Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Αναμνήσεις του παλιού καρναβαλιστή Γεώργιου Τέμπλαρ από το παλιό καρναβάλι της Λεμεσού.



 Τέμπλαρ : «Μπαίνω στο Θέατρο με το κλασσικό μου
 φέσι, και το μο­νόκλ»…
Ένα άγνωστο σχεδόν κείμενο του «πατριάρχη» του παλιού λεμεσιανού καρναβαλιού, αείμνηστου δημοσιογράφου Γεώργιου Ταλιαδώρου- Τέμπλαρ επαναφέρουμε αφου, πρωτοδημοσιεύτηκε στις αρχές του 1959 στο περιοδικό του επίσης δημοσιογράφου αείμνηστου Μιχάλη Αντωνιάδη «Σατιρικό Θέατρο» υπο τον τίτλο «ΠΩΣ ΦΥΤΡΩΣΑΝΕ ΤΑ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΑ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ. τά   καρναβαλια στην Κύπρο γέννημα και θρέμμα της Λεμεσού. Του διαπρεπούς... Καρναβαλοπαράγοντος, Γ. ΤΕΜΠΛΑΡ»
Περιγράφει της αναμνήσεις του από το λεμεσιανό καρναβάλι των δεκαετιών ’20, ’30 και μετέπειτα.:
«Για να ζητά ό αγαπητός μου υπεύθυνος του «ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΥ» κ. Μιχ. Γ. Αντωνιάδης από μένα μερικά ανέκδοτα και περιπέτειες των Καρναβαλιών της Λεμεσού, θα ήξερε, ασφαλώς, ότι από πολ­λών ετών διεδραμάτιζα, μαζί με άλλους γλεντζέδες συμπολίτας του, σπουδαίους ρόλους στα εκάστοτε καρναβάλια, ότι υπήρ­ξα ένας συντελεστής της διατη­ρήσεως τού θεσμού των καρναβα­λιών.
Οι Λεμεσιανοί γεννήθησαν, είναι και θα πεθάνουν γλεντζέδες. Μόλις νοιώσουν στην τσέπη των έστω και μερικά σελίνια σκέ­πτονται πού και πώς θα τα ξοδεύσουν γλεντώντας.
Γι  αυτό από την Λεμεσόν, την μόνη Κυπριακή πόλιν ξεφύτρω­σαν τα καρναβάλια και διατη­ρούνται μέχρι σήμερον.
ΠΡΟ ΠΕΝΤΙΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ
Πριν πενήντα χρόνια, τα Καρ­ναβάλια γιορτάζοντο σε σπίτια. Μικρό παιδί θυμούμαι, ιδίως την πρώτη και δεύτερη Κυριακή των καρναβαλιών ο μακαρίτης πατέ­ρας μου ετοίμαζε τις μποτίλιες και τα ποτήρια του κρασιού και τα πορτοκκάλια και επερίμενε, ό­πως όλοι σχεδόν οι οικοδεσπότες Λεμεσιανοί, να μας έρθουν οι μά­σκες.
Και πράγματι ήρχοντο και μας επισκέπτοντο οι μάσκες σεμνά, έπερναν τα πατροπαράδοτα κρα­σί και πορτοκκάλια και έφευγαν. Μετά παρέλευσιν χρόνων, άλ­λαξαν τα πράγματα. Από την Πέμπτην, την Τσικνοπέμπτην, το απόγευμα και βράδυ εγέμιζαν οι δρόμοι μασκαράδες και κατέληγαν πάλιν στα διάφορα σπίτια και το τότε καφενείον «Ακταίον».
 ΟΙ ΛΕΜ. ΓΛΕΝΤΖΕΣ: ΠΑΠΙΔΗΣ, «ΦΕΞΗΣ», ΜΠΟΝΗΣ, ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ
Από δε της Τετάρτης ημέρας της δευτέρας και τελευταίας εβδομάδος, άλλαζαν τα πράγμα­τα. Εθριάμβευεν η οδός «Σαριπόλου» στην οποίαν κατά σύμπτωσιν κατοικούσαν οι πλέον φι­λόξενοι, ανοιχτόκαρδοι και γλεν­τζέδες τύποι της Λεμεσού, οι Δημοσθένης Παπίδης, Χριστόφο­ρος, χαϊδευτικώς  ονόματι «Φέξης», Γ. Μπόνης πατήρ του γνωστού Γιάγκου Μπόνη πιανίστα, Αν­τώνης Μαρκουλής. Οι τρεις πρώ­τοι απέθανον. Ως τώρα, προ της ενάρξεως των Καρναβαλιών θα μεταβώ εις το κοιμητήριον να τους κάνω τρισάγιο και κατόπιν να ριχτώ στην κραιπάλη των Καρναβαλιών.
Οι ανωτέρω τύποι εκτός που τα φιλόξενα και αρχοντικά των σπίτια είχαν πάντοτε στους ε­κλεκτούς και αγαπητούς των φί­λους, είχαν και τες ήμερες πού εδέχοντο τον εκλεκτόν κόσμο της πόλης μας.
Λόγου χάριν, την Τετάρτην της β΄ εβδομάδος των Καρναβαλιών, εδέχοντο τους μασκαράδες στα σπίτια των αι Δες Κυριακίδου, διδασκά­λισσαι. Την Πέμπτην ο κ. Αντώ­νιος Μαρκουλής. Την Παρασκευήν ο μ. θείος και αγαπητός ολοκλή­ρου της πόλεως μας Φέξης, πα­τήρ των φιλτάτων εμπόρων μας κ. Κλεάνθη, Ζωνιά, Τάκη Χριστόφορου, το Σάββατο ο μ. Δ. Παπίδης, την Κυριακήν ο μ. Γ. Μπόνης, εις τα σπίτια τα φι­λόξενα των δύο τελευταίων έπρεπε να γεννηθή ο ήλιος για να φύγουμε.
 «προ της ενάρξεως των Καρναβαλιών
θα μεταβώ εις το κοιμητήριον
 να τους κάνω τρισάγιο
 και κατόπιν να ριχτώ
 στην κραιπάλη
των Καρναβαλιών»…
ΑΛΛΑΞΑΝ ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ.
Όταν απέθανον οι μ. Παπί­δης Φέξης και Μπόνης, τα πράγ­ματα άλλαξαν. Οι νυχτερινοί χο­ροί εγένοντο και γίνονται μέχρι σήμερον στα διάφορα .μεγάλα κέντρα, ιδίως σε όλα τα Θέατρα πού παύουν να λειτουργούν ως κινηματογράφοι και κέντρα και μεταβάλλονται όλα σε καρναβαλίστικα κέντρα, όπου οι Διευθυν­τά! των. προσφέρουν εις τες καλλίτερες και συμβολικώτερες μάσκες πλούσια δώρα.
Από της ιδρύσεως του θεσμού των καρναβαλιών, εδίδοντο δώρα εις τούς μασκαράδες. Πριν να αναλάβη επισήμως ο Δήμος Λεμεσού την διοργάνωσιν των καρ­ναβαλιών, ιδίως της τελευταίας Κυριακής, που είναι μια μεγάλη πηγή πλούτου, αφού μας επισκέ­πτονται από όλες τες πόλεις της Κύπρου ξένοι, πλούσιοι συμπολίται μας έδιδον ποσά, ίδρυαν Κομιτάτα με κριτικήν επιτροπή και έδιδαν χρηματικά δώρα εις τους επιτυχείς μασκαράδες, ή άρματα που συμβόλιζαν κάτι το ωραίον.
 ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑΛΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΩΝ
Κατά την περίοδον της επανα­στάσεως του 1931 που ο τότε πονηρός Κυβερνήτης ήθελε να νέκρωση τα πάντα και τους πάντας εκόντευαν να νεκρωθούν και διαλυθούν για πάντα τα Καρνα­βάλια.
Είμεθα φίλοι με δυό γλεντζέ­δες αστυνόμους τούς γνωστούς Ιζέτ και Τζεμάλ Εφένδη. Ήξερα την επίδραση πού είχαν αυτοί στους Διοικητάς. Τούς εκαλούσαμε στα καρναβάλια και σχεδόν κάθε νύχτα εγένοντο μάσκες. Έφτασε δε στο σημείο ο Ιζέτ Εφένδης να θεαθή απάνω σε μιαν «αππάραν» και να τον ακολου­θούν άλλοι ζαπτιέδες με ζουρνέδες και ταούλια και πίσω τους χιλιάδων δικών μας και Τούρκων συμπολιτών.
Όταν έμαθα παρασκηνιακώς ότι ο Στόρς επήγαινε να μας κάμει να ξεχάσωμε τα Καρναβάλια, όπως σκοπόν είχε το ίδιο να μας κάμει για την Ελληνικήν μας σημαία, την αναπέταση της οποίας μας απηγόρευσεν επί πολλά έτη, έπιασα τους δυό φίλους του αξιωματικούς της Αστυνομίας Ιζέτ και Τζεμάλ και πήγαμε στο Διοικητήριον προς συνάντησιν του Διοικητού. Εγγυηθήκαμε και οι τρεις ότι τίποτα το κακό, ή επαναστατικό θα συνέβαινε, εκτός του γεγονότος ότι την Δευτέραν της Καθαράς από το γλέντι και το τραγούδι θα ήμαστε όλοι βραχνιασμένοι τον εμυήσαμε και τούτον να γένη μάσκα.
Ο Ιζέτ Εφένδης
ΠΑΡΑΣΥΡΑΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΤΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ
Όλοι γνωρίζουμε την συντηρητικότητα των Άγγλων, των φλεγματικών. Στην Λεμεσόν, στα καρναβάλια παρασύραμε την συντηρητικότητά των και έβλε­πες σχεδόν κάθε νύχτα Εγγλέ­ζους Διοικητάς, Αστυνόμους, Δικαστάς, Τελώνας, Μηχανικούς μετά των γυναικών των και των Ελλήνων τού Κλάπ φίλων των να γλεντοκοπούν και μεθοκοπούν μαζί με τες χιλιάδες των ρωμηών.
Αυτά θέλω να τα μάθη  και ο φίλος μας ο Μίστερ Φούτ.[1]
ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΩΜΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ
Μια χρονιά άλλαξεν ο αστυνό­μος Λεμεσού και μας ήλθεν ο κ. Χάμφρευ. Έμαθα ότι ήτο πολύ αυστηρός και συντηρητικός. Ήλ­θεν τες παραμονές των Καρναβα­λιών. Είπα μέσα μου ότι αυτός ο διάβολος με την αυστηρότητα του θα μας χαλάση τα σχέδια και εκεί που εχορεύαμε και τρα­γουδούσαμε ελεύθεροι στους δρό­μους θα ήμαστε στα κελλιά της αστυνομίας.
Με την ιδίαν παρρησία λόγου που για το καλό τού τόπου μας παρουσιάζομαι στους εκάστοτε Διοικητάς, Αστυνόμους και Κυβερνήτας -μπορείτε να την χα­ρακτηρίσετε και ως αναίδειαν -τού εκατέβηκα τού κυρ αστυνό­μου στο γραφείον του.
—Κύριε αστυνόμε, επειδή εί­σθε νεοφερμένος και δεν ξέρετε την μανταλιτέ της πόλης μας κα­τά την περίοδον αυτήν των Καρ­ναβαλιών έρχομαι να σας τονίσω ότι εξαιρετικά στην Λεμεσόν α­πό την Πέμπτην τής Τσικνοπέφτης, ως την Δεύτεραν τής Κα­θαράς συμπεριλαμβανομένης οι νόμοι περί ανησυχίας και παρε­λάσεων νεκρώνονται και ο κόσμος από τα βυζασταρούδια, μέχρι των γερόντων γινόμαστε μάσκες.
—Μάθε κ. Τέμπλαρ ότι για την ησυχίαν της πόλης κατεβίβασα αστυνομικά όργανα από τα χωριά.
—Μάθε κ. Αστυνόμε ότι αργά ή γρήγορα θα γίνης και συ μά­σκα.
—Δεν σηκώνω εγώ αστεία κ. Τέμπλαρ.
—Κύριε Αστυνόμε. Σήμερα είναι Τρίτη, το πολλύ ως το Σάβ­βατο και συ και η γυναίκα σου θα με συναντήσετε μάσκες στο Θέατρον.
Εφύγαμε υπό τα αυστηρά του αστυνομικά βλέμματα.
Λοιπόν, την Πέμπτην της Τσι­κνοπέμπτης Διοικητής, Δικασταί, Τελώνης,   άλλοι   Άγγλοι μαζί με τους δικούς των ντύ­νονται μάσκες στο Κλάπ υπό τα όμματα του και φεύγουν και τον αφίνουν μόνον με τα γκαρσόνια. Το ίδιον επαναλαμβάνεται και την επαύριον Παρασκευή. Το Σάββατο πρωί επειγόντως εζητούσε ο φίλος  μας ο Χάμφρεϋ ράπτρια να ράψη μασκέ της γυ­ναίκας του. Και τι νομίζετε ότι αντίκρυσα στο Θέατρον Γιορδαμλή;  Την εκπάγλου καλλονής κα Χάμφρεϋ με μια σκανδαλώδη και υπέροχη τουαλέττα κολομπίνας που μόνο τους μαστούς και τα κρύφια του φιλντισένιου κορ­μιού της έκρυβε.
Μπαίνω στο Θέατρο με το κλασσικό μου φέσι, και το μο­νόκλ. Μόλις με αντικρίζει ο κ. Χάμφρεϋ μου φωνάζει και μου λέγει:
—Τέμπλαρ, επαλήθευσαν τα λόγια σου. Έλα να χορεύσης πρώτος την γυναίκα μου.
Έτσι ο φίλος μας κ. Αστυνό­μος με την  γυναίκα του  κάθε νύχτα δεν έλειπαν μαζί με όλην την Αγγλικήν παροικίαν από τους χορούς.
Βλέπετε πώς παρεσύραμε μαζί μας στο ζήτημα των Καρνα­βαλιών και τους ψυχρούς, συντηρητικούς κα φλεγματικούς  Εγγλέζους.
Αν με την βοήθειαν του θεού ησυχάσουν τα πράγματα και γίνουν Καρναβάλια εφέτος, τύχη δε να είναι αιδώ και οι φίλοι μας Μακμίλλαν, Φούτ και Σία θα τους, κάμωμε να χορεύουν Τσιάμικον.
Έχουμε πολλά να διηγούμα­στε για τα Καρναβάλια της Λε­μεσού, που χρειάζονται τόμοι ολόκληροι.Ας τα φυλάξωμε κατόπιν.»
 
Η αστυνομική δύναμη Λεμεσού κατά τη δεκαετία του ΄30. Εικάζουμε ότι ( με  κάποια ιστορική «αυθαιρεσία») ο εικονιζόμενος επικεφαλής του είναι ο αστυνόμος Χάμφρεϋ και πίσω του οι υπαστυνόμοι του Ιζμέτ και  Τζεμάλ Εφένδης.








[1] Ο Τέμπλαρ αναφέρεται στον τελευταίο άγγλο Κυβερνήτη της Κύπρου σερ Χιού Φούτ.