Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Στερνός αποχαιρετισμός στον Κύπρο Τόκα


Πέρασε αυτές τις μέρες στην αντίπερα όχθη, «διαβαίνοντας την Αχερουσία» στο ταξίδι του για την αιώνια μνήμη, ένας από τους λίγους εναπομείναντες της παλιάς δημιουργικής φρουράς της Λεμεσού, ο Κύπρος Τόκας. Πολυπράγμων και πολυτάλαντος ο Κύπρος, αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος ξεπήδησε από τις τάξεις του «λούμπεν προλεταριάτου» των δύσκολων δεκαετιών του ’30 και του ’40 και έκανε ένα σωρό επαγγέλματα για να επιβιώσει, μέχρι που το κύριο ταλέντο του, το γράψιμο να τον οδηγήσει το 1960 στη δημοσιογραφία την οποία  λειτούργησε ευδόκιμα για πάνω από τριάντα χρόνια. Παράλληλα γράφει λογοτεχνία και στίχους, ζωγραφίζει και… καρναβαλίζει ως γνήσιος λεμεσιανός καρναβαλιστής και κανταδόρος μα  παραμένοντας όμως πάντα σε ό,τι κάνει και ό,τι δημιουργεί ένας διαπρύσιος κήρυκας και πιστός υπηρέτης των λαϊκών δικαίων και των λαϊκών αγώνων.
 Ένα  σεμνό και σύντομο λοιπόν αφιέρωμα σήμερα στον γνήσιο λεμεσιανό, πνευματικό άνθρωπο και καλλιτέχνη.
Το κείμενο του Κύπρου Τόκα που ακολουθεί, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Λεμεσού « ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»  ημερομηνίας 17.11.1946 και είναι αν όχι το πρώτο δημοσιογραφικό του κείμενο, σίγουρα από τα πρώτα του. Η εφημερίδα αυτή που εκδιδόταν από τον τότε αντιδήμαρχο Λεμεσού γιατρό Βάσο Παπαδόπουλο, υπερασπίζετο τα έργα του Δημάρχου Πλουτή Σέρβα και τα λαϊκά δικαιώματα των λεμεσιανών από μια αριστερή σκοπιά.
Ανάμεσα στα πολλά -και επαναστατικά για την εποχή τους- έργα που άφησε στη Λεμεσό η εξάχρονη δημαρχία του Πλουτή Σέρβα, (1943-1949) ήταν και  φιλολαϊκά μέτρα που εφάρμοσε για ανακούφιση των πολλών φτωχών και εξαθλιωμένων συμπολιτών μας, με την ανέγερση για πρώτη φορά στη Κύπρο των λαϊκών δημοτικών πολυκατοικιών, που υπάρχουν ακόμα μέχρι σήμερα  και τη δημιουργία του λαϊκού εστιατορίου για να σιτίζονται εκεί φθηνά οι άποροι εργάτες.
Το κείμενο του Τόκα που φέρει τον επίτιτλο «ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΕΡΓΑΤΕΣ» και τίτλο «ΛΑΪΚΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ», σ αυτό αναφέρεται και έχει ως ακολούθως:
«Φτωχοί και ταπεινοί, χλωμοί κι αδυνατισμένοι, μουντζουρωμένοι, κουρελιάρηδες, λογής λογής άνθρωποι της δουλειάς, βιοπαλαιστές, άνθρωποι που η κακοπέραση κι ο υποσιτισμός  τους τσακίζει αλύπητα χρόνια το κορμί, τους βλέπεις καθημερινά να κατακλύζουν το λαϊκό εστιατόριο με ζωγραφισμένα στο πρόσωπο τη χαρά και την ανακούφιση, το γέλιο και τον ενθουσιασμό.
Πόσο μεγάλη είναι η χαρά αυτών των τρισδυστυχισμένων ανθρώπων μπαίνοντας στο εστιατόριο ύστερα από την κοπιαστική, βαριά κι εξαντλητική τους δουλειά, δεν περιγράφεται. Δεν περιγράφεται  γιατί μέσα στο πέλαο, το τρικυμισμένο  πέλαο και την αναταραχή της εξευτελιστικής κοινωνικής μας ζωής που προσφέρει το γλίσχρο μεροκάματο των 5-6 σελινιών, μεροκάματο πείνας κι΄ εξαθλίωσης, αρρώστιας και κακουχίας φτώχειας και φυματίωσης, βρέθηκε ένα έργο που να προσφέρει, αν μη  άλλο, μια ανακούφιση και παρηγοριά, ένα σταμάτημα της οικονομικής αιμορραγίας που μαστίζει, βασανίζει κι΄ εξαντλεί τ’ ανθρώπινο κορμί γκρεμίζοντάς το άχρηστο, ερείπιο και νεκρό.
Συναντώντας κανείς τους πελάτας του ευεργετικού κι ανθρωπιστικού τούτου λαϊκού κέντρου, γύρω απ’ τα καθημερινά τραπέζια αδελφωμένους, αγαπημένους σαν να ανήκουν σε μια και μόνη οικογένεια, νοιώθει στοργή και μια ανείπωτη, απέραντη θερμή αγάπη προς αυτές τις αξιαγάπητες ψυχές που η λίγη τους ανακούφιση κι’ η παρηγοριά ζωγραφίζεται στο χαρούμενο κι’ αισιόδοξο της δουλειάς και κακουχίας πρόσωπο, κι’ η μεγάλη τους ευχαρίστηση κι’ ευγνωμοσύνη προς τους εμπνευστάς και δημιουργούς του καλού τούτου δημοσίου λαϊκού εστιατορίου, εκδηλώνεται με τα πιο θερμά μεστά λόγια, λόγια που βγαίνουν  απ’ τα βάθη ευγενών καλόγνωμων και καλοσυνάτων ψυχών, που δεν έχουν τίποτε άλλο ως δώρα, αγάπης, εχτίμησης και θαυμασμού, παρά ένα μεγάλο ευγενικό ολόγλυκο  Ευχαριστώ  προς το αγαπητό λαϊκό Δημοτικό μας Συμβούλιο. Με την ολόθερμη ευχή όπως παρόμοια έργα κοινωνικής ωφέλειας και ανακούφισης για τον έρμο φτωχόκοσμο, θα βρουν τον πιο μεγάλο έπαινο, την πιο γλυκιά θερμή ευγνωμοσύνη, το πιο ενθουσιώδες χειροκρότημα.»
Είναι πιθανό  το κείμενο αυτό να φαντάζει ίσως σήμερα ως αρκετά υπερβολικό με μια έντονη βερμπαλιστική διάθεση  στην  άμετρη χρήση των πολλών και βαρύγδουπων επιθέτων. Κάθε κείμενο όμως πρέπει να κρίνεται σύμφωνα με την εποχή που γράφτηκε, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της.
Ο άμετρος φαινομενικά ενθουσιασμός του Κύπρου Τόκα αποδίδει στην ουσία τα συναισθήματα του φτωχού τότε εργάτη που βρήκε σανίδα σωτηρίας από την πείνα, μέσα από τέτοια δημοτικά έργα του κομμουνιστή τότε Δημάρχου Λεμεσού Πλουτή Σέρβα.



















1. Κύπρος Τόκας
2. Το κείμενο του Κ. Τόκα στα ΓΡΑΜΜΑΤΑ
3. «Το Λαϊκόν Εστιατόριον» στη βορειοδυτική πλευρά της Α’ δημοτικής Αγοράς όπως είναι σήμερα.
4. Ζωγραφικός πίνακας του Κύπρου Τόκα
5. Συμμετοχή του Κύπρου Τόκα στο λεμεσιανό καρναβάλι του 1951 με δική του ομάδα με θέμα «Η νεολαία καταδιωγμένη από το φάσμα της ανεργίας»… ( που αναγκάζεται να μεταναστεύσει).

Δεν υπάρχουν σχόλια: