ΜΕΡΟΣ Β :
Η ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΡΕΑ Επετηρίδα Κυπριακών Σπουδών τόμος Δ’
Η Λεμεσός είχε εμπορική σημασία για τους Λατίνους ακόμα και πριν από την κατάκτηση της το 1191 από τον Άγγλο βασιλιά Ριχάρδο. Οι πρώτοι από τους Λατίνους οι οποίοι άρχισαν να αξιοποιούν τη Λεμεσό εμπορικά ήταν οι Βενετοί, οι οποίοι εξασφάλισαν εμπορικά προνόμια στην Κύπρο το 1126, μετά από σχετική συμφωνία που υπέγραψαν με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό.16 Η Λεμεσός αναφέρεται σε συμβολαιογραφική πράξη του 1139. Σύμφωνα με τις πρόνοιες αυτής της πράξης, οι Βενετοί έμποροι Domenico Rossani και ο συνέταιρος του διαμοιράστηκαν κεφάλαιο με αξία 46 χρυσά νομίσματα, ο καθένας παίρνοντας από 23, ενώ ήταν στη Λεμεσό. Συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα χρήματα για την αγορά εμπορευμάτων από το αιγυπτιακό λιμάνι της Δαμιέττης και να μεταβούν εκεί πάνω στο πλοίο που είχε για πλοίαρχο του τον Mario Montello.17 Η μεσαιωνική Λεμεσός διέθετε εξαιρετικές διευκολύνσεις για το αγκυροβόλημα των θαλασσινών σκαφών τόσο εντός όσο και εκτός του λιμανιού. Ιταλικά ναυτικά εγχειρίδια όπως το Compasso de Navigare, τα οποία γράφτηκαν στη λατινοκρατούμενη Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης, όπου ζούσαν Ιταλοί έμποροι από τις διάφορες Ιταλικές πολιτείες που είχαν οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή, κάνουν αναφορά στα κυπριακά λιμάνια της Λεμεσού και της Πάφου, όχι όμως σε αυτό της Αμμοχώστου.18
Η Λεμεσός ανέπτυξε αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα στα πρώτα χρόνια της Λατινοκρατίας. Το Μάιο 1199 ο πρώτος Λουζινιανός βασιλιάς της Κύπρου, ο Αμάλριχος, πήρε 28,050 βυζαντινά νομίσματα από ένα σύνδεσμο Λατίνων εμπόρων με αντάλλαγμα την εκχώρηση σε αυτούς του δικαιώματος να εισπράττουν τα εμπορικά τέλη στη Λεμεσό για διετή περίοδο. Η Ιταλική πολι¬τεία της Πίσας απέδιδε μεγάλη σημασία στη Λεμεσό καθ' όλη τη διάρκεια του Που αιώνα αλλά και πιο ύστερα. Σύμφωνα με την έκθεση που ετοιμάστηκε το 1243/1244 από τους Βενετούς, στη Λεμεσό ζούσαν Πισάτες την εποχή αυτή όχι απλώς ως μεμονωμένα άτομα, αλλά με τη δική τους κοινοτική οργάνωση. Στην έκθεση γίνεται αναφορά στο σπίτι του Πισάτη Ούγου της Κλάρας, καθώς και στο προαύλιο "που ανήκει στους Πισάτες'". Αυτή η αναφορά σε προαύλιο κοινής και όχι απλώς ατομικής ιδιοκτησίας υποδηλώνει την ύπαρξη συμπαγούς κοινότητας Πισατών στη Λεμεσό, με τους δικούς της κοινοτικούς θεσμούς και οργάνωση. Η Λεμεσός μέχρι τα μέσα του Που αιώνα αποτελούσε το σημαντικότερο και ίσως το μοναδικό κέντρο εμπορικής δραστηριότητας για τους Πισάτες. Ακόμη και μετά την κατάληψη της Πτολεμαΐδας το 1291 από τους Μαμελούκους, που είχε ως συνέπεια την εμπορική άνοδο της Αμμοχώστου εις βάρος της Λεμεσού, ο Πισάτης πρόξενος που ήταν εγκατεστημένος στη Λεμεσό εκπροσωπούσε τους Πισάτες σε όλη την Κύπρο, όχι απλώς εκείνους που κατοικούσαν στη Λεμεσό. Η αυλή και η διοίκηση του Πισάτη προξένου βρισκόταν μέσα στον ξενώνα της κοινότητας, και ο ξενώνας ήταν κοντά στο βασιλικό τελωνείο, δηλαδή σε μικρή απόσταση από το λιμάνι. Το προσωπικό που υπηρετούσε στο προξενείο περιλάμβανε τον λεγόμενο sensarius, ο οποίος ήταν ο επίσημος μεσολαβητής της κοινότητας, το συμβολαιογράφο, ο οποίος ήταν και γραμματέας, και τον λεγόμενο platearius, ο οποίος εκτελούσε καθήκοντα αστυνομευτικής φύσης. Ακόμη και το 1307, παρά το γεγονός ότι η Αμμόχωστος είχε πια ξεπεράσει τη Λεμεσό ως το κατ' εξοχήν εμπορικό λιμάνι της Κύπρου, ο Πισάτης συμβολαιογράφος της Λεμεσού, σε αντίθεση με αυτόν της Αμμοχώστου, έφερε τον τίτλο scribus atque notarius Pisani communis in Cipro, δηλαδή του γραφέα και συμβολαιογράφου της κοινότητας των Πισάτων στην Κύπρο, κάτι που του έδινε επίσημη ιδιότητα. Η ιταλική πολιτεία της Γένοας είχε και αυτή εμπορική παρουσία στην Κύπρο, τουλάχιστο από το 1203. Σε αντίθεση με τους Πισάτες ωστόσο, και ακόμη με τους Βενετούς, οι Γενουάτες από πολύ ενωρίς, συγκεκριμένα από το 1218, απέκτησαν ακίνητη περιουσία στην Αμμόχωστο, καθώς και στη Λευκωσία. Εξ αιτίας της ναυτικής υποστήριξης την οποία έδωσαν στο βασιλιά Ερρίκο Α' της Κύπρου κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του 1228 -1233 μεταξύ των οπαδών του βασιλιά και αυτών του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β', τους εκχωρήθηκαν σημαντικά εμπορικά προνόμια σύμφωνα με τις πρόνοιες της νέας εμπορικής συμφωνίας τους 1232 μεταξύ του βασιλείου της Κύπρου και της Γενουάτικης πολιτείας. Σύμφωνα με τους όρους αυτής της συμφωνίας, η πολιτεία και ο λαός της Γένοας απέκτησαν το χωριό Despoyre στην επαρχία της Λεμεσού, μαζί με όλα τα προνόμια, έσοδα, κτήματα και τους δουλοπάροικους του χωριού. Όλα αυτά παραχωρήθηκαν στο Γενουάτη πρόξενο ως αντιπρόσωπο της πολιτείας.
Οι Γενουάτες απέκτησαν διάφορα ωφελήματα και μέσα στην πόλη της Λεμεσού. Τους παραχωρήθηκαν ορισμένες κατοικίες, καθώς και ένας πύργος στην παραλιακή περιοχή της πόλης. Οι κατοικίες και ο πύργος αυτός ήταν κοντά στο βασιλικό τελωνείο και στο δημόσιο δρόμο, και το 1294, κατά τη διάρκεια ενός πολέμου μεταξύ Βενετίας και Γένοας, ο βενετικός στόλος έπλευσε στη Λεμεσό και προξένησε ζημιές στον πύργο των Γενουατών και στον ξενώνα που είχαν στην πόλη. Οι κατοικίες που παραχωρήθηκαν στους Γενουάτες σύμφωνα με την συμφωνία του 1232 περιγράφονται ως κατοικήσιμες και διατηρημένες σε καλή κατάσταση. Ως εκ τούτου ήταν κατάλληλες για τη διαμονή σε αυτές των Γενουατών προξένων και υποπροξένων. Σε αυτούς τους πρόξενους και υπο-πρόξενους παραχωρήθηκε και το εξής σημαντικό προνόμιο, το δικαίωμα να προβαίνουν στην κατασκευή φούρνων και στη συσκευασία ψωμιού μέσα στους ξενώνες που είχαν στις διάφορες πόλεις της Κύπρου. Με το προνόμιο αυτό, εξασφάλισαν την αποεξάρτησή τους από εξωτερικούς προμηθευτές στην εκπλήρωση των βασικών αναγκών της κοινότητας τους. Το προνόμιο αυτό παραχωρήθηκε στη συνέχεια και σε Γενουάτες ιδιώτες. Γύρω στο 1243, ως συνέπεια της δήμευσης της περιουσίας των Βενετών στην Κύπρο από το βασιλιά Ερρίκο Α', για λόγους που παραμένουν ακόμη ανεξακρίβωτοι, μια κατοικία που ανήκε άλλοτε σε Βενετό παραχωρήθηκε στην πολιτεία της Γένοας.
Οι Βενετοί, που ήταν οι πρώτοι που αξιοποίησαν τη Λεμεσό και την Κύπρο γενικότερα στο πλαίσιο των οικονομικών τους δραστηριοτήτων, συνέχισαν να αναπτύσσουν εμπορικές σχέσεις και δραστηριότητες στο νεοσύστατο Λατινικό βασίλειο της Κύπρου καθ' όλη την διάρκεια του 13ου αιώνα και μάλιστα σε αυξανόμενο βαθμό. Για άγνωστους λόγους ωστόσο κατασχέθηκαν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία στο νησί το 1243, όπως αναφέρεται πιο πάνω. Η έκθεση που συνέταξαν οι Βενετοί αυτή τη χρονιά μας παρέχει χρησιμότατες πληροφο¬ρίες, τόσο για τα περιουσιακά στοιχεία τους στη Λεμεσό και στις άλλες κυπριακές πόλεις, όσο και για τα ανάλογα στοιχεία που είχαν οι άλλες εμπορευόμενες Ιταλικές πολιτείες, όπως η Πίσα και η Γένοα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παρέχει η έκθεση, η πολιτεία των Βενετών στη Λεμεσό είχε μια εκκλησία αφιερωμένη στον Ευαγγελιστή Μάρκο, τον πνευματικό προστάτη της Βενετίας, καθώς και δημόσια λουτρά, τα ετήσια έσοδα των οποίων ήταν 1,000 βυζαντινά νομίσματα, που αποτελούσε σεβαστό ποσό. Οι περιουσίες οι οποίες ανήκαν σε Βενετούς ιδιώτες περιλάμβαναν μία σειρά από δώδεκα συνεχόμενα σπίτια, καθώς και ένα οίκημα οι διαστάσεις του οποίου επέτρεπαν τη μετατροπή του σε καλυμμένη αγορά.26 Οι αγορές αυτού του τύπου λέγονταν φούντικες (Αραβικό funduq, Ιταλικό fondaco) και υπήρχαν σε όλη την περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου. Ήταν μουσουλμανικής προέλευσης και υπήρχαν αρχικά στην Αίγυπτο και στη Συρία, απ' όπου κατά πάσα πιθανότητα εξαπλώθηκαν στην Κύπρο μέσω των Λατίνων της Συρίας. Δεν ξέρουμε αν οι Βενετοί κατέγραψαν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία στην έκθεση που ετοίμασαν το 1243/1244, ή απλώς τις περιουσίες που κατασχέθηκαν, αλλά εν πάση περιπτώ¬σει τα στοιχεία της έκθεσης αποδεικνύουν ότι είχαν περιουσίες στην Κύπρο πολύ μεγάλης αξίας. Από το περιεχόμενο της έκθεσης εξάλλου καθίσταται σαφές ότι η Λεμεσός ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο των Βενετών στην Κύπρο. Η Πάφος είχε πολύ ασήμαντη συμμετοχή στο βενετικό εμπόριο με την Κύπρο, ενώ η Αμμόχωστος ούτε καν αναφέρεται.
Άξιον αναφοράς είναι και το γεγονός ότι στην πιο πάνω βενετική έκθεση αναφέρονται Προβηγκιανοί έμποροι ως ιδιοκτήτες περιουσίας στη Λεμεσό. Αυτό αποτελεί μαρτυρία για τη χρήση της Λεμεσού από έμπορους άλλων εθνοτήτων κατά τον 13ο αιώνα, και όχι αποκλειστικά από τους Ιταλούς. Ένα ασυμπλήρωτο βενετικό ναυτικό εγχειρίδιο (portolano), το οποίο ίσως συντάχθηκε γύρω στα 1270, ακολουθεί τη διαδρομή ενός οδοιπορικού από την Πτολεμαΐδα στην Ευρώπη μέσω της Κύπρου. Περιλαμβάνει αναφορά στη Λεμεσό, αλλά όχι στην Αμμόχωστο και στην Πάφο. Η αναφορά στη Λεμεσό υποδηλώνει την ύπαρξη εμπορικών και ναυτιλιακών σχέσεων μεταξύ Λεμεσού και Πτολεμαΐδας κατά το δεύτερο ήμισυ του Που αιώνα. Η ύπαρξη τέτοιων σχέσεων υποδηλώνεται και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το βενετικό εμπορικό εγχειρίδιο που ονομάζεται Zibaldone da Canal. Manuschtto mercantile del sec. XIV, χρησιμοποιούνταν παρόμοια σταθμά και στις δύο πόλεις πριν από το 1291.
Η Λεμεσός περιγράφεται ως το κυριότερο κυπριακό λιμάνι στις αναφορές του Zibaldone. Εδώ ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι το εμπόριο μεταξύ της Λεμεσού και άλλων μεσογειακών λιμανιών κατά το 13ο αιώνα χαρακτηρίζεται καλύτερα ως εμπόριο μικρών παρά μεγάλων αποστάσεων. Από την κοντινή Πτολεμαΐδα γινόταν η εισαγωγή μοσχοκάρυδου, ζαφοράς και των λεγόμενων 'μικρών' καρυκευμάτων, όπως το πιπέρι, τα οποία έφερναν αυτή την ονομασία διότι πωλούνταν σε μικρές ποσότητες. Κατά τη δεκαετία του 1270 υπήρχε και εμπόριο μεταξύ της Λεμεσού και του Λαΐάτσο, που ήταν το κυριότερο λιμάνι στο βασίλειο της Μικρής Αρμενίας. Σε μία συμβολαιογραφική πράξη με χρονολογία τον Απρίλιο 1279 ο Γενουάτης έμπορος Pietro di Giusulfo διορίζει ως εκπροσώπους του τον Ottobuono Picamiglio και τα δύο αδέλφια του, και ανάμεσα στους μάρτυρες του εγγράφου κατονομάζει τον Arancio της Λεμεσού. Ο Arancio προφανώς ήταν έμπορος ο οποίος ήταν κάτοικος Λεμεσού και είχε εμπορικές δοσοληψίες στο Λαΐάτσο. Στη Λεμεσό γινόταν και η εισαγωγή λαδιού και σιτηρών από την Απουλία της Κάτω Ιταλίας, όπου οι Βενετοί είχαν αναπτύξει έντονη εμπορική δραστηριότητα κατά το δεύτερο ήμισυ του ΙΙου αιώνα. Ανάμεσα στις εξαγωγές που γίνονταν από τη Λεμεσό ήταν η ρητίνη, το λάδανο και το λουλάκι. Πιο σημαντική από όλες τις εξαγωγές, ωστόσο, ήταν η εξαγωγή άλατος, που άρχισε από τα τέλη του Που αιώνα.
Στα τέλη αυτού του αιώνα η Βενετία άρχισε την εμπορική εκμετάλλευση διαφόρων κοιτασμάτων άλατος σε διάφορα μέρη της Μεσογείου. Μεταξύ αυτών των περιοχών ήταν και η Κύπρος. Όπως αναφέρει ο Jean-Claude Hocquet, τα κοιτάσματα αυτά βρίσκονταν κυρίως σε νησιά με μικρό πληθυσμό και σε παραθαλάσσιες περιοχές. Αυτό διευκόλυνε και την εξαγωγή του άλατος με το πλοίο στη Βενετία. Η Βενετία άρχισε την εισαγωγή άλατος από τα μεσογειακά νησιά της Ιμπίθα, της Σαρδηνίας και της Κύπρου από τη δεκαετία του 1270. Επίσης γίνονταν εισαγωγές από την περιοχή της Κριμαίας και την Αλεξάνδρεια. Σύμφωνα με τον Hocquet, οι Βενετοί αξιοποίησαν τα κυπριακά κοιτάσματα άλατος, που βρίσκονταν στις αλυκές της Λάρνακας και της Λεμεσού, πάνω σε πιο σταθερή και τακτική βάση παρά εκείνα τα οποία βρίσκονταν αλλού. Είναι αξιοσημείωτο ότι η τοποθεσία της σημερινής Λάρνακας λεγόταν Salines, δηλαδή αλυκές, στα λατινικά έγγραφα της φραγκοκρατούμενης Κύπρου.
Το άλας της Κύπρου, το οποίο περιγράφεται ως bianchissimo et fortissimo, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στη Βενετία εξ αιτίας της καλής του ποιότητας. Ας σημειωθεί ότι τα μεγάλα κέρδη που προέρχονταν από την εξαγωγή άλατος διαφαίνονται και από το γεγονός ότι η εκμετάλλευση των δυο φυσικών αλυκών κοντά στη Λεμεσό και στη Λάρνακα ήταν βασιλικό μονοπώλιο. Το άλας επωλείτο σε ιδιώτες έμπορους και κατά τη δεκαετία του 1280 άρχισαν οι Βενετοί να το αγοράζουν σε μεγάλες ποσότητες. Ένα βενετικό εμπορικό διάταγμα με ημερομηνία 26 Απριλίου 1286 καθόριζε τιμή έξι λιρών και πέντε σορδάτων για κάθε μόδιο άλατος το οποίο θα εισήγαγαν τα βενετικά πλοία προερχόμενα από την Κύπρο, τη Σαρδηνία, και το Ras al-Makhbaz. Το άλας αυτό μεταφερόταν στη Βενετία μέσα στα ογκώδη πλοία που έφεραν την ονομασία caricatorri. Σε μεταγενέστερο νομικό διάταγμα με ημερομηνία τον Φεβρουάριο 1287, η τιμή του εισαγόμενου άλατος αυξήθηκε σε έξι λίρες δεκαπέντε σορδάτα το μόδιο. Αυτή η τιμή ωστόσο ίσχυε μόνο σε περίπτωση όπου ο εισαγωγέας είχε εκ των προτέρων υπογράψει σχετική συμφωνία με τους αρμόδιους Βενετούς αξιωματούχους. Σε αντίθεση περίπτωση θα έπαιρνε χαμηλότερη τιμή για το άλας που εισήγαγε, και σε σχετική απόφαση με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου 1292 η τιμή καθορίστηκε σε τεσσερισήμισι λίρες για κάθε μόδιο άλατος που προερχόταν από την Κύπρο και την Ιμπίθα. Εν τω μεταξύ οι βασιλείς της Κύπρου αποφάσισαν το 1301 να αυξήσουν τα τέλη τα οποία πλήρωναν οι εξαγωγείς του κυπριακού άλατος, με αποτέλεσμα οι Βενετοί έμποροι να υποχρεώνονται στην καταβολή 150 βυζαντινών νομισμάτων για κάθε 1,000 μόδια εξαγόμενου άλατος αντί το προηγούμενο ποσό των 60 βυζαντινών νομισμάτων. Παρά την αύξηση των τελών όμως το εμπόριο άλατος συνεχίστηκε με γοργό ρυθμό μέχρι την τουρκική κατάληψη της Κύπρου το 1571. Ας σημειωθεί επίσης ότι η αλυκή της Λάρνακας ήταν πολύ πιο σημαντική για την άντληση άλατος από αυτή της Λεμεσού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το άλας από την αλυκή της Λεμεσού δεν ήταν και αυτό εμπορεύσιμο. Δύο προϊόντα τα οποία σε μεταγενέστερες εποχές θα εξάγονταν σε μεγάλες ποσότητες ήταν το βαμβάκι και η ζάχαρη. Η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου στην Κύπρο και η τεχνική της παραγωγής της ζάχαρης προήλθαν κατά πάσα πιθανότητα από την Εγγύς Ανατολή. Καλούπια ζάχαρης, τα οποία χρησιμοποιούνταν στα τελικά στάδια της ζαχαροπαραγωγής, έχουν ανευρεθεί στο φρούριο της Παλαίπαφου. Αυτό δεν απέχει πολύ από τη Λεμεσό και τα καλούπια αυτά ήταν κατεστραμμένα λόγω του σεισμού του 1222. Σύμφωνα με τον Oliver of Padeborn αυτός ο σεισμός προξένησε εκτεταμένες ζημιές ιδίως στην Πάφο, αλλά επίσης στη Λεμεσό και στη Λευκωσία. Η ανεύρεση τέτοιων καλουπιών τεκμηριώνει την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου στη Φραγκοκρατούμενη Κύπρο και ειδικότερα στην περιοχή μεταξύ Λεμεσού και Πάφου, από την αρχή του Που αιώνα, οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες όμως για την εξαγωγή ζάχαρης από την Κύπρο χρονολογούνται όχι πριν από το 1299. Το ίδιο ισχύει για το βαμβάκι, το οποίο πιθανότατα άρχισε να καλλιεργείται στην Κύπρο κατά τον Πο αιώνα, χωρίς όμως να υπάρχουν ενδείξεις για την εξαγωγή του με χρονολογία πριν από τα μέσα του 14ου αιώνα. Ας τονιστεί ότι για την καλλιέργεια τόσο του βάμβακος όσο και του ζαχαροκάλαμου χρειάζονται μεγάλα αποθέματα, κεφαλαίου και πολύ εργατικό δυναμικό. Στην Κύπρο η παραγωγή τους βρισκόταν υπό τον έλεγχο των τριών μεγαλυτέρων κατόχων γης στο βασίλειο. Αυτοί ήταν το στέμμα, το τάγμα των Ιωαννιτών και η βενετική οικογένεια Κορνέρ. Οι περισσότερες φυτείες ζαχαροκάλαμου και βάμβακος, εξάλλου, βρίσκονταν στην παραλιακή περιοχή μεταξύ της Λέμπας και της Λεμεσού.
Τελειώνοντας, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η Λεμεσός, παρά το γεγονός ότι εκτοπίστηκε μετά το 1291 από την Αμμόχωστο ως το κυριότερο εμπορικό λιμάνι της Κύπρου, εξακολούθησε να έχει εμπορική δραστηριότητα, έστω σε περιορισμένο βαθμό, καθ' όλη τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας. Παραδόξως δεν επωφελήθηκε όμως από την κατάληψη της Αμμοχστου, που έγινε το 1373 από τους Γενουάτες, και τον μετέπειτα εμπορικό μαρασμό αυτής της πόλης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμπορική ανάπτυξη της Λάρνακας κατά την Υστεροφραγκική εποχή και την εποχή της Βενετοκρατίας.
1 Regesta Regni Hierosolymitani. εκ. R. Rohricht, 2 τόμοι (Innsbruck, 1893-1904), II, αριθ. 755a.
2 D. Jacoby, "The Rise of a New Emporium in the Eastern Mediterranean: Famagusta in the Late Thirteenth Century", στο Μελέται και Υπομνήματα. Τόμος Α' (Λευκωσία, 1984), σ. 155 και υποαημ. 51-52.
3 όπ.π.. σσ. 158-159 και υποσημ. 66-71.
4 L. de Mas Latrie, Histoire de /' tie de Chypre sous le regne des princes dela maison de Lusignan, 3 τόμοι (Paris, 1852-1861), τόμος Β', σ. 39.
5 Mas Latrie, Histoire, τόμος Β ' ασ. 53-54; Hill, τόμος Β', ο. 125.
6 Mas Latrie, Histoire, τόμος Β', 54-55; Edbury, The Kingdom of Cyprus, σ. 110.
7 Jacoby, "Famagusta", σ. 159 και υποσημ. 77.
8 Jacoby, "Το Εμπόριο", σσ. 397-398.
9 όπ.π., α. 398.
10 Notai Genovesi in Oltremare. Atti rogati a Laiazzo da Frederico di Piazalunga (1274) e Pietro di Bargone (1277, 1279), εκ. Laura Balieto, CSFS 53 (Genoa, 1989) σσ. 356-357.
11 Jacoby, :To Εμπόριο", σ. 398.
12 J - C. Hocquest, Le sel et la Fortune de Venise, 2 τόμοι (Lille, 1979), τόμος A', σσ. 98-99.
13 όπ.π.. ο. 141.
14 Jacoby, 'To Εμπόριο', σ. 398.
15 Hocquet, Le sel, τόμος Β', σο. 204-205.
16 Hocquet, Le sel, τόμος A', σ. 210; Mas Latrie, Histoire, τόμος Β', ασ. 99-100.
17 Hocquet, Le sel, τόμος A', σσ. 100-101.
18 Jacoby, 'To Εμπόριο', σα. 417-418.
19 όπ.π., α. 420.
20 όπ.π.,σσ.418 καί 420.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου