Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Η Ρόζα και ο δυστυχής λανίτης

  Το «Βικώρια» (γνωστό και ως «Το μπαρ του Σκυριανίδη»)
και το «Ακταίον» 
Στα δυο προηγούμενα δημοσιεύματα μας ασχοληθήκαμε  με μεγάλη συντομία σε κάποιες πτυχές της πορνείας στη Λεμεσό σε άλλες εποχές.
Στο απόσπασμα  από τις παλαιές αναμνήσεις του Ευστάθιο Παρασκευά  με τίτλο «Αγγλική κατοχή και μπυραρίες», αναφερόταν ως υπότιτλος «Η Ρόζα και ο δυστυχής λανιτης», που όμως λόγω χώρου παραλείψαμε τα περί  του δυστυχούς λανίτη.
Αναγνώστες  μας ζήτησαν να μάθουν τι συνέβηκε με αυτόν τον «δυστυχη».
 Δημοσιεύουμε λοιπόν ολόκληρο το κεφάλαιο, αφού προτάξουμε και ένα σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο της Αγνής Μιχαηλίδου «Λεμεσός η παλιά πολιτεία» ως εισαγωγή στο θεμα.
Γράφει η Μιχαηλίδου:
 … «Μετά την αλλαγή κατακτητή στα 1878 άρχισε κι ο κόσμος, δειλά στην αρχή, να αλλάζει συνήθειες και να επιζητεί διαφορετικές ψυχαγωγίες. Στα υπάρχοντα καφενεία προστέθηκαν κι άλλα, για να εξυπηρετήσουν τις απαιτήσεις της εποχής και του αγγλικού στρατού. Στους ντόπιους επιχειρηματίες προστέθηκαν και μερικοί ξένοι, όπως η Ρόζα και ο σύζυγος της, που άνοιξαν μια μπυραρία, πράγμα άγνωστο ως τότε, όπου σύχναζαν, έκτος από τους στρατιώτες, και πολλοί νέοι της πόλεως. Η Ρόζα, όμορφη και πανέξυπνη, με τα φυσικά θέλγητρα και τις ελευθεριότητες της κατέκτησε την άπειρη νεολαία. Μια άλλη μπυραρία κατά τον ίδιο καιρό ήταν του Μαλτέζου Φελίτσε και της γυναίκας του
Ο Ηρακλής Σκυριανίδης,
ιδιοκτήτης του «Βικτώρια»
και πρώτος θεατρώνης της Κύπρου
Αμαλίας.  Άλλα καφενεία ήταν η «Κρή
νη», όπου επαιάνιζε ο «Μουσικός Θίασος Γερμανίδων», το καφενείο «Βικτώρια», γνωστό σαν «Μπαρ Σκυριανίδη», στην προκυμαία, όπου επίσης συχνά επαιάνιζε μουσική, το «Άκταίον», όπου ωραίες ξένες χορεύτριες χόρευαν εντυπωσιακούς χορούς και έκαναν ακροβατικά νούμερα. Η φήμη των νεαρών καλλιτέχνιδων έφθασε και στη Λάρνα­κα, από όπου γοητευμένοι από τις διηγήσεις πολλοί νέοι πήγαιναν ποδηλατώντας στη Λεμεσό, για να απολαύσουν το σπάνιο και ωραίο θέαμα.»
Λέει λοιπόν ο Παλαίμαχος («Ευστάθιου Παρασκευά –Παλαιμάχου, Παλαιαί αναμνήσεις. Η Λεμεσός κατά τον 19ον αιώνα».) 
«Η ΡΟΖΑ ΚΑΙ Ο ΔΥΣΤΥΧΗΣ ΛΑΝΙΤΗΣ.
Προ ολίγου χρόνου εδημοσιεύθη εις τον «Ν. Κυπρ. Φύλακα» της πρωτευούσης περιγραφή της Λευκωσίας την εποχήν της κατοχής της Αγγλίας εις την οποίαν μεταξύ άλλων έγραφε δια τες Μπυραρίες και γυναίκες μέσα σ' αυτές, έκαμε δε ειδικήν μνείαν για μιαν Ρόζαν και τα σαγηνευτικά κατορθώματα της. Η περιγραφή αυτή μου φέρει εις την μνήμην τον ρόλον που έπαιξεν η Ρόζα αυτή εις την Λεμεσόν κατά την εποχήν εκείνην, διότι μετά την Λευκωσίαν επεσκέφθη και την πόλιν μας και άνοιξε μπυραρίαν.
Την ενθυμούμαι. Ήτο ώμορφη, έξυπνη και είξευρε καλά την δουλειάν της να παρασύρη τους νέους εις το κέντρον της για να ξοδεύουν αλύπητα. Ενθυμούμαι ότι κατάφε­ρε μερικούς μεσήλικας και νέους  Έλληνας και Τούρκους να πηγαίνουν κάθε νύκτα στην Μπυραρίαν της και εξοδεύουν 2 και 3 λίρας την ημέραν.  Όταν εμυρίζετο κανένα πως είχε χρήματα τον ετραβούσε σαν σειρήνα μέχρις ότου τον έκαμνεν απένταρον οπότε τον έδιωχνε.
Θα διηγηθώ μιαν τοιαύτην περίπτωσιν.
Τότε κάποιος νέος Ανάστασης από την Λάνιαν επούλησε την πατρικήν κληρονομίαν του κινητά και ακίνητα και εισέπραξεν εις μετρητά και γραμμάτια 1300 λίρες, ως έλεγαν. Κατέβη εις την Λεμεσόν και ως νέος απεφάσισε να υπάγη να διασκέδαση εις κάποιαν μπυραρίαν. Κατά σύμπτωσιν εμπήκε στην μπυραρίαν της Ρόζας. Η γυναίκα αυτή φαίνεται τον εμυρίσθηκε ότι είχε χρήματα και τον κατάφερε να εξοδεύση περί τας 5 λίρας. Θα ήτο βέβαια ευτυχής εάν εκαταλάμβανε ότι είχε κακήν πείραν από την πρώτην επίσκεψίν του εις της Ρόζας και δεν ξαναπατούσε. Αλλά δυστυχώς όχι μόνον δεν επήγε πάλιν αλλά έφυγεν απ' εκεί από την πρώτην φοράν άσχημα ερωτευμένος με την Κίρκην αυτήν. Και δεν έλειπε από το πλευρό της. Κάθε νύκτα ξώδευε αλογάριαστα εις το μαγαζί της και δια να της κάμνει φορέματα συχνά. Έλεγαν ότι κάθε εβδομά­δα της έκαμνε και ένα φουστάνι και έδωκε διαταγήν εις τον Σοφοκλήν τον Καπάρα που είχε εστιατόριον εκεί κοντά να δίδει φαγητά πρωΐ, μεσημέρι  και βράδυ γι' αυτήν και για το προσωπικόν της Μπυραρίας.
Η τοιαύτη τρέλλα του νέου αυτού εκίνησε τον οίκτον πολλών συμπολιτών μας. Βλέπετε ήτο άλλη εποχή άλλα ήθη. Οι άνθρωποι την εποχήν εκείνην είχαν καλλίτερα αισθήματα από τους σημερινούς. Ήσαν πρόθυμοι και εύκολοι να τρέξουν για κανένα καλό δημόσιο ή ιδιωτικό. Δια τούτο μερικοί άρχισαν να λυπούνται τον Άναστάσην και ήθελαν να τον εμποδίσουν από το κατρακύλισμα που τον έσερνε το πάθος του προς την κοινήν αυτήν γυναίκα. Μερικοί από τους προύχοντες τον επλησίασαν τον εσυμβούλευσαν, του υπέδειξαν ποία θα είνε τα αποτελέσματα της τρέλλας του αυτής. Αυτός άκουε, παρεδέχετο και έδιδε υπόσχεσιν ότι δεν θα ξαναπήγαινε πλέον. Πράγματι ο νέος έκαμνε προσπάθειες να μείνει μακράν, αλλά η Ρόζα και ο Βήτας, ο σύζυγος της, ως έλεγε  ότι ήτο, έτρεχαν να τον αναζητήσουν. Όταν ή Ρόζα τον συναντούσε μαζί με τα παράπονα της έχυνεν άφθονα - κροκοδείλια ήθελε να πω - δάκρυα και έτσι ο ανόητος εραστής λησμονώντας την υπόσχεσιν του ανανέωνε τας σχέσεις και την ελα­φρότητα του βαλαντίου του.
Ενθυμούμαι μιαν ημέραν ο μακαρίτης Γιάγκος Άραούζος μ' έφώναξεν εις το γραφείον του και με ερώτησεν εάν γνωρίζω τον νέον αυτόν. Μόλις του απήντησα ότι τον είδα άλλα δεν έχω τας σχέσεις του, ο Ανάστασης επέρνα απ’ έξω. Του τον έδειξα και αμέσως του φωνάζει και έρχεται μέσα στο γραφείο. Εκεί ο καλός άνθρωπος άρχισε να τον συμβουλεύη. Του παράστηνε που θα καταντήση εάν εξακολουθεί αυτήν την άσωτην ζωήν. Ο νέος έδωκεν υπόσχεσιν ότι δεν θα ξαναπήγαινε, άλλα γρήγορα την ξέχασε διότι το ίδιο βράδυ πάλιν επήγε στο μαγαζί της Ρόζας και αυτήν την φοράν περισσότερον ερωτευμένος μαζί της.  Όταν ετσακώνουνταν έφευγε αυτός και επήγαινεν εις την μπυραρίαν της Αμαλίας και ξώδευεν αλύπητα δια να κάμη την Ρόζαν να σκάση.
… «ωραίες ξένες χορεύτριες  
χόρευαν εντυπωσιακούς χορούς 
και έκαναν ακροβατικά νούμερα».
 Έτσι σε λίγον καιρόν ο Δον Ζουάν αυτός κατέφαγεν όλα τα μετρητά και άρχισε να πουλή τα γραμμάτια που του είχαν δώσει οι αγοραστές των κτημάτων του. Όταν έγεινε γνωστό με πλησιάζει μιαν ημέραν ο μακαρίτης Γεώργιος Αποστολίδης και με παρακαλεί να δω τον Ανάσταση και να του προτείνω να του πουλήσει ένα γραμμάτιο αντί 30 λίρες. Ήτο οφειλέτης κάποιος Κολοσιάτης ο όποιος άμα έμαθε τες ασωτίες του δανειστού του ήθελε να επωφεληθή και να πλήρωση λιγώτερα. Επήγα και του επρότεινα 30 λίρες αλλά εκείνος δεν ήθελε να κατέβη κάτω από τές 50 λίρες, εχάριζε μόνον τους τόκους.  Έτσι αιματαιώθηκεν η αγορά αλλά το γραμμάτιον την άλλην ημέ­ραν επουλήθη δια 20 λίρας εις ένα Τούρκον ο οποίος είχε δήθεν το ρολόι της Ρόζας ενέχυρον.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ζωής το φαντάζεσθε, έμεινεν όχι μόνον απένταρος αλλά και εις τους δρόμους, κατάντησε της «εσχάτης υποστάθμης». Έπεινούσε κυριολεκτικώς και έκαμνεν ατιμίες δια να ζήση.  Όταν η Κυβέρνησις έγραφεν ανθρώπους δια να συνοδεύουν τα μουλάρια που τα έστελλαν στην Αλεξάνδρειαν, ο μακαρίτης ο Παπά Ηλίας εφρόντισε και έγραψαν και αυτόν, επήγεν στην Αλεξάνδρειαν και έκτο­τε δεν εστράφη στην Κύπρο.»