα και πως έπρεπε να κοπεί το μεροκάματο. Ήθελε να κόψει απ' το ψωμί μου, για να μεγαλώσει το κέρδος του, ο αλιτήριος!
Μπήκα στο Κέντρο με την καρδιά βαριά σα μολύβι. Σ' όλο το δρόμο συλλογιζόμουνα γιατί τάχα οι άνθρωποι αφτοί να γνιάζουνται περισσότερο για την μπενζίνα του αφτοκινήτου τους παρά για το ψωμί το δικό μας.
Έτσι στενοχωρεμένος που μπήκα, είδα τους συντρόφους μαζεμένους ν' ακούνε τον ξένο που μιλούσε. Στα μάτια τους είδα ζωγραφισμένη τη χαρά. Κάθισα κ εγώ ν' ακούσω. Κι όλο θυμόμουνα την άσκημη γλώσσα του αφεντικού μου. Μα σιγά-σιγά η ομιλία του ξένου, μ' έκανε να ξεχάσω τον καβγά και να προσηλωθώ στα λόγια του. Μιλούσε μ' ενθουσιασμό για τη Ρωσία. Για τη ζωή της εργατιάς. Για την ευτυχία που άρχισε να μπαίνει στα φτωχόσπιτα. Για την αδερφοσύνη και δικαιοσύνη που υπάρχει εκεί πάνω.
Τον κοιτάζω τάρα μέσα στα μάτια. Ψηλός. Λιγνός. Με τ' ανοιχτό πουκάμισο. Και τα κουρασμένα χαραχτηριστικά, που δείχνανε τον άνθρωπο που πολύ σκέφτηκε και πολύ πάλεψε. Μου θύμιζε όση ώρα μιλούσε, κάποιες μορφές που είχα δει μια φορά σε μια ξυλογραφία της Κόλβιτς.
Δεν θυμόμουνα πιο, ούτε το ψωμί, ούτε το αυτοκίνητο.Τα λόγια του ξένου με συνεπέρνανε. Κι ένιωσα την καρδιά μου σα ξαλαφρωμένη.
Κι όλο τον έβλεπα, τον παράξενο αυτόν άνθρωπο, που ήρθε από μακριά να μας φέρει λίγο κουράγιο στα βάσανα μας. Και να μας φυσήξει τον ενθουσιασμό του. Έναν ενθουσιασμό γιομάτο ζωή και νέβρο. Παράξενος άνθρωπος, μα την αλήθεια! Τόσα χρόνια κανένας απ' αφτούς που λένε μορφωμένους και πολύξερους δεν ανέβηκε τη σκάλα για να πει διό καλά λόγια. Και να μας ανοίξει τα στραβά μας. Καμιά φορά, αν μας έβρισκε κανένας απ αφτούς σε καμιά γωνιά του δρόμου, μας έλεγε: είμαι φίλος σας εγώ, έτσι, για να τον ξέρουμε δηλαδή, και να τον θυμόμαστε άμα μας χρειαστεί. Αφτό ήτανε όλο. Άλλη έγνοια δεν είχε για μας. Καρφί δεν του καιγότανε για τη βασανισμένη ζωή μας.
Και νάσου αφτός ο ξένος. Που έρχεται από μακριά Μαθαίνει πως είμαστε εδώ. Και δε χάνει καιρό. Τρέχει να μας δει. Κάτι ξέρει. Κάτι είδε εκεί κάτω που γύριζε στο μεγάλο κόσμο. Και σου λέει, άσκημο δεν είναι να το μάθουνε κι ετούτοι οι δύστυχοι. Θα τους χρειαστεί στη ζωή. Και θα τους δυναμώσει στον αγώνα τους για το ψωμί.
Μα για να το κάνεις αφτό, πρέπει να' σαι άνθρωπος. Κι αφτοί που τους λένε μορφωμένους εδώ κάτω, μπορεί να είναι σοφοί όσο θέλει, μα άνθρωποι δεν είναι. Το δείξανε κιόλας μερικοί που ζητήσανε να εμποδίσουνε, από φιλικό τάχα ενδιαφέρον, τον ξένο, να ρθεί στο Κέντρο. Φοβηθήκανε μη λερωθεί από τα λιγδιασμένα μας ρούχα, και λεκιάσει τα βελούδα τους.
Σ' αφτούς δε χρειάζεται άλλη απάντηση, απ' αφτή που τους έδωσε ο ίδιος: «Όσο πιο μακριά από το φτωχό βρίσκεστε, τόσο λιγότερο άνθρωποι είστε.»

  







Ο διανοούμενος και ποιητής Γιάννης Λέφκης




Στην επόμενη έκδοση η συνέχεια: Ο Πάνος Φασουλιώτης συναντά τον Καζαντζάκη


Λεζάντες
 Φώτο 2 Χρόνος 28 Μαΐου 1926
 Φώτο 3 Κλειώ Χριστοδουλίδη
 Φώτο 4 Το Εργατικό Κέντρο στην οδό Χατζηλοϊζή Μιχαηλίδη όπου έγινε η διάλεξη





[1] Εκ των πρωτεργατών και ιδρυτών του Κ. Κ. Κύπρου.    
[2] Εκφραστικό όργανο του Κ. Κ. Κύπρου