Δευτέρα 12 Απριλίου 2010
Αστροναυτικές ιστορίες στη Λεμεσό του ‘60
Σαν σήμερα, 12 Απριλίου 2010, έκλεισε σχεδόν μισός αιώνας που στις 12 Απριλίου 1961, στις 09:07 ώρα Μόσχας, ο Γιούρι Γκαγκάριν ξεκίνησε για το ιστορικό του ταξίδι μέσα στο Βοστόκ 1. Εικοσπέντε λετπά μετά την εκτόξευση, μπήκε σε μια ελλειπτική τροχιά με απόγειο 302 χιλιόμετρα, περίγειο 175 χιλιόμετρα και περίοδο 89 λεπτά και 34 δευτερόλεπτα, κινούμενος με ταχύτητα 7,61 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο (27.400 χιλιόμετρα ανά ώρα). Ο Γιούρι Γκαγκάριν έγινε έτσι ο πρώτος άνθρωπος που πέταξε στο διάστημα. Ήταν αξιωματικός του τότε κραταιού Σοβιετικού Ερυθρού Στρατού της πάλαι ποτέ κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης.
Όταν το 1961 ο Γκαγκάριν πραγματοποιούσε τον υπεράνθρωπο για την εποχή άθλο του η ανθρωπότητα βρισκόταν για καλά μέσα στο κλίμα του ψυχρού πολέμου μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης και κατ επέκταση μεταξύ των δύο κόσμων του δυτικού και του ανατολικού.
Μέρος λοιπόν της αγωνιώδους τότε κούρσας του διαστήματος ήταν ο συναγωνισμός μεταξύ τους για το ποιος θα κάνει κάτι «πρώτος», προς δόξα των δύο πολιτικοινωνικών συστημάτων.
Οι Σοβιετικοί, περήφανοι για τα επιτεύγματα τους στο διάστημα και διατηρώντας τότε το ελαφρύ προβάδισμα στην κούρσα αυτή του διαστήματος αποκτούσε ταυτόχρονα και το προβάδισμα στη κούρσα των εντυπώσεων, φροντίζοντας να το εξάγουν κιόλας μέσω φιλικών κυβερνήσεων και πολιτικών κινημάτων σ όλο τον κόσμο.
Μέσα στα πλαίσια αυτά η Κύπρος γνώριζε τον Φεβρουάριο του 1962 από κοντά τον πρώτον αυτό ήρωα του διαστήματος αλλά και του σοβιετικού λαού.
Οι υποδοχές και οι τιμές που του έγιναν στη Κύπρο τότε ήταν, θυμάμαι, μεγάλες και ανάλογα εντυπωσιακές .
Μέσα λοιπόν από την εφημερίδα της Λεμεσού «ΧΡΟΝΟΣ» ημερομηνίας 17 Φεβρουάριου 1962, διαβάζουμε σχετικά κάτω από τον τίτλο «ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΓΚΑΓΚΑΡΙΝ» την ακόλουθη είδηση:
« Μεγάλην υποδοχήν επεφύλαξε ολόκληρος η Κύπρος εις τον πρώτον αστροναύτην του κόσμου τον Σοβιετικόν πολίτην Γιούρι Γκαγκάριν. Αι θερμαί και εγκάρδιοι αυταί εκδηλώσεις αι οποίαι έφθανον μέχρι παραληρήματος, ήτο ο δίκαιος φόρος τιμής τον οποίον απένειμε ο πολιτισμένος Κύπριος εις το ηρωικόν κατόρθωμα καΙ επιστημονικό επίτευγμα του σημερινού ανθρώπου , ασχέτως εις ποίαν χώραν ανήκει εις ποίαν φυλήν και ποίαι αι κοινωνικαί ιδεολογικαί κατευθύνσεις του.
Μέσα εις το ήρεμο και αποφασιστικόν βλέμμα τού Ρώσσου αστροναύτου, αντικρίσαμε όλην την αγάπην καί την θέλησιν μιάς μεγάλης χώρας, η οποία δια της κατακτήσεως τού διαστήματος ποθεί να φέρει εις τον κόσμον την αγάπην, την ειρήνην και την συμφιλίωσιν. Το ηκούσαμε αυτό και από το στόμα του, όταν με την απλότητα και την ειλικρίνειαν ενός πραγματικού ήρωος, απαντούσε εις τους θερμούς λόγους με τους οποίους τον προσεφώνησαν. Διότι αν ο Γκαγκάριν, πρώτος μεταξύ εκατομμυρίων ανθρώπων επέταξε εις το διάστημα και προς τον άγνωστον κόσμον του σύμπαντος, η ηρωική αύτη πράξις δεν συμβόλιζε παρά το μεγάλο μήνυμα ενός ισχυρού ανθρώπου προς τον συνάνθρωπον του
Με την πρόοδον και την επιστήμην να ζήσουν όλοι εν ειρήνη και αγάπη, διότι μέσα εις τας δύο αυτάς λέξεις ευρίσκεται όλη η ευπρέπεια και ευτυχία ολόκληρου του κόσμου.»
Βέβαια το επίτευγμα εκείνο του μακαρίτη Καγκάριν ( πέθανε στις 27 Μαρτίου 1968 νέος, μόλις 34 ετών), δεν ήταν παρά το πρώτο βήμα της ξέφρενης κούρσας των πολεμικών εξοπλισμών με τον περιβόητο και πολυδάπανο «πόλεμο των άστρων»…
Φεβρουάριος του 1962 οδός Γλάδστωνος. Η Λεμεσός επιφυλάσσει παλλαϊκή υποδοχή στον πρώτο αστροναύτη του κόσμου.
Παρασκευή 9 Απριλίου 2010
«Το σεβαστόν κοινόν της Λεμεσού όπερ φημίζεται επί φιλομουσία» *
Πράματα και θάματα στη Λεμεσό του 1903
Πράματα και θάματα συνέβαιναν στη μικρή πολίχνη της Λεμεσού των 5-6 χιλιάδων κατοίκων στις ανατολές του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα στα 1903.
Η διασκέδαση και η ψυχαγωγία σήμερα στη Λεμεσό ακολουθεί τους ρυθμούς της σύγχρονης μας ζωής: πληθώρα αγαθών, υπέρ-προσφορά υπέρ-καταναλωτισμός, υπέρ-κορεσμός όλα υπέρ-!
Όμως τα πράγματα δεν ήταν, εννοείται, πάντα έτσι. Οι δυσκολίες της ζωής, η φτώχεια και οι συνέπειες της δεν άφηναν πολλά περιθώρια στη πολυτελή και ακριβή διασκέδαση και ψυχαγωγία.
Ήταν όμως και οι εποχές κατά τις οποίες και η παραμικρή ευκαιρία και η πιο μικρή προσφορά διασκέδασης αποτελούσε γεγονός σημαντικό και οι λεμεσιανοί το εκτιμούσαν ιδιαίτερα. Αν μάλιστα αυτή η προσφορά ψυχαγωγίας ήταν και του τύπου που θα δούμε στο δημοσίευμα, της εφημερίδας «Αλήθεια» του 1903 που ακολουθεί, τότε δεν μιλάμε πλέον μόνο για διασκέδαση και ψυχαγωγία αλλά για πραγματική επανάσταση!
Ιδού λοιπόν τι έλεγε το εν λόγω δημοσίευμα:
«ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΜΠΑΡ «ΣΑΛΑΜΙΣ»
Κείμενον εις την γωνίαν της οδού Μπιλλιάρδου υπό την οικίαν του Κου Γ.Δ.Λανίτη.
Το μοναδικόν κέντρον (passetemps) των Λεμεσιανών
Το κατάστημα τούτο εφωδιασμένον με όλα εν γένει τα μέσα προς ψυχαγωγίαν του κοινού, υπόσχεται να ευχαριστήση καθ’ όλα τους τιμώντας αυτό. Καθαριότης, ποικιλία και καλαισθησία απαράμιλλος.
Επίσης φέρεται εις γνώσιν του κοινού, ότι διάφορα όργανα μουσικά και άλλα θέλουσι τέρπει καθ’ εκάστην δι όλης σχεδόν της ημέρας τους θαμώνας του ιδρύματος μου δωρεάν. Θαυμάσιον φωνογράφον Concert του Edison με τεσσαράκοντα κυλίνδρους θα μεταδίδη εξακολουθητικώς διαφόρους ήχους ορχήστρας ή μπάντας 300 και πλέον οργάνων ως και μονωδίας, διωδίας, τριωδίας των καλλιτέρων αοιδών της Αμερικής και Αγγλίας, επίσης διαφόρους αγορεύσεις, οίον του Γλάδστωνος, Σαλισβούρη και άλλων μετά της μεγαλειτέρας ευκρινείας. Έτερον μέγα Γραμμόφωνον Edison με τεσσαράκοντα δίσκους θα μεταδίδει επίσης διάφορα τεμάχια μουσικά των καλλιτέρων μελοδραμάτων των διασημότερων μουσουργών του κόσμου, οίον Βάγκνερ, Γκουνώ, Βέρδη, Ροσσίνη, Μόζαρτ κλ. Επίσης διαφόρους κωμικάς ομιλίας και κωμικά άσματα εις χορόν.
Μέγα Πολύφωνον αυτόματον παράγον μελωδικάς αρμονίας θ’ αρχίζη να μεταδίδη τους γλυκείς ήχους του άμα ο βουλόμενος ρίψη ½ γρ. Χ. Εντός της επ’ αυτού προς τούτο ευρισκομένης οπής.
Επίσης δια του φιλάθλους θα υπάρχη σκοποβολή δια 5 αρίστων τουφεκίων πεπιεσμένου αέρος ( Air guns). Οι βουλόμενοι θα πληρώνωσι 1/4 γ.χ. δι εκάστην σφαίραν.
Εν τω καταστήματι θα υπάρχη και μέγα γαλλικόν μπιλιάρδον Durand.
Κολακεύομαι να αναφέρω υμίν ότι το Κατάστημα μου θα είναι μοναδικόν εν Κύπρω εις το είδος του και ιδίως συνιστάται δια τας οικογενείας αίτινες θα ευρίσκωσι περιποίησιν και τέρψιν.
Αι τιμαί των ποτών, γλυκισμάτων, αναψυκτικών και λοιπών αι συνήθεις.
Δεν αμφιβάλλομεν ότι το σεβαστόν Κοινόν της Λεμεσού όπερ φημίζεται επί φιλομουσία, θέλει με τιμά εξακολουθητικώς δια της παρουσίας τους καθ’ όσον μάλιστα, ως προελέχθη δεν θα επιφορτίζηται με έξοδα περισσότερα των συνήθων και θα έχη την μεγίστην τέρψιν εκ της ακροάσεως τόσον μουσικών οργάνων.
Τα εγκαίνια του Καταστήματος μου θα τελεσθώσιν εν αυτώ μετά την θείαν λειτουργίαν την Κυριακήν της 22ας τρέχοντος , οπότε και θα προσφερθώσιν εις τους επισκέπτας διάφορα αναψυκτικά δωρεάν.
Εκατόν και κάτι μόλις μόνο χρόνια πριν.
* Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο μου "Παράθυρο στο χθες"
Πράματα και θάματα συνέβαιναν στη μικρή πολίχνη της Λεμεσού των 5-6 χιλιάδων κατοίκων στις ανατολές του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα στα 1903.
Η διασκέδαση και η ψυχαγωγία σήμερα στη Λεμεσό ακολουθεί τους ρυθμούς της σύγχρονης μας ζωής: πληθώρα αγαθών, υπέρ-προσφορά υπέρ-καταναλωτισμός, υπέρ-κορεσμός όλα υπέρ-!
Όμως τα πράγματα δεν ήταν, εννοείται, πάντα έτσι. Οι δυσκολίες της ζωής, η φτώχεια και οι συνέπειες της δεν άφηναν πολλά περιθώρια στη πολυτελή και ακριβή διασκέδαση και ψυχαγωγία.
Ήταν όμως και οι εποχές κατά τις οποίες και η παραμικρή ευκαιρία και η πιο μικρή προσφορά διασκέδασης αποτελούσε γεγονός σημαντικό και οι λεμεσιανοί το εκτιμούσαν ιδιαίτερα. Αν μάλιστα αυτή η προσφορά ψυχαγωγίας ήταν και του τύπου που θα δούμε στο δημοσίευμα, της εφημερίδας «Αλήθεια» του 1903 που ακολουθεί, τότε δεν μιλάμε πλέον μόνο για διασκέδαση και ψυχαγωγία αλλά για πραγματική επανάσταση!
Ιδού λοιπόν τι έλεγε το εν λόγω δημοσίευμα:
«ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΜΠΑΡ «ΣΑΛΑΜΙΣ»
Κείμενον εις την γωνίαν της οδού Μπιλλιάρδου υπό την οικίαν του Κου Γ.Δ.Λανίτη.
Το μοναδικόν κέντρον (passetemps) των Λεμεσιανών
Το κατάστημα τούτο εφωδιασμένον με όλα εν γένει τα μέσα προς ψυχαγωγίαν του κοινού, υπόσχεται να ευχαριστήση καθ’ όλα τους τιμώντας αυτό. Καθαριότης, ποικιλία και καλαισθησία απαράμιλλος.
Επίσης φέρεται εις γνώσιν του κοινού, ότι διάφορα όργανα μουσικά και άλλα θέλουσι τέρπει καθ’ εκάστην δι όλης σχεδόν της ημέρας τους θαμώνας του ιδρύματος μου δωρεάν. Θαυμάσιον φωνογράφον Concert του Edison με τεσσαράκοντα κυλίνδρους θα μεταδίδη εξακολουθητικώς διαφόρους ήχους ορχήστρας ή μπάντας 300 και πλέον οργάνων ως και μονωδίας, διωδίας, τριωδίας των καλλιτέρων αοιδών της Αμερικής και Αγγλίας, επίσης διαφόρους αγορεύσεις, οίον του Γλάδστωνος, Σαλισβούρη και άλλων μετά της μεγαλειτέρας ευκρινείας. Έτερον μέγα Γραμμόφωνον Edison με τεσσαράκοντα δίσκους θα μεταδίδει επίσης διάφορα τεμάχια μουσικά των καλλιτέρων μελοδραμάτων των διασημότερων μουσουργών του κόσμου, οίον Βάγκνερ, Γκουνώ, Βέρδη, Ροσσίνη, Μόζαρτ κλ. Επίσης διαφόρους κωμικάς ομιλίας και κωμικά άσματα εις χορόν.
Μέγα Πολύφωνον αυτόματον παράγον μελωδικάς αρμονίας θ’ αρχίζη να μεταδίδη τους γλυκείς ήχους του άμα ο βουλόμενος ρίψη ½ γρ. Χ. Εντός της επ’ αυτού προς τούτο ευρισκομένης οπής.
Επίσης δια του φιλάθλους θα υπάρχη σκοποβολή δια 5 αρίστων τουφεκίων πεπιεσμένου αέρος ( Air guns). Οι βουλόμενοι θα πληρώνωσι 1/4 γ.χ. δι εκάστην σφαίραν.
Εν τω καταστήματι θα υπάρχη και μέγα γαλλικόν μπιλιάρδον Durand.
Κολακεύομαι να αναφέρω υμίν ότι το Κατάστημα μου θα είναι μοναδικόν εν Κύπρω εις το είδος του και ιδίως συνιστάται δια τας οικογενείας αίτινες θα ευρίσκωσι περιποίησιν και τέρψιν.
Αι τιμαί των ποτών, γλυκισμάτων, αναψυκτικών και λοιπών αι συνήθεις.
Δεν αμφιβάλλομεν ότι το σεβαστόν Κοινόν της Λεμεσού όπερ φημίζεται επί φιλομουσία, θέλει με τιμά εξακολουθητικώς δια της παρουσίας τους καθ’ όσον μάλιστα, ως προελέχθη δεν θα επιφορτίζηται με έξοδα περισσότερα των συνήθων και θα έχη την μεγίστην τέρψιν εκ της ακροάσεως τόσον μουσικών οργάνων.
Κ.Ν.ΙΑΣΟΝΙΔΗΣ
Διευθυντής και Ιδιοκτήτης. Εν Λεμεσώ τη 12 Μαρτίου 1903.»
Έχουμε λοιπόν άδικο να μιλούμε για «πράματα και θάματα» και για «επανάσταση» στην ψυχαγωγία; Με τα δεδομένα της εποχής βέβαια…Εκατόν και κάτι μόλις μόνο χρόνια πριν.
* Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο μου "Παράθυρο στο χθες"
Ονούφριος Ιασονίδης του Ιωάννου 1846-1916*
Ο Ιασονίδης εγεννήθη εις την Λεμεσόν το 1846, ανήκων εις μία τα πρώτα φερόντων οικογενειών της Λεμεσού. Ο πατέρας του Ιωάννης Ιασονίδης, 1802-1865 εξέχων πολίτης της Λεμεσού, ήτο εκ των μεγαλεμπόρων της εποχής, ασχολείτο με το εξαγωγικό εμπόριο ιδίως κρασιών και κουμανταρίας, με διάφορες Ευρω¬παϊκές χώρες. Ο τελευταίος μάλιστα ήτο υιός του Ονούφριου Ιασονίδη ή Γιασίνογλου καρατομηθέντος μετά των άλλων προκρίτων ως και Αρχιερέων της Κύ-πρου κατά τον αιματηρό Ιούλιο του 1821, και της Χριστίνης εξαδέλφης του Εθνομάρτυρος Κυπριανού. Ήτο αυτουνού το μαρμάρινο γλυπτό ταφικό μνημείο, ένας υπέροχος αετός με ανοικτές τες φτερούγες, που εκοσμούσε άλλοτε τον περίβολο του ναού της Αγίας Νάπας, του γνωστού ως κοιμητηρίου των προυχό¬ντων της πόλεως. Φαντασθείτε ότι αυτό το αριστούργημα βρέθηκαν χέρια Αρχιερέως -όχι του νυν μητροπολίτου Λεμεσού- που το μετέφεραν εις την κατοικία του προς καλλωπισμόν! Όσον αφορά δε το επώνυμον Γιασίνογλου, δηλοί ότι δεν είναι κυπριακής προελεύσεως, απαντάτε κυρίως εις τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, ιδίως εις την Καππαδοκίαν και Πόντο. Μητέρα του Ιασονίδη ήτο η Ελένη 1819-1900 θυγατέρα της Μαρίνας Κωνσταντίνου Γεωργαλλή Πετσοπούλη ή Γεωργιάδη, η οποία ήτο αδελφή των μεγάλων αδελφών Θησέων, Κυπριανού, Νικολάου και Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου, που διεδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο και διεξήγαν αμέτρητους αγώνες προς όλες τις κατευθύνσεις διά την ελευθερίαν της σκλαβωμένης πατρίδος των Κύπρου. Οι Θησείς ήσαν από τον πατέρα τους, παπά Σάββα τον μετέπειτα Οικονόμον, ανεψιοί του Εθνομάρτυρος Κυπριανού. Η μητέρα του Ελένη ήτο η μονα-δική αδελφή του Γεωργίου Ακάμα 1818-1890. Ο Ονούφριος είχε δύο αδελφές: Την Ολυμπιάδα 1849-1932, σύζυγον του διαπρεπούς νομικού Θεοδώρου Μ. Περιστιάνη 1836-1891 και την Χριστίνην 1844-1900 σύζυγον του Ιωάννου Π.Π. Βοντιτσιάνου 1838-1919, προξενικού πράκτορος της Ρωσίας και Γερμανίας εις την Λεμεσόν όπου έζη. Πάντως, αξίζει να ειπωθεί πως με τους συγγενείς του ποτέ δεν διετήρει καλές σχέσεις. Απλώς τους αγνοούσε, τους ενθυμόταν μόνον κατά τη διεξαγωγή των συχνών δικαστικών αγώνων που είχε μαζί τους, επί περιουσιακών ζητημάτων.
Έχοντας ο Ιασονίδης αυτό το οικογενειακό υπόβαθρο, δεν μπορούσε παρά να τύχει και της αναλόγου επιμελούς μορφώσεως, πράγμα σπάνιο διά την εποχήν εκείνην και προνόμιον των ελαχίστων. Εσπούδασεν εις Αθήνας και Παρισίους φιλολογίαν και εις το Pembroke College της Οξφόρδης νομικάς και πολιτικάς επιστήμας. Προφανώς εις μία από τις πόλεις που έζησε τα φοιτητικά του χρόνια εκαλλιέργησε το έμφυτο ταλέντο που είχε της ζωγραφικής. Γιατί αργότερα είχε αξιώσεις ζωγράφου και μάλιστα καλού. Και διατί όχι, αφού ελάμβανε μέρος εις τις Ομαδικές Εκθέσεις του τότε «Παρνασσού».
Κατά την περίοδο που ήτο φοιτητής εις την Οξφόρδη, εχρησίμευσεν ως το διάμεσο της επικοινωνίας των Κυπρίων με την Αντιπολίτευση του Φιλελευθέρου Κόμματος του Γλάδστωνος. Ενώ ο ευρισκόμενος εις Λονδίνον Κύπριος Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Μυριανθεύς 1838-1898 πρωθιερεύς της εν Λονδίνο ελληνικής εκκλησίας του Σωτήρος μετά Αγίας Σοφίας, ηρνήθη λόγω διαφορετικού σκεπτικού ως προς τον καλύτερον τρόπον διά να επιτύχει η Κύπρος σημαντικές ελευθερίες, όταν οι αδιάλλακτοι προσεπάθησαν να τον εμπλέξουν. Έτσι ο Ιασονίδης επαρέμεινε ο μοναδικός πόλος επαφής με την Αγγλική αντιπολίτευση. Κατ' αυτόν τον τρόπον εγνώρισε από κοντά τους αριστείς της Αγγλικής πολιτικής, και κοινωνίας.
Ενεργοποιήθηκε εις αυτό τον ρόλο εκ μέρους της πρώτης ομάδος της Κυπριακής Αντιπολιτεύσεως, κατά τους πρώτους χρόνους της Αγγλικής κατοχής της Κύπρου, που απαρτιζόταν από τους αδιάλλακτους εθνικιστές: Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανό Οικονομίδη 1833-1886, τον ιδρυτή και εκδότη της εφ. «Αλήθεια», Αριστοτέλη Παλαιολόγο 1852-1915 και τον Σχολάρχη Ανδρέα Θεμιστοκλέους 1843-1918, ιδιαιτέρως από τους δύο πρώτους και με επιδοκιμασία του τρίτου. Οι εθνικιστές επίστευαν πως πολλές συνταγματικές ελευθερίες διά την Κύπρο θα ημπορούσαν να επιτύχουν, εάν εδραστηριοποιούσαν σωστά την Αντιπολίτευση της Αγγλίας, εφοδιάζοντας την με διάφορα γεγονότα και αριθμούς μέσω του Ιασονίδη. Σ' αυτό του τον ρόλον υπήρξε μοναδικός. Τους επροσκαλούσε και αυτοί με την σειρά τους τού το ανταπέδιδαν σε πρόγευμα κυρίως εις το ξενοδοχείο Ράντολφ της Οξφόρδης, το και σήμερον υπάρχον. Έτσι και οι δύο πλευρές ημπορούσαν να πάρουν περισσότερες πληροφορίες, από πρώτο χέρι.
Προσωπικά πιστεύω, κατόπιν ενδελεχούς μελέτης των επιστολών, όταν ο Ιασονίδης ηναγκάσθη με την φόραν των γεγονότων που πήραν να τις δημοσιεύσει. Οι επιστολές εδημοσιεύθηκαν εις 16 συνέχειες εις την εφ. «Εφημερίς του Λαού» 29) 11.9.1909 - 6) 19.2.1910-ότι ο ίδιος ο Ιασονίδης κατά τας διαφόρους αυτάς συναντήσεις προς επίδοσιν των επιστολών καθώς και επαφών που είχε μετά των σημαινόντων Άγγλων της Αντιπολιτεύσεως επετέλεσε τεράστιον έργον και ότι ο Συνταγματικός χάρτης ή ελευθερίες που επέτυχε η Κύπρος οφειλόταν κυρίως εις τας προσπάθειας και επαφάς που είχε. Οι Άγγλοι απεδείχθη εκ των πραγμάτων ότι τον εκτιμούσαν υπέρμετρα, πράγμα όχι και τόσο εύκολο όταν γνωρίζει κανείς τον αγγλικό τρόπο του σκέπτεσθαι.
Το πόσο ο Ιασονίδης εταυτίσθη με την αγγλική νοοτροπία ιδίως της ανωτέρας τάξεως, χαρακτηριστικό είναι το εξής γεγονός: Ενοικίασε τον Πύργο των Ναϊτών εις το Κολόσσι καθώς και την γύρω περιοχή που ανήκε εις Τούρκο πασά που διέμενεν εις την Αίγυπτον, διά κυνήγι αλεπούδων. Εστάλησαν προσκλήσεις προς τους επισήμους Άγγλους εν Αγγλία για να λάβουν μέρος εις το κυνήγι. Το κυνήγι όμως δεν έγινε ποτέ, διότι οι επίσημοι συνεχώς ανέβαλλον τον ερχομό τους εις την Κύπρο, προφανώς λόγω αποστάσεως και ελλείψεως τακτικών μέσων συγκοινωνίας. Σαν πραγματικοί ευπατρίδαι απλώς μετέθεταν την ημερομηνίαν, προς ευχαρίστησιν του Ιασονίδη.
Δυστυχώς διά τον Ιασονίδη, μια άλλη ομάδα διαφορετικά σκεπτόμενων Κυπρίων που εδιεκδικούσε να προσκομίσει δάφνες, επίστευε πως διά άλλης καλυτέρας οδού έπρεπε να αναζητήσει και επιτύχει η Κύπρος σημαντικές ελευθερίες, όπως ήταν η αποστολή Πρεσβείας εις το Λονδίνο το 1889 υπό τον Αρχιεπίσκοπον Σωφρόνιον Γ' 1825-1900 και με συμμετοχή των Θεοδώρου Μ. Περιστιάνη 1836-1891 (γαμβρού επ' αδελφή του Ιασονίδη), Πασχάλη Κωνσταντινίδη 1840-1937 και Αχιλλέως Λιασίδη 1850-1924. Επίστευαν ακράδαντα πως ό,τι επέτυχε η Κύπρος, δεν ήταν από τις προσπάθειες του Ιασονίδη, αλλά από τις ιδικές τους, δηλαδή της Πρεσβείας. Αδίκησαν πραγματικά τον Ιασονίδη, φάνηκαν ομολογουμένως μικρόψυχοι, πράγμα που τον επλήγωσε αφάνταστα. Πιστεύω πως η κατο¬πινή απέχθεια που ανέπτυξε προς τους ανθρώπους έχει εδώ τις ρίζες. Ήταν τρομερά ευαίσθητος. Ίσως ήτο κάτι που δεν διείδαν οι αντίπαλοι του. Έγινε από τότε αγρίμι.
Και τώρα μια άλλη εικόνα μετά την πρώτη μοιραία σύγκρουση του Ιασονίδη μετά της μερίδος των διαφορετικά σκεπτόμενων Κυπρίων, κυρίως του Δημάρχου Λευκωσίας Αχιλλέως Λιασίδη 1850-1924 και του εκφραστικού του οργάνου, της ιδικής του εφ. «Πατρίς». Θα προσπαθήσω να σας σκιαγραφήσω την εικόνα της τριωρόφου οικίας του Ιασονίδη με τη σιδερένια καγκελόπορτα, που οδηγού¬σε προς την πέτρινη εξωτερική σκάλα. Η είσοδος ήτο από την οδό Ελένης Παλαιολογίνας. Ο κάθε όροφος εσυγκοινωνούσε με την πέτρινη εξωτερική σκάλα που ετελείωνε εις τον τρίτο όροφο. Η περιγραφή γίνεται με βάση στοιχεία που μου παρεχώρησεν προ ετών ο μ. φίλος ιστοριοδίφης -ερευνητής Αντώνης Ιντιάνος 1899-1968. Εκεί εις τον τελευταίο όροφο εγκατέστησε το στούντιο μακρυά από τους ανθρώπους. Κατά καιρούς τον επισκεπτόταν ο ποιητής Γλαύκος Αλιθέρσης 1897-1965. Ο Αλιθέρσης εχρησίμευε κατά καιρούς ως μοντέλο του Ιασονίδη. Πολλές δε φορές Ιντιάνος-Αλιθέρσης μαζί επήγαιναν διά να δουν τον Ιασονίδη.
Εις το ισόγειον της τριωρόφου οικίας του, ο Ιασονίδης εγκατέστησε τυπογραφείον και λιθογραφείον, ενώ εις τον τελευταίον όροφον εγκατέστησε ένα τεράστιον τηλεσκόπιον διά να κάνει τις κοσμογονικές του παρατηρήσεις. Μετά τον θάνατον του το τηλεσκόπιον εδωρήθη εις το Ελληνικόν Γυμνάσιον Λεμεσού. Εκτός από το τηλεσκόπιον μετέφερε εκεί την πλουσιωτάτην βιβλιοθήκην του από σπάνιες παλαιές εκδόσεις, που και αυτές επωλήθησαν μετά τον θάνατον του ως χάρτης περιτυλίγματος των αποικιακών μαγαζιών. Εγκατέστηκε επίσης τις πολύτιμες συλλογές των πορσελάνων που ιδιαιτέρως αγαπούσε, ιδικών του ζωγραφικών πινάκων, όπως και ξένων ζωγράφων. Ιδιαίτερα τον ευχαριστούσε το πορ¬τραίτο από λάδι που του εφιλοτέχνησε ο Καλύμνιος ζωγράφος και καθηγητής εις την Ελληνική Σχολή Λεμεσού Μιχαήλ Κουφός το 1898 όταν ήταν Βουλευτής.
Το πορτραίτο μετά τον θάνατον του απωλέσθη. Ευτυχώς που ο Ιασονίδης επέτρεψε εις τον Ιντιάνο να το φωτογραφίσει όταν ευρίσκετο εν ζωή.
Μετέτρεψε την κατοικία του εις το κατεξοχήν φιλολογικό σαλόνι της Λεμεσού. Συχνότατα μέσω του Τύπου προσεκάλει τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και τους απάγγελε ιδικάς του μεταφράσεις των σοννέτων του Σαίξπηρ και ποιήματα του Μπάυρον. Μιά άλλη προσφορά του εις την ιδιαιτέραν του πόλιν ήτο ότι εδίδαξε αμισθί την αγγλική εις την Ελληνική Σχολή Λεμεσού.
Το 1884 ο Ιασονίδης διορίζεται ως Έλλην μεταφραστής και διερμηνεύς του Νομοθετικού Συμβουλίου Κύπρου. Η αποδοχή όμως της θέσεως αυτής εστάθη η αιτία να ερμηνευθεί από τους παλαιούς του φίλους τους αδιάλλακτους εθνικιστές Αριστοτέλη Παλαιολόγο και Ανδρέα Θεμιστοκλέους ως αντεθνική ενέργεια, με αποτέλεσμα να χειροδικήσει εναντίον του πρώτου, όταν ο δεύτερος προσεπάθησε να υπερασπίσει τον Παλαιολόγο, ο Ιασονίδης εξήγαγεν ρεβόλβερ και επυροβόλησεν ανεπιτυχώς κατ' αυτών. Εν αναμονή της εκδικάσεως της υποθέσεως του αφέθη ελεύθερος επί εγγυήσει κατορθώσας όμως να αποδράσει εις την Ελλάδα.
Εις τας Αθήνας εγνωρίσθη με τους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους, έγινε μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός ή της Μικράς Ακαδημίας όπως εθωρείτο τότε. Από του βήματος του Παρνασσού έδιδε διαλέξεις και απήγγελλε ποιήματα του. Έλαβε μέρος και εις την Α' Καλλιτεχνικήν Έκθεσιν εις τας αίθουσας του Συλλόγου τον Απρίλιον του 1885. Εις το «Χρονικόν του Παρνασσού» δίδεται μεταξύ άλλων η εξής χαρακτηριστική περιγραφή:
«Η Έκθεσις ενεκαινιάσθη εις το κατάστημα του Συλλόγου την 21η Απριλίου 1885, περιελήφθησαν δε εν αυτή έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, ξυλογραφίας, χαλκογραφίας και σχεδιαγράμματα αρχιτεκτονικής. Από τον κατάλογον της εκθέσεως «τιμώμενον λεπτά 10» πληροφορύμεθα ότι μεταξύ των εκθετών ήσαν οι Νικόλαος Ξυδιάς, Γιαλλινάς, Ν. Βώκος, Γεώργιος Ροϊλός, Νικόλαος Γύζης, Αλεξ. Φιλαδελφέας, Β. Κοντόπουλος, Θ. Αντωνιάδης, Θ. Βελούδιος, Μαρία Αμοιραδάκη, Έφη Χατζηλαζάρου, Γ. Παπαγιάννης, Λαζ. Σώχος, Εμμ. Προσαλέντης, Ν. Σπανδωνής, Θ. Άννινος, Μαρία Σκούφου, Γ. Ρόδιος, Α. Σκόκος, Γ. Λεμπέσης, Νέστωρ Βαρβέρης, Ονούφριος Ιασονίδης και ο κατάλογος συνεχίζεται παραθέτοντας και άλλα ονόματα εκθετών».
Λόγου δε γενομένου περί της ζωγραφικής του Ιασονίδη, πιστεύω πως ζωγράφος ήταν. Εκείνο που ενοχλούσε ήταν η βραδύτης που εκινείτο αναφορικά με την εκτέλεσιν των έργων. Χαρακτηριστικός είναι και ο εξής διάλογος που έλαβε χωράν εις την οικίαν του Ιασονίδη. Η Εκκλησιαστική Επιτροπή του ιερού Ναού Αγίας Νάπας επαρήγγειλε εις τον Ιασονίδη να της ζωγραφίσει τον Εσταυρωμένον. Συνεχώς ερωτούσαν εάν το έργον ετελείωσεν. Επλησίαζαν τα εγκαίνια του Ναού και ο Εσταυρωμένος δεν ήτο έτοιμος. Απελπισμένη η Επιτροπή έστειλε τον ανεψιό του Κλέονα Περιστιάνη ίσως πείσει τον θείον του. Φυσικά ο Εσταυ¬ρωμένος δεν ήτο έτοιμος. Αγανακτισμένος τότε ο ανεψιός του ανεφώνησε. «Ο Ιησούς, θείε μου, υπέστη ολιγότερα εις τα χέρια των Εβραίων, από ό,τι έχει υποστεί εις τα χέρια σου». Ο Ιασονίδης προφανώς ενοχλημένος του απήντησε: «Φύγε, φύγε, φύγε». Ζωγραφικό του έργο, ένα μόνον δυστυχώς είδα, ένας πίνακας που απεικόνιζε δύο αγγέλους που ήτο εις την κατοχή του μ. φίλου μου δημοσιογράφου και εκδότου της εφ. «Παρατηρητής» Πάνου Φασουλιώτη 1894-1965. Διερωτώμαι τι να έγινε ο πίνακας αυτός μετά τον θάνατο του Φασουλιώτη;
Μετά από μακροχρόνιον παραμονή εις τις Αθήνες επιστρέφει τελικά ο Ιασονίδης εις την Κύπρον. Συλλαμβάνεται και δικάζεται. Το Δικαστήριον τον ευρίσκει ένοχον χωρίς να του επιβάλει ποινή, θεώρησαν ως ποινήν την μακράν του απουσίαν. Εξάλλου, η υπεράσπισις ισχυρίσθη ότι επυροβόλησε προς εκφοβισμόν και όχι με σκοπόν να βλάψει κανέναν. Προς ενίσχυσιν των λεγομένων εξήγαγε ο ίδιος ρεβόλβερ και έγραψεν επί του τοίχου της φυλακής το όνομα του! Ήτο δεξιοτέχνης εις την σκοποβολήν.
Εξελέγη Βουλευτής Λεμεσού-Πάφου 1896-1901. Κατά την διάρκειαν της βουλευτικής του θητείας υπήρξε πλήρως κατατοπισμένος επί των πάντων και ως συνήθως μαχητικός. Έκανε διάφορες εισηγήσεις, ιδίως διά την αναβάθμισιν της Παιδείας. Κατά την ίδιαν περίοδον εκατηγόρησε τον τότε πάρεδρον δικαστήν Κλεόβουλον Μιχαηλίδην ως δήθεν δωροδοκούμενον. Του κατεχώρησαν ποινικήν αγωγήν επί λιβέλλω, εν συνεχεία κατεδικάσθη εις ενός μηνός φυλάκισιν. Κατά την απαγγελίαν της καταδίκης ο Δικηγόρος του Στέμματος του απένειμε χάριν εκ μέρους του Μεγάλου Αρμοστού.
Αυτός ήτο εν ολίγοις ο ιδιόρρυθμος και απαιτητικός άνθρωπος Ιασονίδης, που πάντα ανέμενε από τους άλλους τουλάχιστον να διαθέτουν στοιχειώδεις τρόπους ευγενείας, διά να μπορεί να τους συναναστρέφεται. Διά να εμπιστευθεί κάποιον ότι ανήκε εις τα ιδικά του μέτρα ανατροφής τον εδοκίμαζε καλώντας τον εις γεύμα, αφού εφρόντιζε να σερβιριστεί ψαρόσουπα και μετά ψάρι. Ο Ιασονίδης επαρακολουθούσε και την τελευταία κίνησιν των δακτύλων του προσκεκλημένου. Τυχόν άγνοια των επιτραπέζιων κανόνων του έδιδε το δικαίωμα της αποστροφής του προσκεκλημένου εις το διηνεκές. Τον αποχαιρετούσε φιλοφρονητικά μέχρι την έξοδον, αλλά μελλοντικά πλήρης ήτο η περιφρόνησις. Κάποια φορά κάλεσε εις το σπίτι του έναν Υποπρόξενο Ευρωπαϊκής Δυνάμεως, που επιστεύετο ότι ήτο υπερφίαλος και επιφανειακός. Πάντως ό,τι και να μην επήγε καλά, αυτή ήτο η πρώτη και η τελευταία φορά που τον εκαλούσε. Ούτε του εξαναμίλησε. Αναφέρετο εις τον Λ.Π.
Τελευταίο άφησα σκοπίμως τον λόγιο Ιασονίδη, τον ποιητήν, τον μεταφραστήν. Υπήρξε στενός συνεργάτης των εφημερίδων Σάλπιγξ, Στασίνος, Εφημερίς του Λαού, καθώς επίσης των Ελλαδικών Ημερολογίων όπου εδημοσίευσε έργα του καθώς και εντύπων της Σμύρνης. Εσχολίασε μερικά βιβλία της Αινειάδος του Βιργιλίου, μετέφρασε σοννέτα του Σαίξπηρ ως και του Μπάυρον. Εξέδωσεν εις τη Λευκωσία την βραχύβιον εβδομαδιαίαν εφ. «Ελληνικός Χρόνος» το 1884, και εις την Λεμεσόν το μηνιαίον περιοδικόν Ελικών 1910-1011. Εξέδωσε τα έργα: Η Αρά της Αθηνάς και στροφαί προς μουσουργίαν (Λόρδου Βύρωνος, μετάφρασις), εν Αθήναις 1888 και η Μούσα η Νηρηΐς και η μαγεμένη Νήσος (ποιητική συλλογή), εν Λάρνακι 1893. Δείγμα της ποιήσεώς του είναι οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα η Ηχώ: «Η Ηχώ είναι νύμφη εράσμια - μία/ των Ορεάδων -άδων/με την συστολήν -στολήν/Νάρκισσος την αγαπά ματαίως-τέως/ έδιδε δι' αυτήν τον παν- ο Παν».
Ένα άλλο ποίημα του: Επίκλησις
Παλληκάρια που φλόγας σκορπάτε
Και ανδρείαν και ρώμην πολλήν,
Με πτερά ελευθερίας πετάτε,
Και τυράννων κτυπάτε φυλήν.
Αν δουλείας σκιά σας σκιάζει
Αν το βάρος βαρβάρου ζυγού,
Ο μεγάλος Θεός σας προστάζει
Να τον θραύσητε όλοι ομού!
Η Πατρίς σας φωνάζει ω νέοι,
Με οδύνης εσχάτης κραυγήν
Πως αλύσεις φορεί και πως κλαίει,
Κι υποφέρει δουλείας ποινήν.
Τόσους χρόνους εις λάκκον θαμμένη
Και αλύσεων πόνων βορά,
Σκοτεινή, πελιδνή, μαραμένη
Την δουλείαν της κλαίει πικρά.
Την δουλείαν ην βάρβαροι χείρες
Επιβάλλουν με βίαν και πυρ,
Ότε δόξης δεν λάμπουν φωστήρες,
Ότε δόξης δεν καίει κρατήρ.
Τα τελευταία του χρόνια δεν έβγαινε συχνά έξω. Με δυσκολία επεριπατούσε, σεργιανίζοντας μόνος τα δειλινά εις τα ερημικά δρομάκια του Δημοσίου Κήπου της Λεμεσού. Κάποια ζεστή ημέρα του Αυγούστου του 1916 όταν η Λεμεσός είχε σχεδόν αδειάσει, με τους περισσοτέρους κατοίκους να λείπουν εις τα γύρω χωριά προς αλλαγήν αέρος, ο Ιασονίδης δεν εφάνηκε πουθενά. Έφυγε μόνος, μετέστη εις την άλλη ζωή. Όταν μετά δύο τρεις ημέρες η μυρωδιά άρχισε να γίνεται ανυπόφορη, ζήτησαν αμέσως ανθρώπους, διά να παραβιάσουν την πόρταν. Το τι αντίκρυσαν ήταν απίστευτο. Ένα παραμορφωμένο από τυμπανισμό σώμα εκεί¬το επί της κλίνης του. Η αναγνώρισις ήτο δύσκολος, αλλά ένα ήτο βέβαιον, ότι το νεκρό σώμα ανήκε εις τον Ιασονίδη.
Το μόνον που εμπόρεσαν να κάνουν υπό τας περιστάσεις εκείνη την στιγμή ήταν να ψάξουν εις την αυλή του σπιτιού εάν υπήρχαν μεγάλα κομμάτια ξύλου, εστάθηκαν τυχεροί βρήκαν κάτι απομεινάρια μιας ξύλινης ξεχασμένης μεγάλης κάσας του πιάνου, τα εσυναρμολόγησαν κάνοντας μ' αυτά ένα πρόχειρο φέρετρο και τον έθαψαν άρον άρον. Κανείς δεν ενδιαφέρθη να μάθει ποτέ περί του τάφου του, και ουδείς γνωρίζει πού τον έθαψαν. Και όχι μόνον δεν έφτανε ο χλευασμός όταν ευρίσκετο εις την ζωή αλλά απεφάσισαν και μετά θάνατον όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του, να τον αποχαιρετήσουν πάλι χλευάζοντας τον. Αρκεί κανείς να διαβάσει την νεκρολογία, αν είναι νεκρολογία της εφ. Αλήθεια. Διερωτάται κανείς γιατί η τόση χολή και χλευασμός εναντίον ενός ανθρώπου που έφυγε και δεν υπήρχε πια εις την ζωή δια να αμυνθεί και υπερασπίσει τον ευατόν του. Τουλάχιστον η εφ. Σάλπιγξ και αυτό προς τιμή της, εσεβάστηκε τον παλιό της συνεργάτη. Την ακολούθησε η εφ. Ελευθερία της Λευκωσίας.
Ο λόγος που εδέχθηκα την τιμητική σας πρόσκλησιν, δι' αυτό και σας ευχαριστώ θερμά, διά να σας ομιλήσω απόψε διά τον Ονούφριο Ιασονίδη, είναι γιατί επίστευα πως η πόλις όφειλε να κάνει κάτι δι' αυτόν. Ανέλαβα τον ρόλον της αποκαταστάσεως της μνήμης ενός ανθρώπου που επρόσφερε, και πραγματικά επρόσφερε εις την πόλιν. Δυστυχώς, πιστεύω πως αυτό που εφοβόταν, το έπαθε, υπήρξε θύμα της σιωπής των πολλών, δι' αυτό και εξεχάστηκε. Κατόπιν ερεύνης εις το Δημαρχείο διαπίστωσα ότι η Λεμεσός έδωσε εις ένα δρόμο της το όνομα του. Είναι υπέρ των αρχών της Λεμεσού που τον ετίμησαν. Ετίμησαν μ' αυτή τους την πράξη τους εαυτούς των. Και τότε εσκέφτηκα, αφού δρόμος υπάρχει, τότε ας θεωρηθεί η αποψινή μου ταπεινή ομιλία, ως ένα ευλαβικό μνημόσυνον διά έναν ξεχωριστό αλλά δυστυχώς ξεχασμένον συμπολίτην μας.
*Του ιστορικού ερευνήτη Αριστείδη Κουδουνάρη. Δημοσιεύθηκε στον όγδοο τόμο της Επετηρίδας της Κυπριακής Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών.
Ετικέτες
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΛΛΩΝ ΜΕΛΕΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Πέμπτη 8 Απριλίου 2010
“Μπαμ ηκούσθη στον αέρα…”
Ένα πολύ παλαιό καθαρευουσιάνικο τραγουδάκι έλεγε:
Μπαμ ηκούσθη στον αέρα
πλην τα βόλια πήγαν πέρα
και το ζώον το καημένον
ετινάχθη τρομαγμένον.
Όμως τα δύο περιστατικά στα οποία θα γίνει αναφορά στη συνέχεια δεν αφορούσαν σε κυνήγι ζώου, αλλά σε πυροβολισμούς εναντίον ανθρώπινων στόχων. Μόνο κοινό σημείο τους με το στιχούργημα: η (σχετική) αστοχία της βολής και (φυσικά) ο τρόμος που προκάλεσαν στο ίδιο τον στόχο.
Ο λεμεσιανός συγγραφέας Ονούφριος Ι. Ιασονίδης (1846-1916), με σπουδές στο Παρίσι και την Οξφόρδη, έμεινε γνωστός για την εκκεντρικότητά του, η οποία μερικές φορές εκδηλωνόταν με βίαιο τρόπο. Το 1884 διορίστηκε μεταφραστής του Νομοθετικού Συμβουλίου και για τούτο επικρίθηκε από εθνικιστικούς παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους και ο Αριστοτέλης Κ. Παλαιολόγος, εκδότης της εφημερίδας Αλήθεια. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, η συνάντηση με τον επικριτή του, κατά τη διάρκεια περιπάτου, είχε απρόβλεπτες συνέπειες. Το επεισόδιο, όπως περιγράφεται σε εφημερίδα της εποχής:
“Τρομερά και αποτρόπαιος είδησις συνετάραξε την χθες Τρίτην εσπέρας την πόλιν μας σύσσωμον. Ο κ. Ονούφριος Ι. Ιασονίδης συναντηθείς μετά του κ. Α. Κ. Παλαιολόγου εις τον περίπατον εντός της πόλεως εκτύπησεν αυτόν δια της ράβδου του, επειδή δε οι μετά του κ. Παλαιολόγου, εν οις και ο κ. Ανδρέας Θεμιστοκλέους, ηθέλησαν να υπερασπίσωσι τον κ. Παλαιολόγον (καθ’ α εμάθομεν) ο κ. Ονούφριος εξαγαγών ρεβόλβερ επυροβόλησε τρις κατ’ αυτών• ευτυχώς όμως ουδένα επέτυχον αι σφαίραι. Μετά ταύτα περιεκυκλώθη η οικία του κ. Ονουφρίου, υπό απείρου πλήθους καταβοώντος εναντίον τούτου, εξήτασεν ο Δικαστής κ. Μίδλετον, κατοικών εις την αυτήν οικίαν, την υπόθεσιν, εξεδόθη ένταλμα συλλήψεως, τον συνέλαβον και τον ωδήγησαν αυθωρεί εις την φυλακήν συρίζοντος κατ’ αυτού του πλήθους και φωνούντος “γιούχα”. Λυπούμεθα ειλικρινώς τον κ. Ονούφριον, τον ευκόλως καταφεύγοντα εις τοιαύτα μέσα προς εκδίκησιν κατά των μη συμφωνούντων ταις ιδέαις του, μέσα παν άλλο ή τιμήν περιποιούντα αυτώ. Πόσας χήρας και πόσα ορφανά θα εβλέπομεν σήμερον κλαίοντα εάν αι σφαίραι επετύγχανον. Περιμένομεν τέλος πάντων την εκδίκασιν της υποθέσεως. Σήμερον δε απεφυλακίσθη κατόπιν εγγυήσεως”.
Ο Ιασονίδης αποφυλακίστηκε με εγγύηση, αλλά πριν από τη δίκη του κατέφυγε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε έως το 1890. Όταν επέστρεψε αντιμετώπισε ξανά τον νόμο, τελικώς όμως αθωώθηκε επειδή το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν τη μακρά απουσία του και τις διαβεβαιώσεις του ότι οι πυροβολισμοί ήταν μονάχα για εκφοβισμό (ο ίδιος εθεωρείτο καλός σκοπευτής).
Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα ένα άλλο επεισόδιο πυροβολισμών από γνωστή προσωπικότητα του τόπου, ήλθε να ταράξει τα νερά, στη Λευκωσία αυτή τη φορά.
Ο πελοποννήσιος Νικόλαος Καταλάνος (1855-1933), δημοσιογράφος, εκπαιδευτικός και συντηρικών αρχών πολιτευτής ανήκε στην ομάδα των “Κιτιακών” (δηλαδή των υποστηρικτών της υποψηφιότητας του Μητροπολίτη Κιτίου Κύριλλου, για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο). Τον Οκτώβριο του 1909, ο Καταλάνος συναντήθηκε “εντός του δάσους παρά την πλατείαν Χατζησάββα” της Λευκωσίας με ομάδα μαθητών που ανήκαν στο “Κυρηνειακό Γυμνάσιο” της Λευκωσίας (δηλ. σε κύκλους που υποστήριζαν την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Κυρηνειας Κύριλλου, για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο). Τα έντονα πάθη της εποχής οδηγούσαν σε μεγάλες ακρότητες. Ο Καταλάνος και οι νεαροί μαθητές ήλθαν σε σφοδρή αντιπαράθεση και ο Καταλάνος, αμυνόμενος, τους πυροβόλησε, τραυματίζοντας ένα εις το γόνατο. Κατηγορήθηκε για απόπειρα φόνου, καταδικάστηκε όμως, μονάχα για πρόκληση τραυματισμού, σε εξάμηνη φυλάκιση και πληρωμή όλων των εξόδων της δίκης.
Ο Καταλάνος, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμονής του στην Κύπρο παρουσίασε μεγάλη πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα και πολλές φορές ήλθε σε έντονη ρήξη με αντίπαλες προσωπικότητες ή ομάδες. Το 1921 απελάθηκε από την Κύπρο και πέθανε στην Αθήνα.
Από την πολύ ενδιαφερουσα ιστοσελίδα του Φοίβου Σταυρίδη Η ΑΛΛΗ ΚΥΠΡΟΣ http://allikypros.wordpress.com/
Σημείωση: Για τον σημαντικό διανοούμενο, πολιτικό και ποιητή της Λεμεσού Ονούφριο Ιασωνίδη θα επανέλθουμε σύντομα με εκτενή κείμενα διάφορων μελετητών της ιστορίας της πόλης.
Μπαμ ηκούσθη στον αέρα
πλην τα βόλια πήγαν πέρα
και το ζώον το καημένον
ετινάχθη τρομαγμένον.
Όμως τα δύο περιστατικά στα οποία θα γίνει αναφορά στη συνέχεια δεν αφορούσαν σε κυνήγι ζώου, αλλά σε πυροβολισμούς εναντίον ανθρώπινων στόχων. Μόνο κοινό σημείο τους με το στιχούργημα: η (σχετική) αστοχία της βολής και (φυσικά) ο τρόμος που προκάλεσαν στο ίδιο τον στόχο.
Ο λεμεσιανός συγγραφέας Ονούφριος Ι. Ιασονίδης (1846-1916), με σπουδές στο Παρίσι και την Οξφόρδη, έμεινε γνωστός για την εκκεντρικότητά του, η οποία μερικές φορές εκδηλωνόταν με βίαιο τρόπο. Το 1884 διορίστηκε μεταφραστής του Νομοθετικού Συμβουλίου και για τούτο επικρίθηκε από εθνικιστικούς παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους και ο Αριστοτέλης Κ. Παλαιολόγος, εκδότης της εφημερίδας Αλήθεια. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, η συνάντηση με τον επικριτή του, κατά τη διάρκεια περιπάτου, είχε απρόβλεπτες συνέπειες. Το επεισόδιο, όπως περιγράφεται σε εφημερίδα της εποχής:
“Τρομερά και αποτρόπαιος είδησις συνετάραξε την χθες Τρίτην εσπέρας την πόλιν μας σύσσωμον. Ο κ. Ονούφριος Ι. Ιασονίδης συναντηθείς μετά του κ. Α. Κ. Παλαιολόγου εις τον περίπατον εντός της πόλεως εκτύπησεν αυτόν δια της ράβδου του, επειδή δε οι μετά του κ. Παλαιολόγου, εν οις και ο κ. Ανδρέας Θεμιστοκλέους, ηθέλησαν να υπερασπίσωσι τον κ. Παλαιολόγον (καθ’ α εμάθομεν) ο κ. Ονούφριος εξαγαγών ρεβόλβερ επυροβόλησε τρις κατ’ αυτών• ευτυχώς όμως ουδένα επέτυχον αι σφαίραι. Μετά ταύτα περιεκυκλώθη η οικία του κ. Ονουφρίου, υπό απείρου πλήθους καταβοώντος εναντίον τούτου, εξήτασεν ο Δικαστής κ. Μίδλετον, κατοικών εις την αυτήν οικίαν, την υπόθεσιν, εξεδόθη ένταλμα συλλήψεως, τον συνέλαβον και τον ωδήγησαν αυθωρεί εις την φυλακήν συρίζοντος κατ’ αυτού του πλήθους και φωνούντος “γιούχα”. Λυπούμεθα ειλικρινώς τον κ. Ονούφριον, τον ευκόλως καταφεύγοντα εις τοιαύτα μέσα προς εκδίκησιν κατά των μη συμφωνούντων ταις ιδέαις του, μέσα παν άλλο ή τιμήν περιποιούντα αυτώ. Πόσας χήρας και πόσα ορφανά θα εβλέπομεν σήμερον κλαίοντα εάν αι σφαίραι επετύγχανον. Περιμένομεν τέλος πάντων την εκδίκασιν της υποθέσεως. Σήμερον δε απεφυλακίσθη κατόπιν εγγυήσεως”.
Ο Ιασονίδης αποφυλακίστηκε με εγγύηση, αλλά πριν από τη δίκη του κατέφυγε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε έως το 1890. Όταν επέστρεψε αντιμετώπισε ξανά τον νόμο, τελικώς όμως αθωώθηκε επειδή το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν τη μακρά απουσία του και τις διαβεβαιώσεις του ότι οι πυροβολισμοί ήταν μονάχα για εκφοβισμό (ο ίδιος εθεωρείτο καλός σκοπευτής).
Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα ένα άλλο επεισόδιο πυροβολισμών από γνωστή προσωπικότητα του τόπου, ήλθε να ταράξει τα νερά, στη Λευκωσία αυτή τη φορά.
Ο πελοποννήσιος Νικόλαος Καταλάνος (1855-1933), δημοσιογράφος, εκπαιδευτικός και συντηρικών αρχών πολιτευτής ανήκε στην ομάδα των “Κιτιακών” (δηλαδή των υποστηρικτών της υποψηφιότητας του Μητροπολίτη Κιτίου Κύριλλου, για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο). Τον Οκτώβριο του 1909, ο Καταλάνος συναντήθηκε “εντός του δάσους παρά την πλατείαν Χατζησάββα” της Λευκωσίας με ομάδα μαθητών που ανήκαν στο “Κυρηνειακό Γυμνάσιο” της Λευκωσίας (δηλ. σε κύκλους που υποστήριζαν την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Κυρηνειας Κύριλλου, για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο). Τα έντονα πάθη της εποχής οδηγούσαν σε μεγάλες ακρότητες. Ο Καταλάνος και οι νεαροί μαθητές ήλθαν σε σφοδρή αντιπαράθεση και ο Καταλάνος, αμυνόμενος, τους πυροβόλησε, τραυματίζοντας ένα εις το γόνατο. Κατηγορήθηκε για απόπειρα φόνου, καταδικάστηκε όμως, μονάχα για πρόκληση τραυματισμού, σε εξάμηνη φυλάκιση και πληρωμή όλων των εξόδων της δίκης.
Ο Καταλάνος, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμονής του στην Κύπρο παρουσίασε μεγάλη πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα και πολλές φορές ήλθε σε έντονη ρήξη με αντίπαλες προσωπικότητες ή ομάδες. Το 1921 απελάθηκε από την Κύπρο και πέθανε στην Αθήνα.
Από την πολύ ενδιαφερουσα ιστοσελίδα του Φοίβου Σταυρίδη Η ΑΛΛΗ ΚΥΠΡΟΣ http://allikypros.wordpress.com/
Σημείωση: Για τον σημαντικό διανοούμενο, πολιτικό και ποιητή της Λεμεσού Ονούφριο Ιασωνίδη θα επανέλθουμε σύντομα με εκτενή κείμενα διάφορων μελετητών της ιστορίας της πόλης.
Ετικέτες
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΛΛΩΝ ΜΕΛΕΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010
«Εαριναί Ιπποδρομίαι»
Όταν αναφερόμαστε συχνά στις πολλές και πολυποίκιλες πρωτιές που η πόλη αυτή έχει να επιδείξει στην ιστορία της Κύπρου, κινδυνεύουμε να θεωρηθούμε και... τοπικιστές( όχι πως δεν είμαστε!). Ο λόγος που επιμένουμε είναι να βοηθήσουμε κι εμείς με τον τρόπο μας τους συμπολίτες μας, γνωρίζοντας την ιστορία και την πλούσια και περήφανη παράδοση τους , να γίνουν πιο διεκδικητικοί για να αποκαταστήσουν επιτέλους τη Λεμεσό στη θέση που δικαιωματικά της ανήκει. Δεν πρέπει να αγνοούμε, για παράδειγμα ότι, σχεδόν όλα τα σημαντικά πνευματικά κινήματα και όλες οι νεοφανείς πνευματικές δημιουργίες του τόπου μας ξεκίνησαν από αυτή εδώ την πόλη για να μην αναφέρουμε και τις επιφανέστερες πνευματικές φυσιογνωμίες του τόπου που είτε γεννήθηκαν εδώ είτε ήλθαν και έδρασαν στη Λεμεσό όπου έβρισκαν το κατάλληλο πνευματικό περιβάλλον για να δράσουν και δημιουργήσουν. (Βλέπε και σχετική ανάρτηση για τις πρωτιές της Λεμεσού, μέρος πρώτον).
Θα αναφερθούμε σε μια πιο «πεζή» πρωτιά. Πρόκειται για τον ιππόδρομο που μονοπωλιακά, η Λευκωσία επιμένει να κρατά τις τελευταίες δεκαετίες. αρνούμενη το δικαίωμα αυτό σε άλλη πόλη. Βέβαια με την τροπή που πείρε ο ιππόδρομος τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας ως κατεξοχή χώρος διεξαγωγής τζόγου και μορφών παρανομίας, θα μπορούσε να πει κάποιος «να μας λείπει». Όμως και ο ιππόδρομος, όταν πρωτοεμφανίστηκε στη Λεμεσό ( από το 1879) και συνέχιζε να υπάρχει για πολλές δεκαετίες, είχε μια άλλη εντελώς διαφορετική μορφή από αυτή που ξέρουμε σήμερα σ’ αυτόν της Λευκωσίας.
Ήταν ο λεμεσιανός ιππόδρομος ευκαιρία για μια κοσμική και ψυχαγωγική εκτός από καθαρά αθλητική, έκφραση ζωής, με λαμπρές χοροεσπερίδες, «σουαρέ», «βεγγέρες», μεγαλοπρεπείς δεξιώσεις και άλλες συναφείς εκδηλώσεις που προσέλκυαν νέους και κοσμικούς όχι μόνο της Λεμεσού αλλά όλης της Κύπρου. Μερικούς λοιπόν μόνο μήνες μετά την άφιξη των Άγγλων στη Κύπρο, διοργανώνονται ,την άνοιξη του 1879, οι πρώτες κούρσες αλόγων στο δρόμο του Ζακακιού μέχρι το τούρκικο νεκροταφείο, ενώ το 1880 μεταφέρονται σε μια χωράφα στον δρόμο των Πολεμιδιών γνωστή τα χρόνια που ακολουθούν ως «ο Ιππόδρομος», ενώ το 1902 διοργανώνονται στο Γ.Σ.Ο.
Το 1912 ιδρύεται εξάλλου και η «Ιππική Εταιρία Λεμεσού» και στα 1922 ο «Όμιλος Φιλίππων».
Γνωστοί πολιτικοί, κοινωνικοί και κοσμικοί παράγοντες της πόλης μετέχουν ενεργά στις εκδηλώσεις των ιπποδρομίων είτε ως διοργανωτές, είτε ως ιδιοκτήτες ίππων είτε ως απλοί αλλά φανατικοί φιλοθεάμονες και σύσσωμη η λεμεσιανή καλή κοινωνία της εποχής συμβάλλει στην επιτυχία των σχετικών εκδηλώσεων που τον συνοδεύουν. Όλα αυτά καταμαρτυρεί και το δημοσίευμα μας από τον λεμεσιανό τύπο άλλων εποχών. Είναι από την εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού 9 Δεκεμβρίου 1910 όπου κάτω από τον τίτλο «Εαριναί Ιπποδρομίαι» λέει:
«Η επί των Ιπποδρομιών Επιτροπή συνελθούσα χθες απεφάσισε να προκηρύξη Εαρινάς Ιπποδρομίας, αι οποίαι θα λάβωσι χώραν εδώ την Δευτέραν και Τετάρτην της Διακαινησίμου, ήτοι 11/24 και 13/26 Απριλίου.
Η σχετική προκήρυξις μετά των κανονισμών υπό τους οποίους θα διεξαχθώσιν αι Ιπποδρομίαι θα δημοσιευθεί και θα αποσταλή εις τους ενδιαφερόμενους λίαν προσεχώς.
Ούτω οι Παγκύπριοι, οι Σκοπευτικοί Αγώνες και η ΄Εκθεσις τελούμενα εντός της αυτής εβδομάδος θα αποτελέσωσι μίαν σειράν εορτών και πανηγύρεων κοσμικών, αι οποίαι θα προσελκύσωσι βεβαίως θεατάς εξ απάσης της Νήσου.»
Τα πρώτα Ιπποδρόμια στην Κύπρο. Γκραβούρα, περιοδικό “The Graphic” του Λονδίνου 2 Μαΐου 1879.
Θα αναφερθούμε σε μια πιο «πεζή» πρωτιά. Πρόκειται για τον ιππόδρομο που μονοπωλιακά, η Λευκωσία επιμένει να κρατά τις τελευταίες δεκαετίες. αρνούμενη το δικαίωμα αυτό σε άλλη πόλη. Βέβαια με την τροπή που πείρε ο ιππόδρομος τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας ως κατεξοχή χώρος διεξαγωγής τζόγου και μορφών παρανομίας, θα μπορούσε να πει κάποιος «να μας λείπει». Όμως και ο ιππόδρομος, όταν πρωτοεμφανίστηκε στη Λεμεσό ( από το 1879) και συνέχιζε να υπάρχει για πολλές δεκαετίες, είχε μια άλλη εντελώς διαφορετική μορφή από αυτή που ξέρουμε σήμερα σ’ αυτόν της Λευκωσίας.
Ήταν ο λεμεσιανός ιππόδρομος ευκαιρία για μια κοσμική και ψυχαγωγική εκτός από καθαρά αθλητική, έκφραση ζωής, με λαμπρές χοροεσπερίδες, «σουαρέ», «βεγγέρες», μεγαλοπρεπείς δεξιώσεις και άλλες συναφείς εκδηλώσεις που προσέλκυαν νέους και κοσμικούς όχι μόνο της Λεμεσού αλλά όλης της Κύπρου. Μερικούς λοιπόν μόνο μήνες μετά την άφιξη των Άγγλων στη Κύπρο, διοργανώνονται ,την άνοιξη του 1879, οι πρώτες κούρσες αλόγων στο δρόμο του Ζακακιού μέχρι το τούρκικο νεκροταφείο, ενώ το 1880 μεταφέρονται σε μια χωράφα στον δρόμο των Πολεμιδιών γνωστή τα χρόνια που ακολουθούν ως «ο Ιππόδρομος», ενώ το 1902 διοργανώνονται στο Γ.Σ.Ο.
Το 1912 ιδρύεται εξάλλου και η «Ιππική Εταιρία Λεμεσού» και στα 1922 ο «Όμιλος Φιλίππων».
Γνωστοί πολιτικοί, κοινωνικοί και κοσμικοί παράγοντες της πόλης μετέχουν ενεργά στις εκδηλώσεις των ιπποδρομίων είτε ως διοργανωτές, είτε ως ιδιοκτήτες ίππων είτε ως απλοί αλλά φανατικοί φιλοθεάμονες και σύσσωμη η λεμεσιανή καλή κοινωνία της εποχής συμβάλλει στην επιτυχία των σχετικών εκδηλώσεων που τον συνοδεύουν. Όλα αυτά καταμαρτυρεί και το δημοσίευμα μας από τον λεμεσιανό τύπο άλλων εποχών. Είναι από την εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού 9 Δεκεμβρίου 1910 όπου κάτω από τον τίτλο «Εαριναί Ιπποδρομίαι» λέει:
«Η επί των Ιπποδρομιών Επιτροπή συνελθούσα χθες απεφάσισε να προκηρύξη Εαρινάς Ιπποδρομίας, αι οποίαι θα λάβωσι χώραν εδώ την Δευτέραν και Τετάρτην της Διακαινησίμου, ήτοι 11/24 και 13/26 Απριλίου.
Η σχετική προκήρυξις μετά των κανονισμών υπό τους οποίους θα διεξαχθώσιν αι Ιπποδρομίαι θα δημοσιευθεί και θα αποσταλή εις τους ενδιαφερόμενους λίαν προσεχώς.
Ούτω οι Παγκύπριοι, οι Σκοπευτικοί Αγώνες και η ΄Εκθεσις τελούμενα εντός της αυτής εβδομάδος θα αποτελέσωσι μίαν σειράν εορτών και πανηγύρεων κοσμικών, αι οποίαι θα προσελκύσωσι βεβαίως θεατάς εξ απάσης της Νήσου.»
Τα πρώτα Ιπποδρόμια στην Κύπρο. Γκραβούρα, περιοδικό “The Graphic” του Λονδίνου 2 Μαΐου 1879.
Η στρατηγική και εμπορική σημασία της Λεμεσού κατά τον πρώτον αιώνα της Φραγκοκρατίας
ΜΕΡΟΣ Β :
Η ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΡΕΑ Επετηρίδα Κυπριακών Σπουδών τόμος Δ’

Η ιταλική πολιτεία της Γένοας είχε και αυτή εμπορική παρουσία στην Κύπρο, τουλάχιστο από το 1203. Σε αντίθεση με τους Πισάτες ωστόσο, και ακόμη με τους Βενετούς, οι Γενουάτες από πολύ ενωρίς, συγκεκριμένα από το 1218, απέκτησαν ακίνητη περιουσία στην Αμμόχωστο, καθώς και στη Λευκωσία. Εξ αιτίας της ναυτικής υποστήριξης την οποία έδωσαν στο βασιλιά Ερρίκο Α' της Κύπρου κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του 1228 -1233 μεταξύ των οπαδών του βασιλιά και αυτών του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β', τους εκχωρήθηκαν σημαντικά εμπορικά προνόμια σύμφωνα με τις πρόνοιες της νέας εμπορικής συμφωνίας τους 1232 μεταξύ του βασιλείου της Κύπρου και της Γενουάτικης πολιτείας. Σύμφωνα με τους όρους αυτής της συμφωνίας, η πολιτεία και ο λαός της Γένοας απέκτησαν το χωριό Despoyre στην επαρχία της Λεμεσού, μαζί με όλα τα προνόμια, έσοδα, κτήματα και τους δουλοπάροικους του χωριού. Όλα αυτά παραχωρήθηκαν στο Γενουάτη πρόξενο ως αντιπρόσωπο της πολιτείας.
Οι Γενουάτες απέκτησαν διάφορα ωφελήματα και μέσα στην πόλη της Λεμεσού. Τους παραχωρήθηκαν ορισμένες κατοικίες, καθώς και ένας πύργος στην παραλιακή περιοχή της πόλης. Οι κατοικίες και ο πύργος αυτός ήταν κοντά στο βασιλικό τελωνείο και στο δημόσιο δρόμο, και το 1294, κατά τη διάρκεια ενός πολέμου μεταξύ Βενετίας και Γένοας, ο βενετικός στόλος έπλευσε στη Λεμεσό και προξένησε ζημιές στον πύργο των Γενουατών και στον ξενώνα που είχαν στην πόλη. Οι κατοικίες που παραχωρήθηκαν στους Γενουάτες σύμφωνα με την συμφωνία του 1232 περιγράφονται ως κατοικήσιμες και διατηρημένες σε καλή κατάσταση. Ως εκ τούτου ήταν κατάλληλες για τη διαμονή σε αυτές των Γενουατών προξένων και υποπροξένων. Σε αυτούς τους πρόξενους και υπο-πρόξενους παραχωρήθηκε και το εξής σημαντικό προνόμιο, το δικαίωμα να προβαίνουν στην κατασκευή φούρνων και στη συσκευασία ψωμιού μέσα στους ξενώνες που είχαν στις διάφορες πόλεις της Κύπρου. Με το προνόμιο αυτό, εξασφάλισαν την αποεξάρτησή τους από εξωτερικούς προμηθευτές στην εκπλήρωση των βασικών αναγκών της κοινότητας τους. Το προνόμιο αυτό παραχωρήθηκε στη συνέχεια και σε Γενουάτες ιδιώτες. Γύρω στο 1243, ως συνέπεια της δήμευσης της περιουσίας των Βενετών στην Κύπρο από το βασιλιά Ερρίκο Α', για λόγους που παραμένουν ακόμη ανεξακρίβωτοι, μια κατοικία που ανήκε άλλοτε σε Βενετό παραχωρήθηκε στην πολιτεία της Γένοας.
Οι Βενετοί, που ήταν οι πρώτοι που αξιοποίησαν τη Λεμεσό και την Κύπρο γενικότερα στο πλαίσιο των οικονομικών τους δραστηριοτήτων, συνέχισαν να αναπτύσσουν εμπορικές σχέσεις και δραστηριότητες στο νεοσύστατο Λατινικό βασίλειο της Κύπρου καθ' όλη την διάρκεια του 13ου αιώνα και μάλιστα σε αυξανόμενο βαθμό. Για άγνωστους λόγους ωστόσο κατασχέθηκαν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία στο νησί το 1243, όπως αναφέρεται πιο πάνω. Η έκθεση που συνέταξαν οι Βενετοί αυτή τη χρονιά μας παρέχει χρησιμότατες πληροφο¬ρίες, τόσο για τα περιουσιακά στοιχεία τους στη Λεμεσό και στις άλλες κυπριακές πόλεις, όσο και για τα ανάλογα στοιχεία που είχαν οι άλλες εμπορευόμενες Ιταλικές πολιτείες, όπως η Πίσα και η Γένοα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παρέχει η έκθεση, η πολιτεία των Βενετών στη Λεμεσό είχε μια εκκλησία αφιερωμένη στον Ευαγγελιστή Μάρκο, τον πνευματικό προστάτη της Βενετίας, καθώς και δημόσια λουτρά, τα ετήσια έσοδα των οποίων ήταν 1,000 βυζαντινά νομίσματα, που αποτελούσε σεβαστό ποσό. Οι περιουσίες οι οποίες ανήκαν σε Βενετούς ιδιώτες περιλάμβαναν μία σειρά από δώδεκα συνεχόμενα σπίτια, καθώς και ένα οίκημα οι διαστάσεις του οποίου επέτρεπαν τη μετατροπή του σε καλυμμένη αγορά.26 Οι αγορές αυτού του τύπου λέγονταν φούντικες (Αραβικό funduq, Ιταλικό fondaco) και υπήρχαν σε όλη την περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου. Ήταν μουσουλμανικής προέλευσης και υπήρχαν αρχικά στην Αίγυπτο και στη Συρία, απ' όπου κατά πάσα πιθανότητα εξαπλώθηκαν στην Κύπρο μέσω των Λατίνων της Συρίας. Δεν ξέρουμε αν οι Βενετοί κατέγραψαν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία στην έκθεση που ετοίμασαν το 1243/1244, ή απλώς τις περιουσίες που κατασχέθηκαν, αλλά εν πάση περιπτώ¬σει τα στοιχεία της έκθεσης αποδεικνύουν ότι είχαν περιουσίες στην Κύπρο πολύ μεγάλης αξίας. Από το περιεχόμενο της έκθεσης εξάλλου καθίσταται σαφές ότι η Λεμεσός ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο των Βενετών στην Κύπρο. Η Πάφος είχε πολύ ασήμαντη συμμετοχή στο βενετικό εμπόριο με την Κύπρο, ενώ η Αμμόχωστος ούτε καν αναφέρεται.
Άξιον αναφοράς είναι και το γεγονός ότι στην πιο πάνω βενετική έκθεση αναφέρονται Προβηγκιανοί έμποροι ως ιδιοκτήτες περιουσίας στη Λεμεσό. Αυτό αποτελεί μαρτυρία για τη χρήση της Λεμεσού από έμπορους άλλων εθνοτήτων κατά τον 13ο αιώνα, και όχι αποκλειστικά από τους Ιταλούς. Ένα ασυμπλήρωτο βενετικό ναυτικό εγχειρίδιο (portolano), το οποίο ίσως συντάχθηκε γύρω στα 1270, ακολουθεί τη διαδρομή ενός οδοιπορικού από την Πτολεμαΐδα στην Ευρώπη μέσω της Κύπρου. Περιλαμβάνει αναφορά στη Λεμεσό, αλλά όχι στην Αμμόχωστο και στην Πάφο. Η αναφορά στη Λεμεσό υποδηλώνει την ύπαρξη εμπορικών και ναυτιλιακών σχέσεων μεταξύ Λεμεσού και Πτολεμαΐδας κατά το δεύτερο ήμισυ του Που αιώνα. Η ύπαρξη τέτοιων σχέσεων υποδηλώνεται και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το βενετικό εμπορικό εγχειρίδιο που ονομάζεται Zibaldone da Canal. Manuschtto mercantile del sec. XIV, χρησιμοποιούνταν παρόμοια σταθμά και στις δύο πόλεις πριν από το 1291.
Η Λεμεσός περιγράφεται ως το κυριότερο κυπριακό λιμάνι στις αναφορές του Zibaldone. Εδώ ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι το εμπόριο μεταξύ της Λεμεσού και άλλων μεσογειακών λιμανιών κατά το 13ο αιώνα χαρακτηρίζεται καλύτερα ως εμπόριο μικρών παρά μεγάλων αποστάσεων. Από την κοντινή Πτολεμαΐδα γινόταν η εισαγωγή μοσχοκάρυδου, ζαφοράς και των λεγόμενων 'μικρών' καρυκευμάτων, όπως το πιπέρι, τα οποία έφερναν αυτή την ονομασία διότι πωλούνταν σε μικρές ποσότητες. Κατά τη δεκαετία του 1270 υπήρχε και εμπόριο μεταξύ της Λεμεσού και του Λαΐάτσο, που ήταν το κυριότερο λιμάνι στο βασίλειο της Μικρής Αρμενίας. Σε μία συμβολαιογραφική πράξη με χρονολογία τον Απρίλιο 1279 ο Γενουάτης έμπορος Pietro di Giusulfo διορίζει ως εκπροσώπους του τον Ottobuono Picamiglio και τα δύο αδέλφια του, και ανάμεσα στους μάρτυρες του εγγράφου κατονομάζει τον Arancio της Λεμεσού. Ο Arancio προφανώς ήταν έμπορος ο οποίος ήταν κάτοικος Λεμεσού και είχε εμπορικές δοσοληψίες στο Λαΐάτσο. Στη Λεμεσό γινόταν και η εισαγωγή λαδιού και σιτηρών από την Απουλία της Κάτω Ιταλίας, όπου οι Βενετοί είχαν αναπτύξει έντονη εμπορική δραστηριότητα κατά το δεύτερο ήμισυ του ΙΙου αιώνα. Ανάμεσα στις εξαγωγές που γίνονταν από τη Λεμεσό ήταν η ρητίνη, το λάδανο και το λουλάκι. Πιο σημαντική από όλες τις εξαγωγές, ωστόσο, ήταν η εξαγωγή άλατος, που άρχισε από τα τέλη του Που αιώνα.
Στα τέλη αυτού του αιώνα η Βενετία άρχισε την εμπορική εκμετάλλευση διαφόρων κοιτασμάτων άλατος σε διάφορα μέρη της Μεσογείου. Μεταξύ αυτών των περιοχών ήταν και η Κύπρος. Όπως αναφέρει ο Jean-Claude Hocquet, τα κοιτάσματα αυτά βρίσκονταν κυρίως σε νησιά με μικρό πληθυσμό και σε παραθαλάσσιες περιοχές. Αυτό διευκόλυνε και την εξαγωγή του άλατος με το πλοίο στη Βενετία. Η Βενετία άρχισε την εισαγωγή άλατος από τα μεσογειακά νησιά της Ιμπίθα, της Σαρδηνίας και της Κύπρου από τη δεκαετία του 1270. Επίσης γίνονταν εισαγωγές από την περιοχή της Κριμαίας και την Αλεξάνδρεια. Σύμφωνα με τον Hocquet, οι Βενετοί αξιοποίησαν τα κυπριακά κοιτάσματα άλατος, που βρίσκονταν στις αλυκές της Λάρνακας και της Λεμεσού, πάνω σε πιο σταθερή και τακτική βάση παρά εκείνα τα οποία βρίσκονταν αλλού. Είναι αξιοσημείωτο ότι η τοποθεσία της σημερινής Λάρνακας λεγόταν Salines, δηλαδή αλυκές, στα λατινικά έγγραφα της φραγκοκρατούμενης Κύπρου.
Το άλας της Κύπρου, το οποίο περιγράφεται ως bianchissimo et fortissimo, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στη Βενετία εξ αιτίας της καλής του ποιότητας. Ας σημειωθεί ότι τα μεγάλα κέρδη που προέρχονταν από την εξαγωγή άλατος διαφαίνονται και από το γεγονός ότι η εκμετάλλευση των δυο φυσικών αλυκών κοντά στη Λεμεσό και στη Λάρνακα ήταν βασιλικό μονοπώλιο. Το άλας επωλείτο σε ιδιώτες έμπορους και κατά τη δεκαετία του 1280 άρχισαν οι Βενετοί να το αγοράζουν σε μεγάλες ποσότητες. Ένα βενετικό εμπορικό διάταγμα με ημερομηνία 26 Απριλίου 1286 καθόριζε τιμή έξι λιρών και πέντε σορδάτων για κάθε μόδιο άλατος το οποίο θα εισήγαγαν τα βενετικά πλοία προερχόμενα από την Κύπρο, τη Σαρδηνία, και το Ras al-Makhbaz. Το άλας αυτό μεταφερόταν στη Βενετία μέσα στα ογκώδη πλοία που έφεραν την ονομασία caricatorri. Σε μεταγενέστερο νομικό διάταγμα με ημερομηνία τον Φεβρουάριο 1287, η τιμή του εισαγόμενου άλατος αυξήθηκε σε έξι λίρες δεκαπέντε σορδάτα το μόδιο. Αυτή η τιμή ωστόσο ίσχυε μόνο σε περίπτωση όπου ο εισαγωγέας είχε εκ των προτέρων υπογράψει σχετική συμφωνία με τους αρμόδιους Βενετούς αξιωματούχους. Σε αντίθεση περίπτωση θα έπαιρνε χαμηλότερη τιμή για το άλας που εισήγαγε, και σε σχετική απόφαση με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου 1292 η τιμή καθορίστηκε σε τεσσερισήμισι λίρες για κάθε μόδιο άλατος που προερχόταν από την Κύπρο και την Ιμπίθα. Εν τω μεταξύ οι βασιλείς της Κύπρου αποφάσισαν το 1301 να αυξήσουν τα τέλη τα οποία πλήρωναν οι εξαγωγείς του κυπριακού άλατος, με αποτέλεσμα οι Βενετοί έμποροι να υποχρεώνονται στην καταβολή 150 βυζαντινών νομισμάτων για κάθε 1,000 μόδια εξαγόμενου άλατος αντί το προηγούμενο ποσό των 60 βυζαντινών νομισμάτων. Παρά την αύξηση των τελών όμως το εμπόριο άλατος συνεχίστηκε με γοργό ρυθμό μέχρι την τουρκική κατάληψη της Κύπρου το 1571. Ας σημειωθεί επίσης ότι η αλυκή της Λάρνακας ήταν πολύ πιο σημαντική για την άντληση άλατος από αυτή της Λεμεσού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το άλας από την αλυκή της Λεμεσού δεν ήταν και αυτό εμπορεύσιμο. Δύο προϊόντα τα οποία σε μεταγενέστερες εποχές θα εξάγονταν σε μεγάλες ποσότητες ήταν το βαμβάκι και η ζάχαρη. Η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου στην Κύπρο και η τεχνική της παραγωγής της ζάχαρης προήλθαν κατά πάσα πιθανότητα από την Εγγύς Ανατολή. Καλούπια ζάχαρης, τα οποία χρησιμοποιούνταν στα τελικά στάδια της ζαχαροπαραγωγής, έχουν ανευρεθεί στο φρούριο της Παλαίπαφου. Αυτό δεν απέχει πολύ από τη Λεμεσό και τα καλούπια αυτά ήταν κατεστραμμένα λόγω του σεισμού του 1222. Σύμφωνα με τον Oliver of Padeborn αυτός ο σεισμός προξένησε εκτεταμένες ζημιές ιδίως στην Πάφο, αλλά επίσης στη Λεμεσό και στη Λευκωσία. Η ανεύρεση τέτοιων καλουπιών τεκμηριώνει την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου στη Φραγκοκρατούμενη Κύπρο και ειδικότερα στην περιοχή μεταξύ Λεμεσού και Πάφου, από την αρχή του Που αιώνα, οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες όμως για την εξαγωγή ζάχαρης από την Κύπρο χρονολογούνται όχι πριν από το 1299. Το ίδιο ισχύει για το βαμβάκι, το οποίο πιθανότατα άρχισε να καλλιεργείται στην Κύπρο κατά τον Πο αιώνα, χωρίς όμως να υπάρχουν ενδείξεις για την εξαγωγή του με χρονολογία πριν από τα μέσα του 14ου αιώνα. Ας τονιστεί ότι για την καλλιέργεια τόσο του βάμβακος όσο και του ζαχαροκάλαμου χρειάζονται μεγάλα αποθέματα, κεφαλαίου και πολύ εργατικό δυναμικό. Στην Κύπρο η παραγωγή τους βρισκόταν υπό τον έλεγχο των τριών μεγαλυτέρων κατόχων γης στο βασίλειο. Αυτοί ήταν το στέμμα, το τάγμα των Ιωαννιτών και η βενετική οικογένεια Κορνέρ. Οι περισσότερες φυτείες ζαχαροκάλαμου και βάμβακος, εξάλλου, βρίσκονταν στην παραλιακή περιοχή μεταξύ της Λέμπας και της Λεμεσού.
Τελειώνοντας, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η Λεμεσός, παρά το γεγονός ότι εκτοπίστηκε μετά το 1291 από την Αμμόχωστο ως το κυριότερο εμπορικό λιμάνι της Κύπρου, εξακολούθησε να έχει εμπορική δραστηριότητα, έστω σε περιορισμένο βαθμό, καθ' όλη τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας. Παραδόξως δεν επωφελήθηκε όμως από την κατάληψη της Αμμοχστου, που έγινε το 1373 από τους Γενουάτες, και τον μετέπειτα εμπορικό μαρασμό αυτής της πόλης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμπορική ανάπτυξη της Λάρνακας κατά την Υστεροφραγκική εποχή και την εποχή της Βενετοκρατίας.
1 Regesta Regni Hierosolymitani. εκ. R. Rohricht, 2 τόμοι (Innsbruck, 1893-1904), II, αριθ. 755a.
2 D. Jacoby, "The Rise of a New Emporium in the Eastern Mediterranean: Famagusta in the Late Thirteenth Century", στο Μελέται και Υπομνήματα. Τόμος Α' (Λευκωσία, 1984), σ. 155 και υποαημ. 51-52.
3 όπ.π.. σσ. 158-159 και υποσημ. 66-71.
4 L. de Mas Latrie, Histoire de /' tie de Chypre sous le regne des princes dela maison de Lusignan, 3 τόμοι (Paris, 1852-1861), τόμος Β', σ. 39.
5 Mas Latrie, Histoire, τόμος Β ' ασ. 53-54; Hill, τόμος Β', ο. 125.
6 Mas Latrie, Histoire, τόμος Β', 54-55; Edbury, The Kingdom of Cyprus, σ. 110.
7 Jacoby, "Famagusta", σ. 159 και υποσημ. 77.
8 Jacoby, "Το Εμπόριο", σσ. 397-398.
9 όπ.π., α. 398.
10 Notai Genovesi in Oltremare. Atti rogati a Laiazzo da Frederico di Piazalunga (1274) e Pietro di Bargone (1277, 1279), εκ. Laura Balieto, CSFS 53 (Genoa, 1989) σσ. 356-357.
11 Jacoby, :To Εμπόριο", σ. 398.
12 J - C. Hocquest, Le sel et la Fortune de Venise, 2 τόμοι (Lille, 1979), τόμος A', σσ. 98-99.
13 όπ.π.. ο. 141.
14 Jacoby, 'To Εμπόριο', σ. 398.
15 Hocquet, Le sel, τόμος Β', σο. 204-205.
16 Hocquet, Le sel, τόμος A', σ. 210; Mas Latrie, Histoire, τόμος Β', ασ. 99-100.
17 Hocquet, Le sel, τόμος A', σσ. 100-101.
18 Jacoby, 'To Εμπόριο', σα. 417-418.
19 όπ.π., α. 420.
20 όπ.π.,σσ.418 καί 420.
Ετικέτες
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΛΛΩΝ ΜΕΛΕΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Η στρατηγική και εμπορική σημασία της Λεμεσού κατά τον πρώτον αιώνα της Φραγκοκρατίας
ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΡΕΑ Επετηρίδα Κυπριακών Σπουδών τόμος Δ’
Στην ανακοίνωση αυτή θα εξεταστεί η σημασία και η εξέλιξη της πόλης της Λεμεσού κατά τα πρώτα εκατό περίπου χρόνια της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο. Στο πρώτο μέρος της ανακοίνωσης θα γίνει ανασκόπηση της στρατηγικής σημασίας της πόλης, ενώ στο δεύτερο μέρος θα εξεταστεί η εμπορική της σημασία.
ΜΕΡΟΣ Α:
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΕΜΕΣΟΥ
Η Λεμεσός από τα τέλη του 12ου αιώνα και καθ' όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα είχε αναμφισβήτητη στρατηγική σημασία, όχι μόνο για τους Λατίνους, οι οποίοι κατέκτησαν την Κύπρο το 1191, αλλά και για τους Μουσουλμάνους εχθρούς τους. Από γεωγραφικής άποψης είναι το καλύτερο λιμάνι της Κύπρου για συγκοινωνίες τόσο με τη Δυτική Ευρώπη, όσο και με την Αίγυπτο. Αυτό το γνώριζαν οι Λατίνοι καθώς και οι Αγγιουβίδες, η Μουσουλμανική δυναστεία η οποία είχε την Αίγυπτο και τη Συρία υπό την κυριαρχία της από το 12ο αιώνα μέχρι τα μέσα του Που. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο βασιλιάς Ριχάρδος Α' της Αγγλίας, φθάνοντας στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της Γ' Σταυροφο¬ρίας, η οποία είχε ως απώτερο σκοπό την ανακατάληψη των Ιεροσολύμων από τους Μουσουλμάνους, έπλευσε στη Λεμεσό. Εκεί ήδη βρίσκονταν η αδελφή του, η Ελεονώρα της Ακουϊτανίας, και η μνηστή του η Βερεγγάρια. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες Δυτικών χρονικογράφων της εποχής, παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις τις οποίες πήραν από τον άρχοντα της Κύπρου Ισαάκιο να παρακαθίσουν σε τραπέζι μαζί του, απέφυγαν επιμελώς να κατεβούν από το πλοίο τους λόγω της δυσπιστίας που έτρεφαν προς το άτομο του. Σε ορισμένες από αυτές τις Δυτικές πηγές προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο Ισαάκιος είχε κακομεταχειριστεί Λατίνους ιεροπροσκυνητές, οι οποίοι λόγω θαλασσοταραχής είχαν αναγκαστεί να αράξουν στην Κύπρο. Οι διάφορες Δυτικές πηγές, ωστόσο, οι οποίες ιστορούν την κατάληψη της Κύπρου το 1191 από το βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο δίνουν εκδοχές για την άλωση της Λεμεσού από τις δυνάμεις του που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους.
Το Δυτικό χρονικό "Eracles" του Colbert - Fontainebleau προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός και οι δυνάμεις του εγκατέλειψαν τη Λεμεσό και έφυγαν ολοταχώς μόλις εθεάθη ο στόλος του βασιλιά Ριχάρδου να πλησιάζει το λιμάνι της πόλης. Ενώ οι δυνάμεις του αποβιβάστηκαν, ο ίδιος ο Ριχάρδος παρέμεινε πάνω στη γαλέρα του. Εκεί υποδέχτηκε ορισμένους Λατίνους έμπορους οι οποίοι ήσαν μόνιμοι κάτοικοι της Λεμεσού, και είχαν σπεύσει με τις βάρκες τους να τον συναντήσουν και να του δώσουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, ο Ισαάκιος Κομνηνός και οι δυνάμεις του είχαν φύγει για τα βουνά, ενώ ο λαός και οι έμποροι που είχαν παραμείνει στη Λεμεσό ήσαν έτοιμοι να τον υποδεχτούν με χαρά ως κυρίαρχο τους. Ο Ριχάρδος έστειλε τους εμπόρους πίσω στη Λεμεσό, μαζί με δύο ιππότες του, για να διαβεβαιώσουν τον επιτόπιο πληθυσμό ότι οι ζωές και τα αγαθά τους δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο από τον ίδιο και το στρατό. Διέταξε τις δυνάμεις του να στρατοπεδεύσουν σε απόσταση έξω από την πόλη, και τους έδωσε αυστηρές εντολές να μην κακοποιήσουν τους κατοίκους της Λεμεσού.
Κάπως διαφοροποιημένη εκδοχή από την πιό πάνω παρουσιάζεται στο χρονικό που φέρνει την ονομασία La Continuation de Guillaume de Tyr. Όπως ιστορούνται τα πράγματα στο χρονικό αυτό, ο Ισαάκιος Κομνηνός και ο στρατός του άρχισαν να υποχωρούν από τη Λεμεσό μόλις επιβεβαιώθηκε ο κατάπλους του Αγγλικού στόλου στο λιμάνι της πόλης, αλλά δεν κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν την υποχώρηση. Ο Ριχάρδος, παρατηρώντας την υποχώρηση, αποβίβασε τις δυνάμεις του εσπευσμένα, διέταξε έφοδο και έδωσε μάχη με τον στρατό του Ισαάκιου στην ίδια την πόλη. Έλαβε μέρος και ο ίδιος στη μάχη, που είχε ως αποτέλεσμα την ήττα του Ισαάκιου και των δυνάμεων του. Η πιο λεπτομερής από τις διάφορες αφηγήσεις που ιστορούν την κατάληψη της Λεμεσού από τις δυνάμεις του Ριχάρδου, βρίσκεται ωστόσο στο χρονικό με ονομασία Itinerarium Peregrinorum et Gesta Regis Ricardi. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτού του χρονικού, μια μάχη στα ανοιχτά του λιμανιού της Λεμεσού προηγήθηκε της χερσαίας μάχης μεταξύ των δυο στρατών. Ο στόλος του Ριχάρδου κατά την έλευση του στα ανοικτά του λιμανιού της Λεμεσού βρέθηκε αντιμέτω¬πος με διάφορα εμπόδια, όπως μεγάλα βράχια και καταποντισμένα πλοία, τα οποία είχαν στηθεί εκεί με σκοπό να αποτραπεί η είσοδος του στο λιμάνι. Ο στόλος αντιμετώπισε και τα πυρά των τοξοτών του Ισάκιου, οι οποίοι επάνδρωναν πέντε γαλέρες που βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι. Ο Ριχάρδος για να υπερπηδήσει τα εμπόδια αυτά έστειλε μικρά πλοιάρια επανδρωμένα και αυτά με τοξότες, τα λεγόμενα snekas, με εντολή να εξουδετερώσουν τους τοξότες του Ισαάκιου και στη συνέχεια να καταλάβουν το λιμάνι, όπως και έγινε. Με το λιμάνι υπό τον έλεγχο τους, οι Λατίνοι αποβιβάστηκαν και επιτέθηκαν εναντίον των χερσαίων δυνάμεων του Ισαάκιου, που βρισκόταν στην περιοχή του λιμανιού. Ο βασιλιάς Ριχάρδος αποβιβάστηκε σε μετέπειτα στάδιο με επιπρόσθετες δυνάμεις, και με την κάθοδο του ηττήθηκαν οι δυνάμεις του Ισαάκιου και αναγκάστηκαν να διαφύγουν.
Οι διαφορές μεταξύ αυτών των τριών πηγών σχετικά με την κατάληψη της Λεμεσού αφορούν κυρίως το βαθμό αντίσταστης που προσέφεραν οι δυνάμεις του Ισαάκιου Κομνηνού ενάντια σε αυτές του Ριχάρδου. Όλες συμφωνούν ωστόσο ως προς το γεγονός ότι η αποβίβαση των Αγγλικών δυνάμεων έγινε στη Λεμεσό, κάτι που τεκμηριώνει τη στρατηγική σημασία της ως το κυριότερο Κυπριακό λιμάνι κατά την τότε εποχή. Η στρατηγική αξία της Λεμεσού υποδηλώνεται και από την ύπαρξη του λεγόμενου βασιλικού δρόμου έξω από την πόλη, όπως αναφέρεται στο Itinerarium Peregrinorum. Τέτοιοι δρόμοι χρησιμοποιούνταν από το Βυζαντινό αυτοκράτορα και τους αξιωματούχους του, και έτσι η ύπαρξη τέτοιου δρόμου στη Λεμεσό ενδεικνύει τη στρατηγική και εμπο¬ρική σημασία που είχε για τους Βυζαντινούς. Ύστερα από την ολοκληρωτική κατάληψη της Κύπρου, ο Ριχάρδος και ο στρατός του ανεχώρησαν για την Παλαιστίνη, όπου σκόπευαν να πολεμήσουν τους Μουσουλμάνους με τις υπό-λοιπες δυνάμεις της Γ' Σταυροφορίας. Σύμφωνα με το Itinerarium Peregrinorum, ο Ριχάρδος έδωσε εντολή να συγκεντρωθεί ο στρατός του στη Λεμεσό και να επισκευαστούν τα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Παλαιστίνη. Η ίδια πηγή ωστόσο μας πληροφορεί ότι ο ίδιος ο Άγγλος βασιλιάς ανεχώρησε όχι από τη Λεμεσό, αλλά από την Αμμόχωστο, όπου επιβιβάστηκε σε "μια από τις καλύτερες και πιο μεγάλες γαλέρες του", διότι βιαζόταν να φθάσει στη Πτολεμαΐδα προτού τελειώσει η πολιορκία της. Φαίνεται ότι οι πλείστες δυνάμεις του Ριχάρδου ανεχώρησαν όντως από τη Λεμεσό για την Παλαιστίνη, αλλά ότι ο ίδιος πήγε από τη Λευκωσία κετευθείαν στην Αμμόχωστο για την αναχώρηση του.
Οι Λατίνοι χρησιμοποίησαν τη Λεμεσό ως χώρο συγκέντρωσης δυνάμεων, αποστολής πολεμικού υλικού, και αναχώρησης για Σταυροφοριακές εκστρατείες καθ' όλη τη διάρκεια του Που αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε από τους Σταυρο¬φόρους της Ε' Σταυροφορίας, που άρχισε το 1217 με πολεμική εκστρατεία εναντίον των Μουσουλμάνων στην Παλαιστίνη. Όταν το 1220 οι Σταυροφόροι, υπό την αρχηγία του βασιλιά Ιωάννη των Ιεροσολύμων, επιτέθηκαν εναντίον της Αιγύπτου, οι Λατίνοι ιππότες της Κύπρου και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας Ευστόργιος έλαβαν μέρος στην εκστρατεία, και η Λεμεσός χρησιμοποιήθηκε ως σταθμός ανεφοδιασμού. Όπως θα δούμε πιο κάτω, αυτή ήταν και η αιτία μιας Μουσουλμανικής θαλάσσιας επιδρομής εναντίον της Λεμεσού. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, το 1227, η Λεμεσός προτάθηκε ως χώρος συγκέντρωσης στρατού για νέα σταυροφοριακή εκστρατεία εναντίον των Μουσουλμάνων. Ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β' ανέλαβε να ηγηθεί αυτής της εκστρατείας και το 1227 οι επιφανέστεροι Λατίνοι ευγενείς από την Κύπρο και τις λατινοκρατούμενες περιοχές της Συρίας και της Παλαιστίνης συγκεντρώθηκαν στην Κύπρο, περιμένοντας την άφιξη του. Το ταξίδι του Φρειδερίκου όμως αναβλήθηκε και τελικά έφθασε στην Κύπρο τον Ιούλιο 1228. Ξεκίνησε με το στρατό του από το Βρουνδίσιον της Κάτω Ιταλίας, και μετά από ταξίδι διαρκείας 24 ημερών έφθασε στη Λεμεσό. Κατά τη διαμονή του στην πόλη, έστειλε πρόσκληση στον τότε αντιβασιλέα της Κύπρου, τον Ιωάννη του Ιβελλίνου, να παρευρεθεί σε γεύμα μαζί του, στο οποίο να φέρει και τα παιδιά του, καθώς και τον ανήλικο βασιλιά της Κύπρου, τον Ερρίκο Α'. Ο αντιβασιλέας αποδέχτηκε την πρόσκληση, αλλά κατά τη διάρκεια του γεύματος ήλθε σε ρήξη με τον αυτοκράτορα διότι αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις εντολές του ότι έπρεπε, μεταξύ άλλων, να του παραδώσει τα εισοδήματα που είχε πάρει ως αντιβασιλέας από τότε που είχε πεθάνει ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Α'. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με το φεουδαρχικό δίκαιο της Δύσης οι Γερμανοί αυτοκράτορες ήσαν οι κυρίαρχοι της Κύπρου από το 1197, όταν ο πρώτος Λατίνος βασιλιάς εστέφθη από τον απεσταλμένο του Γερμανού αυτοκράτορα, τον επίσκοπο Conrad του Hildesheim. Ένεκα της ρήξης μεταξύ του Ιωάννη και του Φρειδερίκου, ο Ιωάννης με τους οπαδούς του διέφυγαν στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα, όπου ετοιμάστηκαν να αντισταθούν. Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος και ο στρατός του προχώρησαν από τη Λεμεσό στη Λευκωσία, η οποία κατελήφθη τον Αύγουστο 1228. Η τελική συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι δύο άντρες ευνοούσε σε γενικές γραμμές τον Φρειδερίκο, ο οποίος έθεσε τα κυριότερα κάστρα της Κύπρου υπό τον έλεγχο των οπαδών του. Αναχωρώντας για τη Δύση στις αρχές του 1229, ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος ξαναπέρασε από τη Λεμεσό, όπου άφησε το νεαρό βασιλιά της Κύπρου Ερρίκο Α', τον οποίο είχε πάρει μαζί του στην Παλαιστίνη. Εκεί τον είχε παντρέψει με την Αλίκη, την κόρη ενός από τους ευγενείς του.
Το 1237 η Λεμεσός επανεμφανίζεται στα σχέδια που οργανώνονται για την έναρξη νέας σταυροφοριακής εκστρατείας εναντίον των Μουσουλμάνων. Ο ευγενής Θιβάλδος της Καμπάνιας ο οποίος είχε οργανώσει εκστρατεία, πήρε συμβουλές από τους Λατίνους ευγενείς, τους κληρικούς και τους εκπροσώπους των Καθολικών στρατιωτικών ταγμάτων, δηλαδή των Τεμπλάρων και των Ιωαννίτων, που βρίσκονταν όλοι στις Λατινοκρατούμενες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, να πλεύσει με τις δυνάμεις του στη Λεμεσό και να συναντηθεί εκεί με τους Λατίνους αξιωματούχους. Προφανώς υπήρχε σκέψη να χρησιμοποιηθεί η Λεμεσός ως ορμητήριο για την επικείμενη σταυροφοριακή εκστρατεία. Οι σύμβουλοι του Θιβάλδου του είχαν δηλώσει ότι η Κύπρος ήταν εξίσου κοντά στην Αλεξάνδρεια και την Πτολεμαΐδα, και ότι θα μπορούσε εύκολα να αντλεί προμήθειες από το νησί. Τελικά όμως ο Θιβάλδος απεφάσισε να μην κάνει σταθμό στην Κύπρο και έπλευσε από το λιμάνι του Aigues Mortes της Νότιας Γαλλίας κατευθείαν στην Πτολεμαΐδα.
Ο σταυροφοριακός ηγέτης ο οποίος πραγματικά αξιοποίησε τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα και τις διευκολύνσεις τις οποίες η Λεμεσός παρείχε ως ορμητήριο για εκστρατείες εναντίον των Μουσουλμάνων ήταν ο αρχηγός της Ζ' Σταυροφορίας, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ' της Γαλλίας. Όπως το Θιβάλδο, ο Λουδοβίκος με τις δυνάμεις του ανεχώρησε από το λιμάνι του Aigues Mortes της Γαλλίας για την Κύπρο, φθάνοντας με το στόλο του στο λιμάνι της Λεμε¬σού στις 17 Σεπτεμβρίου 1248. Το ταξίδι του, όπως και αυτό του αυτοκράτορα Φρειδερίκου, ήταν διάρκειας 24 ημερών, αλλά πρέπει να έγινε από ευνοϊκότερες καιρικές συνθήκες, εφόσον μπόρεσε να καλύψει διπλάσια απόσταση από αυτή του Γερμανού αυτοκράτορα μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα. Προτού φθάσουν στην Κύπρο, ο Λουδοβίκος και οι αξιωματούχοι του είχαν μεριμνήσει να περισυλλέξουν μεγάλες ποσότητες από σιτηρά, κρασιά και άλογα για τους έφιππους στρατιώτες. Σύμφωνα με το χρονικό του Joinville, ο οποίος έλαβε μέρος και ο ίδιος στην εκστρατεία, οι αξιωματούχοι του Λουδοβίκου είχα αρχί¬σει να αγοράζουν κρασί στην Κύπρο μέχρι και δύο χρόνια πριν από την άφιξη του. Στη Λεμεσό συγκεντρώθηκαν όχι μόνο οι δυνάμεις του βασιλιά Λουδοβίκου, αλλά και αυτές του Κύπριου βασιλιά Ερρίκου Α' των Ιβελλίνων και των Καθολικών στρατιωτών ταγμάτων, δηλαδή των Τεμπλάρων και Ιωαννιτών. Οι τελευταίοι έφθασαν στην Κύπρο από την Πτολεμαΐδα. Ο στόλος του Λουδοβίκου περιλάμβανε και 15 γαλέρες των Γενουατών. Το Λουδοβίκο συνόδευε και ο αδελφός του, ο Κάρολος της Ανδεγαυίας, και στις δυνάμεις του προσετέθησαν σε κατοπινό στάδιο 1,000 ιππότες από τη Λατινοκρατούμενη Συρία, 400 ιππό¬τες από τη Φραγκοκρατούμενη Ελλάδα με αρχηγό τους τον Guillaume de Villehardouin, το Λατίνο πρίγκιπα της Αχαΐας και μια αγγλική δύναμη του κόμητα του Salisbury. Ο στρατός που τελικά απέπλευσε από το λιμάνι της Λεμεσού με προορισμό της Αίγυπτο το Μάιο 1249 αριθμούσε περισσότερους από 25,000 άνδρες, ενώ ο στόλος που τον μετέφερε αριθμούσε 1, 800 πλοία. Ο χρονικογράφος Joinville ο οποίος ήταν και στενός σύμβουλος του βασιλιά Λουδοβίκου, περιέγραψε τη θάλασσα ως κατάσπαρτη με τα πανιά των πλοίων.
Η διαμονή ενός τόσο πολυάριθμου στρατού στη περιοχή της Λεμεσού από το Σεπτέμβριο 1248 μέχρι τον Μάιο 1249 δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει ορισμένα προβλήματα. Αρκετοί πέθαναν εξαιτίας μίας επιδημίας που μάστιζε τις συγκεντρωμένες δυνάμεις των σταυροφόρων, και σύμφωνα με τον ληγάτο του πάπα ο οποίος συνόδευε το στρατό ανάμεσα σε αυτούς ήταν και 260 ιππότες του βασιλιά Λουδοβίκου. Διάφοροι δυτικοί χρονικογράφοι, όπως ο Matthew Paris και ο Raymond Pull, απέδωσαν αυτές τις απώλειες στο ανθυγιεινό κλίμα της Κύπρου, ενώ ο ανώνυμος συγγραφέας του Directorium πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η κατανάλωση των κυπριακών κρασιών χωρίς την προσθήκη νερού "intestina et cerebrum destruunt et comburunt" δηλαδή προκαλούσε εγκαύματα και καταστροφή στα έντερα και στον εγκέφαλο. Η κυπριακή κουζίνα αναφέρεται και αυτή ως ζημιογόνος παράγοντας. Σύμφωνα με το συγγραφέα του Directorium ως αποτέλεσμα της αδράνειας που έπληττε τους στρατιώ¬τες κατά τη μακρόχρονη παραμονή τους στην περιοχή της Λεμεσού, ξέσπασαν καυγάδες και δημιουργήθηκαν έριδες μεταξύ τους. Εκτός από τα πιο πάνω προβλήματα, η μακρόχρονη παραμονή των στρατιωτών στην Κύπρο ήταν και δαπανηρή, σε σημείο που αρκετοί Λατίνοι ευγενείς αναγκάστηκαν λόγω οικονομικών αναγκών να δανειστούν χρήματα από Ιταλούς εμπόρους, δίνοντας ως ενέχυρα τις περιουσίες που είχαν στη Γαλλία. Τα προβλήματα αυτά, που προέκυψαν κατά τη σταυροφοριακή εκστρατεία του βασιλιά Λουδοβίκου επηρέασαν και τις αντιλήψεις των μεταγενέστερων συγγραφέων της Δύσης, οι οποίοι κατά καιρούς υπέβαλλαν προτάσεις για σταυροφοριακές εκστρατείες, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η Κύπρος ως κατάλληλος χώρος για τη συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων.
Η στρατηγική σημασία της Λεμεσού ήταν αντιληπτή όχι μόνο στους Δυτικούς χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους εχθρούς τους. Οι μουσουλμάνοι κυρίαρχοι της Αιγύπτου, αρχικά η δυναστεία των Αγγιουβίδων, και από τα μέσα του 13ου αιώνα οι Μαμελούκοι, γνώριζαν πολύ καλά ότι οι Λατίνοι χρησιμοποιούσαν την πόλη και το λιμάνι της Λεμεσού ως χώρο συγκέντρωσης χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων για σταυροφοριακές εκστρατείες εναντίον τους. Γι' αυτό το λόγο έστειλαν στόλο εναντίον της Λεμεσού τουλάχιστο δύο φορές κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα. Η πρώτη επιδρομή έγινε το 1220/1221, κατά τη διάρκεια της Ε' Σταυροφορίας. Οι μουσουλμάνοι παρατήρησαν ότι οι χριστιανικές γραμμές ανεφοδιασμού μεταξύ της Λεμεσού και της Αιγύπτου δεν είχαν επαρκή προστασία, και έστειλαν στόλο που αριθμούσε 20 γαλέρες εναντίον της Λεμεσού. Ο στόλος αυτός κατόρθωσε να κάνει αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του λιμανιού με αποτέλεσμα να πυρποληθούν πολλά πλοία τα οποία βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της επιδρομής μέχρι και 13,000 χριστιανοί. Ας σημειωθεί επίσης το γεγονός ότι ο παπικός ληγάτος είχε πληροφορηθεί από κατασκόπους για την επικείμενη μουσουλμανική επιδρομή, αλλά, παρά ταύτα αμέλησε να λάβει τα επιβαλλόμενα μέτρα για να αποτραπεί.
Η δεύτερη μουσουλμανική επιδρομή εναντίον της Λεμεσού έγινε τον Ιούνιο 1271. Ο Μαμελούκος σουλτάνος Baybars, ο οποίος από το 1265 είχε αρχίσει να καταλαμβάνει τις τελευταίες κτήσεις των Λατίνων στην Παλαιστίνη και τη Συρία, έστειλε στόλο εναντίον της Λεμεσού, ίσως για σκοπούς αντιπερασπασμού, μια και ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Γ' είχε μεταβεί την ίδια εποχή με στρατό στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης. Σε αντίθεση με την προηγούμενη επιχείρηση, ωστόσο, η επιδρομή αυτή απέτυχε, διότι τα πλοία του μουσουλμανικού στόλου τσακίστηκαν πάνω στους υφάλους οι οποίοι βρίσκονται στις ακτές των θαλασσών γύρω από τη Λεμεσό. Οι μουσουλμάνοι στρατιώτες και τα πληρώματα του στόλου τους, που αριθμούσαν 1,800 άνδρες, όλοι αιχμαλωτίστηκαν. Η Λεμεσός δεν ξαναείδε μουσουλμανικό στόλο μέχρι το 1426, όταν οι Μαμελούκοι αποβιβάστηκαν εκεί, πρώτα λεηλατώντας και καταστρέφοντας την πόλη, και στη συνέχεια προχωρώντας μετά από τη μάχη που έδωσαν στη Χοιροκοιτία με τις δυνάμεις του βασιλιά Ιανού, να καταλάβουν τη Λευκωσία.
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές στις αραβικές πηγές για την αποτυχία αυτής της θαλάσσιας επιδρομής εναντίον της Λεμεσού. Μια από αυτές ισχυρίζεται ότι οι μουσουλμάνοι τιμωρήθηκαν διότι προτού αναχωρήσουν έβαψαν τα πλοία τους μαύρα όπως ήταν βαμμένα αυτά των χριστιανών, με σκοπό να τους ξεγελάσουν, και έπλευσαν στη Λεμεσό με σημαίες οι οποίες έφεραν το σήμα του σταυρού, πάλι για σκοπούς παραπλάνησης των χριστιανών. Άλλη πιο λογική εκδοχή είναι ότι οι μουσουλμάνοι, συνηθισμένοι κυρίως στον χερσαίο πόλεμο, δεν είχαν στη διάθεση τους ικανούς και εμπειροπόλεμους ναυτικούς και πληρώματα για τα πλοία τους. Μια τρίτη εκδοχή από τον Άραβα ιστορικό Qirtay είναι ότι ο σουλτάνος Baybars ανέθεσε την αρχηγία του στόλου σε δύο ναυάρχους αντί σε ένα και ότι τα πλοία τσακίστηκαν στους υφάλους γύρω από τη Λεμεσό επειδή οι δύο αυτοί ναύαρχοι δεν είχαν καλή συνεννόηση μεταξύ τους, ο ένας αδιαφορώντας για την τύχη του συναδέλφου του όταν άρχισαν τα πλοία να τσακίζονται.15
1 "The Old French Continuation of William of Tyre, 1184-97". στο The Conquest of Jerusalem and the Third Crusade, Sources in Translation (εκ. και μετάφρ.) P.W. Edbury (Aldershot, 1996), σσ. 100-102; Chronicle of the Third Crusade, A Translation of the Itinerarium Peregrinorum et Gesta Regis Ricardi, ed. and transl. Helen J. Nicholson, σσ. 182-183.
2 Edbury, Conquest of Jerusalem, α. 176.
3 Edbury, Conquest of Jerusalem, σα. 102-103.
4 Nicholson, Itinerarium, σα. 182-185.
5 "L' estoire de Eracles empereur et la conqueste de la terre d' Outremer", στο Recueil des historiens des croisades, Historiens occidentaux, 5 vols. (Paris, 1844-1895), II, σσ. 321-349, και ειδικά τα χειρόγραφα C, D και G, σσ. 345-346.
6 "Eracles" σσ. 363-364.
7 όπ.π., σ. 31.
8 όπ.π., οα. 58-60.
9 όπ. π., σο. 74-75 και υποσημ. 1; Α. Forey, "Cyprus as a base for Crusading Expeditions from the West", οτο Η Κύπρος και οι Σταυροφορίες I Cyprus and the Crusades, εκ. Ν. Κουρέας και J. Riley - Smith (Λευκωσία, 1995), σ. 70.
10 G. Hill, A History of Cyprus, 4 τόμοι. (Cambridge, 1940-1952), Τόμος Β', σσ. 140-146.
11 Forey, "Cyprus as a Base", σσ. 72-73; Edbury, The Kingdom of Cyprus, σ. 75.
12 "Eracles", σσ. 345-346 χειρόγραφα C, D και G; Hill, τόμος Β ', σ. 87 και υποσημ. 4.
13 P.W. Edbury, The Lusignan Kingdom of Cyprus and its Muslim Neighbours, (Nicosia, 1993), 0.13; P. Thorau, The Lion ol Egypt, Sultan Baybars I and the Near East in the Thirteenth Century (London and New York, 1992) o. 207.
14 Regesta Regni Hierosolymitani. εκ. R. Rohricht, 2 τόμοι (Innsbruck, 1893-1904), II, αριθ. 755a.
15 D. Jacoby, "The Rise of a New Emporium in the Eastern Mediterranean: Famagusta in the Late Thirteenth Century", στο Μελέται και Υπομνήματα. Τόμος Α' (Λευκωσία, 1984), σ. 155 και υποαημ. 51-52.
Στην ανακοίνωση αυτή θα εξεταστεί η σημασία και η εξέλιξη της πόλης της Λεμεσού κατά τα πρώτα εκατό περίπου χρόνια της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο. Στο πρώτο μέρος της ανακοίνωσης θα γίνει ανασκόπηση της στρατηγικής σημασίας της πόλης, ενώ στο δεύτερο μέρος θα εξεταστεί η εμπορική της σημασία.
ΜΕΡΟΣ Α:
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΕΜΕΣΟΥ
Η Λεμεσός από τα τέλη του 12ου αιώνα και καθ' όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα είχε αναμφισβήτητη στρατηγική σημασία, όχι μόνο για τους Λατίνους, οι οποίοι κατέκτησαν την Κύπρο το 1191, αλλά και για τους Μουσουλμάνους εχθρούς τους. Από γεωγραφικής άποψης είναι το καλύτερο λιμάνι της Κύπρου για συγκοινωνίες τόσο με τη Δυτική Ευρώπη, όσο και με την Αίγυπτο. Αυτό το γνώριζαν οι Λατίνοι καθώς και οι Αγγιουβίδες, η Μουσουλμανική δυναστεία η οποία είχε την Αίγυπτο και τη Συρία υπό την κυριαρχία της από το 12ο αιώνα μέχρι τα μέσα του Που. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο βασιλιάς Ριχάρδος Α' της Αγγλίας, φθάνοντας στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της Γ' Σταυροφο¬ρίας, η οποία είχε ως απώτερο σκοπό την ανακατάληψη των Ιεροσολύμων από τους Μουσουλμάνους, έπλευσε στη Λεμεσό. Εκεί ήδη βρίσκονταν η αδελφή του, η Ελεονώρα της Ακουϊτανίας, και η μνηστή του η Βερεγγάρια. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες Δυτικών χρονικογράφων της εποχής, παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις τις οποίες πήραν από τον άρχοντα της Κύπρου Ισαάκιο να παρακαθίσουν σε τραπέζι μαζί του, απέφυγαν επιμελώς να κατεβούν από το πλοίο τους λόγω της δυσπιστίας που έτρεφαν προς το άτομο του. Σε ορισμένες από αυτές τις Δυτικές πηγές προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο Ισαάκιος είχε κακομεταχειριστεί Λατίνους ιεροπροσκυνητές, οι οποίοι λόγω θαλασσοταραχής είχαν αναγκαστεί να αράξουν στην Κύπρο. Οι διάφορες Δυτικές πηγές, ωστόσο, οι οποίες ιστορούν την κατάληψη της Κύπρου το 1191 από το βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο δίνουν εκδοχές για την άλωση της Λεμεσού από τις δυνάμεις του που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους.
Το Δυτικό χρονικό "Eracles" του Colbert - Fontainebleau προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός και οι δυνάμεις του εγκατέλειψαν τη Λεμεσό και έφυγαν ολοταχώς μόλις εθεάθη ο στόλος του βασιλιά Ριχάρδου να πλησιάζει το λιμάνι της πόλης. Ενώ οι δυνάμεις του αποβιβάστηκαν, ο ίδιος ο Ριχάρδος παρέμεινε πάνω στη γαλέρα του. Εκεί υποδέχτηκε ορισμένους Λατίνους έμπορους οι οποίοι ήσαν μόνιμοι κάτοικοι της Λεμεσού, και είχαν σπεύσει με τις βάρκες τους να τον συναντήσουν και να του δώσουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, ο Ισαάκιος Κομνηνός και οι δυνάμεις του είχαν φύγει για τα βουνά, ενώ ο λαός και οι έμποροι που είχαν παραμείνει στη Λεμεσό ήσαν έτοιμοι να τον υποδεχτούν με χαρά ως κυρίαρχο τους. Ο Ριχάρδος έστειλε τους εμπόρους πίσω στη Λεμεσό, μαζί με δύο ιππότες του, για να διαβεβαιώσουν τον επιτόπιο πληθυσμό ότι οι ζωές και τα αγαθά τους δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο από τον ίδιο και το στρατό. Διέταξε τις δυνάμεις του να στρατοπεδεύσουν σε απόσταση έξω από την πόλη, και τους έδωσε αυστηρές εντολές να μην κακοποιήσουν τους κατοίκους της Λεμεσού.
Κάπως διαφοροποιημένη εκδοχή από την πιό πάνω παρουσιάζεται στο χρονικό που φέρνει την ονομασία La Continuation de Guillaume de Tyr. Όπως ιστορούνται τα πράγματα στο χρονικό αυτό, ο Ισαάκιος Κομνηνός και ο στρατός του άρχισαν να υποχωρούν από τη Λεμεσό μόλις επιβεβαιώθηκε ο κατάπλους του Αγγλικού στόλου στο λιμάνι της πόλης, αλλά δεν κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν την υποχώρηση. Ο Ριχάρδος, παρατηρώντας την υποχώρηση, αποβίβασε τις δυνάμεις του εσπευσμένα, διέταξε έφοδο και έδωσε μάχη με τον στρατό του Ισαάκιου στην ίδια την πόλη. Έλαβε μέρος και ο ίδιος στη μάχη, που είχε ως αποτέλεσμα την ήττα του Ισαάκιου και των δυνάμεων του. Η πιο λεπτομερής από τις διάφορες αφηγήσεις που ιστορούν την κατάληψη της Λεμεσού από τις δυνάμεις του Ριχάρδου, βρίσκεται ωστόσο στο χρονικό με ονομασία Itinerarium Peregrinorum et Gesta Regis Ricardi. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτού του χρονικού, μια μάχη στα ανοιχτά του λιμανιού της Λεμεσού προηγήθηκε της χερσαίας μάχης μεταξύ των δυο στρατών. Ο στόλος του Ριχάρδου κατά την έλευση του στα ανοικτά του λιμανιού της Λεμεσού βρέθηκε αντιμέτω¬πος με διάφορα εμπόδια, όπως μεγάλα βράχια και καταποντισμένα πλοία, τα οποία είχαν στηθεί εκεί με σκοπό να αποτραπεί η είσοδος του στο λιμάνι. Ο στόλος αντιμετώπισε και τα πυρά των τοξοτών του Ισάκιου, οι οποίοι επάνδρωναν πέντε γαλέρες που βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι. Ο Ριχάρδος για να υπερπηδήσει τα εμπόδια αυτά έστειλε μικρά πλοιάρια επανδρωμένα και αυτά με τοξότες, τα λεγόμενα snekas, με εντολή να εξουδετερώσουν τους τοξότες του Ισαάκιου και στη συνέχεια να καταλάβουν το λιμάνι, όπως και έγινε. Με το λιμάνι υπό τον έλεγχο τους, οι Λατίνοι αποβιβάστηκαν και επιτέθηκαν εναντίον των χερσαίων δυνάμεων του Ισαάκιου, που βρισκόταν στην περιοχή του λιμανιού. Ο βασιλιάς Ριχάρδος αποβιβάστηκε σε μετέπειτα στάδιο με επιπρόσθετες δυνάμεις, και με την κάθοδο του ηττήθηκαν οι δυνάμεις του Ισαάκιου και αναγκάστηκαν να διαφύγουν.
Οι διαφορές μεταξύ αυτών των τριών πηγών σχετικά με την κατάληψη της Λεμεσού αφορούν κυρίως το βαθμό αντίσταστης που προσέφεραν οι δυνάμεις του Ισαάκιου Κομνηνού ενάντια σε αυτές του Ριχάρδου. Όλες συμφωνούν ωστόσο ως προς το γεγονός ότι η αποβίβαση των Αγγλικών δυνάμεων έγινε στη Λεμεσό, κάτι που τεκμηριώνει τη στρατηγική σημασία της ως το κυριότερο Κυπριακό λιμάνι κατά την τότε εποχή. Η στρατηγική αξία της Λεμεσού υποδηλώνεται και από την ύπαρξη του λεγόμενου βασιλικού δρόμου έξω από την πόλη, όπως αναφέρεται στο Itinerarium Peregrinorum. Τέτοιοι δρόμοι χρησιμοποιούνταν από το Βυζαντινό αυτοκράτορα και τους αξιωματούχους του, και έτσι η ύπαρξη τέτοιου δρόμου στη Λεμεσό ενδεικνύει τη στρατηγική και εμπο¬ρική σημασία που είχε για τους Βυζαντινούς. Ύστερα από την ολοκληρωτική κατάληψη της Κύπρου, ο Ριχάρδος και ο στρατός του ανεχώρησαν για την Παλαιστίνη, όπου σκόπευαν να πολεμήσουν τους Μουσουλμάνους με τις υπό-λοιπες δυνάμεις της Γ' Σταυροφορίας. Σύμφωνα με το Itinerarium Peregrinorum, ο Ριχάρδος έδωσε εντολή να συγκεντρωθεί ο στρατός του στη Λεμεσό και να επισκευαστούν τα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Παλαιστίνη. Η ίδια πηγή ωστόσο μας πληροφορεί ότι ο ίδιος ο Άγγλος βασιλιάς ανεχώρησε όχι από τη Λεμεσό, αλλά από την Αμμόχωστο, όπου επιβιβάστηκε σε "μια από τις καλύτερες και πιο μεγάλες γαλέρες του", διότι βιαζόταν να φθάσει στη Πτολεμαΐδα προτού τελειώσει η πολιορκία της. Φαίνεται ότι οι πλείστες δυνάμεις του Ριχάρδου ανεχώρησαν όντως από τη Λεμεσό για την Παλαιστίνη, αλλά ότι ο ίδιος πήγε από τη Λευκωσία κετευθείαν στην Αμμόχωστο για την αναχώρηση του.
Οι Λατίνοι χρησιμοποίησαν τη Λεμεσό ως χώρο συγκέντρωσης δυνάμεων, αποστολής πολεμικού υλικού, και αναχώρησης για Σταυροφοριακές εκστρατείες καθ' όλη τη διάρκεια του Που αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε από τους Σταυρο¬φόρους της Ε' Σταυροφορίας, που άρχισε το 1217 με πολεμική εκστρατεία εναντίον των Μουσουλμάνων στην Παλαιστίνη. Όταν το 1220 οι Σταυροφόροι, υπό την αρχηγία του βασιλιά Ιωάννη των Ιεροσολύμων, επιτέθηκαν εναντίον της Αιγύπτου, οι Λατίνοι ιππότες της Κύπρου και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας Ευστόργιος έλαβαν μέρος στην εκστρατεία, και η Λεμεσός χρησιμοποιήθηκε ως σταθμός ανεφοδιασμού. Όπως θα δούμε πιο κάτω, αυτή ήταν και η αιτία μιας Μουσουλμανικής θαλάσσιας επιδρομής εναντίον της Λεμεσού. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, το 1227, η Λεμεσός προτάθηκε ως χώρος συγκέντρωσης στρατού για νέα σταυροφοριακή εκστρατεία εναντίον των Μουσουλμάνων. Ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β' ανέλαβε να ηγηθεί αυτής της εκστρατείας και το 1227 οι επιφανέστεροι Λατίνοι ευγενείς από την Κύπρο και τις λατινοκρατούμενες περιοχές της Συρίας και της Παλαιστίνης συγκεντρώθηκαν στην Κύπρο, περιμένοντας την άφιξη του. Το ταξίδι του Φρειδερίκου όμως αναβλήθηκε και τελικά έφθασε στην Κύπρο τον Ιούλιο 1228. Ξεκίνησε με το στρατό του από το Βρουνδίσιον της Κάτω Ιταλίας, και μετά από ταξίδι διαρκείας 24 ημερών έφθασε στη Λεμεσό. Κατά τη διαμονή του στην πόλη, έστειλε πρόσκληση στον τότε αντιβασιλέα της Κύπρου, τον Ιωάννη του Ιβελλίνου, να παρευρεθεί σε γεύμα μαζί του, στο οποίο να φέρει και τα παιδιά του, καθώς και τον ανήλικο βασιλιά της Κύπρου, τον Ερρίκο Α'. Ο αντιβασιλέας αποδέχτηκε την πρόσκληση, αλλά κατά τη διάρκεια του γεύματος ήλθε σε ρήξη με τον αυτοκράτορα διότι αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις εντολές του ότι έπρεπε, μεταξύ άλλων, να του παραδώσει τα εισοδήματα που είχε πάρει ως αντιβασιλέας από τότε που είχε πεθάνει ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Α'. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με το φεουδαρχικό δίκαιο της Δύσης οι Γερμανοί αυτοκράτορες ήσαν οι κυρίαρχοι της Κύπρου από το 1197, όταν ο πρώτος Λατίνος βασιλιάς εστέφθη από τον απεσταλμένο του Γερμανού αυτοκράτορα, τον επίσκοπο Conrad του Hildesheim. Ένεκα της ρήξης μεταξύ του Ιωάννη και του Φρειδερίκου, ο Ιωάννης με τους οπαδούς του διέφυγαν στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα, όπου ετοιμάστηκαν να αντισταθούν. Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος και ο στρατός του προχώρησαν από τη Λεμεσό στη Λευκωσία, η οποία κατελήφθη τον Αύγουστο 1228. Η τελική συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι δύο άντρες ευνοούσε σε γενικές γραμμές τον Φρειδερίκο, ο οποίος έθεσε τα κυριότερα κάστρα της Κύπρου υπό τον έλεγχο των οπαδών του. Αναχωρώντας για τη Δύση στις αρχές του 1229, ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος ξαναπέρασε από τη Λεμεσό, όπου άφησε το νεαρό βασιλιά της Κύπρου Ερρίκο Α', τον οποίο είχε πάρει μαζί του στην Παλαιστίνη. Εκεί τον είχε παντρέψει με την Αλίκη, την κόρη ενός από τους ευγενείς του.
Το 1237 η Λεμεσός επανεμφανίζεται στα σχέδια που οργανώνονται για την έναρξη νέας σταυροφοριακής εκστρατείας εναντίον των Μουσουλμάνων. Ο ευγενής Θιβάλδος της Καμπάνιας ο οποίος είχε οργανώσει εκστρατεία, πήρε συμβουλές από τους Λατίνους ευγενείς, τους κληρικούς και τους εκπροσώπους των Καθολικών στρατιωτικών ταγμάτων, δηλαδή των Τεμπλάρων και των Ιωαννίτων, που βρίσκονταν όλοι στις Λατινοκρατούμενες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, να πλεύσει με τις δυνάμεις του στη Λεμεσό και να συναντηθεί εκεί με τους Λατίνους αξιωματούχους. Προφανώς υπήρχε σκέψη να χρησιμοποιηθεί η Λεμεσός ως ορμητήριο για την επικείμενη σταυροφοριακή εκστρατεία. Οι σύμβουλοι του Θιβάλδου του είχαν δηλώσει ότι η Κύπρος ήταν εξίσου κοντά στην Αλεξάνδρεια και την Πτολεμαΐδα, και ότι θα μπορούσε εύκολα να αντλεί προμήθειες από το νησί. Τελικά όμως ο Θιβάλδος απεφάσισε να μην κάνει σταθμό στην Κύπρο και έπλευσε από το λιμάνι του Aigues Mortes της Νότιας Γαλλίας κατευθείαν στην Πτολεμαΐδα.
Ο σταυροφοριακός ηγέτης ο οποίος πραγματικά αξιοποίησε τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα και τις διευκολύνσεις τις οποίες η Λεμεσός παρείχε ως ορμητήριο για εκστρατείες εναντίον των Μουσουλμάνων ήταν ο αρχηγός της Ζ' Σταυροφορίας, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ' της Γαλλίας. Όπως το Θιβάλδο, ο Λουδοβίκος με τις δυνάμεις του ανεχώρησε από το λιμάνι του Aigues Mortes της Γαλλίας για την Κύπρο, φθάνοντας με το στόλο του στο λιμάνι της Λεμε¬σού στις 17 Σεπτεμβρίου 1248. Το ταξίδι του, όπως και αυτό του αυτοκράτορα Φρειδερίκου, ήταν διάρκειας 24 ημερών, αλλά πρέπει να έγινε από ευνοϊκότερες καιρικές συνθήκες, εφόσον μπόρεσε να καλύψει διπλάσια απόσταση από αυτή του Γερμανού αυτοκράτορα μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα. Προτού φθάσουν στην Κύπρο, ο Λουδοβίκος και οι αξιωματούχοι του είχαν μεριμνήσει να περισυλλέξουν μεγάλες ποσότητες από σιτηρά, κρασιά και άλογα για τους έφιππους στρατιώτες. Σύμφωνα με το χρονικό του Joinville, ο οποίος έλαβε μέρος και ο ίδιος στην εκστρατεία, οι αξιωματούχοι του Λουδοβίκου είχα αρχί¬σει να αγοράζουν κρασί στην Κύπρο μέχρι και δύο χρόνια πριν από την άφιξη του. Στη Λεμεσό συγκεντρώθηκαν όχι μόνο οι δυνάμεις του βασιλιά Λουδοβίκου, αλλά και αυτές του Κύπριου βασιλιά Ερρίκου Α' των Ιβελλίνων και των Καθολικών στρατιωτών ταγμάτων, δηλαδή των Τεμπλάρων και Ιωαννιτών. Οι τελευταίοι έφθασαν στην Κύπρο από την Πτολεμαΐδα. Ο στόλος του Λουδοβίκου περιλάμβανε και 15 γαλέρες των Γενουατών. Το Λουδοβίκο συνόδευε και ο αδελφός του, ο Κάρολος της Ανδεγαυίας, και στις δυνάμεις του προσετέθησαν σε κατοπινό στάδιο 1,000 ιππότες από τη Λατινοκρατούμενη Συρία, 400 ιππό¬τες από τη Φραγκοκρατούμενη Ελλάδα με αρχηγό τους τον Guillaume de Villehardouin, το Λατίνο πρίγκιπα της Αχαΐας και μια αγγλική δύναμη του κόμητα του Salisbury. Ο στρατός που τελικά απέπλευσε από το λιμάνι της Λεμεσού με προορισμό της Αίγυπτο το Μάιο 1249 αριθμούσε περισσότερους από 25,000 άνδρες, ενώ ο στόλος που τον μετέφερε αριθμούσε 1, 800 πλοία. Ο χρονικογράφος Joinville ο οποίος ήταν και στενός σύμβουλος του βασιλιά Λουδοβίκου, περιέγραψε τη θάλασσα ως κατάσπαρτη με τα πανιά των πλοίων.
Η διαμονή ενός τόσο πολυάριθμου στρατού στη περιοχή της Λεμεσού από το Σεπτέμβριο 1248 μέχρι τον Μάιο 1249 δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει ορισμένα προβλήματα. Αρκετοί πέθαναν εξαιτίας μίας επιδημίας που μάστιζε τις συγκεντρωμένες δυνάμεις των σταυροφόρων, και σύμφωνα με τον ληγάτο του πάπα ο οποίος συνόδευε το στρατό ανάμεσα σε αυτούς ήταν και 260 ιππότες του βασιλιά Λουδοβίκου. Διάφοροι δυτικοί χρονικογράφοι, όπως ο Matthew Paris και ο Raymond Pull, απέδωσαν αυτές τις απώλειες στο ανθυγιεινό κλίμα της Κύπρου, ενώ ο ανώνυμος συγγραφέας του Directorium πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η κατανάλωση των κυπριακών κρασιών χωρίς την προσθήκη νερού "intestina et cerebrum destruunt et comburunt" δηλαδή προκαλούσε εγκαύματα και καταστροφή στα έντερα και στον εγκέφαλο. Η κυπριακή κουζίνα αναφέρεται και αυτή ως ζημιογόνος παράγοντας. Σύμφωνα με το συγγραφέα του Directorium ως αποτέλεσμα της αδράνειας που έπληττε τους στρατιώ¬τες κατά τη μακρόχρονη παραμονή τους στην περιοχή της Λεμεσού, ξέσπασαν καυγάδες και δημιουργήθηκαν έριδες μεταξύ τους. Εκτός από τα πιο πάνω προβλήματα, η μακρόχρονη παραμονή των στρατιωτών στην Κύπρο ήταν και δαπανηρή, σε σημείο που αρκετοί Λατίνοι ευγενείς αναγκάστηκαν λόγω οικονομικών αναγκών να δανειστούν χρήματα από Ιταλούς εμπόρους, δίνοντας ως ενέχυρα τις περιουσίες που είχαν στη Γαλλία. Τα προβλήματα αυτά, που προέκυψαν κατά τη σταυροφοριακή εκστρατεία του βασιλιά Λουδοβίκου επηρέασαν και τις αντιλήψεις των μεταγενέστερων συγγραφέων της Δύσης, οι οποίοι κατά καιρούς υπέβαλλαν προτάσεις για σταυροφοριακές εκστρατείες, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η Κύπρος ως κατάλληλος χώρος για τη συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων.
Η στρατηγική σημασία της Λεμεσού ήταν αντιληπτή όχι μόνο στους Δυτικούς χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους εχθρούς τους. Οι μουσουλμάνοι κυρίαρχοι της Αιγύπτου, αρχικά η δυναστεία των Αγγιουβίδων, και από τα μέσα του 13ου αιώνα οι Μαμελούκοι, γνώριζαν πολύ καλά ότι οι Λατίνοι χρησιμοποιούσαν την πόλη και το λιμάνι της Λεμεσού ως χώρο συγκέντρωσης χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων για σταυροφοριακές εκστρατείες εναντίον τους. Γι' αυτό το λόγο έστειλαν στόλο εναντίον της Λεμεσού τουλάχιστο δύο φορές κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα. Η πρώτη επιδρομή έγινε το 1220/1221, κατά τη διάρκεια της Ε' Σταυροφορίας. Οι μουσουλμάνοι παρατήρησαν ότι οι χριστιανικές γραμμές ανεφοδιασμού μεταξύ της Λεμεσού και της Αιγύπτου δεν είχαν επαρκή προστασία, και έστειλαν στόλο που αριθμούσε 20 γαλέρες εναντίον της Λεμεσού. Ο στόλος αυτός κατόρθωσε να κάνει αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του λιμανιού με αποτέλεσμα να πυρποληθούν πολλά πλοία τα οποία βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της επιδρομής μέχρι και 13,000 χριστιανοί. Ας σημειωθεί επίσης το γεγονός ότι ο παπικός ληγάτος είχε πληροφορηθεί από κατασκόπους για την επικείμενη μουσουλμανική επιδρομή, αλλά, παρά ταύτα αμέλησε να λάβει τα επιβαλλόμενα μέτρα για να αποτραπεί.
Η δεύτερη μουσουλμανική επιδρομή εναντίον της Λεμεσού έγινε τον Ιούνιο 1271. Ο Μαμελούκος σουλτάνος Baybars, ο οποίος από το 1265 είχε αρχίσει να καταλαμβάνει τις τελευταίες κτήσεις των Λατίνων στην Παλαιστίνη και τη Συρία, έστειλε στόλο εναντίον της Λεμεσού, ίσως για σκοπούς αντιπερασπασμού, μια και ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Γ' είχε μεταβεί την ίδια εποχή με στρατό στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης. Σε αντίθεση με την προηγούμενη επιχείρηση, ωστόσο, η επιδρομή αυτή απέτυχε, διότι τα πλοία του μουσουλμανικού στόλου τσακίστηκαν πάνω στους υφάλους οι οποίοι βρίσκονται στις ακτές των θαλασσών γύρω από τη Λεμεσό. Οι μουσουλμάνοι στρατιώτες και τα πληρώματα του στόλου τους, που αριθμούσαν 1,800 άνδρες, όλοι αιχμαλωτίστηκαν. Η Λεμεσός δεν ξαναείδε μουσουλμανικό στόλο μέχρι το 1426, όταν οι Μαμελούκοι αποβιβάστηκαν εκεί, πρώτα λεηλατώντας και καταστρέφοντας την πόλη, και στη συνέχεια προχωρώντας μετά από τη μάχη που έδωσαν στη Χοιροκοιτία με τις δυνάμεις του βασιλιά Ιανού, να καταλάβουν τη Λευκωσία.
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές στις αραβικές πηγές για την αποτυχία αυτής της θαλάσσιας επιδρομής εναντίον της Λεμεσού. Μια από αυτές ισχυρίζεται ότι οι μουσουλμάνοι τιμωρήθηκαν διότι προτού αναχωρήσουν έβαψαν τα πλοία τους μαύρα όπως ήταν βαμμένα αυτά των χριστιανών, με σκοπό να τους ξεγελάσουν, και έπλευσαν στη Λεμεσό με σημαίες οι οποίες έφεραν το σήμα του σταυρού, πάλι για σκοπούς παραπλάνησης των χριστιανών. Άλλη πιο λογική εκδοχή είναι ότι οι μουσουλμάνοι, συνηθισμένοι κυρίως στον χερσαίο πόλεμο, δεν είχαν στη διάθεση τους ικανούς και εμπειροπόλεμους ναυτικούς και πληρώματα για τα πλοία τους. Μια τρίτη εκδοχή από τον Άραβα ιστορικό Qirtay είναι ότι ο σουλτάνος Baybars ανέθεσε την αρχηγία του στόλου σε δύο ναυάρχους αντί σε ένα και ότι τα πλοία τσακίστηκαν στους υφάλους γύρω από τη Λεμεσό επειδή οι δύο αυτοί ναύαρχοι δεν είχαν καλή συνεννόηση μεταξύ τους, ο ένας αδιαφορώντας για την τύχη του συναδέλφου του όταν άρχισαν τα πλοία να τσακίζονται.15
1 "The Old French Continuation of William of Tyre, 1184-97". στο The Conquest of Jerusalem and the Third Crusade, Sources in Translation (εκ. και μετάφρ.) P.W. Edbury (Aldershot, 1996), σσ. 100-102; Chronicle of the Third Crusade, A Translation of the Itinerarium Peregrinorum et Gesta Regis Ricardi, ed. and transl. Helen J. Nicholson, σσ. 182-183.
2 Edbury, Conquest of Jerusalem, α. 176.
3 Edbury, Conquest of Jerusalem, σα. 102-103.
4 Nicholson, Itinerarium, σα. 182-185.
5 "L' estoire de Eracles empereur et la conqueste de la terre d' Outremer", στο Recueil des historiens des croisades, Historiens occidentaux, 5 vols. (Paris, 1844-1895), II, σσ. 321-349, και ειδικά τα χειρόγραφα C, D και G, σσ. 345-346.
6 "Eracles" σσ. 363-364.
7 όπ.π., σ. 31.
8 όπ.π., οα. 58-60.
9 όπ. π., σο. 74-75 και υποσημ. 1; Α. Forey, "Cyprus as a base for Crusading Expeditions from the West", οτο Η Κύπρος και οι Σταυροφορίες I Cyprus and the Crusades, εκ. Ν. Κουρέας και J. Riley - Smith (Λευκωσία, 1995), σ. 70.
10 G. Hill, A History of Cyprus, 4 τόμοι. (Cambridge, 1940-1952), Τόμος Β', σσ. 140-146.
11 Forey, "Cyprus as a Base", σσ. 72-73; Edbury, The Kingdom of Cyprus, σ. 75.
12 "Eracles", σσ. 345-346 χειρόγραφα C, D και G; Hill, τόμος Β ', σ. 87 και υποσημ. 4.
13 P.W. Edbury, The Lusignan Kingdom of Cyprus and its Muslim Neighbours, (Nicosia, 1993), 0.13; P. Thorau, The Lion ol Egypt, Sultan Baybars I and the Near East in the Thirteenth Century (London and New York, 1992) o. 207.
14 Regesta Regni Hierosolymitani. εκ. R. Rohricht, 2 τόμοι (Innsbruck, 1893-1904), II, αριθ. 755a.
15 D. Jacoby, "The Rise of a New Emporium in the Eastern Mediterranean: Famagusta in the Late Thirteenth Century", στο Μελέται και Υπομνήματα. Τόμος Α' (Λευκωσία, 1984), σ. 155 και υποαημ. 51-52.
Ετικέτες
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΛΛΩΝ ΜΕΛΕΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010
Mutatis mudantis
Η δεκαετία του 1930 ήταν για τη Λεμεσό όπως και για ολόκληρη την Κύπρο μια από τις δυσκολότερες στη σύγχρονη ιστορία της. Η λαϊκή εξέγερση και τα γεγονότα του 1931 γνωστά ως «Τα Οχτωβριανά» και η σκληρή δικτατορία του τότε άγγλου κυβερνήτη Ρίτσμοντ Πάλμερ, γνωστή ως «περίοδος της παλμεροκρατίας», μαζί με την οικονομική εξαθλίωση αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης αλλά και της δυσβάσταχτης φορολογίας των άγγλων δημιουργούσε κοινωνικές συνθήκες δύσκολες. Κι όμως σε τέτοιες συνθήκες τα χαρακτηριστικά σκίτσα που ακολουθούν παρακάτω, του γνωστού δημοσιογράφου και ζωγράφου Γεώργιου Φασουλιώτη, δημοσιευμένα στη σατιρική εφημερίδα του «Το Γέλιο», που εξέδιδε την εποχή εκείνη, μαρτυρούν συμπεριφορές και συνήθειες που μας θυμίζουν τις σημερινές συνθήκες παρόμοιες (οικονομικά τουλάχιστον), (τηρουμένων των αναλογιών), στις οποίες και σήμερα ζούμε στη Κύπρο. Κάθε άλλο σχόλιο περιττεύει…
(Κάνετε κλικ στις εικόνες για μεγένθυνση και πιο ευκρινή ανάγνωση)
Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010
"Της γειτονιάς μας ο τρελός"...
V. ΤΥΠΟΙ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
1.0 Αρκοντής
Ο Αρκοντής ήταν ο πιο επιφανής "τρελλός" της εποχής μας (μέσα του 20ου αιώνα). Το αλώνισμα του στη μικρή μας πολιτεία, το απολάμβαναν μικροί και μεγάλοι. Ο κόσμος ούτε καν ενδιαφερόταν από που κρατούσε η σκούφια του. Συνδαύλιζε τις τρέλλες του και γλεντούσε μ' αυτές. Ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή να σπάζει πλάκα κανείς με τον κάθε "τρελλό". Και το κέφι μεγάλωνε ιδιαίτερα, όταν συναντιόνταν οι δύο "τρελλοί", ο Αρκοντής και ο Κιαζίμης που, ανταγωνιζόμενοι για την ίδια πελατεία δεν χώνευαν ο ένας τον άλλο, ερχόντουσαν στα χέρια, για να επέμβει κάποια στιγμή η αστυνομία. Διηγούνται ότι κάποια φορά που οι δύο "τρελλοί" είχαν οδηγηθεί στο δικαστήριο, απολογούμενος ο Αρκοντής ρώτησε τον δικαστή κατά πόσο δύο τρελλοί μπορούν να περιφέρονται στην ίδια πόλη. Και ο δικαστής δεν δίστασε να ανταποκριθεί στο μήνυμα μοιράζοντας τη Λεμεσό στους δύο "τρελλούς". Όμως τα σύνορα παρέμειναν αφρούρητα και ήταν επόμενο η συνοριακή περιοχή να γίνεται συχνά θέατρο πολέμου, όπου οι πέτρες αποτελούσαν το κυριότερο όπλο.
Οι καυγάδες των δύο "τρελλών" ήταν το ψωμοτύρι των χασο-μέρηδων, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να τους κουρδίσουν, απολαμβάνοντας έτσι τη λόξα τους. Ωστόσο, δεν είναι αυτό που επέβαλε την αναφορά στον Αρκοντή. Ούτε βέβαια το γεγονός ότι ο Αρκοντής ήταν το νόθο παιδί ενός από τους άρχοντες της πολιτείας μας, που αφού γλέντησε την άμοιρη παραδουλεύτρα του, την πέταξε στο δρόμο προτού αποκαλυφθεί το σκάνδαλο. Αυτή η περιγραφή δε θα μπορούσε να αποτελέσει σκόπευση για ένα κείμενο σχετικά με τα προικιά της Λεμεσού, θα μπορούσε μάλλον να αποτελέσει κίνητρο μόνο για ένα διήγημα ή μυθιστόρημα, με όλες τις συναρπαστικές προεκτάσεις του.
Αποκλειστική σκόπευση, αυτής της περιγραφής, ήταν να αποδώσει την ιδιομορφία της "τρέλλας" του Αρκοντή, όπως από κοντά τη γνώρισε και την εκτίμησε ο συγγραφέας. Και αυτό, σαν αντιπαράθεση προς τα άλλα φαινόμενα κυνηγητού του πλουτισμού της εποχής, που ο συγγραφέας έζησε και περιέγραψε στο προηγούμενο κεφάλαιο.
Η πρώτη φορά (στα 1943), που ο συγγραφέας αντίκρυσε τον Αρκοντή, ήταν στη μεγάλη δημοτική αγορά της Λεμεσού. Τον παρακολουθούσε ξυπόλυτο και ρακένδυτο να προχωρεί από το ένα στο άλλο μαννάβικο: Η πουκαμίσα του ήταν δεμένη με την παντελόνα του, που έμοιζε με άδειο σακκί. Φαίνεται ότι οι μαννάβηδες γνώριζαν το σκοπό της τακτικής πρωινής επίσκεψης του Αρκοντή και τους ήταν ευχάριστο το καλημέρα του. Χωρίς καμιά άλλη κουβέντα ο κάθε μαννάβης τον φιλοδωρούσε με ένα φρούτο, που ο Αρκοντής με χαμόγελο και ένα θερμό ευχα¬ριστώ έριχνε μέσα στην πουκαμίσα του.
Συμπληρώνοντας το γύρο του, ευτυχισμένος από το βαρυφόρτωμα της πουκαμίσας του, που μετατρεπόταν σε φουσκωμένο σακκί, προχωρούσε προς την Πρώτη Αστική Σχολή, που βρι¬σκόταν απέναντι, δίπλα στο Γυμνάσιο, στην οδό Ανδρέα Θεμιστοκλέους.
Το θέαμα του ξυπόλυτου "τρελλού" με την παραφουσκωμένη κοιλιά προκαλούσε τη θυμηδία και οι διαβάτες, που γνώριζαν τον Αρκοντή, αλλά δεν ήξεραν τι βρισκόταν κάτω από την πουκαμίσα αμολούσαν τα πειράγματα τους. Όμως ο Αρκοντής ούτε διάθεση, ούτε χρόνο διέθετε για να ανταποκριθεί με τις συνηθισμένες βωμολοχίες του. Βιαζόταν να προφτάσει, προτού κτυπήσει ο κώδωνας του σχολείου. Φτάνοντας στην ώρα του, καθόταν στα σκαλοπάτια για να ξαποστάσει. Ταυτόχρονα χαϊδεύε τον κρυμμένο θησαυρό του, καλώντας τα παιδιά να πάρουν από το χέρι του εκείνο το φρουτάκι, που ίσως ο πατέρας τους να μην είχε τη δυνατότητα να συμπληρώσει στο καθημερινό καλάθι. Θα πρέπει να θυμίσω ότι, εκείνη την εποχή, η μικρή μας πολιτεία πλημμύριζε από το φτωχολόι.
Ο φίλος παιδονόμος, που φαίνεται ότι από φτωχικό γάλα ήταν βυζασμένος και που παρακολουθούσε το πρωινό εντυπωσιακό φαινόμενο, διηγόταν με πόση στοργή ο Αρκοντής μοίραζε τα φρούτα και με πόση ευχαρίστηση τα δέχονταν τα παιδιά. Τύχαιναν φυσικά και τα ανάποδα που προέρχονταν από τα παιδιά των χορτάτων. Αυτά, όχι μόνο δεν πλησίαζαν τον "τρελλό" αλλά και πετούσαν βαριά λόγια εναντίον του, ενώ αυτός ανταποκρινόταν: "Δεν πειράζει. Νάστε καλά. Δυστυχώς υπάρχουν πολλά παιδιά νηστικά στο σχολείο και τα φρούτα μου είναι λίγα".
Χόρταινε ο Αρκοντής με την ευχαρίστηση των παιδιών. Για τον εαυτό του τίποτε δεν κράταγε. Και όταν τέλειωνε με άδεια την πουκαμίσα και με ένα χαμόγελο που έλαμπε στο πρόσωπο, σήκωνε αργά το χέρι για αποχαιρετισμό, έστω και αν κανένας δεν τον παρακολουθούσε. Τι να σκεφτόταν; Ποιος ξέρει; Πάντως η επόμενη μέρα, πρέπει να ήταν στο κέντρο της σκέψης του. Τι θα συνέβαινε στη συνέχεια του πρωινού, δεν τον απασχολούσε. Αυτό εξαρτιόταν μόνο από εκείνους που ανέμεναν να διασκεδάσουν με τον τρελλάρα.
Κάποια στιγμή ο Αρκοντής έμαθε ότι ο αριστοκράτης πατέρας του είχε χάσει όλα τα πλούτη του. Όλες οι επιχειρήσεις του πήγαν φούντο. Συγγενείς και φίλοι τον είχαν λησμονήσει. Το τι σκέφτηκε ο Αρκοντής όταν το έμαθε, Βγαίνει από το πιο κάτω περιστατικό, που ήταν γνωστό σε ένα πολύ στενό κύκλο.
Φρόντισε ο Αρκοντής και πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας του έμενε μόνος σε κάποιο παλαιό σπιτάκι, σε ένα απόμερο παραλιακό δρόμο. Πήγε εκεί για να κατατοπιστεί. Βρήκε ότι το παραθυράκι του μικρού σπιτιού, ήταν κατάλληλο για το σκοπό που είχε Βάλει στο φτωχό του μυαλό.
Έτσι από την άλλη μέρα, κρυφά από το Θεό και τους ανθρώπους, λίγο πριν από τα χαράματα, θα πήγαινε εκεί και θα έΒαζε στο πεζούλι του παραθύρου λίγα χρήματα, ένα μέρος από εκείνα που προέκυπταν από τα φιλοδωρήματα εκείνων που απολάμβαναν τις τρέλλες του.
Ο πατέρας ανοίγοντας κάθε πρωί το παράθυρο σταυροκοπιόταν. Και θα πρέπει να αναλογιζόταν, ποιος καλός χριστιανός τον σκεφτόταν ... Κι ήταν επόμενο να φροντίσει να λύσει το μυστήριο. Το ελαφρό κροτάλισμα του χρήματος του επέτρεπε να σκεφτεί ότι ο μυστηριώδης ευεργέτης του τοποθετούσε τα χρήματα το πρωί, προτού ακόμη ξημερώσει. Έτσι, δεν είχε τίποτε άλλο να κάμει παρά να παραμονεύσει. Έτσι και έγινε για να μείνει τελικά άναυδος αντικρύζοντας τον απόκληρο γυιό του. Όμως προτού συνέλθει και ανοίξει το στόμα του, άκουσε την οργισμένη φωνή του Αρκοντή: "Πεζεβέγκη, ήταν ανάγκη να ανοίξεις το παράθυρο;" και το άγνωστο γι αυτόν παιδί του, τρέχοντας, χάθηκε από τα μάτια του.
Αυτά τα δύο περιστατικά ήταν υπεραρκετά, για να εκτιμηθεί το βάθος των αισθημάτων του "τρελλού" Αρκοντή. Όμως δεν ήταν μόνο αυτά που επέβαλλαν να τον ξεχωρίσει κανείς από τους άλλους "τρελλούς".
Ένα πρωινό, ο γραμματέας του δημαρχειακού γραφείου ανάγγειλε στον Δήμαρχο ότι ο Αρκοντής επέμενε να τον δει προσωπικά και ότι με κανένα τρόπο δεν κατόρθωσε να του αποσπάσει το λόγο της επίσκεψης.
Χαμογέλασε ο Δήμαρχος και αφήνοντας κατάπληκτο το γραμματέα, έσπευσε να ανοίξει την πόρτα και να καλωσορίσει τον Αρκοντή.
Αμήχανος και με φόβο τι θα συνέβαινε στο διπλανό του δωμάτιο, αποσύρθηκε ο γραμματέας, με την παράκληση του Δημάρχου να κλείσει την πόρτα και να μην αφήσει κανένα να περάσει προτού φύγει ο Αρκοντής.
Πρέπει πολύ να παραξενεύτηκε ο Αρκοντής, όταν ο Δήμαρχος του υπέδειξε να καθήσει. Ήταν αυτός, άνθρωπος ξυπόλυτος να καθήσει σε πολυθρόνα; Γι αυτό χαμογελώντας αποκρίθηκε: Δεν ήρθα για βίζιτα, ούτε εσύ ούτε εγώ έχουμε καιρό. Ήρθα μόνο να σου πω ότι στους μακρυνούς μαχαλλάδες έχει πολλή φτώχεια. Να πάεις να δεις και να δακρύσουν τα μάτια σου. Φτώχεια, φτώχεια! Και άρχισε ακατάσχετα να περιγράφει. Όση ώρα μιλούσε ο Αρκοντής, το θέαμα στα σκαλοπάτια του σχολείου νοερά έπαιρνε διαστάσεις μπροστά στα μάτια του Δημάρχου, ενώ η μορφή του Αρκοντή έλαμπε ανάμεσα στα παιδιά της φτωχολογιάς. Τότε δημιουργήθηκε η επιθυμία στο Δήμαρχο να γνωρίσει πιο πολλά από τα "έργα και τις ημέρες" εκείνου του "ανισόρροπου", που οι συμπολίτες του τον περιτρι¬γύριζαν για να διασκεδάσουν με τις τρέλλες του.
Η ανάγκη για περίσκεψη ώθησε το Δήμαρχο να προτείνει στον Αρκοντή να πάνε μαζί για να δει από κοντά εκείνα που του εξιστορούσε. Προς στιγμή ο Αρκοντής τάχασε. Έμεινε για λίγο αμίλητος. Και όταν συνειδητοποίησε τι είχε ακούσει, αποκρίθηκε με υψωμένη τη φωνή: "Τι είναι αυτά που ακούω Δήμαρχε! Εσύ και εγώ να πάμε μαζί; Δεν θα ντραπείς; Εσύ κοτζάμ Δήμαρχος και εγώ ο γυιός της πελλοβασιούρας να πάμε μαζί; Θα σε πειράξουν οι χαραμοψούμηδες όπως πειράζουν και εμένα. Οι, όι δεν γίνεται. Φώναξε τους ανθρώπους σου και πήγαινε μαζί τους. Θα σας παραγγείλω εγώ πού να πάτε". Το γέλιο του Δημάρχου πλημμύρισε στο γραφείο του. Είχε, τώρα ακόμη ένα στοιχείο για να ανεβάσει τον Αρκοντή πιο ψηλά στην εκτίμηση του και αναλογίστηκε: "Είναι αυτός ο άνθρωπος, που όπως λένε δεν τα έχει τετρακόσια;"
Στη διαδρομή του αυτοκινήτου από τα δυτικά πραματευτάδικα ως το άνοιγμα προς τον τουρκομαχαλά δεν ήταν λίγοι οι περαστικοί, που κραύγαζαν: "Ελάτε να δείτε τον πελλο-Αρκοντή με τον πελλο-Δήμαρχο μας". Επιβεβαιωνόταν για δεύτερη φορά, πόσο βάσιμες ήταν οι έγνοιες του Αρκοντή ...
Ωστόσο η κοινή επίσκεψη στα χαμόσπιτα της φτωχογειτονιάς ήταν το έναυσμα που ώθησε στη συνέχεια το Δημοτικό Συμβούλιο της μικρής μας πολιτείας, να προχωρήσει στην ίδρυση της Παιδικής Στέγης Λεμεσού.
Λεει ο λαός ότι η τρέλλα δεν πάει στα βουνά. Μάλιστα θα μπορούσε να πει κανείς ότι προτιμά να στρατοπεδεύει σε πλείστους λάτρεις ... του πλούτου ή και ρεμπέτες που δεν νοιάζονται για τη ζωή. Όμως η τρέλλα, στον χωρίς πατρογονικό όνομα Αρκοντή, δεν τα κατάφερε να εισχωρήσει. Ο Αρκοντής πέρασε από τη μικρή μας πολιτεία, ως ένας αθάνατος τρελλός φιλόσοφος.
Τον Αρκοντή τον έχασε η Λεμεσός και ίσως κανένας να μη γνωρίζει, που είναι ο τάφος του. Όμως εκείνοι, που έζησαν μερικές πτυχές της ζωής του, τον κρίνουν ως σύμβολο υψίστης ανθρωπιάς. Ήταν πράγματι τρελός ο Αρκοντής; Η ψυχιατρική θα μπορούσε να καθορίσει τα αίτια και το χαρακτήρα της τρέλλας του. Όμως το κεντρικό κύτταρο των παρατηρήσεων θάπρεπε να αναζητηθεί στη βάση της ανθρωπιάς.
Από το βιβλίο του πρώην Δημάρχου Λεμεσού, Πλουτή Σέρβα, "Τα προικιά της Λεμεσού" με αναμνήσεις από τη ζωή και τη δημαρχεία του.
Ετικέτες
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΛΛΩΝ ΜΕΛΕΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
"Εν ν' αγκαλέσω τον Θεόν μα ποιος εν να τον κρίνει"...
ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΑΛΛΑΖΟΥΝ
Το νέον έτος 1900 δεν ήταν γραφτό να είναι αίσιο και ευτυχές σύμφωνα με τις τόσες ευχές.
Ούτε ο περίφημος εικοστός αιώνας στάθηκε για το Βασίλη Μιχαηλίδη τυχερός. Από το 1884 δουλεύει στο Νοσοκομείο και στο φαρμακείο όλη σχεδόν την ημέρα. Από την ανατολή του ήλιου ως τη δύση με διακοπή μόνο για το μεσημέρι. Το παρατσούκλι "Σπετσέρης" του το κόλλησαν ακριβώς για τη δουλειά του στο Φαρμακείο.
Όμως με τα χρόνια οι καιροί αλλάζουν. Η ανάγκη για μορφωμένο προσωπικό έρχεται και στη μικρή πόλη της Λεμεσού. Η νέα νοσοκόμα η Miss Christian που προσλαμβάνεται στο νοσοκομείο είναι σπουδασμένη και σε όλα τυπική.
Ο Βασίλης ήταν βέβαια πρακτικός νοσοκόμος και δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με μια μορφωμένη νοσοκόμα. Πολλές φορές θα συζητήσουν και η Miss Christian θα υποβάλλει συνεχώς αναφορές με παράπονα για τη συμπεριφορά του Βασίλη Μιχαηλίδη. Ο Βασίλης πάντα χαρακτήρας νευρικός και ευερέθιστος θα συμπεριφέρεται άγαρμπα. Είναι βέβαια και το ποτό που τώρα τελευταία τον πίνει αντί να το πίνει. Συχνά τα βράδια γυρίζει στο νοσοκομείο μεθυσμένος και ενοχλεί τους πάντες. Οι αναφορές όλο και πληθαίνουν σε βάρος του.
Στο γραφείο του Δημάρχου Λεμεσού Ιωάννη Καραγεωργιάδη ο Δήμαρχος με τα μικρά στρογγυλά γυαλιά είναι σκυμμένος πάνω από ένα μάτσο χαρτιά και γράφει. Δίπλα υπάρχουν ανοιγμένα βιβλία, το γυάλινο μελανοδοχείο και το ημικυκλικό σταμπόχαρτο. Οι πέννες είναι τοποθετημένες οριζόντια η μια πάνω από την άλλη.
Κάποια στιγμή ο Δήμαρχος σηκώνει το κεφάλι και λέει:
"Αντιλαμβάνομαι Βασίλη ότι η αφορμή ήταν ασήμαντη. Πρέπει όμως κάποτε να μάθεις να συγκρατείς το θυμό σου και τα νεύρα σου. Στο κάτω-κάτω ποιος είσαι εσύ για να υψώσεις την φωνή σου προς τον Διοικητή της Λεμεσού τον Ronald Mitchel; Μπορεί ένας νοσοκόμος να αντιμιλά προς τον Άγγλο Διοικητή; Πού ξανακούστηκε αυτό. Για όνομα του Θεού" ρωτά με αγανάκτηση ο Δήμαρχος.
"Και επιτρέπεται κύριε Δήμαρχε για μιαν ασήμαντη αφορμή να με πατσίσει";
'Έ τι θέλεις να κάμουμε βρε Βασίλη; Αγκάλεστον".
Ο Βασίλης γυρίζει "και μ' ένα πικρό χαμόγελο λέει στον Δήμαρχο:
"Εν ν' αγκαλέσω τον Θεόν μα ποιος εν να τον κρίνει
αφού η κρίση μια ένι τζιαι ρίζει την τζιαι τζείνη";
Στην αυθόρμητη αυτή έμμετρη απάντηση ο Δήμαρχος ξεσπά σε γέλια και μαλακώνει τον τόνο της φωνής του.
"Έσιεις δίκαιο, όμως εκάλεσά σε βασικά για άλλο πράμα. Έχει σχέση με τον χαρακτήρα σου στη δουλειά σου. Πάντα ευέξαπτος, νευρικός, φωνακλάς. Πότε επιτέλους θα ηρεμήσεις; Η Miss Christian συνεχώς υποβάλλει παράπονα και ευθύνες εις βάρος σου. Έφτασε στο σημείο να υποβάλει παράπονα και απειλεί με παραίτηση αν δεν συμμορφωθείς. Πρέπει Βασίλη να την υπακούεις γιατί στο κάτω-κάτω είναι σπουδασμένη νοσοκόμα. Δεν λέω και εσύ κάνεις τη δουλειά σου. Γιατρός είμαι και γω και καταλαβαίνω. Όμως υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Το γνωρίζεις ότι από το 1895 οι Άγγλοι επιχορηγούν το νοσοκομείο και έχουν λόγο στο καθετί. Τα φάρμακα εξάλλου είναι σοβαρή υπόθεση. Δεν μπορούμε να παίζουμε με τη ζωή του κόσμου".
"Όμως τόσα χρόνια κύριε Δήμαρχε εκατάφερνά τα. Τώρα θέλω μάστρο";
"Πάλαι άψες ρε Βασίλη. Είσαι σαν την μούττην του δκυόσμη. Εξάλλου (συνεχίζει χαμογελώντας πονηρά) εν τζιαι ωραία κοπέλλα. Έβρε το κουμπί της τζιαι θα καλο-περάσεις".
"Ο Θεός τζιαι να μεν μ' αφήκει. Τούτη να ππέσει χαμαί η μούττη της εν ισύφκει να την πκιάσει".
"Πάντως φρόντισε να μην της δίνεις αφορμές, τους κανονισμούς τους ξέρεις πολύ καλά. Κάθε ασθενής θα μπαίνει στο νοσοκομείο μόνο με τα απαραίτητα χαρτιά. Να μην καυγαδίζεις μαζί της, να μην έρχεσαι μεθυσμένος και να αναστατώνεις το νοσοκομείο τις νύκτες. Και κάτι τελευταίο, απαιτεί να κοιμάσαι αλλού".
"Θα υποβάλω γραπτώς τις απόψεις μου κ. Δήμαρχε. Κουράστηκα. Καλύτερα να αναλάβω κάποιαν άλλην υπηρεσία".
"Όπως νομίζεις Βασίλη".
Ο νοσοκόμος σηκώνεται και φεύγει σιγά-σιγά.
Με τις πολλές προστριβές με το προσωπικό του νοσοκομείου ήταν φυσικό να υπάρχουν τιμωρίες για τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Τέτοιες τιμωρίες ήταν αποκοπές μισθού στα 1901. Στην ουσία ο μηνιαίος μισθός που πληρωνόταν 3 λίρες και 10 σελίνια μειώνεται σε 2 λίρες και 10 σελίνια
Οι κατηγορίες που αναφέρονται ήταν ανυπακοή σε διαταγές ανωτέρου και συνεχείς φιλονικίες με τη νοσοκόμα. Επιστολή που βρέθηκε στο Δημόσιο Αρχείο φέρει τον πατέρα του Βασίλη Μιχαηλίδη, Χατζημιχαήλ Χατζηκουμπάρο να απευθύνεται προς τον αρχιγραμματέα και να τον παρακαλεί να αναθεωρήσει την μείωση του μισθού του γιου του γιατί ο πατέρας θα εστερείτο της βοήθειας από τον γιο του. Βέβαια μπορεί εύκολα να συμπεράνει κάποιος πως η επιστολή του πατέρα του Βασίλη Μιχαηλίδη ήταν δουλειά του ίδιου του Βασίλη για να μπορέσει να ακυρώσει την μείωση του μισθού του.
Απόσπασμα από το βιογραφικό βιβλίο για τον εθνικό μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη "Ο σπετέρης", του ιστορικού μελετητή Θωμά Μιχαηλίδη.
Το νέον έτος 1900 δεν ήταν γραφτό να είναι αίσιο και ευτυχές σύμφωνα με τις τόσες ευχές.
Ούτε ο περίφημος εικοστός αιώνας στάθηκε για το Βασίλη Μιχαηλίδη τυχερός. Από το 1884 δουλεύει στο Νοσοκομείο και στο φαρμακείο όλη σχεδόν την ημέρα. Από την ανατολή του ήλιου ως τη δύση με διακοπή μόνο για το μεσημέρι. Το παρατσούκλι "Σπετσέρης" του το κόλλησαν ακριβώς για τη δουλειά του στο Φαρμακείο.
Όμως με τα χρόνια οι καιροί αλλάζουν. Η ανάγκη για μορφωμένο προσωπικό έρχεται και στη μικρή πόλη της Λεμεσού. Η νέα νοσοκόμα η Miss Christian που προσλαμβάνεται στο νοσοκομείο είναι σπουδασμένη και σε όλα τυπική.
Ο Βασίλης ήταν βέβαια πρακτικός νοσοκόμος και δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με μια μορφωμένη νοσοκόμα. Πολλές φορές θα συζητήσουν και η Miss Christian θα υποβάλλει συνεχώς αναφορές με παράπονα για τη συμπεριφορά του Βασίλη Μιχαηλίδη. Ο Βασίλης πάντα χαρακτήρας νευρικός και ευερέθιστος θα συμπεριφέρεται άγαρμπα. Είναι βέβαια και το ποτό που τώρα τελευταία τον πίνει αντί να το πίνει. Συχνά τα βράδια γυρίζει στο νοσοκομείο μεθυσμένος και ενοχλεί τους πάντες. Οι αναφορές όλο και πληθαίνουν σε βάρος του.
Στο γραφείο του Δημάρχου Λεμεσού Ιωάννη Καραγεωργιάδη ο Δήμαρχος με τα μικρά στρογγυλά γυαλιά είναι σκυμμένος πάνω από ένα μάτσο χαρτιά και γράφει. Δίπλα υπάρχουν ανοιγμένα βιβλία, το γυάλινο μελανοδοχείο και το ημικυκλικό σταμπόχαρτο. Οι πέννες είναι τοποθετημένες οριζόντια η μια πάνω από την άλλη.
Κάποια στιγμή ο Δήμαρχος σηκώνει το κεφάλι και λέει:
"Αντιλαμβάνομαι Βασίλη ότι η αφορμή ήταν ασήμαντη. Πρέπει όμως κάποτε να μάθεις να συγκρατείς το θυμό σου και τα νεύρα σου. Στο κάτω-κάτω ποιος είσαι εσύ για να υψώσεις την φωνή σου προς τον Διοικητή της Λεμεσού τον Ronald Mitchel; Μπορεί ένας νοσοκόμος να αντιμιλά προς τον Άγγλο Διοικητή; Πού ξανακούστηκε αυτό. Για όνομα του Θεού" ρωτά με αγανάκτηση ο Δήμαρχος.
"Και επιτρέπεται κύριε Δήμαρχε για μιαν ασήμαντη αφορμή να με πατσίσει";
'Έ τι θέλεις να κάμουμε βρε Βασίλη; Αγκάλεστον".
Ο Βασίλης γυρίζει "και μ' ένα πικρό χαμόγελο λέει στον Δήμαρχο:
"Εν ν' αγκαλέσω τον Θεόν μα ποιος εν να τον κρίνει
αφού η κρίση μια ένι τζιαι ρίζει την τζιαι τζείνη";
Στην αυθόρμητη αυτή έμμετρη απάντηση ο Δήμαρχος ξεσπά σε γέλια και μαλακώνει τον τόνο της φωνής του.
"Έσιεις δίκαιο, όμως εκάλεσά σε βασικά για άλλο πράμα. Έχει σχέση με τον χαρακτήρα σου στη δουλειά σου. Πάντα ευέξαπτος, νευρικός, φωνακλάς. Πότε επιτέλους θα ηρεμήσεις; Η Miss Christian συνεχώς υποβάλλει παράπονα και ευθύνες εις βάρος σου. Έφτασε στο σημείο να υποβάλει παράπονα και απειλεί με παραίτηση αν δεν συμμορφωθείς. Πρέπει Βασίλη να την υπακούεις γιατί στο κάτω-κάτω είναι σπουδασμένη νοσοκόμα. Δεν λέω και εσύ κάνεις τη δουλειά σου. Γιατρός είμαι και γω και καταλαβαίνω. Όμως υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Το γνωρίζεις ότι από το 1895 οι Άγγλοι επιχορηγούν το νοσοκομείο και έχουν λόγο στο καθετί. Τα φάρμακα εξάλλου είναι σοβαρή υπόθεση. Δεν μπορούμε να παίζουμε με τη ζωή του κόσμου".
"Όμως τόσα χρόνια κύριε Δήμαρχε εκατάφερνά τα. Τώρα θέλω μάστρο";
"Πάλαι άψες ρε Βασίλη. Είσαι σαν την μούττην του δκυόσμη. Εξάλλου (συνεχίζει χαμογελώντας πονηρά) εν τζιαι ωραία κοπέλλα. Έβρε το κουμπί της τζιαι θα καλο-περάσεις".
"Ο Θεός τζιαι να μεν μ' αφήκει. Τούτη να ππέσει χαμαί η μούττη της εν ισύφκει να την πκιάσει".
"Πάντως φρόντισε να μην της δίνεις αφορμές, τους κανονισμούς τους ξέρεις πολύ καλά. Κάθε ασθενής θα μπαίνει στο νοσοκομείο μόνο με τα απαραίτητα χαρτιά. Να μην καυγαδίζεις μαζί της, να μην έρχεσαι μεθυσμένος και να αναστατώνεις το νοσοκομείο τις νύκτες. Και κάτι τελευταίο, απαιτεί να κοιμάσαι αλλού".
"Θα υποβάλω γραπτώς τις απόψεις μου κ. Δήμαρχε. Κουράστηκα. Καλύτερα να αναλάβω κάποιαν άλλην υπηρεσία".
"Όπως νομίζεις Βασίλη".
Ο νοσοκόμος σηκώνεται και φεύγει σιγά-σιγά.
Με τις πολλές προστριβές με το προσωπικό του νοσοκομείου ήταν φυσικό να υπάρχουν τιμωρίες για τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Τέτοιες τιμωρίες ήταν αποκοπές μισθού στα 1901. Στην ουσία ο μηνιαίος μισθός που πληρωνόταν 3 λίρες και 10 σελίνια μειώνεται σε 2 λίρες και 10 σελίνια
Οι κατηγορίες που αναφέρονται ήταν ανυπακοή σε διαταγές ανωτέρου και συνεχείς φιλονικίες με τη νοσοκόμα. Επιστολή που βρέθηκε στο Δημόσιο Αρχείο φέρει τον πατέρα του Βασίλη Μιχαηλίδη, Χατζημιχαήλ Χατζηκουμπάρο να απευθύνεται προς τον αρχιγραμματέα και να τον παρακαλεί να αναθεωρήσει την μείωση του μισθού του γιου του γιατί ο πατέρας θα εστερείτο της βοήθειας από τον γιο του. Βέβαια μπορεί εύκολα να συμπεράνει κάποιος πως η επιστολή του πατέρα του Βασίλη Μιχαηλίδη ήταν δουλειά του ίδιου του Βασίλη για να μπορέσει να ακυρώσει την μείωση του μισθού του.
Απόσπασμα από το βιογραφικό βιβλίο για τον εθνικό μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη "Ο σπετέρης", του ιστορικού μελετητή Θωμά Μιχαηλίδη.
Ετικέτες
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΛΛΩΝ ΜΕΛΕΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)