Του Μιχάλη Πιτσιλλίδη από το βιβλίο του "Μνήμες της Λεμεσού". Έκδοση Δήμου Λεμεσού 1991.
Δυτικά της Καθολικής, πίσω από το μέγαρο της Μητρόπολης Λεμεσού, βρίσκεται η οδός Ειρήνης, πρώην Βικτωρίας. Το τμήμα της μεταξύ των οδών Ναυαρίνου και Ελλάδος ήταν γνωστό σαν Μαραθευτογειτονιά ή "Μαραθεύτικα". Αυτό τον χώρο διάλεξαν να εγκατασταθούν οι Μαραθεύτες, που εγκαταλείπανε τα χωριά τους για να βρουν καλύτερες συνθήκες ζωής. Οι πρώτοι απ' αυτούς, φαίνεται να ήρθαν εδώ αμέσως μετά τον τερματισμό της τουρκοκρατίας το 1878, όταν η απότομη μεταπολίτευση επηρέασε τις από αιώνες καθιερωμένες αστικές και αγροτικές βιοτικές συνθήκες των Κυπρίων. Από τότε άρχισαν να εμφανίζονται σ' ολόκληρη τη νήσο τα πρώτα συμπτώματα της αστυφιλίας. Στην αρχή κατά μονάδες οι μικροκαλλιεργητές Πίτσιλλοι και Μαραθεύτες, εγκατέλειπαν τα ορεινά και άγονα χωριά τους, για να κατεβούν στην πόλη για μεροδούλι μεροφάι στους αστούς αφεντάδες σαν μισταρκοί. Δούλευαν «γέννημαν βούττημαν ήλιου» στο μαγαζί και το βράδυ έκαμναν διάφορες αγγαρείες στο σπίτι. Το αφεντικό τους τάιζε, τους έντυνε, τους εξασφάλιζε στέγη και τους πλήρωνε μισθό που κυμαινόταν από δέκα σελίνια μέχρι τρεις λίρες τον χρόνο! Μερικοί από αυτούς τους μισταρκούς, ύστερα από μακρόχρονη και σκληρή υπηρεσία, μυημένοι πια στα μυστικά του εμπορίου, πρόσθεταν σ' αυτά την πείρα που απόκτησαν και την έμφυτη οξύνοια και εργατικότητα τους και με κάποια οικονομική ενίσχυση από τους γονιούς τους, ή από πούληση κτημάτων τους στο χωριό, άνοιγαν δικό τους εμπορικό κατάστημα, ιδίως υφασματοπωλείο. Ας αναφέρουμε εδώ ένα φανταστικό γράμμα της εποχής:
«Εν Λεμεσώ, τη 12 Μαΐου 1885
Σεβαστοί μου γονείς, χαίρετε εν Λεμύθου. Πρώτον θέλω να μάθω περί της καλής σας υγείας και εάν ερωτάτε δι' εμέ, δόξα τω Αγίω Θεώ καλώς υγιαίνω έως την σήμερον. Μάθετε ότι έλαβον την ποθητήν σας επιστολήν καθώς και τας ευχάς σας καθώς και τα έξι χρυσά μετζίτια, τέσσερα ναπολεόνια και εν κωνσταντινάτον, που μου αποστείλατε με τον σεβαστόν μου ανάδοχον και θείον Ζηνωνή, καθώς και τας ευχάς σας και σας ευχαριστώ. Τώρα το υφασματοπωλείον που άνοιξα θα το μεγαλώ¬σω και θα φέρω και γιαλλικά και πιατικά και ρούχα μάλλινα ήτοι κασμήρια δια τους φραγκοράφτες. Να πείτε στον σεβαστόν σας κουμπάρον Νικόλαν, ότι περιμένω να μου στείλει εις Λεμεσόν τον φίλτατον υιόν τού Κωστήν δια μισταρκον. Θέλω επίσης και τον φίλτατον υιόν του σεβαστού κουμπάρου σας Θεοχάρη δια μισταρκον, μόλις τελειώσει τας σπουδάς του εις το δημοτικόν σχολείον. Δώστε χαιρετισμούς εις τον άγιον του Θεού ιερέα μας Παπά Νεόφυτον, στον σεβαστόν θείον Χαράλαμπον και σεβαστήν θείαν Ευδοκίαν και σε όλους τους εξαδέλφους, συγγενείς και χωριανούς.
Ασπάζομαι την δεξιάν σας,»
Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010
ΤΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ TOY 1895 ΣΤΗΝ "ΧΩΡΑΦΑ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΗ
Του ερευνητή Τάσου Ανδρέου από το βιβλίο του "Λεμεσός, αναδρομή μνήμης" Εκδόσεις Νόστος 2009
To 1895 ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά για την Κύπρο. Η οικονομική δυσπραγία, οι τοκογλύφοι, η βαριά φορολογία, η αδιαφορία της διοίκησης κ.ά. οδήγησαν σε αδιέξοδο τον ντόπιο πληθυσμό. Την ίδια περίοδο στο Αγγλικό Κοινοβούλιο αμφισβητήθηκε η στρατηγική σημασία της Κύπρου και θεωρήθηκε δυσανάλογα μεγάλη η οικονομική επιβάρυνση που προκαλούσε στην Αυτοκρατορία.
Στις 16 Απριλίου οργανώθηκαν συλλαλητήρια διαμαρτυρίας στην Λευκωσία, Λάρνακα και Λεμεσό. Την προεδρία της οργάνωσης του συλλαλητηρίου στην Λεμεσό ανέλαβε ο δήμαρχος Δημοσθένης Χατζηπαύλου. Ομιλητές καθορίστηκαν από την οργανωτική επιτροπή οι: Γεώργιος Μαληκίδης, Σπύρος Αραούζος και Σίμος Μενάρδος. Το συλλαλητήριο έγινε με μεγάλη συμμετοχή στην χωράφα του Στεφανή (Λανίτη). Ταυτόχρονα συντάχθηκε ψήφισμα "υπό του αγαπώντος την πολυλογίαν Μαληκίδου" (1), όπως με εμπάθεια γράφει ο Ζαννέτος. Τα αιτήματα του ψηφίσματος ήσαν "η ταχεία μετά της ομοφύλου και ομαίμονος Ελλάδος Ένωσις" (της Κύπρου), αλλά μέχρι της πραγματώσεώς της "η ελάττωσις της εν τη Νήσω εξαντλησάσης τον λαόν φορολογίας" (2), που μπορεί να επιτευχθεί, αν ο λαός απαλλαγεί "του άχθους του υπό της Αγγλίας συνομολογηθέντος εις βάρος και εν αγνοία του κυπριακού λαού φόρου της υποτέλειας εξισουμένου προς το ήμισυ των δια καταθλιπτικής φορολογίας εισ¬πραττομένων προσόδων" (φόρος Ζινζιριέ).
Η ανεύρεση της φωτογραφίας του συλλαλητηρίου του I. Π. Φώσκολου, που δημοσιεύτηκε στο αγγλικό περιοδικό "Graphic" του Ιουνίου του 1895, αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη. Πλήθος κόσμου διακρίνεται στην χωράφα Στεφανή, τον καθιερωμένο χώρο των μαζικών εκδηλώσεων (στη θέση της σήμερα συνωστίζονται οι πολυκατοικίες της Μητρόπολης). Οι περισσότεροι είναι βρακοφόροι, αρκετοί άλλοι φορούν τα "Φράγκικα". Στην εξέδρα, στο βάθος, διακρίνεται ένας εκ των ομιλητών να χαιρετά το πλήθος. Οι ελληνικές σημαίες έχουν την αποκλειστικότητα στο συλλαλητήριο, δεν διακρίνονται σημαίες άλλων χρωμάτων και βεβαίως, πουθενά... ποδοσφαιρικές (η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο)!
Στο μπαλκόνι της διώροφης κατοικίας της Αθηνάς Ρωσσίδου, συζύγου του Κώστα Γαβριηλίδη (Χατζηγαβρίλη), ο κόσμος δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του. Στο βάθος της φωτογραφίας φαίνονται οι περβόλες της οδού Μακεδονίας (Ανεξαρτησίας), που τότε διέθετε ελάχιστες οικοδομές.
Ο υπότιτλος του "Graphic" παρουσιάζει ενδιαφέρον: "Μαζική συγκέντρωση ΤΟΥΡΚΩΝ Κυπρίων στην Λεμεσό με αίτημα την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και αν δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση της, προς το παρόν, την κατάργηση της ετήσιας φορολογίας των 92.500 λιρών, που πληρώνονται στην Τουρκία βάσει της συμφωνίας του 1878." Τούρκοι της Κύπρου, με ελληνικές σημαίες, απαιτούν την..Ένωση! Ο υπερρεαλισμός ευδοκι¬μούσε ακόμη και στην Γηραιά Αλβιόνα.
(1) Φίλιου Ζαννέτου "Ιστορία της Νήσου Κύπρου", τόμος Β', σελ. 844, Λάρνακα 1911
(2) Ο.π.σελ.845
To 1895 ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά για την Κύπρο. Η οικονομική δυσπραγία, οι τοκογλύφοι, η βαριά φορολογία, η αδιαφορία της διοίκησης κ.ά. οδήγησαν σε αδιέξοδο τον ντόπιο πληθυσμό. Την ίδια περίοδο στο Αγγλικό Κοινοβούλιο αμφισβητήθηκε η στρατηγική σημασία της Κύπρου και θεωρήθηκε δυσανάλογα μεγάλη η οικονομική επιβάρυνση που προκαλούσε στην Αυτοκρατορία.
Στις 16 Απριλίου οργανώθηκαν συλλαλητήρια διαμαρτυρίας στην Λευκωσία, Λάρνακα και Λεμεσό. Την προεδρία της οργάνωσης του συλλαλητηρίου στην Λεμεσό ανέλαβε ο δήμαρχος Δημοσθένης Χατζηπαύλου. Ομιλητές καθορίστηκαν από την οργανωτική επιτροπή οι: Γεώργιος Μαληκίδης, Σπύρος Αραούζος και Σίμος Μενάρδος. Το συλλαλητήριο έγινε με μεγάλη συμμετοχή στην χωράφα του Στεφανή (Λανίτη). Ταυτόχρονα συντάχθηκε ψήφισμα "υπό του αγαπώντος την πολυλογίαν Μαληκίδου" (1), όπως με εμπάθεια γράφει ο Ζαννέτος. Τα αιτήματα του ψηφίσματος ήσαν "η ταχεία μετά της ομοφύλου και ομαίμονος Ελλάδος Ένωσις" (της Κύπρου), αλλά μέχρι της πραγματώσεώς της "η ελάττωσις της εν τη Νήσω εξαντλησάσης τον λαόν φορολογίας" (2), που μπορεί να επιτευχθεί, αν ο λαός απαλλαγεί "του άχθους του υπό της Αγγλίας συνομολογηθέντος εις βάρος και εν αγνοία του κυπριακού λαού φόρου της υποτέλειας εξισουμένου προς το ήμισυ των δια καταθλιπτικής φορολογίας εισ¬πραττομένων προσόδων" (φόρος Ζινζιριέ).
Η ανεύρεση της φωτογραφίας του συλλαλητηρίου του I. Π. Φώσκολου, που δημοσιεύτηκε στο αγγλικό περιοδικό "Graphic" του Ιουνίου του 1895, αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη. Πλήθος κόσμου διακρίνεται στην χωράφα Στεφανή, τον καθιερωμένο χώρο των μαζικών εκδηλώσεων (στη θέση της σήμερα συνωστίζονται οι πολυκατοικίες της Μητρόπολης). Οι περισσότεροι είναι βρακοφόροι, αρκετοί άλλοι φορούν τα "Φράγκικα". Στην εξέδρα, στο βάθος, διακρίνεται ένας εκ των ομιλητών να χαιρετά το πλήθος. Οι ελληνικές σημαίες έχουν την αποκλειστικότητα στο συλλαλητήριο, δεν διακρίνονται σημαίες άλλων χρωμάτων και βεβαίως, πουθενά... ποδοσφαιρικές (η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο)!
Στο μπαλκόνι της διώροφης κατοικίας της Αθηνάς Ρωσσίδου, συζύγου του Κώστα Γαβριηλίδη (Χατζηγαβρίλη), ο κόσμος δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του. Στο βάθος της φωτογραφίας φαίνονται οι περβόλες της οδού Μακεδονίας (Ανεξαρτησίας), που τότε διέθετε ελάχιστες οικοδομές.
Ο υπότιτλος του "Graphic" παρουσιάζει ενδιαφέρον: "Μαζική συγκέντρωση ΤΟΥΡΚΩΝ Κυπρίων στην Λεμεσό με αίτημα την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και αν δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση της, προς το παρόν, την κατάργηση της ετήσιας φορολογίας των 92.500 λιρών, που πληρώνονται στην Τουρκία βάσει της συμφωνίας του 1878." Τούρκοι της Κύπρου, με ελληνικές σημαίες, απαιτούν την..Ένωση! Ο υπερρεαλισμός ευδοκι¬μούσε ακόμη και στην Γηραιά Αλβιόνα.
(1) Φίλιου Ζαννέτου "Ιστορία της Νήσου Κύπρου", τόμος Β', σελ. 844, Λάρνακα 1911
(2) Ο.π.σελ.845
Ετικέτες
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΛΛΩΝ ΜΕΛΕΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Τρίτη 9 Μαρτίου 2010
O TEMPORA O MORES ( Ω ΚΑΙΡΟΙ Ω ΗΘΗ !) Νούμερο 4
Η Ιερόδουλος, ο Πόκλανος ο ... βαρύμαγκας του ΄30 και οι μαχαιρωμένοι αστυνομικοί!
Σάββατο 6 Μαρτίου 2010
Γυναικείες ... «ψυχώσεις»
Παρόλο που η επιθυμία κάθε γυναίκας όλων των αιώνων και όλων των εποχών ήταν να είναι ωραία, να αρέσει και ελκύει στο ανδρικό φύλο, φαίνεται ότι οι αισθητικές αντιλήψεις κάθε εποχής ποικίλλουν, προσαρμοζόμενες συγχρόνως προς αυτές και τα πρότυπα της γυναικείας ομορφιάς. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα τα ωραία παχουλά γυμνά γυναικεία πρότυπα των αναγεννησιακών και άλλων μεγάλων ζωγράφων και ιδιαίτερα του Τιτσιάνου και του Μποτιτσέλλι.
Αυτό όμως που συμβαίνει σήμερα φαίνεται πως ανάγεται στη σφαίρα της ομαδικής ψύχωσης.
Στα διάφορα γυμναστήρια και beauty salons που ξεφυτρώνουν καθημερινά σε κάθε γειτονιά της πόλης σαν μανιτάρια ,συνωθούνται μέρα νύχτα και «κτυπιούνται» μαζοχιστικά με τις ώρες, δεκάδες εκατοντάδες γυναίκες πληρώνοντας όσα όσα τον υποσχόμενο παράδεισο της απώλειας σημαντικού βάρους μέσα σε λίγες μέρες με κάθε είδους «επαναστατικές» μεθόδους και «εφευρέσεις».
Κι όμως, τίποτα δεν είναι καινοφανές σ’ αυτό τον κόσμο. Μια παρόμοια ψύχωση (τηρουμένων πάντα των χρονικών αναλογιών) κατέλαβε τις λεμεσιανές γιαγιάδες μας και στις αρχές της δεκαετίας του ’30.
Που πολύ παραστατικά την περιγράφει ο παλαιός και καλός λεμεσιανός δημοσιογράφος, μακαρίτης, Γεώργιος Τέμπλαρ στο χρονογράφημα του στην εφημερίδα «Αλήθεια» της 29ης Μαίου 1931» :
«Πρωτοφανής η αθλητική ζωή και κίνησις κάθε δείλη στο γυμναστήριο. Το οποίο γεμίζει από αθλητάς ,αθλητρίας και φιλάθλους. Οι θηλυκοί αθληταί δεν υστερούν των αρσενικών. Τους βλέπεις , αυτούς τους διαβολοθήλυκους, να μπήγουν τη μύτην των σ’ όλα τα αθλητικά αγωνίσματα και να σημειώνουν αξιοσημείωτα ρεκόρ.
Οι γυναίκες μας άκουσαν ότι τότε θα είναι της μόδας, όταν κατορθώσουν να αδυνατίσουν ώστε να φαίνονται πάντοτε λιγερές και κυπαρισσένιες. Και τόριξαν όλες στους μακρυνούς περιπάτους. Πλην εννοείται μιας η δυο που επιμένουν στην παροιμίαν «τα πάχη μας τα κάλλη μας» και τες βλέπεις κάθε απόγευμα να κόβουν μίλια μακρυά από την πόλιν. Υπάρχουν μερικές που ο μικρότερος των περίπατος είνε μέχρι του ποταμού της Γερμασόγειας και άλλες που πλησιάζουν τα σύνορα της παλαιάς Λεμεσού.
Υπάρχουν όμως και μερικές που για να αδυνατίσουν ρουφούν μπόλικο ξύδι κάθε μέρα και άλλες που μένουν νηστικές. Οι τελευταίες κάνουν οικονομίαν στους δικούς των.»
Μέρος όμως του ίδιου χρονογραφήματος και ένα άλλο θέμα ανάμεσα σε άλλα επίκαιρα της εποχής που όπως φαίνεται απασχολούσε την εποχή εκείνη τους λεμεσιανούς και που τόσο από το ύφος όσο και από το περιεχόμενο του κάθε άλλο παρά ... φιλοφεμινιστικά αισθήματα δείχνει να έτρεφαν οι παππούδες μας για το αποκαλούμενο τότε αντίθετο «ωραίο φύλο»! Ιδού η απόδειξη:
«Μας πληροφορούν ότι τολμηρά θηλυκά της πόλης μας κάμνουν κατ’ αυτάς αίτησιν προς τον αρχιαστυνόμον για να εγγραφούν στο αστυνομικό τμήμα. Ιδίως της καταδιώξεως...
Είνε έτοιμες να βάλουν και φέσι. Και φαντασθήτε αν στο εξής αντικρίζουμε θηλυκούς ζαπτιέδες. Τότε ασφαλώς ο καθείς θα ήθελε να κάμη μιαν ανησυχίαν η ένα μικροέγκλημα δια να τον συνοδεύση ένας ωραίος καλός κόμματος, εις το αστυνομικό τμήμα. Ασφαλώς τα μικροπταίσματα θα πολλαπλασιασθούν, οι δε αρσενικοί ζαπτιέδες θα γίνουν απεχθέστατοι.
Κάποιος όταν άκουσε την απόφασιν αυτήν των μερικών τολμηρών θηλυκών μας εδήλωσεν ότι όχι μόνο θα δεχόταν να τον συνώδευεν ένας ωραίος θηλυκός ζαπτιές στο φρέσκο, αλλά και αν του έβαζε και το σχοινί της κρεμάλλας στον λαιμόν, θα ήτο πολύ ευχαριστημένος.
Εμείς του λέγουμε πως το καλλίτερο για αυτόν είνε να θέλη να τον δέσουν τα θηλυκά με σχοινί γιατί με τες ιδέες που έχει είνε πράγματι για δέσιμο.»
Κι όμως 80 χρόνια μετά η γυναίκα έφτασε επάξια στην ιεραρχία του αστυνομικού σώματος μέχρι του βαθμού του υπαρχηγού.
Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010
Τρίτη 2 Μαρτίου 2010
Παιδικές αναμνήσεις
Το χιλιοειπωμένο και κοινότοπο «μια φωτογραφία χίλιες λέξεις» ισχύει και εδώ. Πόσες αναμνήσεις δεν μπορεί να ξυπνήσει η παρακάτω φωτογραφία τραβηγμένη στον παραλιακό έξω από την Φραγκοκλησιά ( εξ ου και οι καλογριές).* Οι κάπως παλιότεροι θα θυμούνται τον Πάγκαλο τον μαχαλλεπάρη που εκεί έξω από το ΓΣΟ μας πρόσφερε το δροσερό μαχαλλεπί του ή το ρυζόγαλο του δίνοντας μάλιστα την ευκαιρία να το «κερδίσουμε» παίζοντας το στην μικρή ρουλέτα που διέθετε «το μαγαζί», στρατεύοντας μας έτσι και στο τζόγο… Λέτε οι καταβολές της σημερινής τζογομανίας όπου… κάθε καντούνι και καζίνο, ενώ η κυβέρνηση Χριστόφια είναι σφόδρα εναντίον της δημιουργίας «επίσημων» καζίνο;
Στο βάθος της φωτογραφίας διακρίνεται και ο Κάκος ο φιστουκάρης με το αμαξούδι του το οποίο μαζί με την σύζυγο του Κάκαινα το στάθμευε και έξω από την Δευτέρα Αστική στη Γλάδτσωνος προσφέροντας μας ένα ολόκληρο παιδικό παράδεισο: φυστούτζια, κουδαμέ, και άλλους ξηρούς καρπούς αλλά και ζίζιφα, κουννάπια, πομιλίες, μόσφιλα και.. άλλα «ζαρζαβατικά»! Και εκείνες τις κουφέττες του ζουκκιού με το μοναδικό άρωμα τους.
Όλα αυτά δεν είναι πια παρά νοσταλγικές παιδικές αναμνήσεις για όσους είχαμε την τύχη να τα ζήσουμε…
*Προέρχεται από το εξαίρετο βιβλίο του ερευνητή Τάσου Ανδρέου, «Λεμεσός αναδρομή μνήμης» που σας συστήνουμε ανεπιφύλακτα να αποκτήσετε.
Το ενδιαφέρον απο ιστορικής πλευράς με αυτή την φωτογραφία είναι πως ενώ ο Τ.Α. την δημοσιεύει για να αναφερθεί στην οικία του προεξένου και το ιστορικό της, ταυτόχρονα ανακαλύπτουμε παρεμπιπτόντως και δυό "ιστορικά" πρόσωπα της Λεμεσού, τον Πάγκαλο και τον Κάκο!
Στο βάθος της φωτογραφίας διακρίνεται και ο Κάκος ο φιστουκάρης με το αμαξούδι του το οποίο μαζί με την σύζυγο του Κάκαινα το στάθμευε και έξω από την Δευτέρα Αστική στη Γλάδτσωνος προσφέροντας μας ένα ολόκληρο παιδικό παράδεισο: φυστούτζια, κουδαμέ, και άλλους ξηρούς καρπούς αλλά και ζίζιφα, κουννάπια, πομιλίες, μόσφιλα και.. άλλα «ζαρζαβατικά»! Και εκείνες τις κουφέττες του ζουκκιού με το μοναδικό άρωμα τους.
Όλα αυτά δεν είναι πια παρά νοσταλγικές παιδικές αναμνήσεις για όσους είχαμε την τύχη να τα ζήσουμε…
*Προέρχεται από το εξαίρετο βιβλίο του ερευνητή Τάσου Ανδρέου, «Λεμεσός αναδρομή μνήμης» που σας συστήνουμε ανεπιφύλακτα να αποκτήσετε.
Το ενδιαφέρον απο ιστορικής πλευράς με αυτή την φωτογραφία είναι πως ενώ ο Τ.Α. την δημοσιεύει για να αναφερθεί στην οικία του προεξένου και το ιστορικό της, ταυτόχρονα ανακαλύπτουμε παρεμπιπτόντως και δυό "ιστορικά" πρόσωπα της Λεμεσού, τον Πάγκαλο και τον Κάκο!
Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010
Γεώργιος Σωκράτη Φραγκούδης ( 1869-1939): Ένας ρηξικέλευθος οραματιστής
Για τον Γεώργιο Σ. Φραγκούδη, τον ρηξικέλευθο και πολυπράγμονα αυτόν λεμεσιανό οραματιστή, θα επανερχόμαστε συχνά αναδεικνύοντας το τεράστιο, πολύπλευρο και πολυποίκιλο έργο του και την προσφορά του σε ολόκληρο τον ελληνισμό.
Ένα από τα πολλά οράματα του για την ιδιαίτερη του πατρίδα την Κύπρο ήταν η δημιουργία λουτροπόλεων και spa στον τόπο μας μεσούσης της δεκαετίας του 1930 παρακαλώ!
Αφορούσε τις ιαματικές πηγές : Πασιάδα, Πελένδρι, Καλοπαναγιώτη, Μύρτου, Μάτι, Λετύμβου, και Άγιοι Ανάργυροι
Άρχισε τις ενέργειες του για τον σκοπό αυτό το 1935-36 και το 1937 δημιουργεί σχετική εταιρεία με πρώτους μετόχους εκτός από τον ίδιο τους: Ν. Π. Λανίτη, Ζήνωνα Πιερίδη, Ζήνωνα Ρωσσίδη και Φαίδωνα Κωνσταντινίδη.
Δυστυχώς τον πρόλαβε ο θάνατος το 1939 αφήνοντας το όνειρο του απραγματοποίητο.
Μια πρόγευση του μεγαλεπήβολου αυτού εγχειρήματος του δίνουμε με τη δημοσίευση δύο σχετικών και άγνωστων μέχρι σήμερα ανέκδοτων εγγράφων από ένα ογκώδη φάκελο που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας εμπιστευτεί η κόρη του Αθηναΐδα, υποσχόμενος να επανέλθω με δημοσίευση όλων των πτυχών του ενδιαφέροντος αυτού θέματος.
Ένα από τα πολλά οράματα του για την ιδιαίτερη του πατρίδα την Κύπρο ήταν η δημιουργία λουτροπόλεων και spa στον τόπο μας μεσούσης της δεκαετίας του 1930 παρακαλώ!
Αφορούσε τις ιαματικές πηγές : Πασιάδα, Πελένδρι, Καλοπαναγιώτη, Μύρτου, Μάτι, Λετύμβου, και Άγιοι Ανάργυροι
Άρχισε τις ενέργειες του για τον σκοπό αυτό το 1935-36 και το 1937 δημιουργεί σχετική εταιρεία με πρώτους μετόχους εκτός από τον ίδιο τους: Ν. Π. Λανίτη, Ζήνωνα Πιερίδη, Ζήνωνα Ρωσσίδη και Φαίδωνα Κωνσταντινίδη.
Δυστυχώς τον πρόλαβε ο θάνατος το 1939 αφήνοντας το όνειρο του απραγματοποίητο.
Μια πρόγευση του μεγαλεπήβολου αυτού εγχειρήματος του δίνουμε με τη δημοσίευση δύο σχετικών και άγνωστων μέχρι σήμερα ανέκδοτων εγγράφων από ένα ογκώδη φάκελο που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας εμπιστευτεί η κόρη του Αθηναΐδα, υποσχόμενος να επανέλθω με δημοσίευση όλων των πτυχών του ενδιαφέροντος αυτού θέματος.
Ετικέτες
ΦΑΚΕΛΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΡΑΓΚΟΥΔΗΣ
Τα πρώτα σπέρματα νυχτερινής ζωής στη Λεμεσό και ο Βασίλης Μιχαηλίδης
Τον Ιούλιο του 1955, το δεκαπενθήμερο ελληνόφωνο κυπριακό περιοδικό της δεκαετίας του ’50 “Τάϊμς οφ Σάυπρους” , με αφορμή την επέτειο της 9ης Ιουλίου 1821, δημοσίευε ένα μακροσκελές άρθρο του Γ.Σ.Λευκονικιάτη για τον εθνικό ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη, που ζούσε στη Λεμεσό από το 1878 μέχρι τον θάνατο του το 1917.
Στο άρθρο αυτό ο Λευκονικιάτης δανείζεται ένα απόσπασμα από σχετική μελέτη του λεμεσιανού ιστορικού μελετητή και λογοτέχνη-ποιητή Γιάννη Λέφκη, για να δικαιολογήσει το πώς ο μεγάλος μας ποιητής φθάνοντας στη Λεμεσό διολισθαίνει σιγά-σιγά στο ποτό καταλήγοντας στο τέλος να γίνει αλκοολικός και να καταφύγει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στο δημοτικό φτωχοκομείο και να πεθάνει μόνος και εγκαταλειμμένος.
Μέσα από τη μελέτη εκείνη αναδυόταν όμως ταυτόχρονα και μια ενδιαφέρουσα και ανάγλυφη εικόνα της γέννησης της ψυχαγωγίας και της νυχτερινής ζωής στη μικρή Λεμεσό στα πρώτα χρόνια μετά την τουρκοκρατία και την αγγλική κατοχή.
Γράφει ο Λευκονικιάτης:
«Τι ήτανε η Κύπρος στα χρόνια του Βασίλη; Ένας τόπος σχεδόν νεκρός. Ένας κόσμος που έβγαινε από το μακρύ τουνέλι της τουρκικής σκλαβιάς και τα μάτια του ήταν γιομάτ’ από σκοτάδι. Κι η Λεμεσός που σ’ αυτήν ήρθε να ζήσει ο ποιητής δεν ήτανε παρά μια μικρή πολιτεία από 5.000 κατοίκους που ζούσανε μια ήσυχη στενόχωρη ζωή που άρχιζε με το γέννημα του ήλιου και έσβυνε με το άναμα των λύχνων μέσα στα λιγοστά της σπίτια. Καμιά χαρά και καμιά διασκέδαση. Κανένα ξαλάφρωμα για τα κουρασμέν’ απ τη δουλειά νεύρα και μυαλά των ανθρώπων που σκολνούσανε από τις δουλειές τους για να το ρίξουνε στο φαΐ κι’ αμέσως ύστερα στον ύπνο.
Μ΄ αυτό αν ήτανε πρωτίτερ’ ανεχτό ήρθε στιγμή που δε μπορούσε να είναι πια. Οι νέοι, προπάντων όσοι έτυχε να βγούνε έξω ή ν’ ακούσουνε για τη ζωή που έκανε ο κόσμος σ’ άλλα μέρη, με δυσκολία ανεχόντουσαν την καταναγκαστική αυτή κλεισούρα και την έλλειψη κάθε νυχτερινής ζωής. Η ανάγκη να φθείρουνε τη ζωτικότητα τους σε κάτι, ανάγκη πρωτόγονη, ένστιχτο δυνατό και πανίσχυρο που ξεκινάει από την ιδιότητα της ζωντανής ύλης ν’ αυτοκαταστρέφεται, τους έσπρωξε να δημιουργήσουνε κάποια νυχτερινή ζωή, στην αρχή δειλά, όσο που να νικηθεί η αντίδραση των παλιών που πάντα δύσκολα δέχουνται οτιδήποτε καινούργιο, ύστερα πιο θαρετά, ώσπου η κίνηση αυτή ζητώντας κάποια στέγη για να μην είναι πλανόδια και λίγο περισσότερο φως για να μην σκοντάφτει και δεινοπαθεί στα στενοσόκακα της μικρής πολιτείας που αριά και που τα φώτιζε κανένα καπνισμένο παλιοφάναρο που αντιπροσώπευε το φωτισμό της εποχής, έγιν’ αιτία να δημιουργηθούνε τα πρώτα κέντρα νυχτερινής ζωής.
Τα κέντρ’ αυτά δεν ήτανε τίποτις άλλο παρά μικρές ταβέρνες ή μπυραρίες που ιδρυθήκανε είτε από ντόπιους είτε από ξένους που ήρθανε τον καιρό της Κατοχής
Μια τέτοια μπυραρία είχε ανοίξη στη Λεμεσό από κάποιο Μαλτέζο Φελίσε που έγινε ύστερα γνωστή ως η μπυραρία του «Φιλίτς». (Βρισκότανε στο δρόμο που το λένε σήμερα «Βικτωρίας »). Στην αρχή δούλευε μόνο με τους Εγγλέζους αξιωματικούς και στρατιώτες της Κατοχής. Σιγά-σιγά όμως άρχισε να τραβάει και τους ντόπιους νέους που ζητούσανε να γλεντήσουνε κι αυτοί όπως οι ξένοι. Έτσι σιγά-σιγά η ταβέρν’ αυτή με τη μπύρα της, με τη μουσική της, με τους Εγγλέζους στρατιώτες που όταν μεθούσαν χορεύανε, τραγουδούσανε, παίζανε μποξ η κάνανε αυτοσχέδια νούμερα, γίνηκε το πρώτο κέντρο της νυχτερινής ζωής της Λεμεσού. Αργότερ’ αρχίσανε να ανοίγουνε διάφορες τέτιες ταβέρνες, άλλες για τον «καλό κόσμο» κι άλλες για το φτωχόκοσμο που ήτανε φυσικό να θέλει κι αυτός λίγη χαρά ας είναι και ψεύτικη.
Πιο ύστερα, όσο η πελατεία των νυχτερινών κέντρων μεγάλωνε κι’ ο κόσμος άρχιζε να θέλει κάτι καλύτερο, αρχίσανε ν’ ανοίγουνε τα πρώτα «Καφωδεία» που ήτανε γνωστά πρωτύτερα στον τύπο των «Καφές-Σιαντάντ» του εξωτερικού, με μουσική, ξένες αρτίστες και μικροθιάσους που διασκεδάζανε τον αντρικό πληθυσμό της Λεμεσού- γιατί οι γυναίκες δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουνε τότες- με τραγούδια και νούμερα, μα περισσότερο με την επίδειξη φανταχτερών ευρωπαϊκών εσωρούχων και μερικών εκατοστών γυμνής γυναικείας σάρκας, επίδειξη υπερτολμηρή για την εποχή κείνη που συνόρευε πολύ με την πατριαρχική ζωή του σπιτιού και του γυναικωνίτη και μόνο ο γάμος έδινε ευκαιρία στον άντρα να δει γυμνή γυναικεία σάρκα».
Μέσα λοιπόν στο κλίμα εκείνο, με την δημιουργία των πρώτων ταβερνών , «καφωδείων» και άλλων χώρων αναψυχής (αλλά και «ακολασίας», για τα ηθικά μέτρα της εποχής), ο Λέφκης έγραφε και τα ακόλουθα για τον ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη που τα επικαλείται και ο Λευκονικάτης:
«Μέσα στους πρώτους νέους που γίνανε οι πελάτες και τα θύματα των νυχτερινών κέντρων ήτανε κι’ ο ποιητής μας. Γιατί δεν υπήρχε την εποχή εκείνη τίποτις άλλο να κάμει. Ήτανε εποχή νέκρας και σκοταδιού. Κανένα πνευματικό ενδιαφέρον. Καμιά πνευματική κίνηση. Οι νέοι μαραινόντανε μέσα στα όνειρα τους κι οι πιο μορφωμένοι απ’ αυτούς καταγινόταν με τη λύση σχολαστικών «αινιγμάτων» που δημοσίευε η «Αλήθεια». Ήτανε η μόνη πνευματική απασχόληση. Κάπου-κάπου κάποια πολιτική είδηση φτασμένη από την Ευρώπη ή την Ελλάδα με τη βραδυπορία της χελώνας, τους ζέσταινε λίγο την καρδιά, άναβε τον ενθουσιασμό για να τους ξαναρίξει στο μούδιασμα που φέρνει η έλλειψη ενός παραμικρού κοινωνικού ενδιαφέρου.
Ο ποιητής μας και να ήθελε ν’ αντιδράσει στην κατάσταση αυτή δε θα μπορούσε. Έκανε κι αυτός όπως οι άλλοι, ότι του επιβάλλανε οι γύρω κοινωνικοί όροι. Νιοφερμένος στη Λεμεσό, νέος, έξυπνος, συγγενής του δεσπότη, με τη φήμη του ποιητή, ευχάριστος στην κουβέντα, ετοιμόλογος και πρόθυμος πάντα να πει μιαν αλατισμένη ιστορία ή ένα αισχρό τραγουδάκι, ήτανε φυσικό να γίνει η παρέα των πιο ζωηρών νέων της εποχής. Έτσι γνώρισε τις ταβέρνες και τα καφενεία, στην αρχή για ένα ορεχτικό όπως ήτανε η συνήθεια, ύστερα για περισσότερα. Ώσπου κατάντησε να παίρνει σβάρνα όλα τα ποτοπουλεία. Και να πίνει…
Το πιοτό έγινε το μεγάλο του πάθος. Το πάθος που τον κυρίεψε σιγά-σιγά, που έσβυσε όλα τα όνειρα, που έκοψε όλα τα φτερά, που τον ταπείνωσε και τον εξευτέλισε για να τον καταντήσει σκουπίδι ανθρώπου.
Ο ίδιος καταλάβαινε το κατρακύλημα του αυτό και μισούσε τη ζωή που έκανε, όπως φαίνεται από μερικούς στίχους ενός τραγουδιού του που τιτλοφορούσε «ο γάμος».
… «Στην φωτιάν τα καφενεία, στάχτη τα ποτοπωλεία,
στάχτη και καπνός να γίνουν μέθη, τσόγος
και πορνεία
πού ’ναι άρπαγες της τσέπης, που’ ναι
πρόξενοι αργίας
και φονιάδες της υγείας»
και πιο κάτω:
… «εις τον διάβολον αι πόλεις
εις τον διάβολον, ας γίνουν βορά όλαι της πανώλους
στου πολιτισμού τα ύψη με το ένα να υψώνουν
και με τ’ άλλο σε κυλίουν μέσα στην διαφθοράν
με το ένα σε χαδεύουν, με το ένα σε μυρώνουν
και με τ’ άλλο σε κυλίουν εις λεκάνην βρωμεράν…»
Φωτογραφίες
1 Η Λεμεσός γύρω το 1878 σε υδατογραφία του Anon
2 H προτομή του Βασίλη Μιχαηλίδη
3 Η οδός Βικτωρίας , σήμερα οδός Ειρήνης
Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010
Η ψυχαγωγία της ταβέρνας στη Λεμεσό: από το «Παρ του Αγαθάγγελου» ως τη «Φωλιά του Κούκου»
Βγαίνοντας από τα σκοτεινά χρόνια της τουρκοκρατίας, η Λεμεσός μαζί και με την υπόλοιπη Κύπρο, δεν διέθετε και δεν έδινε πολλές ευκαιρίες στους πολίτες της για ψυχαγωγία. Στη κάθε είδους ψυχαγωγία. Και πιο ιδιαίτερα για τους νέους. Οι πιο ηλικιωμένοι, επομένως και παντρεμένοι με νοικοκυριά, «την βρίσκανε» κάπως σε μαζώξεις στα σπίτια, κυρίως τα μεγαλοαστικά που άρχιζαν τότε με την «απελευθέρωση» να πληθαίνουν. Με κάθε θρησκευτική και μη ευκαιρία διοργάνωναν εσπερίδες και βεγγέρες: Χριστούγεννα, Πάσχα, αποκριές κ.λ.π.
Για τους νέους όμως τα πράγματα δεν ήταν εύκολα.
Ανάγλυφη την εικόνα αυτή τη δίνει μια μελέτη του λεμεσιανού διανοούμενου και ποιητή Γιάννη Λέφκη που έγραψε εκεί γύρω στο ’30, σε μια προσπάθεια του για να δικαιολογήσει το πώς ο μεγάλος μας εθνικός ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης φθάνοντας στη Λεμεσό τα χρόνια εκείνα, διολισθαίνει σιγά-σιγά στο ποτό καταλήγοντας στο τέλος αλκοολικός. Μέσα λοιπόν από το απόσπασμα αυτό βγαίνει ταυτόχρονα και μια ενδιαφέρουσα εικόνα για τη γέννηση της ψυχαγωγίας και της νυχτερινής ζωής στη μικρή Λεμεσό στα πρώτα χρόνια της αγγλικής κατοχής:
«Τι ήτανε η Κύπρος στα χρόνια του Βασίλη; Ένας τόπος σχεδόν νεκρός. Ένας κόσμος που έβγαινε από το μακρύ τουνέλι της τουρκικής σκλαβιάς και τα μάτια του ήταν γιομάτ’ από σκοτάδι. Κι η Λεμεσός που σ’ αυτήν ήρθε να ζήσει ο ποιητής δεν ήτανε παρά μια μικρή πολιτεία από 5.000 κατοίκους που ζούσανε μια ήσυχη στενόχωρη ζωή που άρχιζε με το γέννημα του ήλιου και έσβηνε με το άναμα των λύχνων μέσα στα λιγοστά της σπίτια. Καμιά χαρά και καμιά διασκέδαση. Κανένα ξαλάφρωμα για τα κουρασμέν’ απ τη δουλειά νεύρα και μυαλά των ανθρώπων που σκολνούσανε από τις δουλειές τους για να το ρίξουνε στο φαΐ κι’ αμέσως ύστερα στον ύπνο.
Μ΄ αυτό αν ήτανε πρωτίτερ’ ανεχτό ήρθε στιγμή που δε μπορούσε να είναι πια. Οι νέοι, προπάντων όσοι έτυχε να βγούνε έξω ή ν’ ακούσουνε για τη ζωή που έκανε ο κόσμος σ’ άλλα μέρη, με δυσκολία ανεχόντουσαν την καταναγκαστική αυτή κλεισούρα και την έλλειψη κάθε νυχτερινής ζωής. Η ανάγκη να φθείρουνε τη ζωτικότητα τους σε κάτι, ανάγκη πρωτόγονη, ένστιχτο δυνατό και πανίσχυρο που ξεκινάει από την ιδιότητα της ζωντανής ύλης ν’ αυτοκαταστρέφεται, τους έσπρωξε να δημιουργήσουνε κάποια νυχτερινή ζωή, στην αρχή δειλά, όσο που να νικηθεί η αντίδραση των παλιών που πάντα δύσκολα δέχουνται οτιδήποτε καινούργιο, ύστερα πιο θαρετά, ώσπου η κίνηση αυτή ζητώντας κάποια στέγη για να μην είναι πλανόδια και λίγο περισσότερο φως για να μην σκοντάφτει και δεινοπαθεί στα στενοσόκακα της μικρής πολιτείας που αριά και που τα φώτιζε κανένα καπνισμένο παλιοφάναρο που αντιπροσώπευε το φωτισμό της εποχής, έγιν’ αιτία να δημιουργηθούνε τα πρώτα κέντρα νυχτερινής ζωής.
Τα κέντρ’ αυτά δεν ήτανε τίποτις άλλο παρά μικρές ταβέρνες ή μπυραρίες που ιδρυθήκανε είτε από ντόπιους είτε από ξένους που ήρθανε τον καιρό της Κατοχής.
Μια τέτοια μπυραρία είχε ανοίξη στη Λεμεσό από κάποιο Μαλτέζο Φελίσε που έγινε ύστερα γνωστή ως η μπυραρία του «Φιλίτς». (Βρισκότανε στο δρόμο που το λένε σήμερα «Βικτωρίας»). Στην αρχή δούλευε μόνο με τους Εγγλέζους αξιωματικούς και στρατιώτες της Κατοχής. Σιγά-σιγά όμως άρχισε να τραβάει και τους ντόπιους νέους που ζητούσανε να γλεντήσουνε κι αυτοί όπως οι ξένοι. Έτσι σιγά-σιγά η ταβέρν’ αυτή με τη μπύρα της, με τη μουσική της, με τους Εγγλέζους στρατιώτες που όταν μεθούσαν χορεύανε, τραγουδούσανε, παίζανε μποξ η κάνανε αυτοσχέδια νούμερα, γίνηκε το πρώτο κέντρο της νυχτερινής ζωής της Λεμεσού. Αργότερ’ αρχίσανε να ανοίγουνε διάφορες τέτιες ταβέρνες, άλλες για τον «καλό κόσμο» κι άλλες για το φτωχόκοσμο που ήτανε φυσικό να θέλει κι αυτός λίγη χαρά ας είναι και ψεύτικη.
Πιο ύστερα, όσο η πελατεία των νυχτερινών κέντρων μεγάλωνε κι’ ο κόσμος άρχιζε να θέλει κάτι καλύτερο, αρχίσανε ν’ ανοίγουνε τα πρώτα «Καφωδεία» που ήτανε γνωστά πρωτύτερα στον τύπο των «Καφές-Σιαντάντ» του εξωτερικού, με μουσική, ξένες αρτίστες και μικροθιάσους που διασκεδάζανε τον αντρικό πληθυσμό της Λεμεσού- γιατί οι γυναίκες δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουνε τότες- με τραγούδια και νούμερα, μα περισσότερο με την επίδειξη φανταχτερών ευρωπαϊκών εσωρούχων και μερικών εκατοστών γυμνής γυναικείας σάρκας, επίδειξη υπερτολμηρή για την εποχή κείνη που συνόρευε πολύ με την πατριαρχική ζωή του σπιτιού και του γυναικωνίτη και μόνο ο γάμος έδινε ευκαιρία στον άντρα να δει γυμνή γυναικεία σάρκα».
Μέσα λοιπόν στο κλίμα εκείνο, με την δημιουργία των πρώτων ταβερνών , «καφωδείων» και άλλων χώρων αναψυχής (αλλά και «ακολασίας», για τα ηθικά μέτρα της εποχής), ο Λέφκης λέει και τα ακόλουθα για τον ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη:
«Μέσα στους πρώτους νέους που γίνανε οι πελάτες και τα θύματα των νυχτερινών κέντρων ήτανε κι’ ο ποιητής μας. Γιατί δεν υπήρχε την εποχή εκείνη τίποτις άλλο να κάμει. Ήτανε εποχή νέκρας και σκοταδιού. Κανένα πνευματικό ενδιαφέρον. Καμιά πνευματική κίνηση. Οι νέοι μαραινόντανε μέσα στα όνειρα τους κι οι πιο μορφωμένοι απ’ αυτούς καταγινόταν με τη λύση σχολαστικών «αινιγμάτων» που δημοσίευε η «Αλήθεια». Ήτανε η μόνη πνευματική απασχόληση. Κάπου-κάπου κάποια πολιτική είδηση φτασμένη από την Ευρώπη ή την Ελλάδα με τη βραδυπορία της χελώνας, τους ζέσταινε λίγο την καρδιά, άναβε τον ενθουσιασμό για να τους ξαναρίξει στο μούδιασμα που φέρνει η έλλειψη ενός παραμικρού κοινωνικού ενδιαφέρου.
Ο ποιητής μας και να ήθελε ν’ αντιδράσει στην κατάσταση αυτή δε θα μπορούσε. Έκανε κι αυτός όπως οι άλλοι, ότι του επιβάλλανε οι γύρω κοινωνικοί όροι. Νιοφερμένος στη Λεμεσό, νέος, έξυπνος, συγγενής του δεσπότη, με τη φήμη του ποιητή, ευχάριστος στην κουβέντα, ετοιμόλογος και πρόθυμος πάντα να πει μιαν αλατισμένη ιστορία ή ένα αισχρό τραγουδάκι, ήτανε φυσικό να γίνει η παρέα των πιο ζωηρών νέων της εποχής. Έτσι γνώρισε τις ταβέρνες και τα καφενεία, στην αρχή για ένα ορεχτικό όπως ήτανε η συνήθεια, ύστερα για περισσότερα. Ώσπου κατάντησε να παίρνει σβάρνα όλα τα ποτοπουλεία. Και να πίνει…
Το πιοτό έγινε το μεγάλο του πάθος. Το πάθος που τον κυρίεψε σιγά-σιγά, που έσβυσε όλα τα όνειρα, που έκοψε όλα τα φτερά, που τον ταπείνωσε και τον εξευτέλισε για να τον καταντήσει σκουπίδι ανθρώπου.
Ο ίδιος καταλάβαινε το κατρακύλημα του αυτό και μισούσε τη ζωή που έκανε, όπως φαίνεται από μερικούς στίχους ενός τραγουδιού του που τιτλοφορούσε «ο γάμος».
… «Στην φωτιάν τα καφενεία, στάχτη τα ποτοπωλεία,
στάχτη και καπνός να γίνουν μέθη, τσόγος
και πορνεία
πού ’ναι άρπαγες της τσέπης, που’ ναι
πρόξενοι αργίας
και φονιάδες της υγείας»
Τα ποτοπωλεία λοιπόν αυτά είναι κυρίως μπακαλοταβέρνες, παντοπωλεία, εμπορικά καταστήματα γενικού εμπορίου ή απλές λαϊκές ταβέρνες με τη σημερινή γνωστή τους μορφή.
Ξακουστές ταβέρνες και μπακαλοταβέρνες στη Λεμεσό τους τελευταίους δύο αιώνες (ανάμεσα σε πολλές άλλες βέβαια, ο κατάλογος είναι απλώς ενδεικτικός) ήταν και αυτές: του Αχιλλέα Κτωρίδη και το «Παρ» (bar) του Αγαθάγγελου που λειτουργούσαν ήδη τουλάχιστον από τα πρώτα χρόνια της αγγλικής κατοχής, από τον 19ο δηλαδή αιώνα.
Για τις δύο μάλιστα αυτές μπακαλοταβέρνες, ποιητής του ύψους ενός Βασίλη Μιχαηλίδη αναγκαζόταν, ανώνυμα βέβαια, να φτιάχνει έμμετρες διαφημίσεις για λογαριασμό εμπόρων της Λεμεσού και να δημοσιεύονται στον τύπο της εποχής υπό μορφή «γκρίζας» διαφήμισης. Ζούσε βλέπετε μέσα στην φτώχεια και την ανέχεια και συμπληρώνει έτσι τον πενιχρό μισθό που του έδιδε το Δημαρχείο της πόλης ως νοσοκόμου, φαρμακοποιού και υγειονομικού επιθεωρητή, ίσως μάλιστα ως ανταμοιβή ένα δυο ποτηράκια κρασί για να ικανοποιήσει το μεγάλο του πάθος.
Απολαύστε λοιπόν τρεις από τις πάρα πολλές που βρίσκουμε διάσπαρτες στον τύπο της πόλης μας για πολλά χρόνια:
«ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥΜΠΟΥΡΙΣΤΗ ΣΥΝΑΜΑ
ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΑΝ ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΨΕΥΤΙΚΗ ΡΕΚΛΑΜΑ
Φρέσκα γάλατα και τζάγια, χοιρομέρια μυρωδάτα
Βούτυρον λαμπρόν για μπρέκφαστ και λαμπρά πισκοτ’ αφράτα
Και φαγώσιμα ακόμα πλείστα σε κουτιά βαλμένα
Που’ναι και εις την Αγγλίαν και παντού επαινεμένα .
Στερεούς λαμπρούς σουγιάδες, όπου κόβουν σαν ξουράφι
Στερεούς σαν το διαμάντι, βαρετούς σαν το χρυσάφι
Και πορτομονέ που κρύβουν τον παρά από τους κλέφτες
Άλμπουμ για φωτογραφίες και περίφημους καθρέφτες.
Μυρωδιές για τες κυρίες και διάφορα λουλούδια
Και ποιότητος αρίστης σε πολύ κομψά ποτζούδια.
Εκλεκτά λαμπρά σαπούνια που μοσχοβολούν οι τόποι
Όπου τα θαυμάζουν όλοι και Ανατολή κ’ Ευρώπη.
Της πρωτοχρονιάς παιγνίδια που χαρίζουν στα παιδάκια
Σέλλες δια τους αππάρους και για πιάνα τραπεζάκια.
΄Όλ’ αυτά είν’ εξ Αγγλίας από μέσ’ απ’ το Λονδίνον
από την πηγήν που βγαίνει πάντοτε το πράγμα φίνον.
Τρέξατε στ’ Αγαθαγγέλου να τα βρείτε μαζωμένα
Κι αν αργήσετε ολίγον τότε θάναι πουλημένα.»
(Εφημερίδα Σάλπιγξ 19.12.1898
«ΕΙΔΟΠΟΠΙΗΣΙΣ
Για κονιάκ του Χατζηπαύλου πούναι νέκταρ εις την γεύσιν
και εις την δύναμιν ακόμη, π΄ ανασταίνει και νεκρόν
εις το Παρ τ΄ Αγαθαγγέλου κάθε άνθρωπος ας σπεύσει
είναι ανοικτόν εις πάντα και μεγάλον και μικρόν
Εκεί μέσα θάβρει απ΄όλα, πράμα νεωστί φερμένον
αστακούς, γαρίδες, στρείδια φρέσκα για την Λεμησσόν
περιζήτητον χαβιάρι ακουστόν και φημισμένον
τόσον ώστε που του κλέψαν, στο βαπόριν το μισόν.
Έχει διάφορα μπισκόττα και παστίλιες για τον βήχα
κόρνι φλάουρ που κάμνουν φαγητόν για τα παιδιά
έχει μέντες όπου μόλις κόψει από μίαν τρίχα
στη στιγμήν γεμίζει ο τόπος θαυμασίαν μυρωδιάν
έχει πίκλες σε ποτίλιες και σαρδέλλες σε κουτιά
ρίψετε για τούτα όλα εις το «Παρ» καμιάν ματιά.
(Εφημερίδα «Σάλπιγξ» 20.3.1899)
«ΑΓΓΕΛΙΑ ΟΠΩΣ ΟΠΩΣ/ΝΑ ΤΗΝ ΜΑΘ’ ΟΛΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ
Σαπούνια ωραιότατα και μυρωδιές ωραίες
Π’ αυτά που νέες κάμνουσι και αυτές τις πλέον γραίες.
Σαπούνια πικραμύγδαλο, βιολέττα, γλυκερίνη,
Που εις το δέρμα τίποτα κηλίδας δεν αφήνει
Όλα τα είδη παστιλλιών και μέντας για το βήχα
Και εν ωραιότατον υγρόν να μεγαλών’ η τρίχα
Σκόνιν δια κάθε δόντι σαπημένο είτε μη,
Και ωραιοτάτην πούτρα
Δια κάθε είδους μούτρα
Σε συμφέρουσαν τιμή.
Ωραιότατα για γάμους και κηδείας κουφεττάκια
Πριλαντίν για τους σπανούς για να βγάλουνε μουστάκια
Κοσμετίκ για μουστακάδες να τα κάμουνε οξείες
Αμμονίακον ωραίον δια τες αποπληξίες.
μέλισσαν» λαμπρόν υγρόν δια τας στενοχωρίας
και Κολκρέμ ως βαζελίνας δια τας Κομ-ιλ-φό Κυρίας
Έφερε στο μαγαζί του ο σιορ Ιωαννίδης
Π’ άλλο είναι να τ’ ακούς κι άλλο είναι να τον ίδεις.
Κι αντιπρόσωπος τυγχάνει σε μιαν τράπεζαν γνωστήν
Του Κου Α.Πρασίνου, εις τον κόσμον ξακουστήν.»
(Εφημερίδα Σάλπιγξ 11.10.1903. Υπογραφή «Ένας»)
Αλλες ταβέρνες είναι του Θεόδωρου Μαύρου το Ακταίον ή γυάλινο καφενείο πάνω σε πασσάλους, κατά ένα μεγάλο μέρος μέσα στη θάλασσα, η Όαση του Φούρναρη, το Μπαρ του Σκυριανίδη, η μπακαλοταβέρνα του Γεωργιάδη δίπλα στην Αγία Νάπα, και η περίφημη ταβέρνα του Τούρκου Σουλεϊμάνη στην Πλατεία των Κεσόγληδων (αργότερα μετονομασθείσα σε Πλατεία Ηρώων) που συγκέντρωνε μάλιστα και την... λεμεσιανή «ιντελιγκέντσια» αλλά και τους επισκέπτες καλλιτέχνες εξ Ελλάδος με την πιο φανατική θαυμάστρια του τη μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Από τις πιο πρόσφατες ταβέρνες που θα θυμούνται σίγουρα και οι νεώτεροι μπορούμε να αναφέρουμε τις ταβέρνες του Ποντικού και του Μαστραπά μέχρι πρόσφατα κοντά στο παλιό λιμάνι, τη μπακαλοταβέρνα του Φοινιώτη στη γωνία των οδών Ανεξαρτησίας και Αγ. Ανδρέου, η μπακαλοταβέρνα του Πόλυ στη γωνία Ανδρέα Δρουσιώτη και Καποδίστρα, δίπλα στην πλατεία Ηρώων και τέλος η μπακαλοταβέρνα του Ζήνωνα Λαζάρου στη γωνία των οδών Αγίου Ανδρέου και Κρήτης (αργότερα μετονομασθείσα σε οδό Γ. Κατσουνωτού).
Η ταβέρνα του Ζήνωνα Λαζάρου πέρασε στη συνέχεια στα χέρια του Κώστα Αδαμίδη και είναι η μόνη που υπάρχει μέχρι σήμερα για να μας θυμίζει μια ιστορία και μια παράδοση πέραν του αιώνος.
Σήμερα πέρασε στη διεύθυνση του Αδαμίδη υιού, του Γιάγκου και από μπακαλοταβέρνα πήρε τη μορφή της κλασικής πλέον ταβέρνας, με την συμβολική ονομασία «Η φωλιά του Κούκου» και με συνδυασμό τραπεζιού και πάγκου. Αλήθεια ποιος δεν θυμάται τον πάγκο του Ποντικού και του Φοινιώτη , εκεί όπου μεταξύ κρασιού, κονιάκ και σαρδέλας λύνονταν όλα τα φιλοσοφικά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα του αιώνα!
«Η φωλιά του Κούκου» λοιπόν θα έπρεπε κατά την ταπεινή μας γνώμη, να προστατευθεί, να κηρυχθεί ως διατηρητέο είδος μιας ψυχαγωγίας με ιδιαίτερη σημασία στην ιστορία της πόλης (το κτίριο στο οποίο στεγάζεται είναι ήδη διατηρητέο).
Τέτοιου είδους μέρη στην πολιτισμένη Ευρώπη με τον σεβασμό στην παράδοση της είναι όχι μόνο προστατευμένα αλλά και επιδεικνύονται από τους αρμόδιους του τουρισμού και των τοπικών αρχών με μεγάλη περηφάνια.
Νοουμένου βέβαια ότι οι αρμόδιοι αυτοί ξέρουν και εκτιμούν μια τέτοια παράδοση...
Το κείμενο αυτό γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 2002 στην εφημερίδα"Επικαιρότητες" της Λεμεσού το 2002 όταν η "Φωλιά του Κούκου" κινδύνευε να κλείσει λόγω των απαιτήσεων του ΚΟΤ να προσαρμοσθεί στις ... ευρωπαϊκές προδιαγραφές και να κατασκευάσει αποδυτήρια και ντους προσωπικού! ( για τον Αδαμίδη δηλαδή και την γυναίκα του!). Με το δημοσίευμα υπό μάλης πήγε στον ΚΟΤ και έσωσε την ταβέρνα του. Γράφτηκε κάπως βιαστηκά υπό την πίεση του επείγοντος να σωθεί η ταβέρνα. Γι αυτό και το θέμα χρήζει περισσότερης έρευνας και συμπλήρωσης. (Ιδού στάδιο δόξης λαμπρό για νεώτερους ερευνητές!)
Είναι έτσι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που εμείς "τα ψώνια" οι ερευνητές προσφέραμε κάτι στη διάσωση πολύτιμων πραγμάτων στην πόλη...
Για τους νέους όμως τα πράγματα δεν ήταν εύκολα.
Ανάγλυφη την εικόνα αυτή τη δίνει μια μελέτη του λεμεσιανού διανοούμενου και ποιητή Γιάννη Λέφκη που έγραψε εκεί γύρω στο ’30, σε μια προσπάθεια του για να δικαιολογήσει το πώς ο μεγάλος μας εθνικός ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης φθάνοντας στη Λεμεσό τα χρόνια εκείνα, διολισθαίνει σιγά-σιγά στο ποτό καταλήγοντας στο τέλος αλκοολικός. Μέσα λοιπόν από το απόσπασμα αυτό βγαίνει ταυτόχρονα και μια ενδιαφέρουσα εικόνα για τη γέννηση της ψυχαγωγίας και της νυχτερινής ζωής στη μικρή Λεμεσό στα πρώτα χρόνια της αγγλικής κατοχής:
«Τι ήτανε η Κύπρος στα χρόνια του Βασίλη; Ένας τόπος σχεδόν νεκρός. Ένας κόσμος που έβγαινε από το μακρύ τουνέλι της τουρκικής σκλαβιάς και τα μάτια του ήταν γιομάτ’ από σκοτάδι. Κι η Λεμεσός που σ’ αυτήν ήρθε να ζήσει ο ποιητής δεν ήτανε παρά μια μικρή πολιτεία από 5.000 κατοίκους που ζούσανε μια ήσυχη στενόχωρη ζωή που άρχιζε με το γέννημα του ήλιου και έσβηνε με το άναμα των λύχνων μέσα στα λιγοστά της σπίτια. Καμιά χαρά και καμιά διασκέδαση. Κανένα ξαλάφρωμα για τα κουρασμέν’ απ τη δουλειά νεύρα και μυαλά των ανθρώπων που σκολνούσανε από τις δουλειές τους για να το ρίξουνε στο φαΐ κι’ αμέσως ύστερα στον ύπνο.
Μ΄ αυτό αν ήτανε πρωτίτερ’ ανεχτό ήρθε στιγμή που δε μπορούσε να είναι πια. Οι νέοι, προπάντων όσοι έτυχε να βγούνε έξω ή ν’ ακούσουνε για τη ζωή που έκανε ο κόσμος σ’ άλλα μέρη, με δυσκολία ανεχόντουσαν την καταναγκαστική αυτή κλεισούρα και την έλλειψη κάθε νυχτερινής ζωής. Η ανάγκη να φθείρουνε τη ζωτικότητα τους σε κάτι, ανάγκη πρωτόγονη, ένστιχτο δυνατό και πανίσχυρο που ξεκινάει από την ιδιότητα της ζωντανής ύλης ν’ αυτοκαταστρέφεται, τους έσπρωξε να δημιουργήσουνε κάποια νυχτερινή ζωή, στην αρχή δειλά, όσο που να νικηθεί η αντίδραση των παλιών που πάντα δύσκολα δέχουνται οτιδήποτε καινούργιο, ύστερα πιο θαρετά, ώσπου η κίνηση αυτή ζητώντας κάποια στέγη για να μην είναι πλανόδια και λίγο περισσότερο φως για να μην σκοντάφτει και δεινοπαθεί στα στενοσόκακα της μικρής πολιτείας που αριά και που τα φώτιζε κανένα καπνισμένο παλιοφάναρο που αντιπροσώπευε το φωτισμό της εποχής, έγιν’ αιτία να δημιουργηθούνε τα πρώτα κέντρα νυχτερινής ζωής.
Τα κέντρ’ αυτά δεν ήτανε τίποτις άλλο παρά μικρές ταβέρνες ή μπυραρίες που ιδρυθήκανε είτε από ντόπιους είτε από ξένους που ήρθανε τον καιρό της Κατοχής.
Μια τέτοια μπυραρία είχε ανοίξη στη Λεμεσό από κάποιο Μαλτέζο Φελίσε που έγινε ύστερα γνωστή ως η μπυραρία του «Φιλίτς». (Βρισκότανε στο δρόμο που το λένε σήμερα «Βικτωρίας»). Στην αρχή δούλευε μόνο με τους Εγγλέζους αξιωματικούς και στρατιώτες της Κατοχής. Σιγά-σιγά όμως άρχισε να τραβάει και τους ντόπιους νέους που ζητούσανε να γλεντήσουνε κι αυτοί όπως οι ξένοι. Έτσι σιγά-σιγά η ταβέρν’ αυτή με τη μπύρα της, με τη μουσική της, με τους Εγγλέζους στρατιώτες που όταν μεθούσαν χορεύανε, τραγουδούσανε, παίζανε μποξ η κάνανε αυτοσχέδια νούμερα, γίνηκε το πρώτο κέντρο της νυχτερινής ζωής της Λεμεσού. Αργότερ’ αρχίσανε να ανοίγουνε διάφορες τέτιες ταβέρνες, άλλες για τον «καλό κόσμο» κι άλλες για το φτωχόκοσμο που ήτανε φυσικό να θέλει κι αυτός λίγη χαρά ας είναι και ψεύτικη.
Πιο ύστερα, όσο η πελατεία των νυχτερινών κέντρων μεγάλωνε κι’ ο κόσμος άρχιζε να θέλει κάτι καλύτερο, αρχίσανε ν’ ανοίγουνε τα πρώτα «Καφωδεία» που ήτανε γνωστά πρωτύτερα στον τύπο των «Καφές-Σιαντάντ» του εξωτερικού, με μουσική, ξένες αρτίστες και μικροθιάσους που διασκεδάζανε τον αντρικό πληθυσμό της Λεμεσού- γιατί οι γυναίκες δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουνε τότες- με τραγούδια και νούμερα, μα περισσότερο με την επίδειξη φανταχτερών ευρωπαϊκών εσωρούχων και μερικών εκατοστών γυμνής γυναικείας σάρκας, επίδειξη υπερτολμηρή για την εποχή κείνη που συνόρευε πολύ με την πατριαρχική ζωή του σπιτιού και του γυναικωνίτη και μόνο ο γάμος έδινε ευκαιρία στον άντρα να δει γυμνή γυναικεία σάρκα».
Μέσα λοιπόν στο κλίμα εκείνο, με την δημιουργία των πρώτων ταβερνών , «καφωδείων» και άλλων χώρων αναψυχής (αλλά και «ακολασίας», για τα ηθικά μέτρα της εποχής), ο Λέφκης λέει και τα ακόλουθα για τον ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη:
«Μέσα στους πρώτους νέους που γίνανε οι πελάτες και τα θύματα των νυχτερινών κέντρων ήτανε κι’ ο ποιητής μας. Γιατί δεν υπήρχε την εποχή εκείνη τίποτις άλλο να κάμει. Ήτανε εποχή νέκρας και σκοταδιού. Κανένα πνευματικό ενδιαφέρον. Καμιά πνευματική κίνηση. Οι νέοι μαραινόντανε μέσα στα όνειρα τους κι οι πιο μορφωμένοι απ’ αυτούς καταγινόταν με τη λύση σχολαστικών «αινιγμάτων» που δημοσίευε η «Αλήθεια». Ήτανε η μόνη πνευματική απασχόληση. Κάπου-κάπου κάποια πολιτική είδηση φτασμένη από την Ευρώπη ή την Ελλάδα με τη βραδυπορία της χελώνας, τους ζέσταινε λίγο την καρδιά, άναβε τον ενθουσιασμό για να τους ξαναρίξει στο μούδιασμα που φέρνει η έλλειψη ενός παραμικρού κοινωνικού ενδιαφέρου.
Ο ποιητής μας και να ήθελε ν’ αντιδράσει στην κατάσταση αυτή δε θα μπορούσε. Έκανε κι αυτός όπως οι άλλοι, ότι του επιβάλλανε οι γύρω κοινωνικοί όροι. Νιοφερμένος στη Λεμεσό, νέος, έξυπνος, συγγενής του δεσπότη, με τη φήμη του ποιητή, ευχάριστος στην κουβέντα, ετοιμόλογος και πρόθυμος πάντα να πει μιαν αλατισμένη ιστορία ή ένα αισχρό τραγουδάκι, ήτανε φυσικό να γίνει η παρέα των πιο ζωηρών νέων της εποχής. Έτσι γνώρισε τις ταβέρνες και τα καφενεία, στην αρχή για ένα ορεχτικό όπως ήτανε η συνήθεια, ύστερα για περισσότερα. Ώσπου κατάντησε να παίρνει σβάρνα όλα τα ποτοπουλεία. Και να πίνει…
Το πιοτό έγινε το μεγάλο του πάθος. Το πάθος που τον κυρίεψε σιγά-σιγά, που έσβυσε όλα τα όνειρα, που έκοψε όλα τα φτερά, που τον ταπείνωσε και τον εξευτέλισε για να τον καταντήσει σκουπίδι ανθρώπου.
Ο ίδιος καταλάβαινε το κατρακύλημα του αυτό και μισούσε τη ζωή που έκανε, όπως φαίνεται από μερικούς στίχους ενός τραγουδιού του που τιτλοφορούσε «ο γάμος».
… «Στην φωτιάν τα καφενεία, στάχτη τα ποτοπωλεία,
στάχτη και καπνός να γίνουν μέθη, τσόγος
και πορνεία
πού ’ναι άρπαγες της τσέπης, που’ ναι
πρόξενοι αργίας
και φονιάδες της υγείας»
Τα ποτοπωλεία λοιπόν αυτά είναι κυρίως μπακαλοταβέρνες, παντοπωλεία, εμπορικά καταστήματα γενικού εμπορίου ή απλές λαϊκές ταβέρνες με τη σημερινή γνωστή τους μορφή.
Ξακουστές ταβέρνες και μπακαλοταβέρνες στη Λεμεσό τους τελευταίους δύο αιώνες (ανάμεσα σε πολλές άλλες βέβαια, ο κατάλογος είναι απλώς ενδεικτικός) ήταν και αυτές: του Αχιλλέα Κτωρίδη και το «Παρ» (bar) του Αγαθάγγελου που λειτουργούσαν ήδη τουλάχιστον από τα πρώτα χρόνια της αγγλικής κατοχής, από τον 19ο δηλαδή αιώνα.
Για τις δύο μάλιστα αυτές μπακαλοταβέρνες, ποιητής του ύψους ενός Βασίλη Μιχαηλίδη αναγκαζόταν, ανώνυμα βέβαια, να φτιάχνει έμμετρες διαφημίσεις για λογαριασμό εμπόρων της Λεμεσού και να δημοσιεύονται στον τύπο της εποχής υπό μορφή «γκρίζας» διαφήμισης. Ζούσε βλέπετε μέσα στην φτώχεια και την ανέχεια και συμπληρώνει έτσι τον πενιχρό μισθό που του έδιδε το Δημαρχείο της πόλης ως νοσοκόμου, φαρμακοποιού και υγειονομικού επιθεωρητή, ίσως μάλιστα ως ανταμοιβή ένα δυο ποτηράκια κρασί για να ικανοποιήσει το μεγάλο του πάθος.
Απολαύστε λοιπόν τρεις από τις πάρα πολλές που βρίσκουμε διάσπαρτες στον τύπο της πόλης μας για πολλά χρόνια:
«ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥΜΠΟΥΡΙΣΤΗ ΣΥΝΑΜΑ
ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΑΝ ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΨΕΥΤΙΚΗ ΡΕΚΛΑΜΑ
Φρέσκα γάλατα και τζάγια, χοιρομέρια μυρωδάτα
Βούτυρον λαμπρόν για μπρέκφαστ και λαμπρά πισκοτ’ αφράτα
Και φαγώσιμα ακόμα πλείστα σε κουτιά βαλμένα
Που’ναι και εις την Αγγλίαν και παντού επαινεμένα .
Στερεούς λαμπρούς σουγιάδες, όπου κόβουν σαν ξουράφι
Στερεούς σαν το διαμάντι, βαρετούς σαν το χρυσάφι
Και πορτομονέ που κρύβουν τον παρά από τους κλέφτες
Άλμπουμ για φωτογραφίες και περίφημους καθρέφτες.
Μυρωδιές για τες κυρίες και διάφορα λουλούδια
Και ποιότητος αρίστης σε πολύ κομψά ποτζούδια.
Εκλεκτά λαμπρά σαπούνια που μοσχοβολούν οι τόποι
Όπου τα θαυμάζουν όλοι και Ανατολή κ’ Ευρώπη.
Της πρωτοχρονιάς παιγνίδια που χαρίζουν στα παιδάκια
Σέλλες δια τους αππάρους και για πιάνα τραπεζάκια.
΄Όλ’ αυτά είν’ εξ Αγγλίας από μέσ’ απ’ το Λονδίνον
από την πηγήν που βγαίνει πάντοτε το πράγμα φίνον.
Τρέξατε στ’ Αγαθαγγέλου να τα βρείτε μαζωμένα
Κι αν αργήσετε ολίγον τότε θάναι πουλημένα.»
(Εφημερίδα Σάλπιγξ 19.12.1898
«ΕΙΔΟΠΟΠΙΗΣΙΣ
Για κονιάκ του Χατζηπαύλου πούναι νέκταρ εις την γεύσιν
και εις την δύναμιν ακόμη, π΄ ανασταίνει και νεκρόν
εις το Παρ τ΄ Αγαθαγγέλου κάθε άνθρωπος ας σπεύσει
είναι ανοικτόν εις πάντα και μεγάλον και μικρόν
Εκεί μέσα θάβρει απ΄όλα, πράμα νεωστί φερμένον
αστακούς, γαρίδες, στρείδια φρέσκα για την Λεμησσόν
περιζήτητον χαβιάρι ακουστόν και φημισμένον
τόσον ώστε που του κλέψαν, στο βαπόριν το μισόν.
Έχει διάφορα μπισκόττα και παστίλιες για τον βήχα
κόρνι φλάουρ που κάμνουν φαγητόν για τα παιδιά
έχει μέντες όπου μόλις κόψει από μίαν τρίχα
στη στιγμήν γεμίζει ο τόπος θαυμασίαν μυρωδιάν
έχει πίκλες σε ποτίλιες και σαρδέλλες σε κουτιά
ρίψετε για τούτα όλα εις το «Παρ» καμιάν ματιά.
(Εφημερίδα «Σάλπιγξ» 20.3.1899)
«ΑΓΓΕΛΙΑ ΟΠΩΣ ΟΠΩΣ/ΝΑ ΤΗΝ ΜΑΘ’ ΟΛΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ
Σαπούνια ωραιότατα και μυρωδιές ωραίες
Π’ αυτά που νέες κάμνουσι και αυτές τις πλέον γραίες.
Σαπούνια πικραμύγδαλο, βιολέττα, γλυκερίνη,
Που εις το δέρμα τίποτα κηλίδας δεν αφήνει
Όλα τα είδη παστιλλιών και μέντας για το βήχα
Και εν ωραιότατον υγρόν να μεγαλών’ η τρίχα
Σκόνιν δια κάθε δόντι σαπημένο είτε μη,
Και ωραιοτάτην πούτρα
Δια κάθε είδους μούτρα
Σε συμφέρουσαν τιμή.
Ωραιότατα για γάμους και κηδείας κουφεττάκια
Πριλαντίν για τους σπανούς για να βγάλουνε μουστάκια
Κοσμετίκ για μουστακάδες να τα κάμουνε οξείες
Αμμονίακον ωραίον δια τες αποπληξίες.
μέλισσαν» λαμπρόν υγρόν δια τας στενοχωρίας
και Κολκρέμ ως βαζελίνας δια τας Κομ-ιλ-φό Κυρίας
Έφερε στο μαγαζί του ο σιορ Ιωαννίδης
Π’ άλλο είναι να τ’ ακούς κι άλλο είναι να τον ίδεις.
Κι αντιπρόσωπος τυγχάνει σε μιαν τράπεζαν γνωστήν
Του Κου Α.Πρασίνου, εις τον κόσμον ξακουστήν.»
(Εφημερίδα Σάλπιγξ 11.10.1903. Υπογραφή «Ένας»)
Αλλες ταβέρνες είναι του Θεόδωρου Μαύρου το Ακταίον ή γυάλινο καφενείο πάνω σε πασσάλους, κατά ένα μεγάλο μέρος μέσα στη θάλασσα, η Όαση του Φούρναρη, το Μπαρ του Σκυριανίδη, η μπακαλοταβέρνα του Γεωργιάδη δίπλα στην Αγία Νάπα, και η περίφημη ταβέρνα του Τούρκου Σουλεϊμάνη στην Πλατεία των Κεσόγληδων (αργότερα μετονομασθείσα σε Πλατεία Ηρώων) που συγκέντρωνε μάλιστα και την... λεμεσιανή «ιντελιγκέντσια» αλλά και τους επισκέπτες καλλιτέχνες εξ Ελλάδος με την πιο φανατική θαυμάστρια του τη μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Από τις πιο πρόσφατες ταβέρνες που θα θυμούνται σίγουρα και οι νεώτεροι μπορούμε να αναφέρουμε τις ταβέρνες του Ποντικού και του Μαστραπά μέχρι πρόσφατα κοντά στο παλιό λιμάνι, τη μπακαλοταβέρνα του Φοινιώτη στη γωνία των οδών Ανεξαρτησίας και Αγ. Ανδρέου, η μπακαλοταβέρνα του Πόλυ στη γωνία Ανδρέα Δρουσιώτη και Καποδίστρα, δίπλα στην πλατεία Ηρώων και τέλος η μπακαλοταβέρνα του Ζήνωνα Λαζάρου στη γωνία των οδών Αγίου Ανδρέου και Κρήτης (αργότερα μετονομασθείσα σε οδό Γ. Κατσουνωτού).
Η ταβέρνα του Ζήνωνα Λαζάρου πέρασε στη συνέχεια στα χέρια του Κώστα Αδαμίδη και είναι η μόνη που υπάρχει μέχρι σήμερα για να μας θυμίζει μια ιστορία και μια παράδοση πέραν του αιώνος.
Σήμερα πέρασε στη διεύθυνση του Αδαμίδη υιού, του Γιάγκου και από μπακαλοταβέρνα πήρε τη μορφή της κλασικής πλέον ταβέρνας, με την συμβολική ονομασία «Η φωλιά του Κούκου» και με συνδυασμό τραπεζιού και πάγκου. Αλήθεια ποιος δεν θυμάται τον πάγκο του Ποντικού και του Φοινιώτη , εκεί όπου μεταξύ κρασιού, κονιάκ και σαρδέλας λύνονταν όλα τα φιλοσοφικά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα του αιώνα!
«Η φωλιά του Κούκου» λοιπόν θα έπρεπε κατά την ταπεινή μας γνώμη, να προστατευθεί, να κηρυχθεί ως διατηρητέο είδος μιας ψυχαγωγίας με ιδιαίτερη σημασία στην ιστορία της πόλης (το κτίριο στο οποίο στεγάζεται είναι ήδη διατηρητέο).
Τέτοιου είδους μέρη στην πολιτισμένη Ευρώπη με τον σεβασμό στην παράδοση της είναι όχι μόνο προστατευμένα αλλά και επιδεικνύονται από τους αρμόδιους του τουρισμού και των τοπικών αρχών με μεγάλη περηφάνια.
Νοουμένου βέβαια ότι οι αρμόδιοι αυτοί ξέρουν και εκτιμούν μια τέτοια παράδοση...
Το κείμενο αυτό γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 2002 στην εφημερίδα"Επικαιρότητες" της Λεμεσού το 2002 όταν η "Φωλιά του Κούκου" κινδύνευε να κλείσει λόγω των απαιτήσεων του ΚΟΤ να προσαρμοσθεί στις ... ευρωπαϊκές προδιαγραφές και να κατασκευάσει αποδυτήρια και ντους προσωπικού! ( για τον Αδαμίδη δηλαδή και την γυναίκα του!). Με το δημοσίευμα υπό μάλης πήγε στον ΚΟΤ και έσωσε την ταβέρνα του. Γράφτηκε κάπως βιαστηκά υπό την πίεση του επείγοντος να σωθεί η ταβέρνα. Γι αυτό και το θέμα χρήζει περισσότερης έρευνας και συμπλήρωσης. (Ιδού στάδιο δόξης λαμπρό για νεώτερους ερευνητές!)
Είναι έτσι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που εμείς "τα ψώνια" οι ερευνητές προσφέραμε κάτι στη διάσωση πολύτιμων πραγμάτων στην πόλη...
Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010
Παλαιστές στη Λεμεσό, τότε που η πάλη σήμαινε λεβεντιά, φιλότιμο και εθνική αξιοπρέπεια.
Aπό αρχαιοτάτων χρόνων στην ιστορία ο ελληνισμός ανήγαγε την πάλη ως το ύψιστο άθλημα ρώμης και λεβεντιάς. Οι αρχαίοι έλληνες εκτιμούσαν ιδιαίτερα τους παλαιστές γιατί το αγώνισμα απαιτούσε δύναμη, τέχνη και εξυπνάδα. Ο λαός λάτρευε τους μεγάλους πρωταθλητές της πάλης ως ημίθεους. Στη λαμπρή περίοδο του κλασσικού Ελληνικού πολιτισμού οι Έλληνες εκπαιδεύονται μαζικά στο Παγκράτιο ως αθλητική δραστηριότητα αλλά και ως πολεμική τέχνη ταυτόχρονα. «Κλασθέντων αυτοίς ξιφών τε και δοράτων, πολλά ταις χέρσι γυμναίς έπραξαν…πάλη δε και Παγκράτιον ως ες το πρόσφορον τω πολέμω εύρηται» λέει ο Φιλάστρατος.
Κατά τον Πλούταρχο ευρέτης του Παγκρατίου είναι ο Θησεύς, ο οποίος με το Παγκράτιο νίκησε τον Μινώταυρο και κατά τον Παυσανία ο Ηρακλής.
Σημαντικές είναι οι πληροφορίες μας παρέχει και ο Ρήγας Φεραίος σε έργο του με τον τίτλο «Ολυμπία» από το πρωτότυπο έργο του Ιταλού Μεταστάσιου, όπου αναφέρει ότι το Παγκράτιο μαζί με τα άλλα αρχαιοελληνικά αγωνίσματα υπάρχει, «…μέχρι της σήμερον εις την Θεσσαλίαν αλλά και εις όλην την Ελλάδαν».
«Τοις κείνων ρήμασι» λοιπόν «πειθόμενοι» και ως συνέχεια της ιστορίας του ελληνικού πνεύματος, ο λαός μας συντηρεί την ύψιστη αυτή αθλητική αλλά και πολεμική και λεβέντικη παράδοση δια μέσου των αιώνων και την μεταφέρει στην σύγχρονη εποχή μέσα από την τουρκοκρατία και την αγγλοκρατία.
Η πάλη και ιδιαίτερα το παγκράτιον αποτελούσε ένα αγαπημένο λαϊκό άθλημα και θέαμα που όμως έδινε ταυτόχρονα και την ευκαιρία στον υπόδουλο λαό να εκφράσει δια μέσου του συναισθήματα πατριωτικά και αλυτρωτικά.
Ο Γεώργιος Φραγκούδης, το επιφανέστατο αυτό τέκνο της Λεμεσού στο πρώτο του ουσιαστικά βιβλίο από τα πολλά που έγγραψε στη συνέχεια πάνω δεκάδες θέματα, το «Κυπρις» που συνέγραψε παρακαλώ σε ηλικια 19 χρονών λέει :
«Κατά δέ τους γάμους των πλουσίων, τάς εορτάς και τάς πανηγύρεις, τα παλληκάρια του χωρκού επιδίδονται εις διαφόρους ασκήσεις, λείψανα των μεγάλων των αρχαίων αγώνων. Η πάλη είναι η συνηθεστέρα και κυριωτέρα των ασκήσεων τούτων, διεξάγεται δε πεισματωδέστατα. Έκαστη κώμη, καθώς έχει τους τραγουδιστάς αυτής, έχει και τους παλαιστάς της, οίτινες ηττώμενοι υπό ξένων προσάπτουσιν όνειδος εις την γενέτειραν, ενώ τουναντίον νικώντες, τιμήν και κλέος ούτως ωρισμένα χωρία φημίζονται σήμερον διά τους παλαιστάς των, οίτινες ηυτύχησαν να τιμήσωσι την Πατρίδα εν ταις παλαίστραις των εορτών και πανηγύρεων. Υπό τον ήχον των οργάνων συμπλέκονται πολλάκις ημίγυμνοι οι παλαισταί, και μανιωδώς παλαίουσι μέχρις εξαντλήσεως, ο δε νικητής ανευφημείται πανηγυρικώτατα, και η ταχύπτερος φήμη διαλαλεί εις τα πέριξ το ένδοξον όνομα του. Όσοι δ’ εκ, τούτων διακρίνονται δι υπερβάλλουσαν ρώμην, απολαύουσι παγκυπρίου φήμης, θεωρούνται πρόσωπα σεβαστά και κατά τας πανηγύρεις προσκαλούνται πολλάκις, όπως λαμπρύνωσιν αυτάς, παλαίοντες προς αλλήλους. Σχηματίζεται τότε μέγας εκ θεατών κύκλος, καθαίρεται η παλαίστρα και τοποθετούνται γύρωθεν αυτοσχέδιοι ευταξίαι. Συγκίνησις και σιγή επικρατεί, ψιθυρισμοί δε μόνον υποδέχονται τους παλαιστάς σιωπηλούς βαίνοντας προς αλλήλους εξ αντιθέτου διευθύνσεως. Γυμνοί σχεδόν και ασάνδαλοι, ελαίω ηλειμμένοι, επιδεικνύουσιν εις το πλήθος τους ισχυρούς των μυς και μειδιώντες ποιούσι στροφάς τινας, κτυπούσι τας χείρας επί του εδάφους, και τείνοντες αυτάς προς αλλήλους, συμπλέκονται. Τότε δύναται τις να θαυμάση ου μόνον την ρώμην, αλλά και την τέχνην περί την πάλην, ήτις πολλάκις διαρκεί επί πολύ και επαναλαμβάνεται, εάν ουδείς ανεδείχθη νικητής, ενίοτε δε και αποβαίνει επικίνδυνος δια τον ηττώμενον. Όταν ο εις των αντιπάλων ήναι ΄Ελλην και ο έτερος Τούρκος, η πάλη προσλαμβάνει εθνικόν χαρακτήρα και οι θεαταί διαιρούνται εις δύω αντίθετα στρατόπεδα. Ο νικητής απολαύει μεγάλων τιμών, λαμβάνει χρηματικά δώρα, το δε νικήσαν στρατόπεδον ονειδίζει τους ηττηθέντας. Εσχάτως προσεκλήθησαν εις πάλην εν Λεμησσώ είς Έλλην και εις Τούρκος. Κόσμος πολύς συνέρρευσεν εις το θέαμα και φανατισμός μέγας ανεπτύχθη εκατέρωθεν παρά προσδοκίαν ενίκησεν ο Τούρκος, οι δε Τούρκοι εξήλθον εις μεγάλην ανά την συνοικίαν των, νικητήριον διαδήλωσιν κατόπιν συνέβη το εναντίον και οι Έλληνες ανταπέδωκαν τα ίσα. Εκ τούτου μικρού δείν συνέβαινε ρήξις.
Η ρώμη τόσον εκπλήσσει τον λαόν, τόσον επιβάλλεται εις το πλήθος, ώστε οι παλαιωτάδες ούτοι περιβάλλονται υπό μυθολογι¬κής τίνος αίγλης, ως ο αρχαίος Ηρακλής και ο μεσαιωνικός Ακρί¬τας, οι δημώδεις ποιηταί κρούουσιν υπέρ αυτών τας χορδάς της λύρας των, και ο λαός αποδίδει την μεγάλην αυτών ισχύν εις μικράν τίνα ουράν, ην φαντάζεται, ότι ούτοι φέρουσιν όπισθεν. Μεγαλοποιούσι πάν ό,τι ακούσωσι και υπό το πρίσμα της νηπιώδους αυτών φαντασίας φαντάζονται αυτούς μετακινούντας τοίχους, φέροντας επ' ώμων ογκώδεις λίθους, και διάφορα άλλα υπερφυσικά περί αυτών διηγούνται. Κατά τον Ησύχιον, την Κυπρίαν πάλην εκάλουν τινές μεν πάμμαχον, άλλοι δε άγροικον καί απάλαιστρον, διότι ατέχνως επάλαιον οι Κύπριοι. Ό Ησύχιος, λέγων πάμμαχον πάλην, εννοεί βεβαίως το παγκράτιον, όπερ και σήμερον παίζεται εν Κύπρω μετά λακτισμάτων (πάτσος, κλώτσος).
Ο σημαντικός καταγραφέας γεγονότων και τόπων της Λεμεσού του 19ου αιώνα Ευστάθιος Παρασκευάς περιγράφοντας στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού το 1937 συμβάντα στη πόλη κατά το έτος 1871 λέει: «Εις το 1871 εκτίσθη το πρώτο προς την θάλασσαν καφενείον στηριζόμενον επάνω σε κολόνες ιδιοκτήτης του κτήματος ήτο ό αείμνηστος Δημήτριος Νικολαΐδης. Εις αυτό ήρχετο ο καλός κόσμος και εις αυτό έγεινεν ή γνωριμία δύο δυνατών παλαιστών, του Αβράμη από του Μόρφου και του Ισμαήλ Αράπη από την Αύδήμου, ηγνωριμία αυτή κατέληξεν εις συνεννόησιν μεταξύ των όπως παλαίσουν. Όταν έγεινε γνωστόν, ο δρόμος και το καφενείον εγέμισ«ν από Χριστιανούς και Τούρκους. Όλος αυτός ο κόσμος συνώδευσε τους παλαιστάς ως το Κονάκι (το σπίτι όπου σήμερον είνε η αστυνομία) όπου επήγαν δια να ζητήσουν την άδειαν του Καϊμακάμη Σιεκερζατέ. Ανέβηκαν επάνω και κατόπιν ο κόσμος τους είδε εις το Κιόσκι, όπου ό διοικητής τους ωμίλησεν. Τους λέγει, βλέπετε αυτό το πλήθος από Χριστιανούς και Τούρκους; Νομίζετε ότι εάν νικήσει ο Χριστιανός θα το ανεχθούν οι Τούρκοι; Ή εάν νικήση οΤούρκος θα το ανεχθούν οι Χριστιανοί; Θα γείνουν καυγάδες και πόλεμος μεταξύ των και έτσι θα αναστατωθή ή πόλις. Δεν σας δίδω άδειαν και να χωρισθήτε με φιλίαν και να υπάγετε στην δουλειάν σας. Έτσι δεν έγεινεν η πάλη και ο κόσμος έχασεν έναν θέαμαν που τόσον εσπάνιζε την έποχήν εκείνην. Ίσως να είχε δίκαιον ο Καϊμακάμης.
Και οι δύο ήσαν καλά παλληκάρια αλλά ο Ισμαήλ ήτο πελώριος. Δεν έχω συναντήσει μέχρι σήμερον τοιούτον άνθρωπον ήτο πελάτης του πατέρα μου και ήρχετο συχνά το σπίτι μας, δεν μπορούσε να καθίσει σε κοινόν κάθισμα, ήτο πολύ μικρόν γι' αυτόν, διά τούτο εκάθητο επάνω στο ψαθί όπου εβάλλαμεν και μαξιλάρια δια να ακουμβά. Εντούτοις με όλον αυτόν τον όγκο του, έτρεχε πολύ περισσότερον από μίαν αίγα εις απόστασιν δύο μιλίων.
Ο Αβράμης γνωστός τότε με το όνομα «Μορφίτης» ήτο υψηλού αναστήματος μετρίου πάχους. Είχε παλαίσει με άλλους Χριστιανούς και Τούρκους εις άλλα μέρη και τους είχε νικήση όλους• ήτο ο Τζιμ Λόντος της εποχής του.»
Μια παρόμοπια περιγραφή έχουμε και από τον λεμεσιανό ιστορικό και εξέχοντα λαογράφο, τον Ξενοφώντα Φαρμακίδη, στην ίδια εφημερίδα το 1935 που λέει:
«Απέναντι της αλευρομηχανής του μακαρίτου Αριστοκλή Πηλαβάκη νυν μηχανή κ. Πολ. Ευθυμιάδη και απέναντι της οικίας του κ. Σωτήρη Κοντοπούλου, εκεί όπου υψούται ευμεγέθης ιτέα, ήτο ανεμόμυλος εξ ού έλαβε και το όνομα η μικρά ολιγάριθμος τότε συνοικία. Απέναντι αυτού εξετείνετο ευρύ οικόπεδον, όπου τώρα ευρίσκονται αι οικίαι Γιακουμή Ιακωβίδη και Ιακ. Χατζηλοΐζου και τινές νεόδμητοι.
Εις το οικόπεδον τούτο κατά η περί το έτος 1890, διεξήχθη, κατόπιν αδείας της αστυνομίας, πάλη μεταξύ ξένου, τούρκου αιθίοπος, συστηματικού παλαιστού, όστις περιήρχετο τας πόλεις της Ανατολής, επιδεικνύων την έκτακτον ρώμην του και του Χριστιανού Αβράμη Μορφίτη, ως εκ Μόρφου καταγομένου, αρκετά ρωμαλέου, χαίροντος παγκυπρίου φήμης. ΄Ητο ο Κουταλιανός της Κύπρου. Δια το θέαμα της πάλης αυτής, ήτις προσέλαβε χαρακτήρα εθνικού ενδιαφέροντος, συνέρρευσεν άπασα η πόλις. Ο Αβράμης συνείθιζε να διεξάγει την πάλην γονατιστός. Εισήλθον αμφότεροι γυμνοί εις την κονίστραν και ο μεν οθωμανός ήτο αλειμμένος με γλοιώδη ουσίαν, ο δε Αβράμης ουχί. Αφού εχαιρετίσθησαν, μετά 2-3 γύρους συνεπλάκησαν. Ο Αβράμης κατά το σύνηθες εγονάτισε και εζήτησε να συλλάβη τον αντίπαλον του από τας κνήμας, ούτος δε επιδεξίως απέφυγε τούτον και δια μιάς ωθήσεως τον ξήπλωσε κατά γης. Τι δε συνέβη τότε ήτο αφάνταστον.
Οι Οθωμανοί ύψωσαν τον νικητήν επ ώμων και τον περιέφερον εν θριάμβω ανά πάσας τας οδούς της πόλεως μετ’ αλαλαγμών και μουσικών οργάνων. Οι Χριστιανοί εξ εντροπής διεσκορπίσθηαν περίλυποι εις τας οικίας των.
Ελέχθη, υποστηρίχθη, εβεβαιώθη βραδύτερον, ότι η ήττα του Αβράμη ωφείλετο εις δωροδοκίαν. Ότι δε τούτο ήτο αληθές απεδείχθη από τον πρόωρον θάνατον του, όστις λέγεται επήλθε εκ της λύπης και των τύψεων της συνειδήσεως του.
Οι χριστιανοί βαρέως έφερον την αισχύνην αυτήν και έπρεπε να την απαλύνωσι. Κατά του οθωμανού παλαιστού αντέταξαν τον Χριστοφήν Κολλούφην εκ του χωρίου Μονής, όστις τον αντίπαλον του κατέρριψεν, ως «δέμα χόρτου». Η πάλη αύτη διεξήχθη 15 μέρες μετά την πρώτην εις το ίδιον οικόπεδον. Οι χριστιανοί περιέφεραν τον νικητήν εν θριάμβω ανά τας χριστιανικάς συνοικίας πρωτοστατούντος και προεξάρχοντος του τότε γνωστού αρχιλεμβούχου Παπαηλία, όστις συνήθροισε δι’ εράνων ικανόν ποσόν χρημάτων εις αμοιβήν του νικητού»
Πρωτοπαλλήκαρα της πάλης και της άρσης βαρών στα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ο Μιχάηλ Φούρναρης, ο Μιχαήλ Φυτός και ο Ιωάννης Μαρνέρος «γνωστός» κατά τα γραφόμενα του Χριστάκη Σαββίδη « Πανελληνιονίκης στην ελευθέρα πάλη του οποίου τα χέρια ως τα βαθειά του γηρατειά διατηρούσαν την δύναμη την νεανική, τα χέρια του έσφιγγαν όπως την «τανάλια» στη χεραψία του. Κέρδισε χρυσούν μετάλλιο στην Ελληνορωμαϊκή Πάλη 79 κιλών στην Αθήνα το 1935.»
Για τον Μιχαήλ Φούρναρη εξ άλλου ο ίδιος λέει:
«Στα παλιά χρόνια ο Μιχάλης Φούρναρης έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και θαυμασμού για την ρωμαλεότητα του από τους Λεμεσιανούς. Διεκρίνετο δια την σωμα¬τική του δύναμη. Με μεγάλη ευκολία μπορούσε στο αγώνισμα του "διτζίιμη" στις γιορτές του Πάσχα, να ση¬κώσει πάνω από τους ώμους του το διτζίμη - μια μεγάλη πέτρα - βάρους τριάκοντα οκάδων. Επίσης συμμετείχε σαν αθλητής του Γ.Σ.Ο. στους Παγκύπριους αγώνες στίβου στα αγωνίσματα "άρσης βαρών δι' ενός χεριού και δια δύο χεριών", όπου εξήρχετο νικητής. Δύο φορές αναδείχθηκε παγκυπριονίκης στο αγώνισμα άρσης βαρών το 1899 και το 1900. Ο Μιχαήλ Φούρναρης διεκρίνετο και στο αγώνισμα της πάλης και ουδέποτε ηττήθηκε.
Το 1900 στους Παγκύπριους αγώνες πάλης αγωνίσθηκε με το ισάξιο του παλικάρι Μ. Κωνσταντά και ύστερα από αγώνα πάλης, που κράτησε μια ώρα η οργανωτική επιτροπή ανακήρυξε και τους δύο ισόπαλους. Οι παλιοί Λεμεσιανοί ενθυμούνται τον Μιχαήλ Φούρναρη σαν πρωτοπαλίκαρο του Συναχωριού και τον Πελλόγιαννο σαν πρωτοπαλίκαρο της Τζαμούδας. Αυτοί οι δύο έλυσαν τις δια¬φορές των Συναχωριωτών και Τζαμουλιωτών, όταν εδημιουργούντο επεισόδια μεταξύ των σε ταβέρνες, πάνω στο μεθύσι τους.»
Ανοίγοντας εδώ μια μικρή παρένθεση να επισημάνω πως οι λεμεσιανοί συνεχίζοντας και εδώ την ελληνική παράδοση κατά το σπαρτιάτικο ρητό ««άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες» που ερμηνεύεται ως : «εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι σας»... , δεν παρέλειπαν με κάθε ευκαιρία να διχάζονται και να διαπληκτίζονται: τζαμουλιώτες και καθολιτζιάτες, κυρηναϊκοί και κιτιακοί, ενωτικοί και ανθενωτικοί, ενδοτικοί και ανένδοτοι, δεξιοί και αριστεροί, εθνικόφρονες και αγγλόφιλοι, μακαριακοί και γριβικοί και δε συμμαζεύεται! Αναλάμβαναν λοιπόν τότε οι παλαιστές και τα πρωτοπαλίκαρα των γειτονιών να καθαρίσουν για την πάρτη τους!
Κάνοντας όμως τώρα ένα άλμα στο χρόνο λόγω… χρόνο ερχόμαστε στο 1931
Μια πολύ δύσκολη χρονιά, από τις πιο δύσκολες θάλεγα, στη σύγχρονη Ιστορία της Κύπρου. Μέσα από την οικονομική ανέχεια, με την ανεργία και τους εξοντωτικούς φορομπηχτικούς και δασμολογικούς νόμους, την πολιτική και κοινωνική αποικιοκρατική καταπίεση με ανελεύθερους νόμους που θεσμοθετεί το αγγλικό καθεστώς και την ποδηγέτηση της ελληνικής παιδείας των Κυπρίων, που θα οδηγήσουν τελικά στο ξέσπασμα του κοινωνικού και εθνικού κινήματος γνωστού ως «τα οκτωβριανά» τον Οκτώβρη του ιδίου έτους, οι κύπριοι ψάχνουν στηρίγματα και εθνικά ερείσματα να αντέξουν και να αντισταθούν.
Οι διεθνείς νίκες και τα κατορθώματα ενός έλληνα παλληκαριού που θριαμβεύει την εποχή εκείνη στις ΗΠΑ και γίνεται γνωστός ανά το παγκόσμιο ως πρότυπο ελληνικής λεβεντιάς και παλληκαριάς του πρωτοπαλαιστή Τζιμ Λόντου αποτελούν έτσι ένα από τα ερείσματα αυτά του κυπριακού λαού.
Οι νίκες και τα κατορθώματα του καταλάμβαναν ολόκληρα πρωτοσέλιδα στις λεμεσιανές εφημερίδες και αποτελεί πλέον ένα μεγάλο εθνικό ίνδαλμα. Έτσι που όταν τον Ιούνιο του 1937 μέσα στη σκοτεινή περίοδο της παλμερικής δικτατορίας, έρχεται για επίσκεψη στην Κύπρο, ο λαός της Λεμεσού τον υποδέχεται σχεδόν παραληρώντας από ενθουσιασμό και εθνική υπερηφάνεια.
Σύμφωνα με τον Χριστάκη Σαββίδη και πάλιν : « Κατά την επίσκεψη του Τζίμ Λόντου στη Λεμεσό το 1937 ολόκληρος ο λαός της Λεμεσού του επεφύλαξεν αποθεωτική υποδοχή. Τα σχολεία και τα καταστήματα έκλεισαν και όλοι συναθροίστηκαν στο τελωνείο και με επικεφαλής τη φιλαρμονική και τας Αρχάς της πόλης εν παρελάσει πορεύθηκαν στο Στάδιο Γ.Σ.Ο. όπου τον προσεφώνησεν ο δήμαρχος της πόλης.»
Για τον γυναικόκοσμο της Λεμεσού αποτελούσε επιπλέον και ίνδαλμα και πρότυπο του απόλυτου αρσενικού, ενώ τα ζαχαροπλαστεία της πόλης κατασκεύασαν τούρτες και πάστες δίδοντας τους το όνομα του.
Αυτά λοιπόν συνέβαιναν στη μικρή μας πόλη τότε που η πάλη δεν ήταν απλώς ένα άθλημα σαν όλα τα άλλα.
Η μελέτη αυτή αποτελεί την εισήγηση μου στο Δ Συμπόσιο Πρποφορικής Ιστορίας με θέμα τον Αθλητισμό στη Λεμεσό που διοργάνωσε το 2008 το Ιστορικό Αρχείο και Κέντρο Μελετών του Δήμου Λεμεσού.
Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010
Η καθαριότητα της πόλης
Ένα ομολογουμένως απολαυστικό σε περιεχόμενο και ύφος δημοσίευμα στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» της Λεμεσού ημερομηνίας 3/16 Μαΐου 1916 που ακολουθεί και αναφέρεται στην καθαριότητα της πόλης της Λεμεσού εκείνη την εποχή. Είναι απόσπασμα από την έκθεση που ο τότε δημοτικός υγειονομικός ιατρός Ε. Μάγνης απηύθυνε τον Μάιο του 1916 στον τότε Δήμαρχο Λεμεσού Σπύρο Αραούζο μετά που του ανάθεσε τον υγειονομικό έλεγχο για την « καθαριότητα και υγεία της πόλεως». :«Λαμβάνω την τιμήν να γνωστοποιήσω υμίν ότι η δημοτική υγειονομική υπηρεσία επεσκέφθη κατ’ αυτάς άπαντα της πόλεως τα εδωδιμοπωλεία, καφενεία, παντοπωλεία, αρτοπωλεία, κουρεία ως και άπασας τας μάνδρας. Εκ των εδωδιμοπωλείων εύρε τα μεν καθαρά, τα δε πολύ ακάθαρτα. Εις τους καταστηματάρχας των τελευταίων τούτων επεστήσαμεν την προσοχήν όπως προφυλάττουσιν άπαντα τα είδη, ιδίως δε τον τυρόν, τας ελαίας, τον χαλβάν, το βούτυρον, τον ζάχαριν, τον άρτον κ.τ.λ. από τον κονιορτόν και τας μυίας, φορείς των πολυωνύμων νοσογόνων μικροβίων. Προς τούτο επεβάλομεν την χρησιμοποίησιν υαλοφράκτων προθηκών παρά τας θύρας ή τα παράθυρα, συρματοπλέκτων δε ερμαρίων εντός του καταστήματος. Προς τούτοις επεμείναμεν εις το ζήτημα της εν γένει καθαριότητος ήτοι ασβεστώματος των τοίχων, πλύσεως του δαπέδου κατά βραχείας περιόδους, στιλβώσεως των πλαστιγγών κ.τ.λ. Εκ των καφενείων και ποτοπωλείων τινά μεν εύρωμεν σχετικώς καθαρά άλλα όμως παρουσιάζουσι πολλάς σοβαράς ελλείψεως ήτοι το δάπεδον ρυπαρόν, τους τοίχους ακαθάρτους, τα χείλη των ποτηρίων και φλυτσανίων εσπασμένα, ακάθαρτα παιγνιόχαρτα. Άπαντα τα ελαττωματικά ποτήρια και φλυτσάνια αφηρέθησαν. Κατα την επίσκεψιν μου αντελήφθημεν ότι η πλύσις των ποτηριών και λοιπών σκευών γίνεται πλημμελής διό επεβάλομεν μερικάς υγειονομικάς διατάξεις, ήτοι τα σκεύη να εκπλύνονται πρώτον εις την βρύσιν είτα εις διάλυσιν ποτάσσας και τέλος να εκπλύνονται εν δοχείω περιέχοντι καθαρόν ύδωρ. Κατά την επίσκεψιν των αρτοποιείων εύρομεν ταύτα εν γένει καθαρά, εις μερικά όμως παρατηρήσαμεν πλημμελή εναποθήκευσιν του ύδατος εντός πίθων ενσφηνωμένων εντός της γης όπερ δυσχαιραίνει πολύ τον καθαρισμόν αυτών, διό και επεβάλομεν εις τους ιδιοκτήτας τοιούτων να αντικαταστήσωσι τούτους δι’ υδαταποθηκών άνωθεν του δαπέδου ή να χρησιμοποιώσιν απ’ ευθείας το ύδωρ της βρύσεως. Η επίσκεψις των κουρείων παρουσίασεν εκτός τινών ευαρίθμων εξαιρέσεων πολλάς ελλείψεις διό και συνέστησα εις τους ιδιοκτήτας αυστηράν τήρησιν των υγειονομικών διατάξεων ήτοι καθαριότητα συχνήν του δαπέδου, των τραπεζίων, καθισμάτων, ξυραφίων, των μηχανών των τριχών, ψηστρών, κτενίων κ.τ.λ. Εις έκαστον δε κουρείον επεβάλομεν δοχείον μετ’ απολυσματικής διαλύσεως προς απολύμανσιν των ξυραφίων προ εκάστου ξυρίσματος. Τέλος επεσκέφθημεν και τας ανά την πόλιν μάνδρας ας εύρομεν σχεδόν άπασας ακαθάρτους, καθότι οι ιδιοκτήται εναποθυκεύουσι την κόπρον επιμακρόν χρόνον, διό και καταγγείλαμεν τούτους εις την αστυνομίαν δια τα περαιτέρω. Ελπίζομεν ότι οι ενδιαφερόμενοι θα συμμορφωθώσιν με τας άνω υγειονομικάς διατάξεις ώστε κατά την προσεχή επίσκεψιν μας να μη ευρεθή η δημοτική υγειονομική υπηρεσία εις την δυσάρεστον θέσιν να επιβάλη ταύτας δικαστικώς.»
Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010
Ένα προφητικό δημοσίευμα ετών 77
Τότε, στην εποχή ακόμα της , σχετικής-και επιμένω στο «σχετικής» αθωότητας της κυπριακής κοινωνίας, ένα δημοσίευμα της λεμεσιανής εφημερίδας Χρόνος ημερομηνίας 11 Οκτωβρίου 1933 προφήτευε και προοιώνιζε τα κακά που θα μας βρουν μερικές δεκάδες χρόνια μετά…
Το παραθέτουμε αυτούσιο ως απόκομμα της εφημερίδες:
Το παραθέτουμε αυτούσιο ως απόκομμα της εφημερίδες:
Στις πηγές της κακής και μεροληπτικής διαιτησίας
Ογδόντα και πλέον χρόνια από την επίσημη ύπαρξη του ποδοσφαίρου μας και τα όσα θλιβερά γίνονται γύρω από τα ποδοσφαιρικά μας πράγματα, και την κακοδαιμονία της κακής και μεροληπτικής διαιτησίας, δεν λένε ακόμα να εκλείψουν.
Σήμερα όπως και τότε που αναφέρεται το δημοσίευμα που ακολουθεί τα ίδια και χειρότερα!. Λες και δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από τον ποδοσφαιρικό αγώνα που περιγράφεται πιο κάτω…
Μέσα από το μακροσκελέστατο κείμενο της εφημερίδας ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ ημερομηνίας 23 Ιανουαρίου 1931, με τίτλο: «Η ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ Α.Ε.Λ.-ΠΕΖΟΠΟΡΙΚΟΥ ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΑΝΕΔΕΙΧΘΗ Η Α.Ε.Λ.» και με τους πολλούς υπότιτλους « Το Λεμεσιανό Πνεύμα -Η Πόλις μας συνώδευσε τους αθλητάς της.-Οι παίκται μας έπαιζαν υπό το βάρος μιας αδικίας-Η συμπεριφορά ενός ανθρώπου κηβδυλώνει ένα αγώνα-Η συνείδησις των Λεμεσιανών αποκηρύττει τον Διαιτητήν του τελευταίου Ματς», μεταφέρουμε μερικά μόνο αποσπάσματα, χωρίς να χάνεται καθόλου η ουσία του.
Να σημειώσουμε πως ήταν τότε η πρώτη μόλις χρονιά οργανωμένης σε ομάδες ύπαρξη του ποδοσφαίρου μας , πριν το 1934 που δημιουργήθηκε η ΚΟΠ και άρχισαν τα επίσημα πρωταθλήματα της και ο ενθουσιασμός και τα αγνά συναισθήματα των λεμεσιανών για το άθλημα και τις ομάδες του είναι εμφανής:
«Η Λεμεσός εις τα ομαδικά παιγνίδια που από δεκαετίας απασχολούν τες κοινωνίες των άλλων πόλεων και κωμοπόλεων, δεν έπαιζε κανέναν σπουδαίον ρόλο. Ήτο παντελώς αφανής. Το ποδόσφαιρο πούναι τόσο δημοφιλές παιγνίδι σήμερα, ούτε ενδιέφερε κανένα. Και την στιγμή που η Λάρνακα και η Λευκωσία κατέκλυζαν τα γήπεδα για να παρακολουθήσουν μια συνάντησι μπορεί και φιλικήν ακόμα, η Λεμεσός παντού παρευρισκόταν, εκτός εις τα θεωρεία του Γ.Σ.Ο. πούχεν ανοικτές τες πόρτες με ελευθέραν είσοδο.
Ο ζωτικός πυρήν υπήρχε όμως πάντα και αφορμή μιά κατάλληλη ώρα, μιά ευκαιρία ζητούσε ν’ αναφανή κ’ εκδηλώσει παντού την ύπαρξι του, υπό την νέαν του μορφήν, του ποδοσφαίρου. Σ’ ένα χρόνο μέσα το θαύμα επετελέσθη. Η Λεμεσός ενεφάνισε τες ποδοσφαιρικές της ομάδες που αποτελούνται από αυτοδίδακτα σχεδόν παιδιά και τα αθλητικά σωματεία, ΑΕΛ, ΑΠΟΛ, ΣΟΥΛΙ.»
« Πιο πάνω είπαμεν για την διαφορά της δικής μας πόλεως εις τα ομαδικάς της εκδηλώσεις και την συμπάθειαν της για τους αθλητάς και την εν γένει αθλητικήν κίνησι από τις άλλες πόλεις.
Για χρόνια είχε να μας το δείξη τόσον πανηγυρικά, παρρησιακά κι’ αυθόρμητα σαν την περασμένην Κυριακή, που η ΑΕΛ θα μετέβαινε στην Λάρνακα για την ρεβάνς με τον Πεζοπορικόν.
Χωρίς να προηγηθή καμιά κοινή προσυνεννόησις, το πρωί της Κυριακής, πεντακόσια πρόσωπα ξεκίνησαν με φορτηγά και επιβατικά αυτοκίνητα για να παρακολουθήσουν το ματς στην Λάρνακα.
Εκτός των παικτών, της επιτροπής και μελών της ΑΕΛ, ηκολούθησαν οι μαθηταί του Γυμνασίου μας, μαθήτριες, πολλές δεσποινίδες και κυρίες και καμμιά τρακοσαριά άλλα πρόσωπα όλων των κοινωνικών τάξεων. Πήγαν εργατικά παιδιά που ξόδευσαν τα δυό τρία σελίνια που κράταγαν, ακόμη και χωρικοί. Μια σειρά από 60 αυτοκίνητα συνώδευε με ενθουσιασμό και λαχτάρα τους ποδοσφαιριστάς. Στον δρόμο όσοι τους συναντούσαν, συγκινημένοι τους χαιρέτιζαν ευχόμενοι για την νίκη. Ως το βράδυ ανυπόμονος η πόλις ανέμενε το αποτέλεσμα. Χωρικοί κατέβαιναν στους σταθμούς, κοντά στον ποταμό Γερμασόγειας και Παληάν Λεμεσόν και ρωτούσαν τους διερχομένους.»
Ιδού όμως που και τα σημερινά φαινόμενα της κακής διαιτησίας υπήρχαν και τότε, στα σπάργανα της ποδοσφαιρικής μας ιστορίας:
«Καθ’ όλον όμως το ματς ο διαιτητής, επροκαλούσε την σιχαμάρα και δημιουργούσε με την μονόπλευρη του στάσι προστριβές μεταξύ των θεατών. Δεν δίδει για μια στιγμή penalty στον Πεζοπορικόν, αλλά φωνάζει «όφφσαϊντ».
Εκτός τούτου, ένα γκολ της ΑΕΛ δεν το ανεγνώρισε και επέμενε πως βγήκε έξω η μπάλα. Ένας παίκτης κτυπά τον Ριαλάν κατά την διάρκειαν του παιγνιδιού χωρίς να τον αποβάλη. Ο ίδιος διαιτητής ύβρισε τους παίκτας μας και τον Γυμναστικόν Παρέα τον οποίον έπιασε από τον λαιμόν σπρώχνοντας τον.
Δεν εσημείωσεν την πληθώραν φάουλς των πεζοπορικών.
Με τας πράξεις μας πρέπει να ανυψώνουμεν παίκτας και θεατάς και όχι να δίδομεν με την αστόχαστη μας μεροληψίαν αφορμή πτώσεως σε επίπεδον ταπεινής ηθικής αντιλήψεως.»
Να πούμε μόνο για την ιστορία πως ο διαιτητής ονομαζόταν Ευρυβιάδης και ήταν εκ Λάρνακας βέβαια…!
Σήμερα όπως και τότε που αναφέρεται το δημοσίευμα που ακολουθεί τα ίδια και χειρότερα!. Λες και δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από τον ποδοσφαιρικό αγώνα που περιγράφεται πιο κάτω…
Μέσα από το μακροσκελέστατο κείμενο της εφημερίδας ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ ημερομηνίας 23 Ιανουαρίου 1931, με τίτλο: «Η ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ Α.Ε.Λ.-ΠΕΖΟΠΟΡΙΚΟΥ ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΑΝΕΔΕΙΧΘΗ Η Α.Ε.Λ.» και με τους πολλούς υπότιτλους « Το Λεμεσιανό Πνεύμα -Η Πόλις μας συνώδευσε τους αθλητάς της.-Οι παίκται μας έπαιζαν υπό το βάρος μιας αδικίας-Η συμπεριφορά ενός ανθρώπου κηβδυλώνει ένα αγώνα-Η συνείδησις των Λεμεσιανών αποκηρύττει τον Διαιτητήν του τελευταίου Ματς», μεταφέρουμε μερικά μόνο αποσπάσματα, χωρίς να χάνεται καθόλου η ουσία του.
Να σημειώσουμε πως ήταν τότε η πρώτη μόλις χρονιά οργανωμένης σε ομάδες ύπαρξη του ποδοσφαίρου μας , πριν το 1934 που δημιουργήθηκε η ΚΟΠ και άρχισαν τα επίσημα πρωταθλήματα της και ο ενθουσιασμός και τα αγνά συναισθήματα των λεμεσιανών για το άθλημα και τις ομάδες του είναι εμφανής:
«Η Λεμεσός εις τα ομαδικά παιγνίδια που από δεκαετίας απασχολούν τες κοινωνίες των άλλων πόλεων και κωμοπόλεων, δεν έπαιζε κανέναν σπουδαίον ρόλο. Ήτο παντελώς αφανής. Το ποδόσφαιρο πούναι τόσο δημοφιλές παιγνίδι σήμερα, ούτε ενδιέφερε κανένα. Και την στιγμή που η Λάρνακα και η Λευκωσία κατέκλυζαν τα γήπεδα για να παρακολουθήσουν μια συνάντησι μπορεί και φιλικήν ακόμα, η Λεμεσός παντού παρευρισκόταν, εκτός εις τα θεωρεία του Γ.Σ.Ο. πούχεν ανοικτές τες πόρτες με ελευθέραν είσοδο.
Ο ζωτικός πυρήν υπήρχε όμως πάντα και αφορμή μιά κατάλληλη ώρα, μιά ευκαιρία ζητούσε ν’ αναφανή κ’ εκδηλώσει παντού την ύπαρξι του, υπό την νέαν του μορφήν, του ποδοσφαίρου. Σ’ ένα χρόνο μέσα το θαύμα επετελέσθη. Η Λεμεσός ενεφάνισε τες ποδοσφαιρικές της ομάδες που αποτελούνται από αυτοδίδακτα σχεδόν παιδιά και τα αθλητικά σωματεία, ΑΕΛ, ΑΠΟΛ, ΣΟΥΛΙ.»
« Πιο πάνω είπαμεν για την διαφορά της δικής μας πόλεως εις τα ομαδικάς της εκδηλώσεις και την συμπάθειαν της για τους αθλητάς και την εν γένει αθλητικήν κίνησι από τις άλλες πόλεις.
Για χρόνια είχε να μας το δείξη τόσον πανηγυρικά, παρρησιακά κι’ αυθόρμητα σαν την περασμένην Κυριακή, που η ΑΕΛ θα μετέβαινε στην Λάρνακα για την ρεβάνς με τον Πεζοπορικόν.
Χωρίς να προηγηθή καμιά κοινή προσυνεννόησις, το πρωί της Κυριακής, πεντακόσια πρόσωπα ξεκίνησαν με φορτηγά και επιβατικά αυτοκίνητα για να παρακολουθήσουν το ματς στην Λάρνακα.
Εκτός των παικτών, της επιτροπής και μελών της ΑΕΛ, ηκολούθησαν οι μαθηταί του Γυμνασίου μας, μαθήτριες, πολλές δεσποινίδες και κυρίες και καμμιά τρακοσαριά άλλα πρόσωπα όλων των κοινωνικών τάξεων. Πήγαν εργατικά παιδιά που ξόδευσαν τα δυό τρία σελίνια που κράταγαν, ακόμη και χωρικοί. Μια σειρά από 60 αυτοκίνητα συνώδευε με ενθουσιασμό και λαχτάρα τους ποδοσφαιριστάς. Στον δρόμο όσοι τους συναντούσαν, συγκινημένοι τους χαιρέτιζαν ευχόμενοι για την νίκη. Ως το βράδυ ανυπόμονος η πόλις ανέμενε το αποτέλεσμα. Χωρικοί κατέβαιναν στους σταθμούς, κοντά στον ποταμό Γερμασόγειας και Παληάν Λεμεσόν και ρωτούσαν τους διερχομένους.»
Ιδού όμως που και τα σημερινά φαινόμενα της κακής διαιτησίας υπήρχαν και τότε, στα σπάργανα της ποδοσφαιρικής μας ιστορίας:
«Καθ’ όλον όμως το ματς ο διαιτητής, επροκαλούσε την σιχαμάρα και δημιουργούσε με την μονόπλευρη του στάσι προστριβές μεταξύ των θεατών. Δεν δίδει για μια στιγμή penalty στον Πεζοπορικόν, αλλά φωνάζει «όφφσαϊντ».
Εκτός τούτου, ένα γκολ της ΑΕΛ δεν το ανεγνώρισε και επέμενε πως βγήκε έξω η μπάλα. Ένας παίκτης κτυπά τον Ριαλάν κατά την διάρκειαν του παιγνιδιού χωρίς να τον αποβάλη. Ο ίδιος διαιτητής ύβρισε τους παίκτας μας και τον Γυμναστικόν Παρέα τον οποίον έπιασε από τον λαιμόν σπρώχνοντας τον.
Δεν εσημείωσεν την πληθώραν φάουλς των πεζοπορικών.
Με τας πράξεις μας πρέπει να ανυψώνουμεν παίκτας και θεατάς και όχι να δίδομεν με την αστόχαστη μας μεροληψίαν αφορμή πτώσεως σε επίπεδον ταπεινής ηθικής αντιλήψεως.»
Να πούμε μόνο για την ιστορία πως ο διαιτητής ονομαζόταν Ευρυβιάδης και ήταν εκ Λάρνακας βέβαια…!
«Καφέ αμάν», μια ανεξερεύνητη πτυχή της Ιστορίας μας
Στη μελέτη της ιστορίας αυτής της πόλης υπάρχουν σίγουρα πολλές και άκρως ενδιαφέρουσες στιγμές και πτυχές, εντελώς ανεξερεύνητες ακόμα από τους ιστορικούς ερευνητές της. Πτυχές που άλλες μεν είναι σημαντικές και άλλες ασήμαντες αλλά εξ ίσου ενδιαφέρουσες και σημαδιακές για να κατανοήσουμε και να μάθουμε την ιστορία της. Μιαν από αυτές, θα δούμε με αφορμή ένα δημοσίευμα στην εφημερίδα «ΚΗΡΥΞ» της Λεμεσού ημερομηνίας 26 Νοεμβρίου 1921.

Δεν ξέρω αν κάποιοι ειδικοί μελετητές της μουσικής ιστορίας της πόλης έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα πάνω στο θέμα αυτό, ερευνώντας το και το αγνοώ, αν κάποιος ξέρει κάτι ας μας ενημερώσει κι εμας. Θα είχε ενδιαφέρον να ακούσουμε από αυτούς.
Ιδού λοιπόν το σχετικό δημοσίευμα στην εφημερίδα «Κήρυξ» της Λεμεσού με ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 1921 και με τίτλο: «ΚΑΦΕ ΑΜΑΝ»:
«Δεν είναι δυνατόν να γείνη ένα έλεος δια τα καφέ-αμάν της πόλεως μας, τα οποία αυξάνονται και πληθύνονται από ημέρας εις ημέραν; Τα ουρλιάσματα των άτυχων αυτών καλλιτέχνιδων ως επί το πλείστον ενοχλούσι τους κεντρικωτέρους δρόμους. Και σκεφθήτε την εντύπωσιν, την οποίαν προξενούσι εις ένα ξένον. Μόνον εάν η πόλις εκατοικείτο από Κεμαλικούς θα ήτο δικαιολογημένη τοιαύτη πληθώρα καφέ αμάν με τόσας τραγουδιστρίας να ψάλλουν απαισίως τα χυδαιότερα Τουρκικά άσματα.»
Όσο oλιγόλογο κι αν είναι το δημοσίευμα αυτό άλλο τόσο είναι γεμάτο από πολύτιμες πληροφορίες πάνω στο θέμα. Ας δούμε μερικές από αυτές: Πρώτα-πρώτα είναι προφανής ο σνομπισμός και η περιφρόνηση του αστού συντάκτη του σχολίου αυτού προς την λαϊκή μικρασιάτικη-σμυρναίικη μουσική. Σνομπισμός και περιφρόνηση που υποθέτω να αντικατοπτρίζει το «αστικό» αίσθημα και το κλίμα ενός ψεύτικου καθωσπρεπισμού που επικρατούσε ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της εποχής εκείνης στη πόλη της Λεμεσού και κατά πάσα πιθανότητα και ολόκληρης της Κύπρου. Μιας νεόπλουτης αστικής τάξης που κατά συντριπτική της πλειοψηφία, χρονικά μόλις έβγαινε από τις χωριάτικες καταβολές της, προσπαθώντας έτσι να αποτινάξει από πάνω της τις καταβολές αυτές και να «εξευρωπαϊστεί» ...
Διαπίστωση δεύτερη: παντελής άγνοια της λαϊκής παράδοσης και των βυζαντινών πηγών και καταβολών της σμυρναίικης λαϊκής μουσικής που εκλαμβάνεται ως καθαρά τουρκογενής. Πράγμα άλλωστε που συνέβαινε και στη μητροπολιτική Ελλάδα και για πολλά μάλιστα χρόνια.
Οι λεπτές, πιθανόν παράξενες φωνές των μικρασιάτισσων καλλιτέχνιδων με τους παράξενους φωνητικούς ακροβατισμούς και τα ηχοχρώματα των φωνών τους σε συνδυασμό και με τα ιδιόμορφα και πρωτόγνωρα ακούσματα εκλαμβάνονταν από τους άσχετους τότε στο είδος αυτό λεμεσιανούς παππούδες μας ως… «ουρλιάσματα»!
Τα οποία τους έκαναν μάλιστα να ανησυχούν για την «εντύπωσιν την οποίαν προξενούσιν εις έναν ξένον». Σύνδρομο που το κουβαλάμε μέχρι σήμερα μέσα μας για το «τι θα πουν οι ξένοι, οι τουρίστες», για κάτι που θεωρούμε, « ως μη συμβαδίζον με την... ευρωπαϊκή μας πολιτισμική ολοκλήρωση»!
Μια άλλη διαπίστωση - και απορία ταυτόχρονα - είναι πως, ενώ σύμφωνα με το δημοσίευμα τα «καφέ αμάν» αυξάνονταν και πληθύνονταν μέρα με τη μέρα, τελικά κανένα δεν επιβίωσε στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν.
Μια πιθανή ιστορική εξήγηση είναι πως, αφού βρισκόμαστε πολύ κοντά 1922 και πως μετά ακολούθησε η μικρασιατική καταστροφή και ο ξεριζωμός του μικρασιάτικου ελληνισμού. Ίσως, παρά το γεγονός πως πολλοί από αυτούς ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στη Κύπρο, φαίνεται ότι ο φανατικός εθνικισμός του υπόδουλου κυπριακού ελληνισμού δεν ανεχόταν την συνέχιση ύπαρξης τέτοιου είδους ψυχαγωγίας. Παρά το γεγονός μάλιστα ότι η λαϊκή μας μουσική κυρίως, παράδοση «εμβολιάσθηκε» με τραγούδια που ενώ σήμερα τα θεωρούμε ως καθαρά κυπριακά, αγνοούμε την μικρασιάτικη προέλευση του όπως το υπέροχο, «Γιασεμί στο στήθος σου», το κλασσικό «κυπριακό» «Ρούλλα μου Μαρούλλα μου» και τόσα άλλα…
Όλα αυτά πάντως αποτελούν ένα ενδιαφέρον θέμα για περαιτέρω ιστορική διερεύνηση.
Η Βικτώρ η τραγουδίστρια από την Μικρά Ασία που τραγουδούσε ελληνικά και τούρκικα τραγούδια στη Λεμεσό την δεκαετία του 20
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)