Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Ένα παραμυθένιο ταξίδι


Ένα χρόνο πριν χαράξει ο 20ος  αιώνας, το 1899,  ιδρύεται στην Λεμεσό, ναυτιλιακή επιχείρηση, η «Ατμοπλοΐα Ακτοπλοΐας Κίρζη και Πειθή». Η εταιρεία αυτή ιδιοκτησίας των Νικόλαου Κίρζη από τη Λεμεσό και Αδάμ Πειθή από την Ελλάδα, εκμεταλλευόταν το μικρό ατμόπλοιο ΘΗΡΑ 86 τόνων, σε παράκτιες τακτικές πλόες στη διαδρομή Λεμεσό, Λάρνακα, Πάφο, Λατσί, Καραβοστάσι, Κερύνεια, Καρπασία, Αμμόχωστο, αλλά και με δρομολόγια μέχρι τη Βηρυτό και τις ακτές της Τουρκίας .

 Το σκάφος αυτό που ναυπηγήθηκε στη Χίο και χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως θαλαμηγός του λόρδου Κόρδινερ, μετέφερε επιβάτες και εμπορεύματα.  Η Ατμοπλοΐα Ακτοπλοΐα λειτούργησε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1903.
Σε ένα χαριτωμένο δημοσίευμα της εφημερίδας «Αλήθεια» ημερομηνίας 27 Αυγούστου 1899, ο συντάκτης του, που το υπογράφει ως… «ακούσιος ταξιδιώτης», περιγράφει γλαφυρότατα το, παραμυθένιο για τα δεδομένα της εποχής, παρθενικό ταξίδι του «Θήρα» από τη Λεμεσό στη Λάρνακα και μας πληροφορεί ότι:    
 «Πρίν ή το μικρόν ατμόπλοιον  το πρώτον ανά τας ακτάς της Νήσου ταξείδι του, οι ιδιοκτήται αυτού ηθέλησαν να επικαλεσθώσι τας ευχάς της εκκλησίας επί την επιχείρησιν αυτών. Δια τούτον την 10ην πρωϊνήν ώραν του Σαββάτου οι ιερείς της πόλεως μετά τίνων προσκεκλημένων συνηθροίσθησαν επί του μικρού καταστρώματος της σημαιοστολίστου «Θήρας». 
Μετά το πέρας του αγιασμού, εψάλη εντός της αιθούσης του πλοίου παρετέθησαν υπό των περιποιητικωτάτων πλοιοκτητών εις τους προσκεκλημένους σάνδουϊτς, άτινα κατεβροχθίσθησαν λαιμάργως υπό των προσκεκλημένων ων την όρεξιν είχεν φαίνεται    ακονίσει το λίκνισμα  της  θαλάσσης, έρρευσεν δε άφθονος η μπύρα.
Το αφρώδες ποτόν έλυσεν ως εκ θαύματος τας γλώσσας και αι προπόσεις επικολούθησαν ποιητικαί  και ενθουσιώδεις, υπέρ της επιτυχίας της επιχειρήσεως, υπέρ των ιδιοκτητών, υπέρ του σκάφους, υπέρ της σημαίας, ήτις υπερηφάνως επλατάγιζεν υπέρ τας κεφάλας μας και αντικατωπτρίζετο εις τα γαλανά νερά.
Αλλ’ ο χρόνος  παρήρχετο  και επλησίαζεν ήδη του απόπλου η ώρα. Τινές των προσκεκλημένων είχον ήδη απέλθει, έπρεπε δε εντός ολίγου ν' απέλθωμεν πάντες. Αλλ’ η ευγένεια και η περιποίησις των ιδιοκτητών προέβη τότε μέχρι του σημείου του να μας προσκαλέση όλους μας να συνοδεύσωμεν την «Θήραν» εις το μέχρι Λάρνακος πρώτον ταξείδι της.
Η ιδέα ήτο τόσον ελκυστική, προυτείνετο μετά τόσης αβροφροσύνης  ώστε δεν ηδυνάμεθα επιτέλους ή να υποκύψωμεν. Μερικοί διστάζοντες επείσθησαν ευκόλως, ήρχισε  δε αμέσως η επιθεώρησις της ενδυμασίας μας, εάν ήτο δηλαδή παρουσιάσιμος εις Λάρνακα, διότι ως πρώτος όρος ετέθη  να μείνωμεν όλοι ως ευρισκόμεθα. Και επικολούθησε ταχεία αλλά λεπτομερής εξέτασις παπουτσιών, κολλάρων, υποκαμίσων , λαιμοδετών.
Οι επιθεωρηταί , εύρον εννοείται, άμεμπτα όλα τόσην δ΄ ανέπτυξαν επιχειρημάτων πειστικότητα ώστε και αυτή η απαραίτητος γυναικεία φιλαρέσκεια επείσθη και εύρεν ωραιότατον απλούστατον από τσίτι ποκαμισάκι. Είνε αληθές ότι εις τούτον κατά μέγα μέρος συνέτεινε και η εκ των επιβατών δεσποσύνη Φιλήμονος φαιδρά, χαριέσσα και ανεκτίμητος σύντροφος  ήτις κατεσίγησε πάντα εναπομένοντα ακόμη δισταγμόν θέσασα εις την διάθεσιν των κυριών όλας αυτής τας αποσκευάς.
Και ήδη ο φαιδρός όμιλος των ταξειδιωτών μετά τινων άλλων επιβατών εν οις ο πρόεδρος του επαρχ. Δικαστηρίου   Αμμοχώστου κ. Macaskie, συνηθρoίσθησαν εις το μικρόν κατάστρωσα του ατμοπλοίου περιμένων μετ' ανυπομονησίας την ώραν της αναχωρήσεως.
Τέλος, η άγκυρα ανασπάται βραδέως και το μικρόν βαποράκι εξέρχεται του λιμένος, εγκαινίζον την νέαν γραμμήν, ήτις θα αποβή, ουδεμία αμφιβολία, ευεργετική δια την νήσον. Η Λεμησσός βαθμηδόν απομακρύνεται οποσιθοχωρούσα, προβάλλει καταπράσινον και πυκνόν το παρά την Λεμησσόν ωραιότατον δάσος των χαρουπιών, το προς την Λάρνακα Ακρωτήριον ολονέν πλησιάζει και ημείς εύθυμοι, ευθυμότατοι κατερχόμεθα εις την αίθουσαν όπου ή δεσποσύνη  Φιλήμονος ανακρούει εκλεκτά κομμάτια επί του πιάνου -Διότι το μικροσκοπικόν βαποράκι είχε και πιάνο!-
Κατά το γεύμα, όπερ ύπαρξε ζωηρότατον  νέαι και πάλιν προπόσεις και νέαι ευχαί. Εν τω μεταξύ το ατμόπλοιον διήνυσε το ήμισυ τού δρόμου και το Ζύγι παρέρχεται ταχέως εν απτότω. Ακόμη ολίγη μουσική, τραγούδια επί του καταστρώματος, εύθυμος κουβέντα, καλαμπούρια και να, μακρυά εις το βάθος του κόλπου εξηπλωμένη νωχελώς εν μέσω απειραρίθμων φοινίκων η Σκάλα.
Έχομεν ήδη διέλθει το Κίτι, τον Ττεκκέν και μετ'  ολίγον αγκυροβολούμεν εις τον λιμένα.
Η «Θήρα» απεδείχθη ατμόπλοιον εύπλουν και ταχύτατον, αφού εις τρεις μόνον ώρας και ημίσειαν διήνυσε την χωρίζουσαν τας δύο πόλεις εκ σαράντα θαλασσίων μιλίων απόστασιν.
Και τώρα, αφού συστήσωμεν εις τους θέλοντας να ταξειδεύσωσι τας καλάς αυτάς ιδιότητας της «Θήρας», ή να ευχαριστήσωμεν τους ευγενείς  ιδιοκτήτας αυτής δια τας περιποιήσεις των και να ευχηθώμεν εις αυτούς πάσαν επιτυχίαν εις την  επιχείρησιν αυτών επ’ ωφελεία και αυτών και των συμφερόντων της Νήσου, άτινα αποτελεσματικώς εξυπηρετούνται δια της γραμμής αυτής»


Λεζάντες

Φώτο 1 Άγνωστο ατμόπλοιο ( ίσως το «Θήρα») στη Λεμεσό, σε φωτογραφία της εποχής από τον Φώσκολο.

Φώτο  2 Η παραλία της Λεμεσού την εποχή έκανε το παρθενικό του ταξίδι το «Θήρα»

Φώτο  3 Η Λάρνακα λίγα χρόνια πριν, κατά την άφιξη των Άγγλων στην Κύπρο ( 1878)

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

«Παραθερίζομεν δια να αλητεύσωμεν»…


  
Καλοκαιρινό κι αυτή τη φορά το θέμα μια και βρισκόμαστε για καλα στη καρδιά του καλοκαιριού αλλά όχι στα  ρωμαντικα βραδάκια της Λεμεσού. Θα ανηφορίσουμε στα βουνά, στις πλάτρες και τα άλλα θέρετρα για να δούμε ένα  χαρακτηριστικό της εποχής του δημοσίευμα από την εφημερίδα  της Λεμεσού «ΧΡΟΝΟΣ»  ημερομηνίας 18 Ιουλίου 1930 που υπογράφει  «Ο Περαστικός» στην τακτική του χρονογραφική στήλη «ΕΝΩ Η ΖΩΗ ΠΕΡΝΑ» με τίτλο «ΕΞΟΧΗ».
 Αν λοιπόν σήμερα νοσταλγούμε τον χαμένο ρομαντισμό της δεκαετίας του ’30, κάτι ανάλογο έκαναν και αυτοί της δεκαετίας εκείνης για τις προηγούμενες. Ένα χαριτωμένο και λίγο φουτουριστικό κείμενο μέσα από το οποίο αναδίδεται η νοσταλγία των περασμένων χρόνων . Που νοσταλγεί και αναπολεί τον χαμένο ρομαντισμό της εξοχής με την εισβολή του αυτοκινήτου και των νέων ηθών, προαναγγέλλοντας προφητικά και τι θα γίνει με τον ερχομό του αεροπλάνου!.
Θα ήταν λοιπόν κοινός τόπος να  λέγαμε ότι κάθε γενιά νοσταλγεί τον χαμένο ρομαντισμό της προηγούμενης.  Εμείς τι να πούμε σήμερα;
Ας απολαύσουμε απλώς τα όσα γράφει:
 «Η έννοια της εξοχής εξήλθε πλέον του κύκλου της υγιεινής πλευράς της ζωής και εισήλθε εις τον πολύπλοκον μηχανισμόν μιάς άλλης περιπέτειας. Σπεύδομεν να παραθερίσωμεν όχι τόσον διότι αισθανόμεθα την ανάγκην μιάς δροσερωτέρας ατμόσφαιρας και ενός ανοικτού περιβάλλοντος αλλά μάλλον διά να αλητεύσωμεν, κυνηγούντες την περιπέτειαν εις ένα εντελώς άγνωστον περιβάλλον.
Υπό τοιαύτας προϋποθέσεις η εξοχή κατήντησε εν πεδίον εύκολης εκμεταλλεύσεως. Ο οικογενειάρχης επιζητεί υπό ξένην στέγην ολίγας σταγόνας οικογενειακής ησυχίας, η ώριμος και εν ώρα γάμου ευρισκομένη δεσποινίς  ψάχνει εις το ξένον υλικόν δια την εύρεσιν του λαχειοφόρου νυμφίου και ο νεαρός κύριος έρχεται εις στενήν επαφήν με ξένας ιδιοκτησίας αναζητών απωλεσθέντα κυριαρχικά δικαιώματα.
Όλα αυτά δεν θα συνέβαιναν βεβαίως εάν η εξοχή εσυμβολίζετο και σήμερον όπως εις το παρελθόν, με εν κομμάτι  υψηλού βουνού, εν παχύσκιο δένδρον και μίαν κελαρύζουσαν βρύση.
Αλλά την θέσιν της πρωτογόνου αυτής εικόνος επήρεν ήδη η φουτουριστική σύνθεσις της εξελιγμένης εξοχής, η οποία μυκάται με την σειρήνα ενός μικρού αυτοκινήτου και σε ζαλίζει με την γραμμικήν
τόλμην ενός πίνακος του Πικασσό. Το υψηλό βουνό δεν έμεινε εις την απρόσιτον  θέσιν του διότι ο σύντομος ασφαλτοστρωμένος δρόμος εξηυτέλισε το ύψος του, ενώ το παχύσκιο δένδρο και η κελαρύζουσα βρύση, παρ’ όλον το  ποιητικόν μεγαλείον των, υπέκυψαν εις εν λευκόν δωμάτιον ξενοδοχείου, με μίαν Ευρωπαϊκήν  λεκάνην λουομένην δι’ όλης της ημέρας εις άφθονον ζεστό και κρύο νερό.
Ο φίλος μου ο οποίος αδικαιολογήτως αναπολεί το απέριττον παρελθόν επιρρίπτει όλην την μομφήν επί της ευθηνής μηχανής του αυτοκινήτου, η οποία παρεβίασε το άσυλον των Ολυμπίων Θεών και έθραυσεν όλους τους βωμούς επί των οποίων ανεπαύοντο.
Και δεν έχει άδικον. Άνευ του ευκόλου αυτού μηχανικού μέσου ουδέν θα συντελήτο. Έπρεπε να ευρεθή είς επίγειος θεός, ο οποίος με την ισχυράν γροθιάν του, φθάνουσαν το ύψος εξ χιλιάδων ποδών, να καταρρίψη εκ των βάθρων των τα θεϊκάς προσωπικότητας του Ολύμπου και να στήση την ζεστήν μηχανήν του επί του σύγχρονου βωμού της μηχανικής επιστήμης.
Ο βιομήχανος Φορδ ήλλαξε την όψιν της εξοχής, αν δεν ήλλαξε και την όψιν  του κόσμου. Τα άλλα όλα αποτελούν απλώς φαντασιοπληξίας. Όλοι οι ρωμαντικοί του παρελθόντος ας εκτοξεύσωσι λοιπόν κατ’ αυτού  τας αράς των… ευχόμενοι συνάμα  την σύντομον κατασκευήν του ευθηνού αεροπλάνου του. Δύο ώραι είναι πολλαί δια να συναντήση κανείς τους σπασμένους θεϊκούς βωμούς. Η ενόχλησις αύτη δεν πρέπει να κρατή πλέον του ενός τετάρτου!…»
  




Φώτο 1«Η έννοια της εξοχής εξήλθε πλέον του κύκλου της υγιεινής πλευράς της ζωής και εισήλθε εις τον πολύπλοκον μηχανισμόν μιάς άλλης περιπέτειας.











Φώτο 2 «Σπεύδομεν να παραθερίσωμεν όχι τόσον διότι αισθανόμεθα την ανάγκην μιάς δροσερωτέρας ατμόσφαιρας και ενός ανοικτού περιβάλλοντος αλλά μάλλον διά να αλητεύσωμεν»   









Φώτο 3 & 3Β … « εν λευκόν δωμάτιον ξενοδοχείου, με μίαν Ευρωπαϊκήν  λεκάνην λουομένην δι’ όλης της ημέρας εις άφθονον ζεστό και κρύο νερό»…

Φώτο 4 « Ο βιομήχανος Φορδ ήλλαξε την όψιν της εξοχής, αν δεν ήλλαξε και την όψιν  του κόσμου.»

Φώτο 5 « υψηλό βουνό δεν έμεινε εις την απρόσιτον  θέσιν του διότι ο σύντομος ασφαλτοστρωμένος δρόμος εξηυτέλισε το ύψος του»…



Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Τα ρομαντικά καλοκαιρινά βραδάκια της Λεμεσού



Τα καλοκαιρινά βραδάκια της Λεμεσού ήταν- και παραμένουν πάντα- αισθησιακά, ερωτικά, ρομαντικά…

Με την γλυκιά της  ζέστη (υπερβολική είναι αλήθεια καμιά φορά), ακόμα και με τις υγρές της νύκτες, η Λεμεσός το καλοκαίρι γίνεται ιδιαίτερα ερωτική πόλη. Οι καλοκαιρινές της διασκεδάσεις μοναδικές και ξεχωριστές από κάθε άλλη πόλη. Που αλλάζουν βέβαια  χώρο και τρόπο ανάλογα με τις  δεκαετίες και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Σίγουρα πάντα όμως με τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Τέτοιες λοιπόν  καλοκαιρινές νύκτες ετοιμάζονταν  να ζήσουν οι λεμεσιανοί και στις αρχές τις δεκαετίας του ’30 όπως μαρτυρεί το δημοσίευμα της λεμεσιανής εφημερίδα ς «Αλήθεια» του 1930 που ακολουθεί.
Σε εποχές  δύσκολες από την οικονομική και πολιτική καταπίεση του άγγλου κατακτητή, με τις βαριές φορολογίες και τους ανελεύθερους νόμους που θα καταλήξουν στη λαϊκή αγανάκτηση και εξέγερση  του Οκτώβρη του 1931 εναντίον των αποικιοκρατών, τη γνώστη ως  τα  «Οκτωβριανά».
Μέσα λοιπόν από τις γραμμές του χρονογραφήματος του λεμεσιανού δημοσιογράφου Γεωργίου Ταλιαδώρου-Τέμπλαρ πληροφορούμαστε πως:
«Αρχισεν εις τα ξενύχτηκα κέντρα η τακτική ζωή και κίνησις των ξενύχτηδων.Ολοι οι σπάνιοι Λεμεσιανοί τύποι θ’ αρχίσουν να μαζεύωνται στου ιστορικού και γνωστοτάτου Σουλειμάνη, στου Μεμμέτη, στο Κιτ-Κατ και σε όλα εκείνα τα εύθυμα κέντρα και θα διαλύονται όταν αρχίζουν να βγαίνουν αι πρώτες αχτίνες του ήλιου.
Ο Σουλειμάνης αυτός κατήντησε τύπος παγκοσμίου φήμης. Ερχονται ξένοι και εξέχουσαι μάλιστα  φυσιογνωμίες και ζητούν να επισκεφθούν το ιστορικό και απλό καφενεδάκι του. Δεν θα ξεχάσω το γεγονός που όταν η υπέροχος τραγωδός μας κυρία Μαρίκα Κοτοπούλη επεσκέφθη την πόλιν μας πρώτη εζήτησε να γνωρίση και επισκεφθή τον Σουλειμάνη και το καφενεδάκι του. Αφίνω τώρα τους αμέτρητους άλλους ξένους καλλιτεχνικούς τύπους που  επέρασαν αλησμόνητες καλλιτεχνικές νύκτες.
Ακούστε τι θα έχουμε το καλοκαίρι μας. Δύο θερινούς κινηματογράφους, ένα οπερεττικόν ελληνικόν  θίασον, έναν Τουρκικόν οπερεττικόν θίασον, δύο γκαρακιόζηδες, έναν θίασον ανδρικέλλων και μαργιονεττών. Θα λειτουργούν δε και περί τα 100 εξοχικά κέντρα, μεταξύ των οποίων θα ξεχωρίζουν ως πάντοτε το του Μ.Φούρναρη, τού Πελλόγιαννου και τα δύο του κομεσσαριάτου καφενεία.
Εις τού Φούρναρη θα παίζεται υπό των γνωστών χαρτοπαικτών και των δύο φύλων το απαραίτητο ραμί το οποίον  εκεί επάνω με την δροσιάν του καφενείου και το κρύο  του νερό θα παρατείνεται  όπως και πέρυσι μέχρι των πρωινών ωρών.
Φίλη κυρία ραμίστρια πρώτης γραμμής μας έλεγεν μεθ’όρκου, αν και στους όρκους των γυναικών δεν πρέπει και πολύ πολύ να πιστεύωμεν, ότι πέρυσι διαρκούσης της θερινής περιόδου, έχασεν εις το καφενείον του Φούρναρη Λίρας Αγγλίας 84-19-4 ½ . Εννοείται πως αν θέλετε το πιστεύετε και σεις  και εγώ που το πρωτάκουσα.
Η μικρή αποβάθρα παρά την οικίαν του κ. Χ. Στρίγκου γεμίζει κάθε απόγευμα από μαθητάς και μαθητρίας αι οποίαι εγκατέληψαν την μεγάλην αποβάθρα και περνούν εκεί…ωραία τας απογευματινάς των ώρας…Χωρίς να τους κοιτούν βέβηλα και ενοχλητικά μάτια…
Και έτσι τώρα η μεν μεγάλη αποβάθρα θα μένη για τους μεγάλους, η δε μικρά για τους μικρούς, που ξέρουν καλλίτερα να γλεντούν την ζωήν των…»
Να σημειώσουμε πως «του Σουλεϊμάνη, του Μεμμέτη και το Κιτ-Κατ» ήταν καφενεία στα Κεσσογλούδια και αργότερα στην ονομασθείσα ως Πλατεία Ηρώων. Τα «εξοχικά» κέντρα ήταν στην οδό Γλάδστωνος αφού τότε ο δρόμος αυτός ήταν εκτός πόλεως και… «εξοχικός», του  μεν Φούρναρη, εκεί που σήμερα είναι το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού και το καφενείο του Πελλόγιαννου , λίγο πιο πέρα στην απέναντι πλευρά εκεί που σήμερα είναι  Συνεργατική Τράπεζα. Ο Πελλόγιαννος τύπος μποέμ παλληκαρά έδερνε … άμα χρειαζόταν και κατά προτίμηση άγγλους και τούρκους. Λίγα χρόνια μετά (1939) δημιούργησε  το περιβόητο εξοχικό κέντρο «Ρομάντζο» στο Κομισαριάτο, στη σημερινή Λεοντίου του Α’. Στο Κομισαριάτο βρισκόταν τότε το καφενείο του Τζιώρτζη
Η μικρή αποβάθρα «παρά την οικίαν του Χ.Στρίγκου» ήταν η γνωστότερη ως «αποβάθρα των Φράγκων».

Οι δύο θερινοί κινηματογράφοι που αναφέρει ο Τέμπλαρ ήταν ο κινηματογράφος Κυπριανού και ο κινηματογράφος «Παράδεισος» των αδελφών Γιορδαμλή.
Ένα άλλο δημοσίευμα-διαφήμιση της 9ης Αυγούστου 1930 ( βλέπε σχετική φωτογραφία), διαφήμιζε ότι από την επόμενη στον κινηματογράφο Κυπριανού θα άρχιζε η προβολή της «υπερπαραγωγής του 1930 Χριστίνα με την ωραιότεραν και ενδοξοτέραν καλλιτέχνιδα της οθόνης Ζανέτ Γκαίηνορ.» Παρόλο που η ταινία ήταν ομιλούσα  οι λεμεσιανοί θα την έβλεπαν ως βουβή γιατί ομιλών κινηματογράφος στη Λεμεσό ήλθε δυο  χρόνια μετά από τους αδελφούς Χρυσοχού που εντωμεταξύ νοίκιασαν τον κινηματογράφο του Κυπριανού ονομάζοντας τον «Πανόραμα». Και μια ακόμα μικρή λεπτομέρεια, η ταινία ήταν παραγωγή του 1929 και όχι του 1930 όπως διατείνεται η διαφήμιση.
Αυτά εν ολίγοις από τα πολλά «πράγματα και θαύματα» ( και θεάματα) συνέβαιναν στη μικρή μα τόσο ερωτική μας Λεμεσό των αρχών της δεκαετίας του ’30.
   
Λεζάντες

Φώτο1. Πλατεία Κκεσόγλιδων (μετέπειτα Πλατεία Ηρώων): καφενεία Broadway και Κιτ-κατ
Φώτο 2. Η αποβάθρα των Φράγκων και η οικία Στρίγκου στο βάθος δεξιά
Φώτο 3. Ο δρόμος του Κομισσαριάτου καλούμενος και ως Promenade ( περίπατος)
Φώτο 4. (χωρίς λεζάντα)
Φώτο 5 -6. Αφίσα του έργου «Χριστίνα» και Ζανέτ Γκαίηνορ
Φώτο 7. Μαρίκα Κοτοπούλη, θαμώνας του καφενείου του Σουλεϊμάνη.





Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Ο Καζαντζάκης στη Λεμεσό



Μέρος τρίτο

             Συνέχεια και τέλος του αφιερώματος της επίσκεψης του Νίκου Καζαντζάκη στη Λεμεσό τον Μάιο και Ιούνιο του 1926 με το δεύτερο μέρος του κειμένου του Πάνου σουλιώτη στην εφημερίδα του «Παρατηρητής» της Λεμεσού στις 6 και 13 Μαρτίου 1958 κάτω από τον τίτλο:

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
          Τον προσκάλεσα στο  «Ακταίο» για να πάρουμε  καφέ. Σάν καθήσαμε και από τα πρώτα λόγια πού ανταλλάξαμε, άρχισε να δημιουργήται ανάμεσα μας ατμόσφαιρα οικειότητος που σ' έκαμνε να νοιώθης άνετα και ευχάριστα σα νάχες κοντά σου ένα παληό φίλο κι όχι διάσημο διανοούμενο κι' ανώτερον πνευματικόν άνθρωπο που μόλις και για πρώτη φο­ρά έκαμνες την γνωριμία του. Μου φάνηκε την πρώτη στιγμή που τον αντίκρυσα μεγαλύτερο, απ' ό,τι διεπίστωσα κα­τόπιν, στην ηλικία.  Η μορφή του τον έδειχνε με περισσότερα χρόνια απ' ό,τι στην πραγματικότητα είχε. Σ' αυτό συνέτειναν ίσως τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, το υψηλό αδυνατισμένο ίσως σώμα και το μελαχροινό χρώμα.
Τον ρώτησα τες εντυ­πώσεις του για το νησί μας  που για πρώτη φορά το επισκεπτόταν.
«Είχα αληθινή»,  μούπε, «λα­χτάρα να ρθω και γνωρίσω το νησί της Αφροδίτης.  Αν και λίγες μέρες έχει που βρί­σκομαι εδώ, νοιώθω πως δεν είναι όμοιο με τες γειτονικές και πολύ κον­τινές ακόμη ολοτρόγυρα του χώρες.  Έχει διαφο­ρετικό κλίμα που σ' αυτό ασφαλώς θα οφείλεται και η μεγάλη γονιμότητα της γης του, όπως και η λα­τρεία της Αφροδίτης, θεάς της γονιμότητας».
Τα δάση των χαρου­πιών με τους χωρικούς τρυγητές του μαύρου καρ­πού—ήταν Αύγουστος που είχε έρθει —του πρόσφερναν θέαμα γνωστό και στο νησί του και που το χαιρόταν τώρα για την γνησιότητα του τοπίου και των ανθρώπων. Τον παραξένευε το δάσος των καρποφόρων αυτών δένδρων πούταν ανάμικτα με ελιές και που έμοια­ζαν σαν από τη φύσι δο­σμένα και όχι από ανθρώ­πινο χέρι φυτεμένα. Η παρατήρησί του, πρόσεξα πως περιείχε μιαν πραγ­ματικότητα, γιατί εκείνο που γίνεται στην Κρήτη και γενικά στην Ελλάδα και τες άλλες χώρες, ιδίως με την ελιά που φυτεύε­ται προγραμματισμένα και σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα και κανόνες της δενδροκαλλιεργείας, το ίδιο δεν συνέβαινε ως τότε στον τόπο μας. Τες χα­ρουπιές και τες ελιές, εκτός βέβαια μερικών πο­λύ γέρικων ελιών, φραγκοελιών καλουμένων, που τες φύτεψαν οι Ενετοί και κατοπινά δι' υποχρεω­τικής για ένα διάστημα νομοθεσίας οι Τούρκοι, οι περισσότερες φυτεύτη­καν από τα κοπάδια των κατσικιών και τα πουλιά που τες έσπερναν με τα κόπρανα τους.
Η επιθυμία του ήταν να μπορέση να ξανάρθη και να μείνη περισσότερον καιρό, για να γνωρίση, όπως μούλεγε τον τόπο και τους ανθρώπους του.  Ήξερε προσωπικά από την Αθήνα κατά την φοι­τητική του περίοδο —άρ­χισε σπουδές νομικής και πήρε και δίπλωμα —τον Γιώργο Μαρκίδη, τον γνω­στό ποιητή και επιστή­μονα διανοούμενο πρώην Δήμαρχον Λευκωσίας, που τον αντάμωσε στην Λευ­κωσία και δέχτηκε για μια σχεδόν βδομάδα την φιλοξενία του.
Σε τούτο το μεταξύ συ­νέχιζε ρουφώντας τον καφέ του. Μου φάνηκε πως πιθανό ο καφές που παραγγέλθηκε να μη ήταν στην γεύση και νοστιμάδα όπως θα τον ήθελε και τον ρώτησα πώς τον βρίσκει. Καλός είναι.
Είμαι βέβαιος πως δεν είναι ο καφές που συνηθίζετε. Δεν είναι  κι' εύκολο να βρίσκης όπου πας τες συνήθειες  και τα γούστα σου.
-Σας  ρωτώ  σ' αυτό απάνω γιατί  έχω  υπόψι μιαν σχετικήν περί καφέ χαρακτηριστικήν ιστορία και του  διηγήθηκα το α­κόλουθο περιστατικό: Υ­πάρχει  κάποιος, σε λαϊκό εδώ καφενείο,  γκαρσόνι, πού ποτέ δεν σου κάμνει τον καφέ  που ζητάς, δεν συμμορφώνεται  δηλ. με το γούστο σου, αλλά τον καφέ που, κατά  την ατο­μική του γνώμη, ταιργιάζει  με την φάτσα σου, όπως  λέγει, δηλ. το σουλούπι σου στο όποιο κα­θρεφτίζεται, κατά την γνώ­μη του, ο εσώτερος άν­θρωπος ο χαρακτήρας του πελάτη. Ζητάς, λόχου χάρι,  καφέ με ολίγη  και σου  φέρνει σκέτο η γλυ­κύ και σου δίνει μέτριο. Καμιάν  προσοχή δεν δίνει στες διαμαρτυρήσεις και παρατηρήσεις  του πελάτη, ούτε και  στες απειλές πως θα εγκατάλειψη το καφενείο του. Εμμένει στην άποψι του ψιθυρί­ζοντας κάθε φορά που του γίνεται σχετική παρατήρησι απ' εκείνους που αγνοούν την περίεργη θεω­ρία των περί καφέ αντιλήψεων του: «Είναι αυτή φάτσα για γλυκύ; ο κα­φές του πρέπει ναναι σκέττος.  Αν δεν του αρέσει ας μην ξαναπατήση».
-Μπορεί να φαίνεται η θεωρία του  περίεργη,  μάναι  πολύ κοντά στην πραγματικότητα,  θάθελα, αν διάθετα καιρό, να γνω­ρίσω  αυτόν τον τύπο που πιστεύει στην δυνατότητα ψυχαναλύσεως δια του καφέ.
Την συνομιλία μας διέ­κοψε ένας ασυνήθης θό­ρυβος που προερχόταν από την θάλασσα και την προσοχή του απέ­σπασε η εικόνα μιας μεγάλης αγέλης γλάρων. Τα πουλιά πετούσαν, εκβάλλοντας τους συνήθεις κρωγμούς των, πολύ σιμά στο μέρος, άκρυα του πόντε, που καθόμαστε και προσπάθαγαν με κάθετες βουτιές απάνω στα σιγοκίνητα, απ' το δυτικό αε­ράκι που φυσούσε, κύμματα ν' αρπάξουν όχι ψάρια, αλλά κομμάτια κουλούρια που τους τα πετούσε κά­ποιος γνωστός τύπος ιδιότροπου συμπολίτη μας. Με­ρικά παιδάκια που στεκόντουσαν κάτω στην πα­ραλία προσπάθαγαν  με λάστιχα να σκοτώσουν γλάρους. Ο κύριος που με απλοχεριά και καπρίτσιο, που φαινόταν πως έτρεφε τα πετεινά της θάλασσας, εξοργιζόταν για την εγκληματικότητα των παιδιών τα οποία απειλητικά απόδιωχνε λέγον­τας: «Εγώ προσπαθώ να τα ξεφοβίσω παληόπαιδα και σεις τα σκοτώνετε»;
Οι πιτσιρίκκοι που με τες φοβέρες του τους στε­ρούσε μια χαρά, απαντού­σαν: «Δεν δκιας θκιέ σε μας τα κουλλούρκα τζιαί πετάσσεις τα στους γλάρους; ΄Ηντα σε κόφτει αν τους σκοτώσουμε; Εν δικοί σου τζιαί θυμώνεις; Εν της θάλασσας».
Ό Νίκος με ρώτησε την σημασία του διαλόγου, που δεν  μπόρεσε και  δικαίως να  τον  ερμηνεύση,  όπως βέβαια  θα συνέβαινε  και μ'  ένα Κύπριον  αν τύγχαινε ν ακούση τον ίδιο διάλογο στην κρητική ντοπιολαλιά. Το συμβάν αυτό έδωκε αφορμή να κάμουμε συλλογισμούς για τους αν­θρώπους και τα άλλα πλάσματα της φύσεως. Ο Καζαντζάκης βρήκε πολύ δικαιολογημένες τες αξιώσεις των πιτσιρίκων, πούθελαν κι' αυτοί με τον δικό τους τρόπο να διασκεδάσουν σκοτώνοντας  τους γλάρους που ανήκαν στην θάλασσα όπως   διατείνοντο, όπως πάλι και ο εκκεντρικός κύριος  είχε όλο το δίκαιο να νοιώθη ευχάριστησι προστατεύοντας και διατρέφοντάς τους.
Βρήκαμε όμως πολύ δικαιολογημένην και λογικήν την προβολή απαιτήσεως των παιδιών να ζητούν κι εκείνα μερίδιον των κουλουριών και να θεωρούν άδικο το προς τους γλάρους πέταμα των. Γιατί τα πετεινά του ουρανού μπορούν μόνα και χωρίς την βοήθεια κανενός, πλην εκείνης του  Παντοδυνάμου θεού, να εξεύρουν την τροφή των και ικανοποιήσουν τας  ανάγκας των, ενώ ο άνθρωπος είναι παντελώς ανίκανος να πράξη το ίδιο και το χειρότερο.
Εξαρτάται στο ζήτημα αυτό της οικονομικής επάρκειας, από τον συνάνθρωπο του, από τον οποίον δεν βρίσκει σχεδόν ποτέ κατανόησι και συμπάθεια.
Περιορισθήκαμε να πα­ρακολουθούμε τον διασκεδάζοντα εκκεντρικόν κύριον, ενώ όλη μας η συμπάθεια στρέφονταν στα παιδιά που τα κυττάζαμε και τα θεωρούσαμε την στι­γμή εκείνη ως ένα ζωντανό και ανάγλυφο σύμβολο, της αγωνιζομένης εργα­τιάς, που διεξήγε μιαν ά­νιση πάλη κατά της κεφαλαιοκρατίας - έκτοτε βέ­βαια τα πράγματα, μετά τον δεύτερον ιδίως παγκόσμιο, ριζικά και θεμε­λιακά άλλαξαν υπέρ των εργατών - για την οικονο­μική των επιβίωσι και αποκατάστασι.
Την άλλη μέρα πήγε στην Πάφο προς επίσκεψι του αρχαίου και ξακουστού ναού της θεάς του Κάλλους, Αφροδίτης. Τες εντυπώσεις του από την διαδρομή και επίσκεψί του, τες διάβασαν οι αναγνώστες μας σε προηγούμενη έκδοσι του «Παρατηρητού». Αυτά από τον Φασουλιώτη.
Στις 4 Ιουνίου 1926 ένα μικρό δημοσίευμα στη στήλη «ΖΩΗ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΙΣ» στην εφημερίδα «Χρόνος» της Λεμεσού κάτω από τον τίτλο «ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ»  έλεγε, έτσι απλά, σχεδόν ασήμαντα, πως:
«Δια του τελευταίου Λλόϋδ επέστρεφαν εις Αθήνας αι καλλιτέχνιδες δ. Παπαϊωάννου, δημοσιογράφος δ. Σαμίου και ο Έλλην λόγιος  κ. Ν. Καζαντζάκης.»
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι πρόκειται για τις αδελφές Μαρίκα και Καίτη Παπαϊωάννου,  διάσημες πιανίστριες και αδελφικές φίλες του Καζαντζάκη. Η Μαρίκα έδωσε μάλιστα κατά την εδώ επίσκεψη της ρεσιτάλ πιάνου στο καλλιτεχνικό καφενείο «Ακταίον» της Λεμεσού.
Την Μαρίκα παντρεύτηκε το 1941, ο λεμεσιανός Αιμίλιος Χουρμούζιος που όμως το 1926 δεν βρισκόταν στη Λεμεσό αφού είχε ήδη ένα χρόνο πριν εγκατασταθεί  μόνιμα στην Αθήνα. Την γνώρισε πολύ αργότερα  μέσω του Καζαντζάκη αφού τον Χουρμούζιο με τον οποίον συνδεόταν  επίσης με αδελφική φιλία.

   
Λεζάντες φωτογραφιών:

Φώτο 1 Ο Νίκος Καζαντζάκης με την Ελένη Σαμίου και τις αδελφές Παπαϊωάννου στην Παλαιστίνη το 1926 από όπου ήλθαν στην Κύπρο
Φώτο 2 Γεώργιος Μαρκίδης διανοούμενος και αργότερα Δήμαρχος Λευκωσίας, συμφοιτητής και φίλος του Καζαντζάκη.
Φώτο 3 Ο Καζαντζάκης με τον λεμεσιανό διανοούμενο  Ευγένιο Ζήνων σε εκδρομή στο Τρόοδος.
Φώτο 4 Στο ίδιο σημείο με την προηγουμένη φωτογραφία ποζάρει με τις αδελφές Παπαϊωάννου
Φώτο 5 Το περίφημο καλλιτεχνικό καφενείο Ακταίον όπου η Μαρίκα Παπαϊωάννου έδωσε το ρεσιτάλ πιάνου
Φώτο 6 Χρόνος 4 Ιουνίου 1926

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Ο Καζαντζάκης στη Λεμεσό


Μέρος δεύτερο

           Στο πρώτο μέρος, στην περασμένη έκδοση της «Φωνής της Λεμεσού» είδαμε για τον ερχομό του Νίκου Καζαντζάκη στην Κύπρο και ιδιαίτερα στη Λεμεσό τον Μάιο-Ιουνιο του 1926 από την «αριστερή», ας πούμε, σκοπιά του λεμεσιανού διανοουμένου και ποιητή Γιάννη Λέφκη, όπως την περιγράφει στο βιβλίο του «Οι ρίζες» και μέσα από τις στήλες της σοσιαλιστικής εφημερίδας «Ο Νέος Άνθρωπος»
Στη συνέχεια θα δούμε (σε δύο μέρη) το μεγάλο αυτό γεγονός για τον πολιτισμό της Λεμεσού και της Κύπρου, που όμως πέρασε τότε σχεδόν απαρατήρητο, από τη σκοπιά ενός τέως αριστερού και φανατικού στη συνέχεια αντιαριστερού, διανοούμενου και εκδότη της εφημερίδας «Παρατηρητής», Πάνου Φασουλιώτη.
Στις εκδόσεις της εφημερίδας του ημερομηνίας 6 και 13 Μαρτίου 1958 , λέει κάτω από τον τίτλο:
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Το σημείωμα   αυτό  για τον μεγάλο νεοέλληνα συγγραφέα Νίκο  Καζαντζά­κη, αποτελεί, όπως και  το άλλο πού δημοσίευσα  πριν λίγο καιρό  στον «Παρατηρητή» για τον Νίκο Νικολαΐδη εδάφιο του βιβλίου «Η Λεμεσός».[1] Σ' αυτό, πού ελ­πίζω  πώς σύντομα θα εκδώσω, περιέχονται αφηγήματα,  που θέμα τους έχουν την, πριν μισό αιώνα και πέραν, ζωή της πόλεως μας και του κόσμου της. Τα πρόσωπα πού αναφέ­ρονται είναι πραγματικά και η αφήγηση της δράσεως των ως και τα ποικίλα  συμβάντα και σημαντικά γεγονότα π' ανιστορούνται αληθι­νά κομμάτια, στενά συν­δεμένα  κ'  εξαγόμενα από μια  περίοδο της Ιστορίας της.
Το κάθε αφήγημα είναι αυ­τοτελές και ανεξάρτη­το, όπως άλλωστε και η ζωή και δράσι κάθε ατόμου κι οικογένειας  ενός τόπου, αποτελεί ανεξάρτητη οντότητα, που είναι όμως αναπό­σπαστο στην πραγματι­κότητα τμήμα ενός ομοιογενούς,  όπως στην δική μας περί Λεμεσού περίπτωση και ενιαίου συνόλου, που κινείται στη γη της Λεμεσού, ζει στο Λεμεσιανό περιβάλλον κι' αναπνέει την ίδια ατμόσφαιρα, της Λεμεσού.
Ό άειμν. Νίκος Καζαν­τζάκης είχε επισκεφθεί πριν 32 χρόνια την Κύπρο και τον συνόδευε στο ταξείδι του αυτό και η δεύτερη γυναίκα του Κα Σαμίου[2]. Η πρώτη, ήταν η Γαλά­τεια, συγγράφισσα επίσης και γνωστή σε μας εδώ τότε με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Πετρούλα Ψη­λορείτη. Ο σύζυγος της, ο Νίκος Καζαντζάκης, εί­χε το ίδιο ψευδώνυμο, Ψηλορείτης. Κι' οι δυο συνεργάζονταν στον Νουμά, το επαναστατικό όρ­γανο του δημοτικιστικού αγώνα, που τον διεύθυνε με παρρησία ο τίμιος άνθρωπος και ηρωικός αγωνιστής Ταγκόπουλος.
Οι λιγοστοί φιλολογούντες την εποχή εκείνη στην Λεμεσό και πολύ λιγώτεροι στες άλλες πόλεις, διαβάζαμε με φανατισμό και αγάπη τον Νουμά - διατηρώ ως τώρα με στορ­γή όλους τους τόμους του - κι' αγαπούσαμε κάθε συ­νεργάτη του. Με την καθοδήγησι και ενθάρρυνσι του μ. Μενελάου Φραγκούδη πρωτεργάτη, την ε­ποχή πού αναφέρουμε στην πόλι μας -προηγήθησαν ο Μενάρδος,  ο Νικ. Κλ. Λανίτης και άλλοι - της ιδέας,  διεξαγάγαμεν  και μείς με τον δικό μας τρόπο και τα πενιχρά μας μέσα τον αγώνα και την προπαγάνδα για την διάδοση της δημοτικής. Αλληλογραφούσαμε με τους λογοτέχνες αγωνιστές της Αθήνας και παίρναμε τες καθοδηγήσεις των. Κρατώ ακόμα γράμμα του Ψυχάρη, πού συνώδευε τα βιβλία του μαζί μ' εκείνα του Πάλλη, Τριανταφυλλί­δη και άλλων κορυφαίων δημοτικιστών που μούχε στείλει και στο οποίον με συνέχαιρε για το τόλμη μα και την παλληκαριά μου να βγάζω εφημερίδα γραμμένην στην δημοτι­κή. Εννοούσε τον «Πυρ­σό» πούταν συνάμα και η πρώτη Κυπριακή Σοσιαλιστική εφημερίδα.
Από τον εκεί κύκλο του Νουμά πήρε και το δι­κό μου όνομα. Με ζήτησε άμα έφθασε στην Λεμεσό και κάποιος τον ωδήγησε στο γραφείο μου.
Ήταν ένα Αυγουστιά­τικο, θυμάμαι, δειλινό που μπήκε στο γραφείο μου, που στεγαζόταν τότε σ΄ ένα εκεί κοντά, αντικρύ σχε­δόν του ιστορικού καφε­νείου «Ακταίου» παρά την προκυμαία μικρό μαγαζά­κι, πούναι σήμερα κου­ρείο. Είχε τες ήμερες ε­κείνες σταματήσει, κατό­πιν ενός χρόνου ζωή, την έκδοση του ο «Πα­ρατηρητής» της Α' πε­ριόδου. Εκδιδόταν σε μεγάλο σχήμα και σε δυο γλώσσες, Αγγλικήν και Ελληνικήν, κάθε δεκαπέν­τε μέρες. Ήταν η πρώτη Αγγλοελληνική εφημε­ρίδα της Κύπρου και  έζησε ένα χρόνο και δυο μήνες.  Όταν λέμε Α' περίοδος εννοούμε υπό την ίδια σημερινή επωνυμία. Προηγουμένως εκδιδόταν ο «Πυρσός» που μετονομάστηκε σε  «Παρατηρητής ». Η δεύτερη περίοδος άρ­χισε τον 'Οκτώβρη του 1928 και συνεχίζεται ως τώρα.
 Όπως με χαρά είχα γνωρίσει τον Νίκο Νικολαΐδη, τον Κύπριο λογο­τέχνη, με συγκίνησι και ιδιαίτερη ευχαρίστησι  αντίκρυσα και τον Νίκο Καζαντζάκη, που δεν είχε βέβαια τότε την αίγλη της διεθνούς φήμης των ολί­γων προ του θανάτου του ετών, όπως και κάθε  Έλληνα λογοτέχνη άμα τύγχαινε να ρθή στην πόλι μας. Φορούσε, θυ­μάμαι, ένα γκρίζο ελα­φρό κοστούμι, με ξεχειλι­σμένο, αλά μπάϊρον γιακκά άσπρου ποκαμίσου, που κάλυπτε αρκετό μέρος του πέττου του κοστουμιού του. Στο χέρι κρατούσε μιαν, ακαθαρίστου σχήμα­τος και γκρίζου χρώμα­τος με στίγματα μαύρα, ρεπούμπλικαν, που τα χά­λια της έδειχναν πως σπά­νια θα εκτελούσε τον προορισμόν της ως καλύμματος της κεφαλής του επισκέπτη μου.
Με κύτταξε μ’ ένα επί­μονο διαπεραστικό βλέμμα. Τα μάτια του σπινθήρισαν ανάμεσα στες βαθουλές κόγχες που σκιαζόντανε από πυκνά φρύδια  πούμοιαζαν σαν θαμνοβλάστησι στον γείσο βράχου. Τα σφιχτόδετα χείλη του διέστειλαν ένα συγκρατη­μένο μειδίαμα και αυτοσυστήθηκε: «Νίκος Καζαντζάκης». Με ευχάριστη έκπληξι τούπα: « Ό Ψηλο­ρείτης;»  Κούνησε με μια ελαφρά κίνησι της κεφα­λής και  μειδιώντας πάν­τα, το χέρι λέγοντας σε αργό ύφος: « Έρχομαι», συνέχισε, ενώ καθόταν στη μια από τες δυο καρέκλες που διάθετα στον μι­κρό χώρο, «από την Λάρνακα. Για σάς μου μίλησαν στον Νουμά και ιδιαίτερα σας σύστησε ο Πάργας.» 
 Ήταν ο διευ­θυντής του Αλεξανδρινού λογοτεχνικό περιοδικού «Γράμματα» μ. Στέφανος Πάργας που ποτέ δεν είχα απαντηθεί ούτε και γνωριστεί μαζί του παρά μονάχα με αλληλογραφία. Υπήρξε ειλικρινής ιδεο­λόγος, καλός φίλος και ένθερμος υποστηρικτής, όχι μόνον με λόγια αλ­λά και έμπρακτα με χρη­ματική εισφορά του «Πυρ­σού» και των πρώτων Ιδεαλιστικών, Σοσιαλιστικών μας στην Λεμεσό α­γώνων.
«Ήθελα να δω και τον κ. Φραγκούδη[3]», μούπε. Τον πληροφόρησα ότι έμενε στές Πλάτραις.

Στην επόμενη έκδοση το τρίτο και τελευταίο μέρος 

Φώτο1 Πάνος Φασουλιώτης
Φώτο 2 Ελένη Σαμίου αργότερα Καζαντζάκη
Φώτο 3 Ο «Πυρσός», η πρώτη κυπριακή σοσιαλιστική εφημερίδα.
Φώτο 4 Ο εκδότης της «Αλήθειας» της Λεμεσού και διανοούμενος Μενέλαος Φραγκούδης.
Φώτο 5 Νίκος και Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη


[1] Δυστυχώς το βιβλίο αυτό όχι μόνο δεν εκδόθηκε ποτέ αλλά μέχρι σήμερα τουλάχιστον δεν βρέθηκε πουθενά. Σκόρπια μόνο αποσπάσματα  του βρίσκονται δημοσιευμένα σε κάποιες εκδόσεις του «Παρατηρητή»
[2] Με την Ελένη Σαμίου διατηρούσαν τότε και για πολλά χρόνια δεσμό πριν παντρευτούν, το 1945.
[3] Ο Καζαντζάκης εννοούσε τον σημαντικό λεμεσιανό Μενέλαο Φραγκούδη, διανοούμενο, συγγραφέα δημοσιογράφο  και εκδότη της εφημερίδας «Αλήθεια», φανατικό δημοτικιστή.

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Ο Καζαντζάκης στη Λεμεσό


Έκλεισαν τις μέρες αυτές 86 ακριβώς χρόνια από την πρώτη και μοναδική επίσκεψη στην Κύπρο και τη Λεμεσό, του γίγαντα της παγκόσμιας λογοτεχνίας Νίκου Καζαντζάκη. Την σημαντική αυτή επίσκεψη θα τη δούμε,  σε δυο και ίσως, αν χρειαστεί και σε τρείς συνέχειες, μέσα κυρίως από ένα ενδιαφέρον κείμενο του λογοτέχνη Γιάννη Λέφκη στο βιβλίο του «Οι ρίζες» (σελ. 169) και σε ένα ακόμα πιο ενδιαφέρον δημοσίευμα του λεμεσιανού δημοσιογράφου και εκδότη του «Παρατηρητή» Πάνου Φασουλιώτη στην εφημερίδα του τον Μάρτιο του 1958 κάτω από τον τίτλο «Συνάντηση και γνωριμία μου με τον Νίκο Καζαντζάκη».

Μέρος πρώτο

Η Ιστορία μας αρχίζει με ένα δημοσίευμα στα «ψιλά» μιας μόνο εφημερίδας της Λεμεσού, του «Χρόνου» ημερομηνίας 28 Μαΐου 1926  κάτω από τον τίτλο «Σύντομοι ειδήσεις» που έλεγε πως,
«Αφίχθη εις την πόλιν μας κατόπιν μακράς περιοδείας του ανά την Ανατολήν  ο δημοσιογράφος κ. Νίκος Καζαντζάκης,   συντάκτης    της  γνωστής  μεγάλης Ελληνικής εφημερίδος
«Ελεύθερος Τύπος».
Λέει λοιπόν ο Λέφκης:
«Μόλις μάθαμε τον ερχομό του, σκεφτήκαμε να τον καλέσουμε στο Εργατικό Κέντρο Λεμεσού να μιλήσει στους εργάτες.
Δεν ήτανε ακόμα ο πολύ μεγάλος και ξακουσμένος συγγραφέας που έγινε αργότερα. Είχε όμως πάει στη Ρωσία κι είχε δει και γνωρίσει από κοντά, τον καινούργιο κόσμο που γενιότανε μεσ' από τις στάχτες και τα αίματα της μεγάλης Επανάστασης του Οχτόβρη, της μεγάλης Επανάστασης των αιώνων. Κ έχοντας δει αυτή τη νέα κοσμογονία θα ήτανε σε θέση, καλύτερα απ' όποιον άλλο, να μιλήσει στους εργάτες της Λεμεσού γι' αφτήν.
Του έγινε πρόσκληση από το Εργατικό Κέντρο. Κι εκείνος πρόθυμα δέχτηκε και μίλησε στους συγκεντρωμένους εργάτες.
Στο τέλος της ομιλίας του μια ομάδα κοριτσιών, μ' επικεφαλής την αδερφή του Σκελέα[1], Κλειώ, του πρόσφερε ανθοδέσμη από κόκκινα γαρούφαλλα. Μα καθώς ανάμεσα σ' αφτά, ήτανε κι ένα λίγο κόκκινο - λίγο κίτρινο, εκείνος χαριτολογώντας με νόημα είπε: «απορώ πως σας ξέφυγε αφτό το επαμφοτερίζον».
Σχετικά μ' εκείνη την ομιλία, ο «Νέος Άνθρωπος»[2] της 1/6/1926, έγραφε:   «ύστερα από πρόσκληση της επιτροπής του Εργατικού Κέντρου Λεμεσού επισκέφτηκε προχτές Σάββατο το Εργατικό Κέντρο ο δημοσιογράφος κι ανταποκριτής του «Ελεύθερου Τύπου» της Αθήνας κ. Ν. Καζαντζάκης που για 2 ώρες μίλησε στους εργάτες....
Και στο κατοπινό φύλλο, των 15/6/1926, δημοσίευε κάτω από τον τίτλο « Ένας ξένος», το πιο κάτω κείμενο μου:
-Πήγα κι εγώ στο Κέντρο τη νύχτα που ο κ. Καζαντζάκης ήρθε να μας βρει και να κουβεντιάσει μαζί μας. Είχα αργήσει κιόλας λίγο γιατί τ' αφεντικό μου καβγάδιζε πως τα κέρδη ήτανε λίγα και πως έπρεπε να κοπεί το μεροκάματο. Ήθελε να κόψει απ' το ψωμί μου, για να μεγαλώσει το κέρδος του, ο αλιτήριος!
Μπήκα στο Κέντρο με την καρδιά βαριά σα μολύβι. Σ' όλο το δρόμο συλλογιζόμουνα γιατί τάχα οι άνθρωποι αφτοί να γνιάζουνται περισσότερο για την μπενζίνα του αφτοκινήτου τους παρά για το ψωμί το δικό μας.
Έτσι στενοχωρεμένος που μπήκα, είδα τους συντρόφους μαζεμένους ν' ακούνε τον ξένο που μιλούσε. Στα μάτια τους είδα ζωγραφισμένη τη χαρά. Κάθισα κ εγώ ν' ακούσω. Κι όλο θυμόμουνα την άσκημη γλώσσα του αφεντικού μου. Μα σιγά-σιγά η ομιλία του ξένου, μ' έκανε να ξεχάσω τον καβγά και να προσηλωθώ στα λόγια του. Μιλούσε μ' ενθουσιασμό για τη Ρωσία. Για τη ζωή της εργατιάς. Για την ευτυχία που άρχισε να μπαίνει στα φτωχόσπιτα. Για την αδερφοσύνη και δικαιοσύνη που υπάρχει εκεί πάνω.
Τον κοιτάζω τάρα μέσα στα μάτια. Ψηλός. Λιγνός. Με τ' ανοιχτό πουκάμισο. Και τα κουρασμένα χαραχτηριστικά, που δείχνανε τον άνθρωπο που πολύ σκέφτηκε και πολύ πάλεψε. Μου θύμιζε όση ώρα μιλούσε, κάποιες μορφές που είχα δει μια φορά σε μια ξυλογραφία της Κόλβιτς.
Δεν θυμόμουνα πιο, ούτε το ψωμί, ούτε το αυτοκίνητο.Τα λόγια του ξένου με συνεπέρνανε. Κι ένιωσα την καρδιά μου σα ξαλαφρωμένη.
Κι όλο τον έβλεπα, τον παράξενο αυτόν άνθρωπο, που ήρθε από μακριά να μας φέρει λίγο κουράγιο στα βάσανα μας. Και να μας φυσήξει τον ενθουσιασμό του. Έναν ενθουσιασμό γιομάτο ζωή και νέβρο. Παράξενος άνθρωπος, μα την αλήθεια! Τόσα χρόνια κανένας απ' αφτούς που λένε μορφωμένους και πολύξερους δεν ανέβηκε τη σκάλα για να πει διό καλά λόγια. Και να μας ανοίξει τα στραβά μας. Καμιά φορά, αν μας έβρισκε κανένας απ αφτούς σε καμιά γωνιά του δρόμου, μας έλεγε: είμαι φίλος σας εγώ, έτσι, για να τον ξέρουμε δηλαδή, και να τον θυμόμαστε άμα μας χρειαστεί. Αφτό ήτανε όλο. Άλλη έγνοια δεν είχε για μας. Καρφί δεν του καιγότανε για τη βασανισμένη ζωή μας.
Και νάσου αφτός ο ξένος. Που έρχεται από μακριά Μαθαίνει πως είμαστε εδώ. Και δε χάνει καιρό. Τρέχει να μας δει. Κάτι ξέρει. Κάτι είδε εκεί κάτω που γύριζε στο μεγάλο κόσμο. Και σου λέει, άσκημο δεν είναι να το μάθουνε κι ετούτοι οι δύστυχοι. Θα τους χρειαστεί στη ζωή. Και θα τους δυναμώσει στον αγώνα τους για το ψωμί.
Μα για να το κάνεις αφτό, πρέπει να' σαι άνθρωπος. Κι αφτοί που τους λένε μορφωμένους εδώ κάτω, μπορεί να είναι σοφοί όσο θέλει, μα άνθρωποι δεν είναι. Το δείξανε κιόλας μερικοί που ζητήσανε να εμποδίσουνε, από φιλικό τάχα ενδιαφέρον, τον ξένο, να ρθεί στο Κέντρο. Φοβηθήκανε μη λερωθεί από τα λιγδιασμένα μας ρούχα, και λεκιάσει τα βελούδα τους.
Σ' αφτούς δε χρειάζεται άλλη απάντηση, απ' αφτή που τους έδωσε ο ίδιος: «Όσο πιο μακριά από το φτωχό βρίσκεστε, τόσο λιγότερο άνθρωποι είστε.»

  







Ο διανοούμενος και ποιητής Γιάννης Λέφκης




Στην επόμενη έκδοση η συνέχεια: Ο Πάνος Φασουλιώτης συναντά τον Καζαντζάκη


Λεζάντες
 Φώτο 2 Χρόνος 28 Μαΐου 1926
 Φώτο 3 Κλειώ Χριστοδουλίδη
 Φώτο 4 Το Εργατικό Κέντρο στην οδό Χατζηλοϊζή Μιχαηλίδη όπου έγινε η διάλεξη





[1] Εκ των πρωτεργατών και ιδρυτών του Κ. Κ. Κύπρου.    
[2] Εκφραστικό όργανο του Κ. Κ. Κύπρου

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Το πρώτο οίκημα της ΑΕΛ


Από τις αναμνήσεις του πρώτου κεντρικού κυνηγού της ομάδας Β. Μουστερή

Προς τιμήν της ΑΕΛ, με την ευκαιρία της κατάκτησης του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος  2012,  ξαναφέρνουμε στην επιφάνεια ένα παλιό άρθρο του εκ των πρωτεργατών της ΑΕΛ Βίκτωρα Μουστερή.
Ο Β. Μουστερής υπήρξε εκ των ιδρυτικών μελών της ομάδας αλλά και πρώτος κεντρικός κυνηγός της. Παρόλο που στην ιστορία της ομάδας στην επίσημη ιστοσελίδα τηςΑΕΛ  αναφέρεται ως κεντρικός οπισθοφύλακας, εντούτοις σε δημοσιεύματα των εφημερίδων του 1930-31  όπου περιγράφονται εκτενώς διάφοροι αγώνες της ομάδας από τους πρώτους κιόλας μήνες της δημιουργίας της, ο Μουστερής αναφέρεται ως κεντρικός κυνηγός με σημαντική μάλιστα συμβολή στην επίτευξη σπουδαίων  νικών και αναφέροντας τον ως Μουστερίδη και όχι Μουστερή. Βλέπε για παράδειγμα στην εφημερίδα Χρόνο ημερομηνίας 10 Ιανουαρίου 1931την περιγραφή του αγώνα ΑΕΛ-Πεζοπορικου στη Λάρνακα στον οποίο η ΑΕΛ κατήγαγε συντριπτική νίκη απέναντι σε μια πανίσχυρη ομάδα με 6-1.
Το κείμενο του Μουστερή λέει:
  
« Παρ' όλον ότι το οίκημα βρι­σκόταν στον παραλιακό και κύ­ριο δρόμο, η περιοχή εκεί ήταν ήσυχη χωρίς το θόρυβο και τα καυσαέρια της τροχαίας γιατί τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά και η κυκλοφορία τους πολύ περιο­ρισμένη. Το κοινό μέσο μεταφο­ράς της εποχής ήταν το ποδή­λατο και για τους παραλήδες οι άμαξες, οι λεγόμενες «Βικτωρούδες» και τα «Landau».
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηρι­στικό της περιοχής εκείνης ήταν την εποχή της Άνοιξης, όταν όλη η γύρω περιοχή μοσχοβολούσε κυριολεκτικά από την έντονη και διάχυτη μυρωδιά που σκορπού­σαν τα ανθισμένα λεμονόδεντρα του γειτονικού Δημόσιου Κήπου. Ιδιαίτερα δε τα βράδια με την απόλυτη ησυχία δημιουργείτο μια ατμόσφαιρα ανεπανάληπτη με αρκετή δόση ρομαντισμού.
ΔΥΟ περίπου μήνες μετά την ιστορική συγκέντρωση της 4ης Οκτωβρίου 1930, κατά οποία αποφασίστηκε η ίδρυση της, η ΑΕΛ στεγάστηκε στο ισόγειο της διώροφης κατοικίας του γιατρού Θ. Φράγκου, που βρι­σκόταν στον παραλιακό δρόμο μεταξύ του Γ.Σ.Ο. και του Δημόσιου Κήπου. Μακριά από το κέντρο και τη φασαρία της πόλης, σε μια ήσυχη περιοχή κοντά στη θάλασσα, που γειτ­νίαζε με τα ανατολικά όρια της μικρής τότε σε έκταση Λεμεσού, που είχε πληθυσμό 15,000 περίπου κατοίκους. Ήταν ένα μικρό οίκημα με πέντε δωμάτια που ήταν αρκετά τότε για τις περιορι­σμένες απαιτήσεις και ανάγκες του νεοϊδρυ­θέντος σωματείου, του οποίου τα μέλη μόλις ξεπερνούσαν τα 30.
Στο έμπα ήταν μια σχετικά μεγάλη αίθουσα (σάλα) κατάλληλα επιπλωμένη που χρησίμευε ως καθιστικό. Στη μέση ένα μπιλιάρδο και στους τοίχους ήταν αναρτημένες γυάλινες πινακίδες με μπλε φόντο και κίτρινα γράμματα (τα χρώ­ματα της ΑΕΛ), με διάφορα ρητά, όπως «Νους υγιής εν σώματι υγιή», «Όταν το θάρ­ρος χαθή το πάν εχάθη», «Ο αθλητής πρέ­πει να είναι σεμνός εις την νίκην και γεν­ναίος εις την ήτταν», «Η ευγένεια δεν στοι­χίζει τίποτε και αγοράζει τα πάντα», κ.α.
Στη συνέχεια ήταν ένα μικρό χωλ που οδηγούσε δεξιά στο δωμάτιο επιτραπέζιας αντισφαίρισης και αριστερά στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δ.Σ. Πιο μέσα ήταν το δωμάτιο που χρησίμευε ως αποδυτήρια (το Γ.Σ.Ο. βρισκόταν σε μόνο λίγα μέτρα από­σταση), στο οποίο είχαν τοποθετηθεί μόνο πάγκοι χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό και ντους, γιατί ο κάθε ποδοσφαιριστής φρό­ντιζε τον εαυτό του και ήταν υπεύθυνος για την ποδοσφαιρική του εξάρτιση, την οποία μάλιστα έπαιρνε σπίτι του και φρόντιζε για το πλύσιμο και τα αναγκαία μπαλώματα. Μπορεί εκείνο το δωμάτιο να μην υπάρχει πια, συνδέθηκε όμως μαζί μας συναισθη­ματικά με αξέχαστες στιγμές και αρκετές αναμνήσεις, καλές και κακές. Γέλια, χαρές και πανηγύρια ύστερα από κάθε νίκη μας, αλλά καταθλιπτική ατμόσφαιρα, νεκρική σιγή μετά την ήττα. Τέτοιο κλίμα επι­κρατούσε στο μικρό εκείνο χώρο ύστερα από κάθε συνάντηση - ανα­μνήσεις που μπορεί στο χρόνο να ξεθωριάζουν, μα δεν παθαίνουν και η θύ­μηση τους πάντα προκαλεί συγκίνηση...

Στο βάθος του οικήματος ήταν ακόμα ένα δωμάτιο, το οποίο αργότερα, περί τα τέ­λη του 1932, χρησίμευε ως υπνοδωμάτιο για τον αφιχθέντα τότε πρώτο Ελλαδίτη προ­πονητή της ΑΕΛ, Αργύρη Γαβαλά.
Απ' έξω ήταν ένα ευ­ρύχωρο στεγασμένο προ­αύλιο με όργανα γυμνα­στικής για όσους ήθελαν να ασκούνται και στο πίσω μέ­ρος μια μεγάλη αυλή, όπου είχε εγκατασταθεί φιλέ της πετόσφαιρας. Τα μέλη κυ­ριευμένα τότε από μεγάλο ενθουσιασμό με την ίδρυ­ση του νέου σωματείου μαζευόταν κάθε μέ­ρα στο οίκημα, το οποίο έσφυζε κυριολε­κτικά από νεανική ζωντάνια. Άλλοι για κα­φέ και κουβέντα και άλλοι για να ασχολη­θούν με τα διάφορα παιχνίδια, μπιλιάρδο, πιγκπογκ και πετόσφαιρα. Αξιοσημείωτο εί­ναι, ότι αμέσως μετά τη στέγαση της ΑΕΛ, η σχολική εφορία Λεμεσού έδωσε σε μας τους μαθητές την άδεια να συμμετέχουμε αγωνιστικά στις διάφορες αθλητικές της ομάδες (ως τότε απαγορευόταν η συμμε­τοχή μαθητών σε εξωσχολικές ομάδες) και επίσης μας επέτρεψε να συχνάζουμε στο οί­κημα του σωματείου. Η άδεια δόθηκε για δύο λόγους, (α) Η ΑΕΛ με την ίδρυση, και τα ιδρυ­τικά της μέλη με τη συμπεριφορά τους έδει­ξαν ότι ήταν ένα σοβαρό αθλητικό σωματείο με καθαρά αθλητικούς σκοπούς, και ήταν ένα άψογο και πολιτισμένο περιβάλλον μέσα στο οίκημα του σωματείου.
(β) Το άψογο και πολιτισμένο περιβάλ­λον μέσα στο οίκημα του σωματείου. Τόσο το Συμβούλιο όσο και τα λι­γοστά τότε μέλη, τα περισ­σότερα ιδρυτικά, ήταν πρό­σωπα μορφωμένα και με ήθος. Αναφέρω μερικά ονό­ματα: Στ. Πίττας, Κρ. Τορναρίτης, Ν. Σολομωνίδης, Λεύ­κιος Ζήνων, Γ. Λιμνατίτης, Ηρακλής, Γιάγκος, Μιχάλης και Ανδρέας Αραούζος, Μιχ. Ιακωβίδης, Μ. Μαληκίδης, Λ. Χρυσοστομίδης κ.ά., όλοι γνωστά και εκλεκτά μέλη της μικρής Λεμεσιανής κοινωνίας που αποτελούσαν την ελίτ της Λεμεσιανής νεολαίας.
Να θυμηθούμε τώρα και μερικά παράξε­να παιχνίδια τα οποία έπαιζαν κυρίως οι πιο νεαροί. Εκτός από τα συνηθισμένα μπι­λιάρδο, πιγκ πογκ και πετόσφαιρα μερικοί χωρισμένοι σε ομάδες και χρησιμοποιώντας το γήπεδο του βόλεϊ έπαιζαν ένα περίεργο παιχνίδι, το Deck Tennis (παιχνίδι που παί­ζεται στα πλοία), στο οποίο οι παίχτες αντί για μπάλα χρησιμοποιούσαν μια μικρή κουλούρα διαμέτρου 15-20 εκ. από καραβόσχοινο. Άλλοι πάλι διασκέδαζαν με ένα αστείο παιχνίδι δικής μας επινόησης που ονομάζαμε «φυσούνι». Παιζόταν στο τρα­πέζι του πιγκ πογκ, χωρίς δίκτυ βέβαια, από δύο άτομα ή ζεύγη που φυσώντας την πλαστική μπαλίτσα προσπαθούσαν να την περάσουν στην αντίπαλη περιοχή. Σ' αυτό το παράξενο παιχνίδι ξεχώριζε για τα δυ­νατά του πνευμόνια, ο νεαρός τότε και αρ­γότερα Υπουργός Εμπορίου, αείμνηστος Ανδρέας Αραούζος.
Δεν έλειπαν όμως και τα φαιδρά. Σε μια τέτοια περίπτωση πρωταγωνιστής ήταν ο Κρίτων Τορναρίτης, τέως Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος ηλικίας τότε 28 χρόνων, βρισκόταν στα πρώτα στάδια της δικηγορι­κής του σταδιοδρομίας. Ήταν μέλος του πρώ­του Δ.Σ. της ΑΕΛ και τακτικός θαμώνας του σωματείου. Ερχόταν πάντα στο οίκημα με την άμαξα και γνωστός για το χιούμορ του, του άρεσε να φέρει συχνά μαζί του ένα από τους γνωστούς γραφικούς τύπους της Λε­μεσού για να "σπάζει πλάκα". Πότε τον Πόαλο, ένα κακορίζικο και ιδιόρρυθμο τύπο, και πότε τον Μαυρόγιαγκο «τον προφήτη», ο οποίος πουλούσε κάρβουνα και παρ' όλον ότι η όραση του δεν τον βοηθούσε να δια­βάζει, έβλεπε οράματα, έκανε προφητείες και του άρεσε να ρητορεύει και να κάνει πο­λιτικές συζητήσεις. Ο Κριτωνής, λοιπόν, όπως χαϊδευτικά συνήθιζαν να τον αποκα­λούν γνωστοί και φίλοι, μεγάλο "πειραχτή­ρι" τους κούρδιζε και εκείνοι αντιδρώντας με αλλοπρόσαλλα ξεσπάσματα δημιουρ­γούσαν μια ατμόσφαιρα ευφορίας και κε­φιού, που την απολάμβαναν ξεκαρδισμέ­νοι στα γέλια όλοι οι παρευρισκόμενοι.
Αυτή ήταν περίπου μια σύντομη περι­γραφή του πρώτου σπιτιού της ΑΕΛ. Σε σύ­ντομο όμως χρονικό διάστημα, όταν τα μέλη αυξήθηκαν και πλήθαιναν οι αθλητι­κές υποχρεώσεις της ΑΕΛ, ένα πιο μεγά­λο οίκημα ήταν αναγκαίο. Έτσι το σωματείο μεταφέρθηκε και στεγάστηκε στο τρίπατο Κακαθύμη που βρισκόταν στην οδό Αγ. Ανδρέου στο κέντρο της πόλης. Εκείνο το οίκημα έχει συνδεθεί με πολλά και σημα­ντικά γεγονότα που σημάδεψαν την ιστο­ρική πορεία της ΑΕΛ



Λεζάντες:

Φώτο1 .      Βίκτωρ Μουστερής
Φώτο 2.        Το πρώτο οίκημα της ΑΕΛ στο αριστερό άκρο της φωτογραφίας, όπως φαίνεται από την αυλή των Δημοτικών Λουτρών που βρίσκονταν ακριβώς απέναντι από το ΓΣΟ.
Φώτο 3.        Η ταυτότητα με αριθμό 1 ανήκει στον πρώτο τερματοφύλακα της ΑΕΛ Γιώργο Κωνσταντίνου-Πλατσιάρα. Ένα ιστορικό περίεργο προς διερεύνηση: ενώ ως ημερομηνία ίδρυσης της ΑΕΛ θεωρείται ( και επίσημα) η 4η Οκτωβρίου 1930 εντούτοις η ταυτότητα φέρει ημερομηνία 1/7/1930.
Φώτο 4.       Η πρώτη ομάδα της ΑΕΛ το 1930-31
Φώτο 5.       Κρίτων Τορναρίτης  
Φώτο 6.       Σταύρος Πίττας
Φώτο 7.       Λεύκιος Ζήνων
Φώτο 8.       Ανδρέας Αραούζος
Φώτο 9.        Το ιστορικό και εξαιρετικής ομορφιάς τρίπατο Κακαθύμη, που ως το δεύτερο οίκημα της ΑΕΛ την στέγασε για δεκάδες χρόνια, όταν κατεδαφιζόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέσα στη γενική αδιαφορία…