Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010
"Της γειτονιάς μας ο τρελός"...
V. ΤΥΠΟΙ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
1.0 Αρκοντής
Ο Αρκοντής ήταν ο πιο επιφανής "τρελλός" της εποχής μας (μέσα του 20ου αιώνα). Το αλώνισμα του στη μικρή μας πολιτεία, το απολάμβαναν μικροί και μεγάλοι. Ο κόσμος ούτε καν ενδιαφερόταν από που κρατούσε η σκούφια του. Συνδαύλιζε τις τρέλλες του και γλεντούσε μ' αυτές. Ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή να σπάζει πλάκα κανείς με τον κάθε "τρελλό". Και το κέφι μεγάλωνε ιδιαίτερα, όταν συναντιόνταν οι δύο "τρελλοί", ο Αρκοντής και ο Κιαζίμης που, ανταγωνιζόμενοι για την ίδια πελατεία δεν χώνευαν ο ένας τον άλλο, ερχόντουσαν στα χέρια, για να επέμβει κάποια στιγμή η αστυνομία. Διηγούνται ότι κάποια φορά που οι δύο "τρελλοί" είχαν οδηγηθεί στο δικαστήριο, απολογούμενος ο Αρκοντής ρώτησε τον δικαστή κατά πόσο δύο τρελλοί μπορούν να περιφέρονται στην ίδια πόλη. Και ο δικαστής δεν δίστασε να ανταποκριθεί στο μήνυμα μοιράζοντας τη Λεμεσό στους δύο "τρελλούς". Όμως τα σύνορα παρέμειναν αφρούρητα και ήταν επόμενο η συνοριακή περιοχή να γίνεται συχνά θέατρο πολέμου, όπου οι πέτρες αποτελούσαν το κυριότερο όπλο.
Οι καυγάδες των δύο "τρελλών" ήταν το ψωμοτύρι των χασο-μέρηδων, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να τους κουρδίσουν, απολαμβάνοντας έτσι τη λόξα τους. Ωστόσο, δεν είναι αυτό που επέβαλε την αναφορά στον Αρκοντή. Ούτε βέβαια το γεγονός ότι ο Αρκοντής ήταν το νόθο παιδί ενός από τους άρχοντες της πολιτείας μας, που αφού γλέντησε την άμοιρη παραδουλεύτρα του, την πέταξε στο δρόμο προτού αποκαλυφθεί το σκάνδαλο. Αυτή η περιγραφή δε θα μπορούσε να αποτελέσει σκόπευση για ένα κείμενο σχετικά με τα προικιά της Λεμεσού, θα μπορούσε μάλλον να αποτελέσει κίνητρο μόνο για ένα διήγημα ή μυθιστόρημα, με όλες τις συναρπαστικές προεκτάσεις του.
Αποκλειστική σκόπευση, αυτής της περιγραφής, ήταν να αποδώσει την ιδιομορφία της "τρέλλας" του Αρκοντή, όπως από κοντά τη γνώρισε και την εκτίμησε ο συγγραφέας. Και αυτό, σαν αντιπαράθεση προς τα άλλα φαινόμενα κυνηγητού του πλουτισμού της εποχής, που ο συγγραφέας έζησε και περιέγραψε στο προηγούμενο κεφάλαιο.
Η πρώτη φορά (στα 1943), που ο συγγραφέας αντίκρυσε τον Αρκοντή, ήταν στη μεγάλη δημοτική αγορά της Λεμεσού. Τον παρακολουθούσε ξυπόλυτο και ρακένδυτο να προχωρεί από το ένα στο άλλο μαννάβικο: Η πουκαμίσα του ήταν δεμένη με την παντελόνα του, που έμοιζε με άδειο σακκί. Φαίνεται ότι οι μαννάβηδες γνώριζαν το σκοπό της τακτικής πρωινής επίσκεψης του Αρκοντή και τους ήταν ευχάριστο το καλημέρα του. Χωρίς καμιά άλλη κουβέντα ο κάθε μαννάβης τον φιλοδωρούσε με ένα φρούτο, που ο Αρκοντής με χαμόγελο και ένα θερμό ευχα¬ριστώ έριχνε μέσα στην πουκαμίσα του.
Συμπληρώνοντας το γύρο του, ευτυχισμένος από το βαρυφόρτωμα της πουκαμίσας του, που μετατρεπόταν σε φουσκωμένο σακκί, προχωρούσε προς την Πρώτη Αστική Σχολή, που βρι¬σκόταν απέναντι, δίπλα στο Γυμνάσιο, στην οδό Ανδρέα Θεμιστοκλέους.
Το θέαμα του ξυπόλυτου "τρελλού" με την παραφουσκωμένη κοιλιά προκαλούσε τη θυμηδία και οι διαβάτες, που γνώριζαν τον Αρκοντή, αλλά δεν ήξεραν τι βρισκόταν κάτω από την πουκαμίσα αμολούσαν τα πειράγματα τους. Όμως ο Αρκοντής ούτε διάθεση, ούτε χρόνο διέθετε για να ανταποκριθεί με τις συνηθισμένες βωμολοχίες του. Βιαζόταν να προφτάσει, προτού κτυπήσει ο κώδωνας του σχολείου. Φτάνοντας στην ώρα του, καθόταν στα σκαλοπάτια για να ξαποστάσει. Ταυτόχρονα χαϊδεύε τον κρυμμένο θησαυρό του, καλώντας τα παιδιά να πάρουν από το χέρι του εκείνο το φρουτάκι, που ίσως ο πατέρας τους να μην είχε τη δυνατότητα να συμπληρώσει στο καθημερινό καλάθι. Θα πρέπει να θυμίσω ότι, εκείνη την εποχή, η μικρή μας πολιτεία πλημμύριζε από το φτωχολόι.
Ο φίλος παιδονόμος, που φαίνεται ότι από φτωχικό γάλα ήταν βυζασμένος και που παρακολουθούσε το πρωινό εντυπωσιακό φαινόμενο, διηγόταν με πόση στοργή ο Αρκοντής μοίραζε τα φρούτα και με πόση ευχαρίστηση τα δέχονταν τα παιδιά. Τύχαιναν φυσικά και τα ανάποδα που προέρχονταν από τα παιδιά των χορτάτων. Αυτά, όχι μόνο δεν πλησίαζαν τον "τρελλό" αλλά και πετούσαν βαριά λόγια εναντίον του, ενώ αυτός ανταποκρινόταν: "Δεν πειράζει. Νάστε καλά. Δυστυχώς υπάρχουν πολλά παιδιά νηστικά στο σχολείο και τα φρούτα μου είναι λίγα".
Χόρταινε ο Αρκοντής με την ευχαρίστηση των παιδιών. Για τον εαυτό του τίποτε δεν κράταγε. Και όταν τέλειωνε με άδεια την πουκαμίσα και με ένα χαμόγελο που έλαμπε στο πρόσωπο, σήκωνε αργά το χέρι για αποχαιρετισμό, έστω και αν κανένας δεν τον παρακολουθούσε. Τι να σκεφτόταν; Ποιος ξέρει; Πάντως η επόμενη μέρα, πρέπει να ήταν στο κέντρο της σκέψης του. Τι θα συνέβαινε στη συνέχεια του πρωινού, δεν τον απασχολούσε. Αυτό εξαρτιόταν μόνο από εκείνους που ανέμεναν να διασκεδάσουν με τον τρελλάρα.
Κάποια στιγμή ο Αρκοντής έμαθε ότι ο αριστοκράτης πατέρας του είχε χάσει όλα τα πλούτη του. Όλες οι επιχειρήσεις του πήγαν φούντο. Συγγενείς και φίλοι τον είχαν λησμονήσει. Το τι σκέφτηκε ο Αρκοντής όταν το έμαθε, Βγαίνει από το πιο κάτω περιστατικό, που ήταν γνωστό σε ένα πολύ στενό κύκλο.
Φρόντισε ο Αρκοντής και πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας του έμενε μόνος σε κάποιο παλαιό σπιτάκι, σε ένα απόμερο παραλιακό δρόμο. Πήγε εκεί για να κατατοπιστεί. Βρήκε ότι το παραθυράκι του μικρού σπιτιού, ήταν κατάλληλο για το σκοπό που είχε Βάλει στο φτωχό του μυαλό.
Έτσι από την άλλη μέρα, κρυφά από το Θεό και τους ανθρώπους, λίγο πριν από τα χαράματα, θα πήγαινε εκεί και θα έΒαζε στο πεζούλι του παραθύρου λίγα χρήματα, ένα μέρος από εκείνα που προέκυπταν από τα φιλοδωρήματα εκείνων που απολάμβαναν τις τρέλλες του.
Ο πατέρας ανοίγοντας κάθε πρωί το παράθυρο σταυροκοπιόταν. Και θα πρέπει να αναλογιζόταν, ποιος καλός χριστιανός τον σκεφτόταν ... Κι ήταν επόμενο να φροντίσει να λύσει το μυστήριο. Το ελαφρό κροτάλισμα του χρήματος του επέτρεπε να σκεφτεί ότι ο μυστηριώδης ευεργέτης του τοποθετούσε τα χρήματα το πρωί, προτού ακόμη ξημερώσει. Έτσι, δεν είχε τίποτε άλλο να κάμει παρά να παραμονεύσει. Έτσι και έγινε για να μείνει τελικά άναυδος αντικρύζοντας τον απόκληρο γυιό του. Όμως προτού συνέλθει και ανοίξει το στόμα του, άκουσε την οργισμένη φωνή του Αρκοντή: "Πεζεβέγκη, ήταν ανάγκη να ανοίξεις το παράθυρο;" και το άγνωστο γι αυτόν παιδί του, τρέχοντας, χάθηκε από τα μάτια του.
Αυτά τα δύο περιστατικά ήταν υπεραρκετά, για να εκτιμηθεί το βάθος των αισθημάτων του "τρελλού" Αρκοντή. Όμως δεν ήταν μόνο αυτά που επέβαλλαν να τον ξεχωρίσει κανείς από τους άλλους "τρελλούς".
Ένα πρωινό, ο γραμματέας του δημαρχειακού γραφείου ανάγγειλε στον Δήμαρχο ότι ο Αρκοντής επέμενε να τον δει προσωπικά και ότι με κανένα τρόπο δεν κατόρθωσε να του αποσπάσει το λόγο της επίσκεψης.
Χαμογέλασε ο Δήμαρχος και αφήνοντας κατάπληκτο το γραμματέα, έσπευσε να ανοίξει την πόρτα και να καλωσορίσει τον Αρκοντή.
Αμήχανος και με φόβο τι θα συνέβαινε στο διπλανό του δωμάτιο, αποσύρθηκε ο γραμματέας, με την παράκληση του Δημάρχου να κλείσει την πόρτα και να μην αφήσει κανένα να περάσει προτού φύγει ο Αρκοντής.
Πρέπει πολύ να παραξενεύτηκε ο Αρκοντής, όταν ο Δήμαρχος του υπέδειξε να καθήσει. Ήταν αυτός, άνθρωπος ξυπόλυτος να καθήσει σε πολυθρόνα; Γι αυτό χαμογελώντας αποκρίθηκε: Δεν ήρθα για βίζιτα, ούτε εσύ ούτε εγώ έχουμε καιρό. Ήρθα μόνο να σου πω ότι στους μακρυνούς μαχαλλάδες έχει πολλή φτώχεια. Να πάεις να δεις και να δακρύσουν τα μάτια σου. Φτώχεια, φτώχεια! Και άρχισε ακατάσχετα να περιγράφει. Όση ώρα μιλούσε ο Αρκοντής, το θέαμα στα σκαλοπάτια του σχολείου νοερά έπαιρνε διαστάσεις μπροστά στα μάτια του Δημάρχου, ενώ η μορφή του Αρκοντή έλαμπε ανάμεσα στα παιδιά της φτωχολογιάς. Τότε δημιουργήθηκε η επιθυμία στο Δήμαρχο να γνωρίσει πιο πολλά από τα "έργα και τις ημέρες" εκείνου του "ανισόρροπου", που οι συμπολίτες του τον περιτρι¬γύριζαν για να διασκεδάσουν με τις τρέλλες του.
Η ανάγκη για περίσκεψη ώθησε το Δήμαρχο να προτείνει στον Αρκοντή να πάνε μαζί για να δει από κοντά εκείνα που του εξιστορούσε. Προς στιγμή ο Αρκοντής τάχασε. Έμεινε για λίγο αμίλητος. Και όταν συνειδητοποίησε τι είχε ακούσει, αποκρίθηκε με υψωμένη τη φωνή: "Τι είναι αυτά που ακούω Δήμαρχε! Εσύ και εγώ να πάμε μαζί; Δεν θα ντραπείς; Εσύ κοτζάμ Δήμαρχος και εγώ ο γυιός της πελλοβασιούρας να πάμε μαζί; Θα σε πειράξουν οι χαραμοψούμηδες όπως πειράζουν και εμένα. Οι, όι δεν γίνεται. Φώναξε τους ανθρώπους σου και πήγαινε μαζί τους. Θα σας παραγγείλω εγώ πού να πάτε". Το γέλιο του Δημάρχου πλημμύρισε στο γραφείο του. Είχε, τώρα ακόμη ένα στοιχείο για να ανεβάσει τον Αρκοντή πιο ψηλά στην εκτίμηση του και αναλογίστηκε: "Είναι αυτός ο άνθρωπος, που όπως λένε δεν τα έχει τετρακόσια;"
Στη διαδρομή του αυτοκινήτου από τα δυτικά πραματευτάδικα ως το άνοιγμα προς τον τουρκομαχαλά δεν ήταν λίγοι οι περαστικοί, που κραύγαζαν: "Ελάτε να δείτε τον πελλο-Αρκοντή με τον πελλο-Δήμαρχο μας". Επιβεβαιωνόταν για δεύτερη φορά, πόσο βάσιμες ήταν οι έγνοιες του Αρκοντή ...
Ωστόσο η κοινή επίσκεψη στα χαμόσπιτα της φτωχογειτονιάς ήταν το έναυσμα που ώθησε στη συνέχεια το Δημοτικό Συμβούλιο της μικρής μας πολιτείας, να προχωρήσει στην ίδρυση της Παιδικής Στέγης Λεμεσού.
Λεει ο λαός ότι η τρέλλα δεν πάει στα βουνά. Μάλιστα θα μπορούσε να πει κανείς ότι προτιμά να στρατοπεδεύει σε πλείστους λάτρεις ... του πλούτου ή και ρεμπέτες που δεν νοιάζονται για τη ζωή. Όμως η τρέλλα, στον χωρίς πατρογονικό όνομα Αρκοντή, δεν τα κατάφερε να εισχωρήσει. Ο Αρκοντής πέρασε από τη μικρή μας πολιτεία, ως ένας αθάνατος τρελλός φιλόσοφος.
Τον Αρκοντή τον έχασε η Λεμεσός και ίσως κανένας να μη γνωρίζει, που είναι ο τάφος του. Όμως εκείνοι, που έζησαν μερικές πτυχές της ζωής του, τον κρίνουν ως σύμβολο υψίστης ανθρωπιάς. Ήταν πράγματι τρελός ο Αρκοντής; Η ψυχιατρική θα μπορούσε να καθορίσει τα αίτια και το χαρακτήρα της τρέλλας του. Όμως το κεντρικό κύτταρο των παρατηρήσεων θάπρεπε να αναζητηθεί στη βάση της ανθρωπιάς.
Από το βιβλίο του πρώην Δημάρχου Λεμεσού, Πλουτή Σέρβα, "Τα προικιά της Λεμεσού" με αναμνήσεις από τη ζωή και τη δημαρχεία του.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου