Μέρος δεύτερο
Στο πρώτο μέρος είδαμε μέσα από τις παιδικές αναμνήσεις
του Ευστάθιου Παρασκευά-Παλαιμαχου την περιγραφή των τρομερών πλημμυρών που
έπληξαν τη Λεμεσό στις 31 Οκτωβρίου 1894 όσο και όπως τις θυμόταν και τις περιγράφει στην εφημερίδα «Αλήθεια»
της 1ης Ιανουαρίου 1937 σε ηλικία πλέον 77 ετών.
Πιο λεπτομερή , γλαφυρή αλλά και πιο τραγική στα όσα
έφερε η πλημμύρα περιγραφή έχουμε στην εφημερίδα Αλήθεια λίγες μέρες μετά, ημερομηνίας 8 Νοεμβρίου 1894.Η
περιγραφή είναι ακόμη πιο φρικιαστική από εκείνη τού Παρασκευά και ο
απολογισμός των νεκρών όπως αναφέρει είναι 22 άνθρωποι από τους οποίους οι
πέντε χριστιανοί και 17 Οθωμανοί. Ο λόγος των δυσανάλογων αυτών απωλειών είναι
ότι η τουρκική συνοικία βρισκόταν βασικά
γύρω από τις όχθες του πλημμυρίσαντος ποταμού Γαρύλλη αλλά και των
φτωχών και ευτελών κατασκευών των υποστατικών τους.
Θύμα των
πλημμύρων ήταν όμως και η ίδια η εφημερίδα «Αλήθεια» που ξεκινά την περιγραφή
τους γράφοντας:
«Απογοητευόμενοι και απηλπισμένοι περιμαζεύοντες τα ναυάγια του Τυπογραφείου
ημών μετά την φρικώδη της παρελθούσης
Δευτέρας καταστροφής , χαράττομεν πετούντι καλάμω ολίγας μόνον γραμμάς , ατελή,
ατελεστάτην περιγραφήν εικόνος φρικώδους απογνώσεως . Εκ των ολίγων, άτινα
τεταραγμένοι υπό το κράτος τοσαύτης
συγκινήσεως, παραθέτομεν σήμερον , ας
λάβωσιν οι αναγνώσται ημών
αμυδράν εικόνα της όλης καταστροφής. Πως δυνάμεθα να γράψωμεν άλλως τε πλείονα όταν δεν απόμεινε ούτε μελάνιν ούτε
χάρτης όπως σύρωμεν τας ολίγας ταύτας γραμμάς, τα δε στοιχεία του τυπογραφείου
ημών και τούτου βεβλαμμένου ανευρίσκομεν
εκσκάπτοντες την παχυτάτην ιλύν , ήτις από της Δευτέρας καλύπτει όλην
την πόλιν, οικίας, καταστήματα, αποθήκας, οδούς;»
Αυθεντικήν περιγραφήν των πλημμυρών έχουμε και σε επιστολή νεαρής λεμεσιανής
προς την αδελφή της στην Αθήνα πού δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εστία» των
Αθηνών στις 21 Νοεμβρίου 1894: «Κυπρία κόρη, ανήκουσα εις μίαν των
εντελώς εκ της πλημμύρας καταστραφεισών οικογενειών της Λεμεσού, γράφει προς την εδώ
αποκατεστημένην αδελφήν της, περιγράφουσα την
επελθούσαν καταστροφήν με τας συγκινητικωτέρας εν τη αφέλεια της εκφράσεως λεπτομέρειας. Διηγείται τίνι τρόπω
προϊδόντες τον κίνδυνον έσπευσαν
μετά της οικογενείας της ζητούντες άσυλον εις γειτονικήν τινά νεόδμητον οικίαν,
ένθα είχον ήδη συσσωρευθή περί τα
τεσσαράκοντα άλλα άτομα. «Αλλά και εκεί-λέγει-ο κίνδυνος δεν ήργησε να
μας επισκεφθή. Το νερό εις τας οδούς ανήρχετο εις δύο μέτρων ύψος. Ο κίνδυνος ήτο φοβερός. Εβλέπομεν βαίνοντα προς ημάς
τον θάνατον εκλαίομεν, εφωνάζαμεν,
ενηγκαλιζόμεθα. Και επί τέλους, αφού είδομεν πίπτοντα τα πρώτα δωμάτια,
απηλπίσθημεν και απεφασίσαμεν παρά να αποθάνωμεν υπό τα ερείπια, να
πνιγώμεν εντός του ύδατος. Ερρίφθη πρώτος ο αδελφός μου από την ταράτσαν και κολυμβών έφθασεν εις τα ερείπια
των καταπεσόντων δωματίων πατήσας δε
έπ' αυτών μας εφώναζε να ριφθώμεν όλοι, ίσως ηθέλομεν σωθή. Πρώτην εμέ εφώναξε, διότι εγνώριζε το θάρρος μου. Αλλά
πόθεν να ριφθώ, Θεέ μου; Εκ της ταράτσας
εφοβούμην το νερό ανήρχετο ήδη εις ύψος μεγαλείτερον των τριών μέτρων. Απεφάσισα τότε να κρημνισθώ εκ της θύρας της
τραπεζαρίας. Το παράδειγμα μου ηκολούθησαν
και οι λοιποί και ούτως εμείναμεν εντός του ύδατος επί τεσσάρας όλας ώρας
αναμένοντες τον θάνατον... Ήδη, η θέσις
μας είνε τω όντι αξία οίκτου. Ευρισκόμεθα
άνευ κατοικίας, άνευ ενδυμάτων, άνευ χρημάτων! Δεν ηδύνηθη μεν ούτε μίαν βελόνην
εκ της οικίας μας να σώσωμεν. Άλλα και πάλιν δεν απελπιζόμεθα, διότι ο Παντοδύναμος δεν θα μας αφήση να καταστραφώμεν
εντελώς».
Τα μετά την πλημμύρα
Από κυβερνητικής πλευράς, σύμφωνα με δημοσίευμα της Cyprus Gazette
ημερ. 20 Νοεμβρίου 1894 ο Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου πήρε τηλεγράφημα από τον
υπουργό Αποικιών δια του οποίου τον πληροφορούσε ότι η Αυτού Μεγαλειότητα η βασίλισσα της Αγγλίας πληροφορήθηκε με
μεγάλη λύπη για τις πλημμύρες και τις απώλειες και ζήτησε να έχει περισσότερη
πληροφόρηση. Σε άλλο δημοσίευμα της
ίδιας κυβερνητικής εφημερίδας ημερ. 21
Νοεμβρίου, ανακοινωνει ότι η βασίλισσα και πάλι δια του Υπουργού Αποικιών
εκφράζει την βαθειά της συμπάθεια προς τους υποφέροντες από τις πλημμύρες
λεμεσιανούς.
Όμως παρά τα ωραία
λόγια, σύμφωνα με τον ιστορικό Φίλιο
Ζαννέτο, «το Νομοθετικό Συμβούλιον της
Κύπρου είχεν εισέτι την αφελή αγαθότητα να
προσδοκά, ότι η Κυβέρνησις θα εδαπάνα εξ
ιδίων δια την ασφάλειαν τής Λεμησσού, εξεπλάγη ότε ανέγνωσεν
εν τω τηλεγραφήματι του Υπουργού τών Αποικιών, την έγκρισιν τον όποιον εζήτησεν
ο Αρμοστής, ίνα κανονισθή δαπάναις τών προσόδων τής νήσου η κοίτη του Γαρίλλη, ότι
«ελυπείτο, ο Υπουργός, μή δυνάμενος να προτείνη τοιούτο τι τω Υπουργώ των Οικονομικών».
«Η δαπάνη», έλεγεν, «αφορά σποπόν όλως τοπικόν και ημι-ιδιωτικόν», δεν είναι λοιπόν δυνατόν να βαρύνη το χρέος του Ηνωμένου
Βασιλείου, διότι τούτο είναι κατ' ουσίαν ό,τι προτείνεται . Κατά τον εντιμότατον
λοιπόν Υπουργόν το μεν έργον τής εξασφαλίσεως μιας υπό άμεσον διατελούσης κίνδυνον
πόλεως ήτο τοπικόν, αι δέ πρόσοδοι τής νήσου χρήμα τού Ηνωμένου Βασιλείου. Και όμως παρ' όλον
το τερατωδώς παράλογον ήτο κατά μέγιστον μέρος πλέον ή αληθές.»
Μάλιστα , σύμφωνα
πάντα με τον Φ. Ζαννέτο, αν και «η τοπική Κυβέρνησις έπραξε πολλαχώς το εαυτής καθήκον
προς την παθούσαν πόλιν, δέν παρέλιπεν όμως εν ταύτω να πιέζη τας εισπράξεις της
κατά τον συνήθη αύτης τρόπον, απαιτούσα τους φόρους και παρ' αυτών των
αδυνατούντων ν' αποτίσωσιν αυτούς, ως εκ των ων υπέστησαν από τής πλημμύρας
ζημιών»
Ο απολογισμός των ζημιών αυτών σε χρήμα ήταν 100.000
λίρες, ποσό υπέρογκο για την εποχή που ισούται με το μισό του ετήσιου
προϋπολογισμού της αποικίας της Κύπρου. Τρεις
χιλιάδες άτομα έγιναν άστεγοι σε ένα
σύνολο πληθυσμού της Λεμεσού τότε των έξι χιλιάδων κατοίκων.
Ο ίδιος ο Κυβερνήτης της Κύπρου συνοδευόμενος από τον
Αρχιμηχανικό και τον Δήμαρχο Δημοσθένη Χατζηπαύλου περιηγήθηκε την πόλη και έδωσε οδηγίες να σταλούν
στρατιώτες και μηχανικοί για άμεσο καθαρισμό των δρόμων από τα ερείπια, κατεδάφιση
ετοιμόρροπων υποστατικων και της
παραλίας από τα υλικά που συσσωρεύτηκαν εκει . Προς τον σκοπόν αυτό όπως είδαμε κατέπλευσε στη Λεμεσό και το
πολεμικό πλοίο Αρέθουσα με πεζοναύτες που ανέλαβαν αμέσως έργο. Παράλληλα με πρωτοβουλία
της κυβέρνησης δημιουργείται παγκύπρια επιτροπή συλλογής χρημάτων για το Ταμείο
Ανακούφισης που δημιουργήθηκε. Την επιτροπή αποτελούσαν ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο Μουφτής
της Κύπρου , ανώτεροι κυβερνητικοί λειτουργοί και άλλοι επιφανείς πολίτες. Όλες
οι πόλεις αλλά και το τελευταίο πιο
μικρό χωριό της Κύπρου εισέφεραν στον
έρανο γενναιόδωρα και μέσα στα δύσκολα οικονομικά δεδομένα της εποχής,
αποφέροντας συνολικά 2253 λίρες , έντεκα
σελίνια και 3 γρόσια.
Η είδηση για τη μεγάλη καταστροφή ξεπέρασε τα όρια της
Κύπρου και συγκλόνισε τον ανά τον κόσμο ελληνισμό.
Η ελληνική κυβέρνηση πρόσφερε το ποσό των 50.000 δραχμών
ενώ παράλληλα σχηματίστηκε επιτροπή πανελλήνιου εράνου υπό την προεδρία του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Η Κυπριακή Αδελφότης της Αιγύπτου πρόσφερε 100 λίρες ενώ
παράλληλα σχηματίστηκε και εκεί ειδική
ερανική επιτροπή. Οι ελληνικές και κυπριακές
κοινότητες στην Αγγλία και σε άλλες χώρες όλου του κόσμου σχημάτισαν επίσης ερανικές επιτροπές.
Οι πλημμύρες της Λεμεσού του 1894 μέσα στην τραγικότητα
τους πρόσφεραν την ευκαιρία να εκφραστεί
ακόμα μια φορά η μεγαλοψυχία, η αλληλεγγύη
και η γενναιότητα των κυπρίων αλλά και των απανταχού ελλήνων προς
πάσχοντας αδελφούς τους.
Λεζάντες:
Φώτο. Οι
πεζοναύτες του αγγλικού πολεμικού πλοίου
«Αρέθουσα» καθαρίζουν την παραλία από τα υλικά που μαζεύτηκαν από τα ερείπια
των πλημμυρών
Φώτο Τα έκτατα
παραρτήματα της εφημερίδας της
κυβέρνησης “Cyprus Gazette”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου